Άνω Λαδάδικα: Η πιο ανερχόμενη γειτονιά της πόλης
Μια γειτονιά που αγαπάμε πολύ.
Εικόνες: Γιάννης Σιμητόπουλος
Λέξεις: Γιάννης Ανδρέου
Η γραμμή που χωρίζει τα Άνω από τα Κάτω Λαδάδικα είναι η Τσιμισκή. Ένα νοητό αλλά και πραγματικό σύνορο που κράτησε μέχρι και μερικά χρόνια πριν γίνουν εμφανείς οι διαφορές των δύο γειτονιών. Το πάνω μέρος της περιοχής φιλοξενεί σε ένα μεγάλο βαθμό μέχρι σήμερα επιχειρήσεις της παραδοσιακής οικονομίας της: βιοτεχνίες, εδώδιμα αποικιακά, κηπευτικά, ξηροκαρπάδικα, είδη οικιακής χρήσης, υφασματάδικα. Η καρδιά της παλιάς αγορά της πόλης χτυπούσε πάντα εκεί. Κραταιές οικογενειακές επιχειρήσεις που πήγαιναν συνήθως από γενιά σε γενιά και φυσικά ούτε ίχνος ιδέας για άλλου τύπου αξιοποίηση της γειτονιάς ως διασκεδασότοπου. Στην κάτω της Τσιμισκή πλευρά αντίθετα, λόγω της γειτνίασης με το λιμάνι, αναπτύχθηκαν πορνεία, κακόφημα μπαρ, χώροι διασκέδασης.
Ακόμα και όταν στα μέσα του ενενήντα η περιοχή στο κάτω μέρος έγινε ο διασκεδασότοπος που πετούσαμε χαρτοπετσέτες στον αέρα τα μεσημέρια μετά τη δουλειά ακούγοντας λαϊκά, η άνω συνέχιζε την παλιά της πορεία απερίσπαστη και μόνο την τελευταία πενταετία άρχισε να διαθέτει δημιουργικά γραφεία, ομάδες και καλλιτεχνικές σχολές πλάι σε σαφώς λιγότερα ποιοτικά μπαρ και εστιατόρια που σεβάστηκαν την ιστορία και την αισθητική της. Για την κάτω πλευρά των Λαδάδικων η διάσωση της αρχιτεκτονικής ταυτότητας υπήρξε σωτήρια χάρη στον χαρακτηρισμό τους ως ιστορικό τόπο με πρωτοβουλία της Μελίνας Μερκούρη το 1985. Συγκεκριμένα τα όρια της περιοχής προσδιορίστηκαν από το διάταγμα κήρυξής της ως “ιστορικού τόπου” (ΥΠΠΕ/ ΔΙΛΑΠ/Γ/24917/1598/24.5.85), η έκτασή της είναι 6,5 εκτάρια και περιλαμβάνει 24 οικονομικές νησίδες, εκεί όπου βρίσκονται εγκατεστημένες γύρω στις 300 μονάδες επιχειρήσεων όπου απασχολούνται περίπου 1400 εργαζόμενοι. Σύμφωνα με το διάταγμα η άνω περιοχή ορίζεται από τις οδούς “Τσιμισκή”, “Φράγκων”, “Λέοντος Σοφού”, “Δωδεκανήσου” “Βασιλέως Ηρακλείου” και “Βεροίας”.
Αν λοιπόν στην κάτω πλευρά της γειτονιάς η διάσωση υπήρξε μεγάλη, με ελάχιστες νεώτερες οικοδομές να παρεισφρύουν στον παραδοσιακό της χαρακτήρα που θυμίζει την πόλη πριν την πυρκαγιά του 1917, στην κάτω μιλάμε για διάσπαρτα κτίρια συγκεντρωμένα κυρίως στις οδούς Εδέσσης, Κατούνη, Β. Ηρακλείου και Λ. Σοφού.
