Θεσσαλονίκη

Η εβραϊκή συνοικία Ρογκός, το σχέδιο Εμπράρ και η περίφημη Πλατεία Δικαστηρίων

της Κύας Τζήμου Εικόνες του σήμερα: Ελένη Βράκα, Θανάσης Σταθόπουλος Εγνατία οδός, o δρόμος που κουβαλάει την ιστορία της πόλης από την ελληνιστική, τη βυζαντινή, τη ρωμαϊκή, την οθωμανική αλλά και τη σύγχρονη εποχή. Ο παλιός κεντρικός άξονας της πόλης οριοθετεί δυο κόσμους και χωρίζει σήμερα την πόλη στα δύο. Βόρεια και νότια της Εγνατίας. […]

Κύα Τζήμου
η-εβραϊκή-συνοικία-ρογκός-το-σχέδιο-εμ-38844
Κύα Τζήμου
agora4.jpg

της Κύας Τζήμου Εικόνες του σήμερα: Ελένη Βράκα, Θανάσης Σταθόπουλος

Εγνατία οδός, o δρόμος που κουβαλάει την ιστορία της πόλης από την ελληνιστική, τη βυζαντινή, τη ρωμαϊκή, την οθωμανική αλλά και τη σύγχρονη εποχή. Ο παλιός κεντρικός άξονας της πόλης οριοθετεί δυο κόσμους και χωρίζει σήμερα την πόλη στα δύο. Βόρεια και νότια της Εγνατίας. Πολύβουη, γεμάτη λαϊκά καταστήματα, ξενοδοχεία και μνημεία σήμερα, η λεωφόρος ασφυκτιά πίσω απ΄τις λαμαρίνες του μετρό που κρατά την περιοχή σε ομηρία εδώ και 7 χρόνια. Περιμένοντας την ανάδειξη της ιστορίας της, προς το παρόν βρίσκεται στο έλεος των καθυστερήσεων του Μετρό στον περίφημο Σταθμό Βενιζέλου, που αναμένει την αποπεράτωσή του σε συνδυασμό με την ανάδειξη των σημαντικών αρχαιολογικών ευρημάτων που περιλαμβάνουν τμήμα της Μέσης Οδού, όπως ονομαζόταν η λεωφόρος που διέσχιζε το κέντρο της Θεσσαλονίκης από τον 4ο αιώνα μ.Χ. (πιθανόν και παλαιότερα και ίσως να συμπίπτει με την αρχαία Εγνατία, σύμφωνα με κάποιους αρχαιολόγους).

Η θέα προς την περιοχή της συνοικίας Ρογκός, στα 1900 από τον Μιναρέ της Αγίας Σοφίας. Από το Βιβλίο: Η Δύση της Ανατολής, εκδ. University Studio Press

