Μελετώντας τα ιστορικά κτίρια του πρώην στρατοπέδου Παύλου Μελά
Το Τμήμα Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ. έκρινε σκόπιμο να καταγράψει, να αναλύσει και να τεκμηριώσει τα διατηρούμενα ιστορικά κελύφη του πρώην Στρατοπέδου.
Η έκταση του πρώην Στρατοπέδου Παύλου Μελά, μετά την ολοκλήρωση της παραχώρησης από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας στον Δήμο, πρόκειται να αξιοποιηθεί ως Μητροπολιτικό Πάρκο. Έχουν ήδη ξεκινήσει οι έρευνες για την ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης του πρασίνου και των δημόσιων – υπαίθριων χώρων, καθώς και η διατύπωση των προτάσεων για τη διαμόρφωσή τους. Το Τμήμα Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ. στα πλαίσια του μαθήματος “Εισαγωγή στην Αποκατάσταση Ιστορικών Κτιρίων” έκρινε σκόπιμο να καταγράψει, να αναλύσει και να τεκμηριώσει τα διατηρούμενα ιστορικά κελύφη του πρώην Στρατοπέδου. Οι 181 φοιτητές/τριες του μαθήματος με τον κατάλληλο εξοπλισμό εργοταξίου, που τους παραχωρήθηκε ευγενώς από την Κοσμητεία της Σχολής, οργανώθηκαν σε ομάδες κατά κτίριο και επί ένα εξάμηνο (Φεβρουάριος – Ιούνιος 2017) προσπάθησαν να διερευνήσουν τις αισθητικές και ιστορικές αξίες, καθώς και την κατάσταση διατήρησης των πέντε ιστορικών κτιρίων. Συγκεκριμένα πρόκειται για τα δύο κτίρια στρατωνισμού και τα τρία κτίρια των στάβλων.
Οι διδάσκοντες του μαθήματος έκριναν σκόπιμη τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας αυτής προκειμένου οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής να λάβουν γνώση των ιστορικών, περιβαλλοντικών και συμβολικών αξιών που κρύβονται στα υφιστάμενα κτίρια και ερείπια. Με δεδομένο ότι στη μεγάλη συζήτηση που έχει ανοίξει γύρω από το πρώην Στρατόπεδο οι αξίες αυτές είναι ελάχιστα γνωστές πιστεύουν ότι η δημοσίευση αυτή θα συμβάλει στο γόνιμο διάλογο για τις μελλοντικές χρήσεις των κτιρίων.
Η κάθε ομάδα πραγματοποίησε τις εξής ερευνητικές προσπάθειες:
- Ιστορική έρευνα για το Στρατόπεδο και το συγκεκριμένο κτίριο που ανέλαβε
- Επικαιροποίηση των διαθέσιμων σχεδίων αποτύπωσης
- Ανάλυση της Τυπολογίας και Μορφολογίας του κτιρίου με αναπαράσταση της αρχικής του μορφής
- Αναγνώριση της κατασκευαστικής του δομής και της παθολογίας της υφιστάμενης κατάστασης
- Συμπεράσματα – αξιολόγηση
Το ιστορικό του πρώην Στρατοπέδου
Ο 19ος αιώνας αποτελεί για την Οθωμανική Αυτοκρατορία μία περίοδο έντονων αλλαγών και ανακατατάξεων, που οδηγεί αφενός σε αλλαγή των συνόρων και κατ’ επέκταση σε αλλαγή των οριογραμμών άμυνας, αφετέρου σε διοικητικές και οργανωτικές μεταβολές. Σε ολόκληρο το ευρωπαϊκό τμήμα της αυτοκρατορίας δημιουργούνται νέες στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ενώ η θέσπιση των Μεταρρυθμίσεων (το περίφημο Τανζιμάτ) και η μέριμνα των αρχών για την εσωτερική ανανέωση των πόλεων έχουν ως αποτέλεσμα την επέκταση των λειτουργιών τους και εκτός των αρχικών πυρήνων. Σε αυτό το πλαίσιο και κατά το τελυεταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, η Θεσσαλονίκη επεκτείνεται τόσο προς τα ανατολικά, όσο και προς τα δυτικά, σε περιοχές που έως τότε αποτελούσαν βοσκότοπους και έλη. Σε αυτήν την περίοδο τοποθετείται και η ίδρυση του πρώην Στρατοπέδου Παύλου Μελά, στην περιοχή του “Ζέιτενλικ”, ως στρατόπεδο του πυροβολικού και του ιππικού, το οποίο μαζί με τους στρατώνες στο Πεδίον του Άρεως και τα παράκτια οχυρά Μικρό και Μεγάλο Έμβολο (στρατόπεδο Κόδρα) θα διασφάλιζε την αμυντική θωράκιση της πιο κομβικής πόλης στην οθωμανοκρατούμενη Μακεδονία.
