Ο Χάρτης της πόλης: Το Αλκαζάρ ελέω μετρό
της Κύας Τζήμου Εικόνες του σήμερα: Ελένη Βράκα Το πραγματικό όνομα του μνημείου λίγοι το χρησιμοποιούν στην Θεσσαλονίκη. Το Χαμζά Μπέη Τζαμί, που βρίσκεται μπροστά από το Παλιό Δημαρχείο, γωνία Βενιζέλου με Εγνατία και απέναντι από το έτερον ισλαμικό μνημείο, το Μπεζεστένι, είναι ευρύτερα γνωστό στους Θεσσαλονικείς ως Αλκαζάρ. Χτίστηκε στα 1467 (επί του σουλτάνου […]
της Κύας Τζήμου Εικόνες του σήμερα: Ελένη Βράκα
Το πραγματικό όνομα του μνημείου λίγοι το χρησιμοποιούν στην Θεσσαλονίκη. Το Χαμζά Μπέη Τζαμί, που βρίσκεται μπροστά από το Παλιό Δημαρχείο, γωνία Βενιζέλου με Εγνατία και απέναντι από το έτερον ισλαμικό μνημείο, το Μπεζεστένι, είναι ευρύτερα γνωστό στους Θεσσαλονικείς ως Αλκαζάρ. Χτίστηκε στα 1467 (επί του σουλτάνου Μουράτ Β’) από την κόρη του στρατιωτικού διοικητή Χαμζά Μπέη, Χαφσά Χατούν, με σκοπό την χρήση του ως Μετζίτ, δηλαδή μικρό συνοικιακό τέμενος χωρίς μιναρέ (στο οποίο τότε δεν τελούταν η επίσημη μεσημβρινή προσευχή της Παρασκευής). Την πληροφορία μας δίνει η κτητορική επιγραφή που βρίσκεται εντοιχισμένη στη δυτική πλευρά του κτιρίου, στα δεξιά τής εισόδου και αναγράφει: “Οι χώροι λατρείας ανήκουν στον Αλλάχ. Γι’ αυτό, μην επικαλείσαι κανέναν εκτός από τον Αλλάχ/ Αυτό το ευλογημένο τέμενος χτίστηκε από τη Χαφσά, κόρη του Χαμζά Μπέη -μακάρι ο τάφος της να είναι εξαγνισμένος-/ Μακάρι ο Θεός να ελεεί όσους επισκέπτονται το τέμενος και προσεύχονται για την ιδρύτρια. Το έτος (Εγίρας), οκτακόσια εβδομήντα δύο”. Το έτος 872 αντιστοιχεί στο γρηγοριανό έτος από 2/8/1467-21/7/1468. Εικάζεται ότι στη θέση του προϋπήρχε γυναικείο μοναστήρι, παράδοση την οποία σεβάστηκαν οι Οθωμανοί μετά την άλωση της Πόλης χτίζοντας ένα τέμενος με ιδρυτή γυναίκα. Δεν αποκλείεται μάλιστα το αρχικό μικρό τέμενος να κτίσθηκε με οικοδομικά υλικά από το μοναστήρι.
Το Χαμζά Μπέη τζαμί αποτελεί τον παλαιότερο σωζόμενο ισλαμικό χώρο λατρείας που χτίστηκε στη Θεσσαλονίκη. Τα πρώτα χρόνια μετά την άλωσή της πόλης, το 1430, οι πρώτοι μουσουλμάνοι που εποίκησαν εξυπηρετούσαν τις θρησκευτικές τους ανάγκες σε χριστιανικούς ναούς που είχαν μετατραπεί σε τζαμιά. Το συγκεκριμένο είναι από τα πρώτα τζαμιά που κτίστηκαν στη Θεσσαλονίκη μετά την Άλωση και από τα ελάχιστα δείγματα πρώιμης οθωμανικής αρχιτεκτονικής στα Βαλκάνια. Η μορφή του κτιρίου, όταν ολοκληρώθηκε η ανέγερση του, διέφερε πολύ από την σημερινή και διαφοροποιήθηκε στη διάρκεια των χρόνων με διάφορες κτιριακές προσθήκες. Το τζαμί αρχικά αποτελούνταν από μια μονόχωρη,τετράπλευρη αίθουσα προσευχής καλυμμένη με μολυβδοσκέπαστο τρούλο. Ολόγυρα το τέμενος περιβαλλόταν από κήπο με συντριβάνι Στη διάρκεια του 16ου αιώνα έγινε προσθήκη δύο ορθογώνιων θολωτών χώρων στη βόρεια και νότια πλευρά του αρχικού τζαμιού, κατασκευάστηκε μια ασύμμετρη περιμετρική στοά με περίβολο στα δυτικά, μοναδική του είδους σε τζαμί στον Ελλαδικό χώρο, και μιναρές στην νοτιοδυτική γωνία. Το 1620, ύστερα από σεισμό ή πυρκαγιά, έγινε η τρίτη ανακατασκευή του τεμένους, από τον Καπί Μεχμέτ Μπέη, σύμφωνα με άλλη επιγραφή που βρίσκεται επάνω από την είσοδο.