Στο τέλος του 15ου αι. εγκαθίστανται άνωθεν της Εγνατίας, στην περιοχή της σημερινής αρχαίας αγοράς οι εκδιωγμένοι Ισπανοεβραίοι (σεφαραδίτες), οι οποίοι και παραμένουν εκεί μέχρι την πυρκαγιά. Εκεί τοποθετείται η πιο πυκνοκατοικημένη εβραϊκή συνοικία, η συνοικία Ρόγκος. Η σημερινή οδός Χαλκέων ονομαζόταν οδός Ρογκός και εκεί βρίσκονταν πλήθος χαλκωματάδικα. Το κομμάτι της πόλης άνωθεν της Εγνατίας, από τον Βαρδάρη μέχρι την Ιασονίδου και μέχρι την Αγίου Δημητρίου στα βόρεια, μετρά ελάχιστα κτίρια που χρονολογούνται από πριν το 1917, τη χρονιά της μεγάλης Πυρκαγιάς. Η φωτιά ξεκίνησε από την Ολυμπιάδος στις 18/8 (5/8 με το παλιό ημερολόγιο παραμονή του Σωτήρος) και οι άνεμοι την έστειλαν προς τα νότια της πόλης. Πέρασε την Πλατεία Διοικητηρίου και κατηφόρισε προς τον Φραγκομαχαλά. Ένα δεύτερο μέτωπο έκαψε τον Άη Δημήτρη και κατέβηκε μέχρι την Παραλία, παρακάμπτοντας την Αγία Σοφία και προχωρώντας νοτιοανατολικά έφτασε μέχρι την Ιπποδρομίου. Σε λιγότερο από δυο 24ωρα η μισή πόλη κάηκε. 10.000 καμμένα σπίτια, 73.000 άστεγοι εκ των οποίων οι 52.000 Εβραίοι (έκθεση Γ. Νεχαμά, 1920). Συναγωγές, ξενοδοχεία, το Δημαρχείο στην Ίωνος Δραγούμη, ζαχαροπλαστεια, κινηματογράφοι, βυζαντινές εκκλησίες παραδόθηκαν στις φλόγες. Οι άστεγοι μεταφέρθηκαν σε προσωρινά καταλύματα και σε επτά οικιστικά συγκροτήματα που κατασκευάστηκαν εκτός ιστορικού κέντρου με τη βοήθεια των συμμαχικών στρατευμάτων, του δήμου και φιλανθρωπικών οργανώσεων. Η πυρκαγιά όμως πέρα από την φρίκη που άφησε πίσω της και τον εκτοπισμό των εβραίων από την περιοχή πρόσφερε και μια ευκαιρία να σχεδιασθεί και να ανοικοδομηθεί η πυρίκαυστη ζώνη που στο μεγαλύτερο μέρος της ήταν οικοδομημένη με -άναρχα τοποθετημένα- εβραϊκά φτωχόσπιτα. Η ανθρωπογεωγραφία της περιοχής, βέβαια, αλλάζει οριστικά μετά το 1922 και την έλευση των προσφύγων. Το φιλόδοξο νέο σχέδιο της πόλης, που συντάχθηκε από διεθνή επιτροπή Εμπράρ προέβλεπε τη δημιουργία ενός μνημειακού άξονα, στη δυτική πλευρά της πυρίκαυστης ζώνης, που θα ξεκινούσε από την περιοχή της παραλίας με μία πλατεία, τη σημερινή πλατεία Αριστοτέλους, θα συνέχιζε με μια μεγάλη οδό, τη σημερινή οδό Αριστοτέλους και θα κατέληγε και πάλι σε μια μεγάλη πλατεία, μεταξύ Εγνατιας και Φιλίππου, την σημερινή πλατεία Αρχαίας Αγοράς. Η παλιά χάραξη της Αριστοτέλους θα συνέχιζε μέχρι την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, ως μια μεγάλη οδός με δενδροστοιχίες, συντριβάνια, αγάλματα και κήπους. Στην Πλατεία άνωθεν της Εγνατίας θα ανεγείρονταν κτίρια δυτικής μεγαλοπρέπειας για να στεγάσουν τις διοικητικές υπηρεσίες της Θεσσαλονίκης, μεταξύ αυτών τα Δικαστήρια και το νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης, το οποίο θα κατασκευαζόταν σε οικόπεδο ακριβώς επάνω από την Εκκλησία Χαλκέων. Δίπλα τους η Παναγία Χαλκέων και το Μπέη Χαμάμ που διασώθηκαν από την Πυρκαγιά θα υπογράμμιζαν το πολυπολιτισμικό παρελθόν της πόλης. Διευρύνσεις προγραμματίζονται σε τρεις βασικές αρτηρίες: την Βενιζέλου, την Εγνατία και την Αγίου Δημητρίου. Σημαντικές παρεμβάσεις προβλέπονται και στην περιοχή της Αχειροποίητου, όπου ελευθερώνονται οι γύρω χώροι και διαμορφώνονται πλατείες. Πριν την πυρκαγιά οι ελεύθεροι χώροι άνωθεν της Εγνατίας κυμαίνονταν μεταξύ 15 και 18,5% (κάτω απ΄την Εγνατία το ποσοστό ανέβαινε στο 30%). Στο σύνολο της πόλης εντός των τειχών οι ελεύθεροι χώροι δεν ξεπερνούσαν το 20% ενώ με το σχέδιο Εμπράρ, η επιφάνεια τους θα φτάνει το 40%.

Η Πλατεία όπως την σχεδίασε ο Εμπράρ

Για αρκετές δεκαετίες η περιοχή της Αρχαίας Αγοράς παραμένει αδόμητη και ονομάζεται Πλατεία Δικαστηρίων αναμένοντας την εφαρμογή του σχεδίου Εμπράρ. Εκεί στήθηκε μία λαχαναγορά, με προσωρινά ξύλινα παραπήγματα (αρχική εικόνα) που αποτελούσε ταυτοχρόνως και προσφυγική συνοικία από το 1922 και μετά. Το νότιο τμήμα, της λεγόμενης πλατείας Δικαστηρίων, με πρωτοβουλία του Δήμου, κατά τη δεκαετία του 1930 μετατράπηκε σε ένα μικρό πάρκο με θάμνους. Ο σημερινός χώρος της Αρχαίας Αγοράς παρέμεινε ανοιχτός, καλυμμένος με χώμα, με ευκαιριακές χρήσεις, όπως εφήμερα μικρά λούνα παρκ ή χρησίμευσε σαν χώρος στρατιωτικών ασκήσεων.

Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής ο σημερινός αρχαιολογικός χώρος χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο συγκέντρωσης Πολωνών αιχμαλώτων. Στο τέλος της δεκαετίας του 1950, με την εμφάνιση των πρώτων πολυκατοικιών, την κατάργηση του τραμ και το Μονοπώλιο του ΟΑΣΘ στην αστική συγκοινωνία, ο χώρος μετατρέπεται σε αφετηρίες λεωφορείων. Το ζήτημα του Δικαστικού Μεγάρου ανακινήθηκε ξανά το 1956. Με τις πρώτες εκσκαφές ήρθαν στο φως ευρήματα της Ρωμαϊκής Αγοράς (φόρουμ) που χρονολογείται από τον 2ο- 3ο αιώνα μ. Χ.