Το 1881 η οθωμανική διοίκηση αγοράζει έκταση 49 στρεμμάτων από τη Σαφιγιέ Χανούμ για τη δημιουργία του στρατοπέδου. Κατά τα επόμενα χρόνια αρχίζει η ανέγερση των δύο κτιρίων Στρατωνισμού, ενώ αμέσως μετά, στις αρχές πλέον του 20ου αιώνα ανεγείρονται τα τρία κτίρια των Στάβλων. Την ίδια περίοδο και για τις λειτουργικές ανάγκες του στρατοπέδου κατασκευάζεται ένα κτίριο διοίκησης και ένα τέμενος. Με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και την ενσωμάτωσή της στο Ελληνικό Κράτος το 1912, το στρατόπεδο περνάει στη δικαιοδοσία του Ελληνικού Στρατού, ο οποίος το χρησιμοποιεί ως βάση μονάδων πυροβολικού και για την αεροπορική άμυνα. Το διάστημα 1915 – 1917 στρατοπεδεύει ο συμμαχικός Γαλλικός Στρατός, γεγονός το οποίο αποτυπώνεται σε φωτογραφίες της εποχής. Το 1925 καταστρέφεται ο μιναρές του τεμένους, ενώ το 1927 το στρατόπεδο μεταβιβάζεται στην Τ.Ε.Θ.Α. και μετονομάζεται σε “Στρατώνες Αγίας Παρασκευής”. Το 1931 το Δημόσιο αγοράζει από τον Σαούλ Μοδιάνο εκτάσεις στα βόρεια του αρχικού πυρήνα, για τις ανάγκες των ασκήσεων του πυροβολικού, ενώ το στρατόπεδο μετονομάζεται σε “Παύλου Μελά”, προς τιμήν του μακεδονομάχου οπλαρχηγού. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1940 – 1944) ο χώρος επιτάσσεται και χρησιμοποιείται από τους κατακτητές ως τόπος φυλάκισης, βασανιστηρίων και εκτελέσεων αντιστασιακών. Ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων εκτελείται στην τούμπα έναντι του οθωμανικού τεμένους, στη σημερινή οδό Πεσόντων Ηρώων. Στα χρόνια του Εμφυλίου στο στρατόπεδο θα εγκατασταθούν αρχικά μονάδες του Ε.Λ.Α.Σ., ενώ το 1946 επανέρχεται στη δικαιοδοσία του Ελληνικού Στρατού.
Στη νεότερη περίοδο και κυρίως κατά τη δεκαετία του 1960 θα ανεγερθούν αρκετά νέα κτίρια, όπως μαγειρεία, αποθήκες, λουτρά – wc, ο ναός της Αγίας Βαρβάρας κ.α., ενώ το 1963 καταργούνται τα τμήματα του ιππικού. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο και η μετακίνηση μονάδων του πυροβολικού, οδήγησε στη μετατροπή του στρατοπέδου από βάση μάχιμων μονάδων σε μονάδα επιστράτευσης. Κατά τη δεκαετία του 1980 αρχίζουν οι σκέψεις για την απομάκρυνση του στρατοπέδου και την αξιοποίησή των ελεύθερων χώρων του, που γενικά προτείνεται από το Ρυθμιστικό Σχέδιο Θεσσαλονίκης με το Ν.1561/1985. Την επόμενη χρονιά οι Δήμοι Σταυρούπολης και Πολίχνης επιδιώκουν την παραχώρηση μέρους του στρατοπέδου από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας προς όφελος των πολιτών, που πραγματοποιείται το 1989, με τη διάθεση τμήματος 15 στρεμμάτων. Με αφορμή τον διαγωνισμό για το “Δυτικό Τόξο” της Θεσσαλονίκης, στα πλαίσια της “Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης 1997” το ζήτημα ανακινείται και υποστηρίζεται από φορείς όπως ο Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου, η Αναπτυξιακή ΒΔ Θεσσαλονίκης και οι Δήμοι.
Το 2002 ο Στρατός εγκαταλείπει τις εγκαταστάσεις με εξαίρεση την Υπηρεσία Αναπήρων Πολέμου. Την επόμενη χρονιά χαρακτηρίζονται από το Υπουργείο Πολιτισμού ως μνημεία τα κτίρια Στρατωνισμού και το τέμενος, “λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, κοινωνικής, τεχνικής και εν γένει ιστορικής και επιστημονικής σημασίας τους”, ενώ παράλληλα χαρακτηρίζεται ως ιστορικός τόπος τμήμα του στρατοπέδου “διότι είναι ο πυρήνας του αρχικού στρατοπέδου που χρονολογείται στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και είναι ένα από τα πρώτα δείγματα οργανωμένου στρατοπέδου σε έδαφος ελληνικό” (ΦΕΚ.1786/Β’/2-12-2003). Η διαπλάτυνση της οδού Λαγκαδά το 2004 πραγματοποιείται με “τίμημα” την αναγκαστική κατεδάφιση τμήματος του κτιρίου διοίκησης (Ταξιαρχία) και την ολόσωμη μετακίνηση του τεμένους κατά 25 μέτρα ανατολικά, προκειμένου να διατηρηθεί η ακεραιότητα του προστατευόμενου μνημείου. Τέλος, το 2013 επανέρχονται στο προσκήνιο οι διαδικασίες για τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας του στρατοπέδου στον Δήμο Παύλου Μελά, η οποία οριστικοποιείται το 2017.
Το πρώην Στρατόπεδο σήμερα και η σχέση του με την πόλη
Το Μητροπολιτικό Πάρκο – πλέον – Παύλου Μελά εμφανίζει σήμερα έντονα τα σημάδια της εγκατάλειψης, καθώς τα περισσότερα κτίρια παραμένουν χωρίς χρήση και συχνά βανδαλίζονται. Ωστόσο, δεν παύει να αποτελεί έναν πολύ σημαντικό ελεύθερο χώρο, εντός του πυκνοδομημένου αστικού ιστού, ο οποίος συχνά χρησιμοποιείται από κατοίκους, οργανώσεις και φορείς για ποικίλες δραστηριότητες και δράσεις. Πράσινο, θεάσεις, οπτικές φυγές, ήχοι και μεγάλοι ανοιχτοί χώροι προσδίδουν χαρακτήρα υπαιθριακής αναψυχής, ιδιαίτερα σημαντικής και σπάνιας για τα δεδομένα των σύγχρονων ελληνικών μεγαλουπόλεων.
Η γύρω περιοχή του Μητροπολιτικού Πάρκου είναι δομημένη από πολυώροφα κτίρια, στα οποία κυριαρχεί η χρήση της κατοικίας, ενώ κυρίως επί της οδού Λαγκαδά συναντώνται έντονες οι χρήσεις του εμπορίου και των υπηρεσιών, ενώ αξιοσημείωτα είναι και τα Δημόσια κτίρια με ποικίλες χρήσεις (Σχολεία, Δημαρχείο). Ως προς τους ορόφους των γύρω κτιρίων, αν και τα χαμηλά κτίρια (έως 3 ορόφους) είναι αρκετά κυρίως στην πίσω ή ανατολική πλευρά, η εικόνα της περιοχής χαρακτηρίζεται από τα πολυώροφα κτίρια (από 4 έως 6 ορόφους) και την πυκνή δόμηση. Η κατάσταση αυτών των κτιρίων είναι σε μεγάλο ποσοστό μέτρια (το 51%), ενώ αυτά που βρίσκονται σε καλή ή κακή κατάσταση σχεδόν ισομοιράζονται (ποσοστό 18% και 24% αντίστοιχα). Το γεγονός αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό σε συσχετισμό με την ηλικία των κτιρίων, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό ανεγέρθηκε κατά την εποχή της μεγάλη ανοικοδόμησης των δεκαετιών 1960 και 1970, ενώ αρκετά κτίρια είναι νεώτερα και χρονολογούνται στις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Ιδιαίτερα αξιόλογο στοιχείο είναι το γεγονός ότι στην ευρύτερη περιοχή συναντώνται σημαντικές υπερτοπικές λειτουργίες πόλης, ή τοπόσημα, όπως η Μονή Λαζαριστών, το πάρκο των Ρόδων, το Συμμαχικό νεκροταφείο Ζέιτενλικ κ.α. Παράλληλα, οι προσβάσεις προς τον χώρο είναι ιδιαίτερα καλές, καθώς η οδός Λαγκαδά προσφέρει άμεση επαφή με το κέντρο της πόλης και με την Περιφερειακή οδό (άρα και την Εγνατία οδό, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις περιφερειακές συνδέσεις), ενώ η ολοκλήρωση του Μητροπολιτικού Σιδηρόδρομου (του οποίου προβλέπεται στάση πλησίον του Πάρκου) θα συμπληρώσει τις συνδέσεις. Τα δύο αυτά στοιχεία (των τοπόσημων και των προσβάσεων), αποτελούν βασικά εχέγγυα ώστε το Μητροπολιτικό Πάρκο να αναδειχθεί σε ζωτικής σημασίας χώρο για ολόκληρο το Πολεοδομικό Συγκρότημα της Θεσσαλονίκης.
Τα δύο κτίρια Στρατωνισμού
Τα κτίρια στρατωνισμού του οθωμανικού στρατού αποτελούν τα πρώτα κτίρια χρονικά που ανεγείρονται στο πρώην στρατόπεδο, με σκοπό τη διαμονή των οπλιτών. Προς το τέλος του 19ου αιώνα ανεγείρεται πρώτα το κτίριο στρατωνισμού Α, το οποίο είναι παράλληλα τοποθετημένο με τη σημερινή οδό Λαγκαδά και στη συνέχεια, στις αρχές του 20ου αιώνα, το κτίριο στρατωνισμού Β, κάθετα με το Α, σε διάταξη “Γ”. Ο χώρος που δημιουργείται στο εσωτερικό του “Γ” ήταν ο κύριος χώρος συγκέντρωσης και σχηματισμού των στρατιωτών. Πρόκειται για δύο διώροφα κτίρια, βασικά όμοια μεταξύ τους και με μικρές διαφοροποιήσεις, γενικών διαστάσεων περίπου 150,00 * 11,00 μέτρων και ύψους 14,50 μέτρων. Μία προεξοχή στην κάτοψη στο κέντρο της μεγάλης πλευράς τονίζει την κεντρική είσοδο, ενώ στον ίδιο χώρο τοποθετούνται και τα κλιμακοστάσια ανόδου στον όροφο. Η διάταξη των κοιτώνων στις δύο πλευρές γίνεται εν σειρά και αμφίπλευρα ενός κεντρικού διαδρόμου. Τόσο ως προς την τυπολογία, όσο και ως προς τη μορφή, τα κτίρια στρατωνισμού έχουν άμεση σχέση με αρκετά άλλα παραδείγματα στρατιωτικών κτιρίων που ανεγείρει η οθωμανική αυτοκρατορία την ίδια περίοδο, όπως το κτίριο του σημερινού Γ’ Σώματος Στρατού. Η κεντρική προεξοχή διαμορφώνει τη βασική συμμετρία ενώ βασικό στοιχείο των όψεων είναι η εν σειρά τοποθέτηση των παραθύρων, τα οποία στο ισόγειο έχουν ημικυκλικό υπέρθυρο και στον όροφο χαμηλό τοξωτό. Άλλα στοιχεία, όπως οι ποδιές των παραθύρων, τα οριζόντια γείσα που διατρέχουν τις όψεις, οι ψευδοπεσσοί με επίκρανα στις προεξοχές κ.α. συνθέτουν ένα εκλεκτικιστικό δείγμα με επιβλητικό όγκο. Η κατασκευή των κτιρίων γίνεται βασικά από σχιστόλιθο Θεσσαλονίκης, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και οπτόπλινθοι ως σενάζ και για τη διαμόρφωση επιμέρους στοιχείων. Αρχικά η στέγη εδραζόταν σε δύο σειρές ξύλινων υποστυλωμάτων, τα οποία έφεραν και τα δάπεδα, τόσο του ισογείου, το οποίο ήταν υπερυψωμένο από φυσικό έδαφος, όσο και του ορόφου. Στη στέγη υπήρχαν έξη φεγγίτες που προεξείχαν από το περίγραμμα, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες σε φωτισμό και αερισμό του εσωτερικού χώρου. Αξιόλογο στοιχείο της κατασκευής αποτελούσαν οι μεταλλικοί σύνδεσμοι στη συναρμογή ξύλου και λιθοδομής.