Αυτή τη στιγμή θεωρείται το μεγαλύτερο σωζόμενο τζαμί που βρίσκεται σε ελληνικό έδαφος και εκτείνεται σε συνολική έκταση 1150 τ.μ. Η τετράγωνη θολοσκεπής αίθουσα ύψους 17 μ. φωτίζεται από οκτώ τοξωτά παράθυρα και έναν κυκλικό φεγγίτη. Είκοσι δύο μαρμάρινες κολώνες με 15 κιονόκρανα παλαιοχριστιανικών χρόνων (5ος – 6ος αι.) στηρίζουν τις στοές που περιβάλλουν τον αίθριο χώρο. Επίσης το Χαμζά Μπέη τζαμί είναι το μοναδικό στα Βαλκάνια που διαθέτει αίθριο, με εξαίρεση τα τζαμιά της Αδριανούπολης και της Κωνσταντινούπολης (που υπήρξαν πρωτεύουσες της οθωμανικής αυτοκρατορίας). Ήταν άγραφο προνόμιο των οθωμανών σουλτάνων να έχουν περίστυλες αυλές στα τζαμιά τους. Και το συγκεκριμένο δεν ήταν σουλτανικό. Πρόσφατα η προσάρτηση του αιθρίου στο τζαμί συνδέθηκε με τον σουλτάνο Σελήμ Β’. Τον Αύγουστο του 1569 ο σουλτάνος Σελήμ Β’ (1564-1574) διέταξε την απόσπαση είκοσι κιόνων από τον ναό του Αγίου Μηνά, τον μητροπολιτικό ναό των Ασωμάτων (Ροτόντα) και το γνωστό από τις πηγές ανδρώο «βασιλικό» μοναστήρι της Θεοτόκου του Υπομιμνήσκοντος που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της περίστηλης αυλής. Επί τέσσερις αιώνες συγκέντρωνε πλήθος πιστών κάτω από τον μεγαλόπρεπο θόλο του στο πολυσύχναστο σταυροδρόμι δύο βυζαντινών δρόμων που ένωναν το λιμάνι με τη βορινή πύλη της περιτειχισμένης Θεσσαλονίκης.
Το Χαμζά Μπέη Τζαμί είναι γνωστό στους περισσότερους Θεσσαλονικείς ως “Αλκαζάρ”, από τον ομώνυμο λαϊκό κινηματογράφο που στεγάστηκε για χρόνια στην περίστυλη αυλή του τεμένους. Μαρτυρίες μας δίνουν μια εικόνα της “χρυσής εποχής του κινηματογράφου: “Στον κινηματογράφο σύχναζαν πολλοί εβραίοι με μαύρα σπόρια και γκαζοζίκος που δεν έφευγαν πριν κλείσει ο κινηματογράφος, βλέποντας αχόρταγα τα ίδια έργα” ((Η “Χαμένη” Εγνατία των Αναστασιάδη-Χεκίμογλου). Ο κινηματογράφος λειτούργησε από τα τέλη του 1932, στον στεγασμένο πλέον αίθριο χώρο, τη βόρεια και την ανατολική στοά, καθώς και σε τμήματα της δυτικής και νότιας στοάς του αίθριου (υπό την διεύθυνση των αδελφών Σεγούρα) και έκλεισε οριστικά στα μέσα της δεκαετίας του 80. Εδώ να επισημάνουμε και την γενικότερη αδιαφορία και έλλειψη σεβασμού απέναντι στα μνημεία λατρείας μιας άλλης θρησκείας. Μπορείτε νομίζω να φανταστείτε τι θα γινόταν αν μια χριστιανική εκκλησία σε τουρκικό έδαφος μετατρεπόταν σε λαϊκό σινεμά.
Στο χώρο του έχουν ακόμα στεγαστεί εμπορικά καταστήματα, κυρίως καταστήματα υποδημάτων. Έτσι το κτίριο εκτός από τις φυσικές φθορές του χρόνου παρουσίαζε αλλοιώσεις από την αρχική του μορφή και λόγω επεμβάσεων που εκτελέστηκαν κυρίως από τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων (βιτρίνες στον νότιο τοίχο του αίθριου, διάνοιξη υπογείων στα θεμέλια του κτιρίου, με σκοπό την χρήση τους ως αποθήκες των επιχειρήσεων). Τμήματα του εξωτερικού τείχους, πάχους 1,50 μ., γκρεμίστηκαν για να μεγαλώσουν οι βιτρίνες και οι τοξωτές στοές χτίστηκαν εξαφανίζοντας την περίστυλη στοά. Οι περιμετρικοί χώροι αλλοιώθηκαν με πρόσθετες τοιχοποιίες και μεσοπατώματα. Μαρμάρινοι κίονες και παλαιοχριστιανικά κιονόκρανα εντοιχίστηκαν ή βάφτηκαν με λαδομπογιές, ενώ το πάτωμα υπερυψώθηκε για τις ανάγκες της κινηματογραφικής αίθουσας. Χαρακτηριστικό δείγμα των άνευ ελέγχου αλλοιώσεων που πραγματοποιήθηκαν είναι και ότι για να μην παρεμποδίζεται η φωτεινή δέσμη του μηχανήματος προβολής, αποκόπηκαν δεκατρείς από τους μεταλλικούς ελκυστήρες που συνέδεαν τα τόξα του αίθριου. Το κτίριο μπορεί να διασώθηκε από μικρούς και μεγάλους σεισμούς, να γλίτωσε από πυρκαγιές με μεγαλύτερη εκείνην του 1917, αλλά έγινε αγνώριστο εσωτερικά και εξωτερικά στα νεώτερα χρόνια από τις ανεξέλεγκτες σύγχρονες επεμβάσεις.
Το κτίριο έπαψε να λειτουργεί ως τζαμί αρκετά χρόνια μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και σταμάτησε τη λειτουργία του στα 1923, οπότε και ολοκληρώθηκε η ανταλλαγή πληθυσμών. Κηρύχθηκε διατηρητέο τον Μάιο του 1926 στο πλαίσιο των ανταλλαγών περιουσιών της μουφτείας Θεσσαλονίκης. Το 1927 περιήλθε στην κυριότητα της Εθνικής Τράπεζας, η οποία παρά την απόφαση που το χαρακτήριζε ως διατηρητέο μνημείο (ΦΕΚ 191/Α/11-6-1926), το 1928 το δημοπράτησε σε ιδιώτη, που ξεκίνησε την μίσθωσή του για χρήσεις καταστημάτων και λίγο αργότερα και του κινηματογράφου Αλκαζάρ. Προς τιμήν τους οι κληρονόμοι το δώρισαν το 1977 στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Το 2006 ο Ερυθρός Σταυρός το παραχώρησε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Τότε κλείνουν σιγά σιγά κι απομακρύνονται και τα καταστήματα ενώ τοποθετήθηκε γύρω του ένας μεταλλικός φράκτης. Τελικά, στα μέσα του φθινοπώρου του 2006 οι αρχαιολόγοι της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ξεκίνησαν τις εργασίες αποκατάστασης του μνημείου.
Σήμερα οι λαμαρίνες κρύβουν τη θέα του αξιόλογου αυτού μνημείου, ενώ οι εγκαταστάσεις του εργοτάξιου έχουν εξαφανίσει και το μικρό πάρκο που υπήρχε στα δεξιά του τεμένους από το 1920. Εκεί ήταν τοποθετημένη από το 1966 και η προτομή του Λεωνίδα Ιασωνίδη του γνωστού ως υπουργού των προσφύγων (1884-1959). Μην ξεχνάμε ότι οι μνήμες της προσφυγιάς είναι έντονες στην περιοχή αφού και το κτίριο του Παλιού Δημαρχείου, το λεγόμενο και Καραβάν Σεράϊ είχε χρησιμοποιηθεί για χρόνια σαν κατάλυμα προσφύγων.
Έχουν διαπιστωθεί σοβαρά στατικά προβλήματα της τρουλαίας αίθουσας από τον μεγάλο σεισμό του 1978 που επιβαρύνθηκαν σημαντικά και από τα εργοτάξια του μετρό και την διάνοιξη της υποκείμενης σύραγγας αλλά και της κατασκευής του Σταθμού Βενιζέλου, που πρέπει να αντιμετωπισθούν με μεταλλική υποστήλωση. Μαζί με τις καθυστερήσεις του μετρό στο συγκεκριμένο σημείο καθυστερούν και οι εργασίες στο Αλκαζάρ, το οποίο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως μουσειακός χώρος για τα χιλιάδες ευρήματα από τις ανασκαφές του μετρό. Ένα μνημείο που η πόλη ανυπομονεί να δεχτεί πλήρως ανακαινισμένο με αποκατάσταση της αίγλης που του αρμόζει.