Σε αυτή την γειτονιά της πόλης υπήρξαν μερικά από τα ωραιότερα κτίρια της παλιάς Θεσσαλονίκης, από το μοναδικό κτίριο που κοσμεί σήμερα την περιοχή με τη χρήση του ως Κρατικό Ωδείο, στην Φράγκων και στο όριο με τον παλιό Φραγκομαχαλά μέχρι το παλιό αρχοντικό των Άμποτ και κτίριο του Ποζέλι που χρησιμοποίησε η Οθωμανική Τράπεζα. Υπήρξε όμως και αυτός ο παράξενος δρόμος, ο μοναδικός ιδιωτικός δρόμος της πόλης που φέρνει το όνομα του αναμορφωτή της, του Ερνέστου Εμπράρ και τον οποίο στην πραγματικότητα ορίζουν δυο πολυκατοικίες. Το πολεοδομικό σχέδιο της περιοχής που χρονολογείται από το 1928, δείχνει το ενιαίο κτίριο που περιβάλλεται από τις οδούς Ολυμπίου Διαμαντή, Βίκτωρος Ουγκώ, Βεροίας και Λέοντος Σοφού. Το κτίριο καταστράφηκε από πυρκαγιά και αργότερα, στα μέσα του ’50 άρχισε η ανέγερση του με σκοπό τη δημιουργία μιας «Μεγάλης Εμπορικής Αγοράς», σύμφωνα με το αρχιτεκτονικό σχέδιο που θεώρησε η πολεοδομία της Θεσσαλονίκης το 1955. Η οικοδομική άδεια που εκδόθηκε λίγο αργότερα προέβλεπε την ανέγερση ισογείου και ενός ορόφου με σκεπαστή στοά προφανώς για τη μεταφορά εμπορευμάτων και τη διέλευση των καταναλωτών. Τα δύο κτίρια όμως δεν ενώθηκαν ποτέ και αντί της στοάς προστέθηκαν ακόμη δύο όροφοι για να στεγάσουν γραφεία και βιοτεχνίες που άκμαζαν εκείνη την εποχή. Ο «ακάλυπτος» μεταξύ των δύο κτιρίων δεν χτίστηκε ποτέ και χρησιμοποιήθηκε ως δρόμος. Το 1977 το δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης (επί δημαρχίας Μιχάλη Παπαδόπουλου) αποφάσισε την ονοματοθεσία της «ανώνυμης» οδού σε Ερνέστου Εμπράρ και ο μεγάλος πολεοδόμος «κρύφτηκε» σ’ ένα ιδιωτικό πέρασμα.
Σε αυτή την γειτονιά λοιπόν με το παλαιό αστικό κλέος αναπτύχθηκαν μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες οικοτεχνίες της παλιάς πόλης, δημιουργήθηκαν χάνια για τους επισκέπτες της ή τους ταξιδιώτες που πιάναν στο λιμάνι, καταστήματα ιστορικά και πλατείες που εξυπηρετούσαν το εμπόριο.
Η βιοκλιματική ανάπλαση της περιοχής του Φραγκομαχαλά και των Άνω Λαδάδικων άλλαξε ολοκληρωτικά την εικόνα της περιοχής. Οι αλλαγές, οι ήπιες πεζοδρομήσεις, οι σαφείς προσδιορισμοί των πλατειών, οι φυτεύσεις νέων δέντρων πλάι στις παλιές υπέροχα ανθισμένες στο τέλος του χειμώνα νεραντζιές, οι μεγάλοι ανεμιστήρες που προκαλούν δέος και απορία, δημιουργούν την αίσθηση μιας γειτονιάς αναβαθμισμένης που γίνεται αυτή την εποχή το Ελ Ντοράντο του κέντρου της πόλης.
Κτίρια ενοικιάζονται μετά μανίας και γίνονται μικρά ξενοδοχεία, κέντρα διασκέδασης που δεν ταιριάζουν στο ύφος της περιοχής ανοίγουν μεταφέροντας ένα κλίμα Βαλαωρίτου και παλαιών Λαδάδικων με τσιφτετέλια ακόμα και στο δρόμο και προσπάθειες που διαφέρουν σώζουν ευτυχώς τα προσχήματα.
Πλάι όμως σε θορυβώδη μαγαζιά που η ζωή τους – πάμε και στοίχημα έχοντας το παράδειγμα άλλων περιοχών – θα είναι σύντομη, υπάρχουν στα Άνω Λαδάδικα ιστορικές επιχειρήσεις που αξίζει να μνημονεύσουμε γιατί συνεχίζουν την παράδοση δεκαετιών. Στην οδό Εδέσσης τα καλλυντικά Tzimas πιστά στην αρχική τους έδρα, το περίφημο Εμνιέτ Χαν, που ξεκίνησε σαν χάνι και ένα από τα ελάχιστα κτίρια της πυρίκαυστου ζώνης της πόλης που διασώθηκαν από την πυρκαγιά το 1917, επιμένουν εξήντα χρόνια μετά ακριβώς απέναντι να χτίζουν τον μύθο της πιο ενδιαφέρουσας ιστορίας καλλυντικών στην πόλη, από τους άξιους συνεχιστές Γιάννη και Λίλα Τζίμα που διατηρούν το στρατηγείο τους στην γειτονιά που ξεκίνησε ο πατέρας τους.
Λίγο παραπάνω στην οδό Βίκτωρος Ουγκώ συνεχίζεται μια μεγάλη παράδοση που ξεκίνησε το 1977, ο Δοξάκης Ζώνιος με χρόνια εμπειρίας στον κλάδο των αρωμάτων. Με μοναδική γνώση και εμπειρία αλλά και επιμονή, η εταιρεία εδραιώθηκε στην αγορά συνδέοντας το όνομα Ζώνιου με τη γνώση και την εξειδίκευση στο χώρο του αρώματος.
Παράλληλα με τις εμπορικές χρήσεις, συνυφασμένες απόλυτα με την ιστορία της περιοχής, αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια και μια σειρά άλλες δράσεις. Προβάδικα, γραφεία βιομηχανικών σχεδιαστών, μικρές δισκογραφικές, στούντιο χορού ήρθαν να προστεθούν στον χαρακτήρα της περιοχής και να προσθέσουν ταυτόχρονα την αύρα τους. Ο μετασχηματισμός κτιρίων όπως του Μπενσουσάν Χαν σε πολυχώρο που συμβαίνουν δεκάδες μουσικές, θεατρικές δράσεις και εκθέσεις και του Κιρτζί Χαν απέναντι σε Ύψιλον, που άλλαξε όλη την αύρα της οδού Εδέσσης ως μια μεγάλη πρόταση ανάπλασης με τις προδιαγραφές του σήμερα έδειξαν το παράδειγμα μιας ήπιας μετάβασης. Η σχολή θεάτρου Ανδρέας Βουτσινάς, η πιο σοβαρή προσπάθεια για ιδιωτική θεατρική εκπαίδευση στην πόλη εδώ και δεκαετίες, η λειτουργία του Κρατικού Ωδείου, η καθολική εκκλησία της Φράγκων αλλά και οι παραδοσιακές εμπoρικές χρήσεις, παλιές και νεώτερες, όπως τα ιστορικά καταστήματα της περιοχής που άντεξαν και πωλούν την πραμάτεια τους δεκαετίες και τα νέα που έφεραν τον αέρα της αληθινής ανανέωσης πλάι στα κλασικά εδώδιμα-αποικιακά σηματοδοτούν το πρόσωπο της εποχής. Κορυφαίο παράδειγμα στην κατηγορία αυτή το Olicatessen, ένα παντοπωλείο σημερινής κοπής με εξαιρετική αισθητική και προϊόντα προσεκτικά επιλεγμένα από παραγωγούς που ξεχωρίζουν το οποίο ήρθε να συνεχίσει μια παράδοση ενός αιώνα σε αυτή την γειτονιά.