Κτίριο Στρατωνισμού Α
Πρόκειται για το παλαιότερο κτίσμα του στρατοπέδου, το οποίο αποτυπώνεται σε τοπογραφικό του 1890. Η γεωμετρία του κελύφους του διατηρείται αναλλοίωτη με μόνη διαφορά τις θέσεις των εισόδων, οι οποίες τροποποιούνται κατά καιρούς μαζί με τις αλλαγές των χρήσεων του κτιρίων των 3.350 τ.μ. Κατά την οθωμανική του φάση διέθετε ένα ευφυές σύστημα αερισμού: ένα υπερυψωμένο ξύλινο δάπεδο εδραζόταν σε ξύλινα δοκάρια που φέρονταν από δύο σειρές ξύλινων υποστυλωμάτων, ενώ στο ενδιάμεσο τμήμα μέχρι το φυσικό έδαφος υπήρχαν στην περιμετρική τοιχοποιία θυρίδες αερισμού, που εξασφάλιζαν τις απαιτούμενες συνθήκες υγιεινής. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου το κατασκευαστικό αυτό σύστημα αντικαταστάθηκε από πλάκες και υποστυλώματα οπλισμένου σκυροδέματος. Στο ισόγειο η πλάκα σκυροδετήθηκε σε χαμηλότερη στάθμη και σε επαφή με το έδαφος καταργώντας πλήρως το προϋπάρχον σύστημα αερισμού. Στο σεισμό του 1978 στο κτίριο προκλήθηκαν εκτεταμένες φθορές, κυρίως στα μορφολογικά στοιχεία των όψεων. Ο Ελληνικός Στρατός προχώρησε σε ανακατασκευή του στηθαίου της στέγης σε χαμηλότερο ύψος (0,50 μ.) από το κατεστραμμένο αρχικό (1,0 μ.), ενώ πραγματοποιήθηκαν επεμβάσεις για τη στατική ενίσχυση της τοιχοποιίας με αμφίπλευρους μανδύες οπλισμένου σκυροδέματος. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν νέες χρήσεις γραφείων, το Φρουραρχείο και η διεύθυνση της 9ης ΤΑΞΥΠ, ενώ το βόρειο τμήμα παραχωρήθηκε στην Υπηρεσία Αναπήρων Πολέμου Μακεδονίας-Θράκης. Στο τμήμα αυτό πραγματοποιήθηκαν εξυγιάνσεις και προστέθηκαν ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις, ανελκυστήρες και κλιμακοστάσια. Όπως προαναφέρθηκε, από το 1989 μέχρι το 2008 διαδοχικές παραχωρήσεις και μεταβιβάσεις τμημάτων του στρατοπέδου οδηγούν στην απομάκρυνση των στρατιωτικών χρήσεων και την σταδιακή εγκατάλειψη, γεγονός που επηρεάζει και την τμηματική εγκατάλειψη του κτιρίου Στρατωνισμού Α. Σήμερα, το μοναδικό τμήμα που λειτουργεί είναι αυτό της Υπηρεσίας Αναπήρων Πολέμου, στην κατά τα άλλα εγκαταλειμμένη έκταση του στρατοπέδου.
Κτίριο Στρατωνισμού Β
Σε διάγραμμα του 1909 αποτυπώνονται και τα δύο κτίρια Στρατωνισμού, ενώ σε μαρτυρίες του 1906 αναφέρονται ως νεόκτιστα. Ως προς τα γενικά στοιχεία της γεωμετρίας, των αλλοιώσεων και της κατάστασης διατήρησης του κτιρίου Στρατωνισμού Β, ισχύει ό,τι και για το Α. Και εδώ ο ξύλινος σκελετός έχει αντικατασταθεί από οπλισμένο σκυρόδεμα, ενώ εντοπίστηκαν γραπτές μαρτυρίες από ημερολόγια φυλακισμένων κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, οι οποίοι παραπονιούνται για την υγρασία του τσιμεντένιου δαπέδου. Το εσωτερικό του παρουσιάζει έντονη διαμερισμάτωση που προέκυψε από την διαδοχή χρήσεων, ενώ καταργήθηκαν τα ανοίγματα στις μικρές όψεις, τόσο στο ισόγειο όσο και στον όροφο. Και εδώ διανοίχτηκαν πόρτες και κατασκευάστηκαν νέα κλιμακοστάσια από οπλισμένο σκυρόδεμα. Αυτό όμως που διαφοροποιεί το κτίριο Στρατωνισμού Β από το Α είναι οι πολύ μεγαλύτερης έκτασης φθορές που δέχτηκε στον σεισμό του 1978, εξαιτίας της διεύθυνσης του σεισμού. Στις τέσσερις γωνίες του ορθογωνίου κατασκευάστηκαν τέσσερις εξωτερικοί «πύργοι» από οπλισμένο σκυρόδεμα για την ενίσχυση της τοιχοποιίας που αλλοίωσαν την γεωμετρία και τις όψεις του κτιρίου. Αμφίπλευροι μανδύες εφαρμόστηκαν και εδώ. Από το 1989 και μετά παύει να αποτελεί στρατιωτικό κτίριο και δεν του αποδίδεται κάποια άλλη χρήση. Η εγκατάλειψη και η λαθραία χρήση του κτιρίου θα οδηγήσουν σε δύο πυρκαγιές που είχαν ως συνέπεια την κατάρρευση της στέγης, αφήνοντας το κτίριο εκτεθειμένο και ευάλωτο στη δράση των καιρικών φαινομένων.
