Μια άγνωστη ιστορία στα μπουζούκια στο σεισμό του ΄78
Μια σπάνια αφήγηση για τη νύχτα του μεγάλου σεισμού με τον Πάριο, το Βοσκόπουλο και τη Μαρινέλα.
O Γιαννίκος Καρυπίδης υπήρξε μια από τις πιο θρυλικές μορφές της νύχτας της Θεσσαλονίκης. Ιδιοκτήτης νυχτερινών κέντρων όπως το Καν-Καν και η Θεσσαλονικιά, φίλος των σημαντικότερων Ελλήνων καλλιτεχνών έζησε τη νύχτα της πόλης μέχρι το μεδούλι. Σε μια σπάνια αφήγηση περιγράφει τη νύχτα της 20ης Ιουνίου του 1978 στην Θεσσαλονικιά.
”1978. Στις μέρες του μεγάλου σεισμού που έγινε στη Θεσσαλονίκη. Ο σεισμός μας βρήκε επάνω στην καρδιά του προγράμματος, στην Θεσσαλονικιά. Πριν το ταρακούνημα της γης, προηγήθηκε μια βοή. Τα 800 άτομα που είχε μέσα το μαγαζί, ούτε να φύγουν μπορούσαν, ούτε να κάτσουν. Όλοι ήταν στα γόνατα σκυμμένοι, κάτω από τα τραπέζια. Εκείνη την ημέρα, ανάμεσα στους θαμώνες ήταν και ο Βοσκόπουλος με τη Μαρινέλα. Για μια στιγμή, τους βλέπω να σκαρφαλώνουν να βγούνε με τα γόνατα. Ο Γιάννης στην πίστα, πήγαινε σαν το φτερό στον άνεμο, μια από δω και μια από κει.
Τέλος πάντων, βγήκε όλος ο κόσμος έξω στο πάρκινγκ. Εκεί, είδαμε τα αυτοκίνητα να κουνιούνται και αυτά. Όλος ο κόσμος πήγαινε στ’αυτοκίνητά του, αλλά παρέμεναν μέσα σ’αυτά, γιατί δεν μπορούσαν να τα μετακινήσουν από το κούνημα του σεισμού. Τελικά, όλος ο κόσμος, γκαρσόνια, πελάτες, καλλιτέχνες, μέσα σε μισή ώρα φύγανε όλοι από το μαγαζί και βεβαίως, γινότανε τέτοιος χαλασμός Κυρίου, που ούτε λογαριασμούς μπορούσαμε να δούμε, ούτε εισπράξεις να κάνουμε. Όλοι προσπαθούσαν να σωθούν, όπως μπορούσε ο καθένας τους. Έφυγα και εγώ κατευθείαν, για να πάω σπίτι μου, να δω και εγώ την οικογένειά μου και κατά πόσο ήταν ασφαλείς και αυτοί. Στο δρόμο, άλλος έφευγε, άλλος ερχόταν, το φανάρια δε λειτουργούσαν με τίποτα. Βεβαίως, το μαγαζί πλέον δεν ξανάνοιξε για καλοκαιρινή σαιζόν. Μέτα από δέκα μέρες που πέρασαν, πήρα ένα αντίσκηνο και την έβγαλα σ’αυτό, στη Χαλκιδική με την οικογένεια μου.
Όταν συνήλθε λίγο η μετασεισμική κατάσταση, σκέφτηκα το Γιάννη που τον πλήρωνα κάθε εβδομάδα. Εκείνη την εβδομάδα του σεισμού, που φύγαμε όλοι, άρον των άρον, κανένας, και ούτε βέβαια και ο Γιάννης, δε μου ζήτησε λεφτά. Εγώ, όμως, μετά που κατάφερα και επέστρεψα για λίγο στη Θεσσαλονίκη, έστειλα στην μητέρα του, την κυρία Μαρσώ, τα χρήματα που του χρωστούσα. Έτσι, τελείωσε και αυτή η περιπέτεια με το Γιάννη Βαρθακούρη, ένα από τα καλύτερα παιδιά που γνώρισα από τη δουλειά μου μέσα στη νύχτα. Και είμαστε γνήσιοι φίλοι όλα αυτά τα χρόνια και μέχρι σήμερα”.
*Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιαννίκου Καρυπίδη ”Ένας βουρκός με γαρδένιες” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιανός.
Από το 1960, τα πρώτα άγρια χρόνια της πενηντάχρονης διαδρομής μου, η δύσκολη και περίεργη νύχτα οδήγησε σιγά-σιγά τα βήματά μου στο δρόμο της μεγάλης επιτυχίας.
Από τις πίστες μου πέρασαν όλα τα λαμπερά ονόματα του ελληνικού πενταγράμμου, απ’ όλα τα είδη της μουσικής. Οι περισσότεροι από αυτούς, ακόμη και σήμερα, βρίσκονται στην κορυφή του καλλιτεχνικού στερεώματος. Έζησα με τον καθένα τους και μια ιστορία που σας την περιγράφω. Θυμάμαι, ανοίγω την ψυχή μου και ξεδιπλώνω στο βιβλίο αυτό την ιστορία της γλυκιάς νύχτας και της έντονης ζωής μου. Γιαννίκος.