Όσον αφορά στην διασκέδαση εδώ το πράγμα έχει θετικές και αρνητικές όψεις. Μια σειρά μπαρ και εστιατόρια που άνοιξαν πριν δυο-τρία χρόνια στα σκοτεινά στενά της περιοχής, έδειξαν τον δρόμο σε νέες προσπάθειες που ακολούθησαν και τόλμησαν εδώ concept που αλλού, ακόμα και λίγο παρακάτω θα έμοιαζαν ίσως παράταιρα. Παράλληλα όμως τον τελευταίο χρόνο, δυστυχώς, επειδή η περιοχή ανεβαίνει διαρκώς, εμφανίστηκαν και μαγαζιά που διαταράσσουν την ισορροπία και δημιουργούν συνθήκες παλαιών λαδάδικων, που μόνο κακό κάνουν στην φυσιογνωμία της. Σήμερα η τάση μοιάζει πάλι να μπερδεύει το σεβασμό με την κατάχρηση. Πλάι σε όσους άντεξαν και κράτησαν ένα επίπεδο στη γειτονιά, τα καλά ξενοδοχεία που επιχείρησαν εκεί και τα ελάχιστα γραφεία που άντεξαν στην κρίση άρχισαν να εμφανίζονται και πάλι έκτροπα.
Καταλήψεις δημόσιου χώρου και ηχορύπανση αλύπητη και έλλειψη αστυνόμευσης και αυθαιρεσία που πια αρχίζει και εκτραχύνεται. Ευτυχώς η ανάπλαση δεν επιτρέπει την στάση και στάθμευση αυτοκινήτων και έτσι τουλάχιστον οι δρόμοι προστατεύονται από τα αυτοκίνητα. Η ανάπλαση της περιοχής από το δήμο που εξελίσσεται θα μπορούσε να είναι η αφορμή για αλλαγές, κανονιστικά πλαίσια και νέο ξεκίνημα μιας γειτονιάς στην οποία ελλοχεύει πάντα ο φόβος της παρακμής. Το νοητό τρίγωνο που ξεκινά από τα δικαστήρια, αγγίζει το Βαρδάρη και φτάνει διαγωνίως στην πλατεία Ελευθερίας συμπεριλαμβάνοντας ιστορικά κτίρια, στοές υπέροχα φτιαγμένες, δρόμους κοσμήματα όπως η Εδέσσης, αλλά και δρόμους απόκοσμους όπως η Εμπράρ, θα πρέπει να βρει σύντομα την ισορροπία του. Το οφείλουμε στην ιστορία του, στο παλαιό του κλέος, στα χρήματα που έπεσαν για τις αναπλάσεις του. Η σωστή μείξη της διασκέδασης με άλλες χρήσεις, ένα κανονιστικό πλαίσιο που θα επαναφέρει τα στοιχειώδη χαμένα όρια, ο σεβασμός πρώτα από την πλευρά όσων δραστηριοποιούνται εδώ, η αξιοποίηση άδειων κτιρίων με κίνητρα σε νέους επιχειρηματίες ώστε να τα συντηρήσουν και να ξεκινήσουν το πρότζεκτ τους, η προβολή του από την πλευρά του δήμου με σηματοδότηση της ιστορίας και των κτιρίων του θα δημιουργήσουν τις συνθήκες μιας νέας αφετηρίας που έχει μεγάλη ανάγκη το κέντρο της πόλης.
Η parallaxi αγαπά πολύ τα Άνω Λαδάδικα. Εδώ στην Ερνέστου Εμπράρ έληξε οκτώ χρόνια πριν με μια μεγάλη φωτιστική εγκατάσταση το πρώτο πείραμα του Θεσσαλονίκη Αλλιώς, εδώ στην πλατεία Εμπορίου και την Εδέσσης επιχειρήσαμε πέρσι μια μεγάλη δράση στο πλαίσιο του ’Έγινε η Σπίθα Πυρκαγιά’’. Θεωρώντας πως αυτή η περιοχή είναι η πιο ανερχόμενη αυτή την στιγμή στο κέντρο, με τεράστια ιστορία, εμπορική σημασία και σημάδια της προ Πυρκαγιάς πόλης κυρίαρχα, ευελπιστούμε σε ένα μέλλον με ήπιες χρήσεις και καινοτόμες ιδέες.