Τα τρία κτίρια των Στάβλων
Τα κτίρια σταβλισμού του Ιππικού σώματος του οθωμανικού στρατού ήταν τρία και είχαν αρχικά πανομοιότυπα μορφή και λειτουργία. Πρόκειται για επιμήκη κτίρια, εξωτερικών γενικών διαστάσεων 80,00 * 12,00 μέτρων και ύψους 5,00 μέτρων, τα οποία είναι τοποθετημένα παράλληλα και απέχουν μεταξύ τους 20,00 μέτρα. Η τοποθέτησή τους στον χώρο του Στρατοπέδου έγινε στο Νότιο τμήμα και κατά τον άξονα Βορά – Νότου. Η ανοικοδόμησή τους τοποθετείται στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, ενώ στην αρχική τους μορφή είχαν από μία είσοδο στις δύο στενές πλευρές (Βόρεια και Νότια) που πλαισιώνονταν από δύο παράθυρα, ενώ οι επιμήκεις πλευρές είχαν 19 παράθυρα. Η τυπολογία του στάβλου στηρίζεται στο επίμηκες σχήμα, όπου από τον κεντρικό διάδρομο γίνεται η κυκλοφορία των αλόγων και πλευρικά αυτού παραμονή τους. Ο διάδρομος αυτός οριοθετείται από τις δύο σειρές υποστυλωμάτων της στέγης. Η τετράριχτη στέγη έχει κεντρική υπερύψωση, η οποία προστατεύεται περιμετρικά μόνο από περσίδες, εξασφαλίζοντας τον απαραίτητο αερισμό του εσωτερικού χώρου. Η κατασκευή της στέγης στηρίχθηκε σε γερμανικά πρότυπα, καθώς η όλη γεωμετρία και η συνδεσμολογία των ξύλινων στοιχείων είναι ξεχωριστή. Η περιμετρική τοιχοποιία είναι από λιθοδομή με ενδιάμεσες ζώνες (σενάζ) από οπτόπλινθους, με τους οποίους διαμορφώνονται και τα ανοίγματα. Η μορφή των στάβλων είναι λιτή, αν και συμβαδίζει με τις τάσεις της εποχής (επιχρισμένες επιφάνειες, ημικυκλικά υπέρθυρα, ρυθμική επανάληψη των παραθύρων κ.λπ.), ενώ ξεχωρίζει η διαμόρφωση του γείσου με ένα ιδιαίτερο καμπυλόμορφο και προκατασκευασμένο κεραμικό στοιχείο. Ιδιαίτερα αξιόλογο στοιχείο των στάβλων αποτελούν οι καμινάδες, οι οποίες χρησίμευαν για τον αερισμό του εσωτερικού χώρου και της τοιχοποιίας. Επίσης αξιόλογο στοιχείο, αποτελούν οι ταΐστρες και ποτίστρες των αλόγων, οι οποίες τοποθετούνται κατά μήκος των μεγάλων πλευρών.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και την εγκατάσταση του Ελληνικού Στρατού, η πορεία των τριών κτιρίων διαφοροποιείται τόσο ως προς τις επεμβάσεις στα κελύφη, όσο και ως προς τις χρήσεις.
Κτίριο Στάβλου Α
Ο στάβλος Α είναι ο πρώτος που συναντά ο επισκέπτης από τη δυτική και κύρια είσοδο του στρατοπέδου. Βρίσκεται μπροστά από έναν ευμεγέθη ελεύθερο χώρο και κάθετα από το κτίριο Στρατωνισμού Β. Ο στάβλος Α έχει υποστεί τις περισσότερες αλλοιώσεις από την αρχική του μορφή. Πιθανόν κατά τη δεκαετία του 1960 το κτίριο μετατρέπεται από τον Ελληνικό Στρατό ως χώρος εκδηλώσεων και άλλων βοηθητικών χρήσεων. Για τον λόγο αυτό, καθαιρούνται τα ξύλινα υποστυλώματα και η στέγη αντικαθίσταται από νέα απλή τετράριχτη χωρίς υπερύψωση. Το άνοιγμα των παραθύρων μεγεθύνεται προς τα κάτω, προκειμένου να εξυπηρετούν τις ανάγκες του ανθρώπου, διανοίγονται δευτερεύουσες είσοδοι, ενώ η νότια και η βόρεια είσοδος διαμορφώνονται κατάλληλα. Στο εσωτερικό της νότιας πλευράς κατασκευάζονται μικρές εξέδρες από σκυρόδεμα, για την εξυπηρέτηση του χώρου εκδηλώσεων. Οι ταΐστρες καθαιρούνται στο σύνολό τους και παράλληλα κατασκευάζεται ψευδοροφή και δάπεδο από τσιμέντο. Η εγκατάλειψη του στρατοπέδου θα προκαλέσει έντονες φθορές, ενώ η πυρκαγιά που ξεσπάει τα επόμενα χρόνια θα καταστρέψει τη στέγη και μεγάλα τμήματα του κτιρίου.