Στα χρόνια που μεσολάβησαν από το 1960 μέχρι το 1969 έγινε ένας αγώνας, από πλευράς Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, για τη διάσωση του χώρου και τη ματαίωση της ανέγερσης των Νέων Δικαστηρίων. Η πόλη οφείλει τη διάσωση του μεγαλύτερου ανοικτού αρχαιολογικού χώρου της, στον τότε Έφορο Αρχαιοτήτων, Φώτη Πέτσα, ο οποίος είχε στο πλευρό του τέσσερις εφημερίδες της εποχής (« Μακεδονία», «Θεσσαλονίκη», «Ελληνικό Βορρά» και «Βήμα» ) και πολλές σημαντικές προσωπικότητες από τον πνευματικό κόσμο της πόλης. Το 1969 ο χώρος κηρύσσεται αρχαιολογικός και με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, δημοσιευμένη σε ΦΕΚ, μετονομάζεται από Πλατεία Δικαστηρίων σε Πλατεία της Αρχαίας Αγοράς. Παρόλα αυτά η πλατεία εξακολούθησε για πολλές δεκαετίες ακόμη να αναφέρεται στις ταμπέλες των λεωφορείων με το «στοιχειωμένο” όνομα της Πλατείας Δικαστηρίων μέχρι που ο Δήμος Θεσσαλονίκης από το 2003 μετονόμασε επισήμως άλλη μία φορά την πλατεία ως «Πλατεία Αρχαίας Αγοράς», ενώ ενήργησε για την απομάκρυνση των αφετηριών των λεωφορείων του ΟΑΣΘ από τον χώρο της οδού Φιλίππου. Οι εργασίες διαμόρφωσης και ανάδειξης της Αγοράς ολοκληρώθηκαν το 2010, εγκαινιάζοντας και ένα μοντέρνο υπόγειο μουσείο στο χώρο της.

Εικόνα: Θανάσης Σταθόπουλος

Στα δυτικά της Πλατείας της Αρχαίας Αγοράς ανοικοδομήθηκε το 1928 το συγκρότημα του Μπιτ Μπαζάρ που παραχωρήθηκε στους πρόσφυγες, από τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό Προσφύγων Θεσσαλονίκης, και εγκαινιάστηκε από τον ίδιο τον Βενιζέλο. Χτίζονται εκεί διώροφα κτίρια που οι επάνω τους όροφοι ήταν κατοικίες και τα ισόγειά τους εμπορικά μαγαζάκια. Το όνομά του σημαίνει «Αγορά της ψείρας», όνομα που προήλθε από τα παλιά ρούχα που πωλούνταν στα καταστήματα και τα οποία ήταν γεμάτα ψείρες. Εδώ και σχεδόν εννιά δεκαετίες και μέχρι και σήμερα στην περιοχή, στην οδό Τοσίτσα, λειτουργεί η μοναδική αγορά παλαιοπωλείων στη πόλη που δυστυχώς παρακμάζει. Στο κέντρο της υπάρχει μια περίκλειστη πλατεία με έξι στοές με εξόδους στις οδούς Τοσίτσα και Oλύμπου. Η φθορά του χρόνου είναι ολοφάνερη στο κτίσμα. Μια προσπάθεια επανάκαμψης θα ήταν η μετατροπή της Τοσίτσα σε πεζόδρομο. Το Μπίτ Μπαζάρ πρέπει να το ανακαλύψεις στα στενά, αντίθετα με την Πλατεία Άθωνος και τα Λαδάδικα, αλλά τα τελευταία χρόνια είναι ένας δημοφιλής προορισμός για τους φοιτητές της πόλης, με πολλά όμορφα μαγαζιά, καφέ, μπαράκια και μεζεδοπωλεία να ανοίγουν στην περιοχή.

*Πηγές: Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την κυρία Πολυξένη Αδάμ – Βελένη, διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου, της οποίας η ομιλία, “Η δεκάχρονη πορεία εργασιών στην Αρχαία Αγορά Θεσσαλονίκης (1989-1999)” που περιέχεται στον τόμο των Πρακτικών της Διημερίδας για την Αρχαία Αγορά (Π. Αδάμ-Βελένη (επιμ.), Αρχαία Αγορά 1, Θεσσαλονίκη 2001) υπήρξε η κύρια πηγή για την σύνταξη του άρθρου.

Άλλες πηγές: Η “Χαμένη” Εγνατία της Θεσσαλονίκης των Γ. Αναστασιάδη, Ε. Χεκίμογλου, εκδ. University Studio Press «Η ανάδυση της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Ιστορίες, πρόσωπα, τοπία» της Αλέκας Καραδήμου – Γερόλυμπου, εκδ. University Studio Press.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα