«Ξυπόλητο Τάγμα» – Η αληθινή ιστορία 160 παιδιών που οι Ναζί τους έδιωξαν από τα ορφανοτροφεία της Θεσσαλονίκης
Η δράση τους πήρε διαστάσεις μύθου στα χρόνια της χιτλερικής κατοχής
Το «Ξυπόλητο Τάγμα» είναι η αληθινή ιστορία 160 παιδιών, που η δράση τους πήρε διαστάσεις μύθου όταν διώχτηκαν από τα ορφανοτροφεία της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί στα μαύρα χρόνια της χιτλερικής κατοχής της πατρίδας μας.
Μετά την είσοδό τους στην πρωτεύουσα της ελληνικής Μακεδονίας, οι Γερμανοί αδειάζουν τα δημόσια κτίρια και τα επιτάσσουν. Ανάμεσα σ’ αυτά, είναι και αρκετά ορφανοτροφεία. Τα ορφανά πετάγονται στο δρόμο. Μια ομάδα, απ’ αυτά τα παιδιά για να επιβιώσουν, παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους.
Ο Σπύρος Κουζινόπουλος καταγράφει την ιστορία αυτή μέσα από το προσωπικό του ιστολόγιο αναφέροντας:
Οργανώνονται σαν μυστικός «στρατός», με ιεραρχία και πειθαρχία. Μόνα τους συγκροτούν ομάδες κρούσης και βοήθειας. Πηγή για την τροφοδοσία τους είναι τα γερμανικά καμιόνια που κουβαλάνε ψωμί και τρόφιμα και οι μαυραγορίτες. Τα κλεμμένα μοιράζονται στα ορφανά, αλλά και σε άλλους κατοίκους της Θεσσαλονίκης που είχαν ανάγκες.
Τα παιδιά του «Ξυπόλυτου Τάγματος» έμειναν στην ιστορία σαν σαλταδόροι». Ο θρύλος λέει, πως πέρα από την αρωγή που παρείχαν στο κόσμο, κατάφερναν με την εξυπνάδα και το κουράγιο τους να βοηθούν την Αντίσταση, βρίσκοντας τρόπους να φυγαδεύουν στη Μέση Ανατολή Έλληνες, Αμερικάνους και Εγγλέζους αξιωματικούς, με σκοπό να ενωθούν με τους εκεί συμμαχικούς στρατούς.
Πως έγινε ταινία η υπόθεση
Στα τέλη της δεκαετίας του ΄40, βρισκόταν στην Αμερική ο ηθοποιός του Κρατικού Θεάτρου Νίκος Κατσιώτης, ο οποίος συζητώντας με τον Γκρεγκ Τάλλας (Γρηγόρης Θαλασσινός) του διηγήθηκε πως την ημέρα που η Θεσσαλονίκη γιόρταζε την απελευθέρωσή της, τον Νοέμβριο του 1944, στο τέλος της διαδήλωσης ακολουθούσε ένα τσούρμο από κουρελήδες πιτσιρικάδες οι οποίοι κρατούσαν ένα πανό που έγραφε «Ξυπόλητο Τάγμα». Η διήγηση του Νίκου Κατσιώτη, συγκλόνισε τον Τάλλας κι αποφάσισε να κάνει το «Ξυπόλητο Τάγμα» ταινία. Το 1952, ο Γκρεγκ Τάλλας έρχεται στην Ελλάδα και με την περιορισμένη οικονομική υποστήριξη ενός άλλου Ελληνοαμερικανού, ξενοδόχου στο Λος Άντζελες, του Πέτρου Μπουντούρη, άρχισε να γυρίζει την ταινία « Το Ξυπόλητο Τάγμα». Ο Νίκος Κατσιώτης έγραψε το σενάριο, ενώ την μουσική έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης (η πρώτη του για κινηματογραφική ταινία), με εκτέλεση από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (υπό την διεύθυνση τού ιδίου). Η θαυμάσια φωτογραφία ήταν του Μιχάλη Γαζιάδη.
Ο Γκρεγκ Τάλλας αποθαρρημένος από την υποτυπώδη κινηματογραφία της Ελλάδας της εποχής, σκέφτηκε αρχικά να γυρίσει την ταινία στη Νάπολη, πόλη που θεωρούσε πως είχε μια περίεργη ομοιότητα, το ίδιο άρωμα, με τη Θεσσαλονίκη. Αλλά πάλι κάτι τον έτρωγε.
Τα γυρίσματα της ταινίας στη Θεσσαλονίκη
Κι έτσι ήρθε στην Ελλάδα και γύρισε την ταινία στη Θεσσαλονίκη σε φυσικούς χώρους. Μόνο τη σκηνή της «μαύρης αγοράς» γύρισε για καθαρά πρακτικούς λόγους στην Αθήνα, στην περιοχή των Φυλακών Αβέρωφ, όπου και λειτουργούσε πραγματικά η μαύρη αγορά στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής.