Κτίριο Στάβλου Β
Ο στάβλος Β είναι εκείνος που διασώζει με μεγαλύτερη πληρότητα την αρχική εικόνα των στάβλων, χάρη στη διατήρηση μεγάλου τμήματος της αρχικής του στέγης και της όλης φέρουσας κατασκευής (υποστυλώματα, συνδετήριες δοκοί), καθώς και τμημάτων από τα αρχικά κουφώματα. Επίσης, σώζονται οι ταΐστρες, στις οποίες διακρίνεται η επιμέλεια στην κατασκευή τους: υδραυλικά κονιάματα, λοξά σιδερένια στοιχεία – οδηγοί για την έντονη κλίση της “ποδιάς” τους (προκειμένου να μην εμποδίζονται τα άλογα), ένα ειδικό προκατασκευασμένο πλίνθινο στοιχείο που τοποθετείται στο ενδιάμεσα των μεταλλικών, δέστρες για τα άλογα εσωτερικά και εξωτερικά κ.α.
Μετά τη δεκαετία του 1950 ο στάβλος Β χρησιμοποιήθηκε ως χώρος εστιατορίου και Κ.Ψ.Μ. και για αυτόν το λόγο κατασκευάστηκαν αρκετά εσωτερικά χωρίσματα και διανοίχθηκαν νέες θύρες που οδηγούν στους νέους μικρότερους χώρους. Αντίστοιχα, διαμορφώθηκε και η αισθητική του εσωτερικού χώρου: οι ταΐστρες μετατράπηκαν σε πάγκους φαγητού επιστρωμένους με πλακίδια και τα ξύλινα υποστυλώματα επενδύθηκαν με επίχρισμα, ενώ τα ξύλινα κεφαλοκόλονά τους διαμορφώθηκαν, με γύψινη επένδυση, σε νέα ψευδο-κορινθιακού τύπου. Η εγκατάλειψη του στρατοπέδου οδηγεί στην ερήμωση του κτιρίου, με αποκορύφωμα την πρόσφατη πυρκαγιά που κατέστρεψε ένα τμήμα της αυθεντικής στέγης.
Κτίριο Στάβλου Γ
Για τον στάβλο Γ το πλέον αξιόλογο στοιχείο που εξάγεται από την έρευνα είναι η διαφορετική κατασκευή των ταϊστρών σε σχέση με τους άλλους δύο στάβλους. Εδώ, η κατασκευή τους είναι απλούστερη (με χρήση πλίνθων χωρίς μεταλλικά στοιχεία) και χωρίς έντονη κλίση, γεγονός που μαρτυρά ότι πιθανόν η ανέγερσή του να προηγείται χρονικά και να τοποθετείται περίπου το 1905.
Μετά την απελευθέρωση και την εγκατάσταση του Ελληνικού Στρατού το κτίριο συνέχισε να χρησιμοποιείται ως στάβλος, όπως και κατά την παραμονή της Γαλλικής Στρατιάς. Πιθανόν κατά τη δεκαετία του 1950 άρχισε να χρησιμοποιείται ως αποθηκευτικός χώρος και ως χώρος στάθμευσης στρατιωτικών οχημάτων, λόγος για τον οποίο διαπλατύνονται οι είσοδοι και δημιουργούνται νέες στις μεγάλες πλευρές. Παράλληλα, για την κίνηση των οχημάτων καθαιρούνται τα ξύλινα υποστυλώματα και αντικαθίσταται η στέγη με απλή τετράριχτη χωρίς υπερύψωση, εδραζόμενη στους πλευρικούς τοίχους. Κατά το 1970 κατασκευάζεται ένας διαχωριστικός τοίχος. Και σε αυτήν την περίπτωση, η αποχώρηση του στρατού και η εγκατάλειψη του κτιρίου θα οδηγήσουν σε έντονη παθολογία, η οποία εντάθηκε μετά την πυρκαγιά που κατέστρεψε ολοσχερώς τη στέγη.
Επίλογος
Η δημοσίευση των παραπάνω στοιχείων αποτελεί μικρό δείγμα της έρευνας των δευτεροετών φοιτητών-/τριών κατά τη διάρκεια του θερινού εξαμήνου 2017. Η διδακτική ομάδα καθώς και οι φοιτητές/-τριες του μαθήματος θεωρούν ότι η πλήρης έκθεση των σημαντικών στοιχείων που προέκυψαν από την έρευνα των ιστορικών κτιρίων σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση, θα αποτελούσε μια πλούσια πηγή πληροφοριών για τους κατοίκους της περιοχής, τη δημοτική αρχή αλλά και για τους μελλοντικούς μελετητές για την ανάδειξη και αξιοποίηση του ιστορικού τόπου εντός του Μητροπολιτικού Πάρκου Παύλου Μελά. Αξίζει να σημειωθεί ότι το σύνολο των κτιρίων του ιστορικού τόπου έχει μελετηθεί και από διεπιστημονικές ομάδες στο πλαίσιο εργασιών του Διατμηματικού Προγράμματος Σπουδών της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ: Προστασία, Συντήρηση και Αποκατάσταση Μνημείων Πολιτισμού.
Οι εικόνες και τα σχέδια προέρχονται από τις εργασίες των εξής ομάδων:
Κτίριο Στρατωνισμού Α (εικόνες 12,14,15,16,17,18,19,20,21)
Επιβλέπουσες: Μαρία Δούση, Σωτηρία Αλεξιάδου
Φοιτητές: Ανδρέου Πρόδρομος, Βαρδίκου Γεωργία, Ζιώγκας Δημήτριος, Κοντιζά Άννα-Μαρία Αικατερίνη, Κοντού Μαρίνα, Κουκόσουλα Στυλιανή, Κωνσταντάκη Στεριανή, Λεβαντάκη Παναγιώτα, Μπάμπουκα Ολυμπιάδα, Μπούσουλα Κωνσταντίνα, Παγουλάτος Ιωάννης, Πουλιάση Αικατερίνη, Στρογγύλου Όλγα
Κτίριο Στρατωνισμού Β (εικόνες 9,10,11,13,22,23,24,25)
Επιβλέποντες: Μιχάλης Νομικός, Σταύρος Απότσος
Φοιτητές: Helin Topuz, Sburlea Diana – Stefania, Γεωργούδη Αικατερίνη, Γκέκα Σοφία-Ελισάβετ, Ζέρβα Μαρία, Ζυγογιάννη Χριστίνα, Κασάπογλου Μαρία, Κατσίβελα – Δημάκη Δέσποινα, Μιχαηλίδου Στέλλα, Μιχαλοπούλου Μαρία, Στεφανίδου Μαρία, Υφαντή Δανάη, Χατζάκου Ελένη – Θάλεια, Χωραφάς Θεοχάρης
Κτίριο Στάβλου Α (εικόνες 32,33)
Επιβλέπουσα: Στυλιανή Λεφάκη
Φοιτητές: Varra Gaia, Αξιώτης Ευστράτιος, Γράψα Φανή, Θεωχάρη Κωνσταντίνα, Κοντός Ευστράτιος, Κουντούρη Σταματίνα, Λασκαρούδη Μαρία, Μπόλλα Ειρήνη, Σφυρή Γεωργία, Υφαντίδου Μαρία, Χαλκιαδάκη Ξανθή, Χρίστου Ελένη
Κτίριο Στάβλου Β (εικόνες 27,28,34,35)
Επιβλέπουσα: Μαρία Αρακαδάκη
Φοιτητές: Αμανατίδου Βίκυ, Δελής Θάνος, Ζυγούλης Νίκος, Καπουκρανίδης Δημήτρης, Μαυρικάκη Ειρήνη – Μαρία, Ξουράφης Κώστας, Ρόζου Μαρία, Σακκάς Κωνσταντίνος, Σιάπκαρη Κωνσταντίνα, Σολάνος Αντώνης, Τσιτουρίδου Κυριακή, Φάσσα Δώρα, Χατζοπούλου Κατερίνα
Κτίριο Στάβλου Γ (εικόνες 26,29,30,31,36,37,38,39)
Επιβλέπων: Σοφοκλής Κωτσόπουλος
Φοιτητές: Δούκα Ελένη, Δώσσα Αναστασία, Κεφαλίδου Νικολέτα, Κυρκοπούλου Σοφία, Λαναρά Κλεοπάτρα, Μάρκου Κατερίνα, Μάτσκου Νίκη, Μουσμουλίδης Αθανάσιος, Μπαμπάτσικος Χρήστος, Στεργιούδη Αναστασία – Δέσποινα, Τσουλφίδου Μαρία