Χρησιμοποίησε μόνο δύο επαγγελματίες ηθοποιούς, τον Νίκο Φέρμα και τη Μαρία Κωστή. Όλοι οι άλλοι που έπαιξαν στην ταινία ήσαν ερασιτέχνες. Τα 63 από τα 66 παιδιά που πήραν μέρος στα γυρίσματα, ο Γκρεγκ Τάλλας τα πήρε από αναμορφωτήρια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Η μηχανή λήψης ήταν του 1924 και χρησιμοποιήθηκαν μόνο 6 προβολείς για τον φωτισμό. Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της ταινίας -σε συνδυασμό με τις συνθήκες παραγωγής- ήταν μια μεγάλη έκπληξη στην Αμερική. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι αυτή η ταινία γυρίστηκε με τόσο λίγα τεχνικά μέσα. Για παράδειγμα, ο φωνολήπτης της Κολούμπια ήταν αδύνατο να πιστέψει πως αυτή η ταινία γυρίστηκε βουβή και πως είχαν επιτευχθεί τόσο άψογοι συγχρονισμοί στο ντουμπλάρισμα της ηχητικής μπάντας στην Ελλάδα!
Το αρνητικό της ταινίας είχε χαθεί και χάρη στις προσπάθειες του διευθυντή της Ταινιοθήκης της Ελλάδας, Θόδωρου Αδαμόπουλου που εντόπισε δύο κόπιες προβολής σε καλή κατάσταση, δημιουργήθηκε, μετά από χρονοβόρες και πολυδάπανες διαδικασίες, ένα καινούργιο αρνητικό της ταινίας.
Το «Ξυπόλυτο Τάγμα» ήταν η πρώτη ελληνική ταινία που κατόρθωσε να βραβευτεί σε διεθνές φεστιβάλ. Πήρε το 1955 το πρώτο βραβείο («Χρυσή Δάφνη»), στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Εδιμβούργου.
Σύνοψη της υπόθεσης:
Στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, ένας νεαρός άντρας, ο Δημήτρης, “συλλαμβάνει” έναν πιτσιρικά, το Σταύρο, που έκλεψε ένα πορτοφόλι και του αφηγείται την ιστορία του, δηλαδή την ιστορία των 160 παιδιών που αποτελούσαν το “ξυπόλητο τάγμα”, προσπαθώντας να επιβιώσουν κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Με κίνδυνο της ζωής τους, διωγμένα από το ορφανοτροφείο, είχαν δημιουργήσει μια ηρωική συμμορία και έκλεβαν από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους τρόφιμα και φάρμακα, τα οποία μοίραζαν σε όσους τα είχαν ανάγκη. Μάλιστα, η επαφή τους με μια Ελληνίδα διερμηνέα των Γερμανών (Μαρία Κωστή) τα έκανε να βοηθήσουν έναν αξιωματικό των συμμάχων να διαφύγει στη Μέση Ανατολή. Η κλοπή μερικών τενεκέδων λάδι από ένα μαυραγορίτη (Νίκος Φέρμας) παραλίγο να τους στοιχίσει τη σύλληψη και την εκτέλεσή τους από τους Γερμανούς. Στο τέλος, αφού ακούσει την ιστορία, ο πιτσιρικάς ακολουθεί το Δημήτρη στο ορφανοτροφείο και αποφασίζει να μείνει εκεί για να βρει μόνιμη τροφή και στέγη και να μεγαλώσει τίμια.
Ο Π.Σφυρίδης για τους σαλταδόρους
Ο εξαιρετικός Θεσσαλονικιός συγγραφέας Περικλής Σφυρίδης θα γράψει για τους μικρούς σαλταδόρους της γερμανικής κατοχής:
«[…] Το έγκλημα για το οποίο κυνηγούσαν οι Γερμανοί τον θείο Πλάτωνα ήταν ότι υπήρξε σαλταδόρος, κάτι αρκετά διαδεδομένο και γνωστό την περίοδο της Κατοχής, αφού πέρασε και στο λαϊκό τραγούδι με τους στίχους Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω/ τη ρεζέρβα θα σου πάρω. Μόνο που οι σαλταδόροι του Κόμματος, όλοι έφηβοι ή νέοι άντρες, καρδαμωμένοι με αριστερή ιδεολογία, δούλευαν οργανωμένοι, με σχέδιο, και βάζοντας το κεφάλι τους στον ντορβά βουτούσαν διάφορα εφόδια –ό,τι ασφαλώς μπορούσαν– από τις στρατιωτικές αποθήκες των Γερμανών στο Χαρμάνκιοϊ και στο λιμάνι. […] Η δουλειά γινόταν με τριάδες· κανείς δεν ήξερε τους άλλους σαλταδόρους της οργάνωσης και οι εντολές για συγκεκριμένες αποστολές δίνονταν από ένα σύνδεσμο που μόνο το μικρό του όνομα, προφανώς ψευδώνυμο, γνώριζαν. Έτσι, αν έπιαναν κάποιον οι Γερμανοί και τον βασάνιζαν, το μόνο που θα μπορούσε να μαρτυρήσει ήταν τα ονόματα των άλλων δύο –τίποτε άλλο– που αν είχαν καταφέρει να γλιτώσουν, το Κόμμα αναλάμβανε να τους κρύψει ή να τους καλύψει με μεταμφιέσεις και πλαστά έγγραφα.»
Πηγή: Φάρος του Θερμαϊκού / Σπύρος Κουζινόπουλος
*με πληροφορίες
- Περικλής Σφυρίδης, Ψυχή μπλε και κόκκινη, Εστία, Αθήνα 2013, σ. 53-54.
- http://www.tainiothiki.gr/v2/filmography/view/3/2536