Ο Χάρτης της Πόλης: Οδός Παπαμάρκου
της Αλέκας Καραδήμου Γερόλυμπου, καθηγήτριας πολεοδομίας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Α. Π.Θ. Εικόνες: Άρις Γεωργίου Μια πόλη που αλλάζει συνεχώς, γρήγορα και λαχανιαστά, είναι η Θεσσαλονίκη στα τελευταία εκατό χρόνια. Σε αντίθεση με τη γαλήνια ακινησία της μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, μέσα στα αρχαία τείχη της στον ίδιο τόπο, κάτω από τον ίδιο κυρίαρχο, με […]
της Αλέκας Καραδήμου Γερόλυμπου, καθηγήτριας πολεοδομίας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Α. Π.Θ.
Εικόνες: Άρις Γεωργίου
Μια πόλη που αλλάζει συνεχώς, γρήγορα και λαχανιαστά, είναι η Θεσσαλονίκη στα τελευταία εκατό χρόνια. Σε αντίθεση με τη γαλήνια ακινησία της μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, μέσα στα αρχαία τείχη της στον ίδιο τόπο, κάτω από τον ίδιο κυρίαρχο, με λίγο-πολύ τον ίδιο πληθυσμό, από τις αρχές του 1900 βρίσκεται σε μια μόνιμη μεταμόρφωση. Όλα αλλάζουν: η επίσημη ταυτότητα το 1912, οι πολεοδομικές χαράξεις μετά το 1917, η σύνθεση του πληθυσμού στα 1922-23, οι υποδομές μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, η ένταση της αστυφιλίας και η μορφή της ανοικοδόμησης μετά το 1960. Αλλά και στην δεκαετία του 80 πνέουν και πάλι άνεμοι καινούργιοι. Ηταν άραγε ο σεισμός που κινητοποίησε αντιδράσεις; ή μήπως η αδυσώπητη οικοδομική εκμετάλλευση; Ηταν η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ή η νέα πολιτική πραγματικότητα του ΠΑΣΟΚ; Πάντως ιδέες και δραστηριότητες, εκθέσεις και κείμενα, ερεθιστικές πρωτοβουλίες με αφορμή τους εορτασμούς του 1985 για τους 23 αιώνες ζωής της πόλης προμήνυαν καινούργιες μεταβολές, που αργότερα, με τις προετοιμασίες για την αναγόρευση της Θεσσαλονίκης σε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1997 θα γίνονταν ορατές σε πολλά σημεία της.
Το μαγειρείο του Απόστολου Τασιούλη, διαγωνίως απέναντι από το σημερινό Μπαζάρ, το 1979
Λίγο νωρίτερα, το 1979, ο Αρις Γεωργίου φωτογράφιζε για πρώτη φορά ανθρώπους και χώρους στην οδό Παπαμάρκου, έναν μικρό δρόμο στην καρδιά της περιοχής που παλαιότερα ήταν γνωστή με το όνομα Μπαζάρ, κι απλωνόταν στα δυτικά της γειτονιάς της Αγίας Σοφίας μέχρι και πέρα από την οδό Βενιζέλου και το Μπεζεστένι. Η περιοχή των Μπαζάρ, με ιδιαίτερη σημασία για την πόλη, κάποτε ακολουθούσε και κάποτε αδιαφορούσε για τις αλλαγές που λάβαιναν χώρα στην Θεσσαλονίκη. Είχε, θαρρείς, τους δικούς της ρυθμούς και τις δικές της ισορροπίες. Δεν έπαψε πάντως ποτέ να συλλαμβάνει τα σημεία των καιρών και να αντιδρά, με το δικό της τρόπο. Στις νεώτερες φωτογραφίες του 1990 φαίνονται οι αργόσυρτες και ανεπαίσθητες μεταβολές, που στην συνέχεια, μετά το 1995, θα γίνουν εντυπωσιακές και ραγδαίες.
Λεπτομέρεια μικρομάγαζου το 1979
Ας πάμε όμως πίσω για λίγο. Από τους πρώτους αιώνες της ζωής της, η Θεσσαλονίκη, κατ’εξοχήν εμπορική πόλη, ανέπτυξε την εκτεταμένη κεντρική αγορά της στην περιοχή νοτιοδυτικά από το ελληνορωμαϊκό της κέντρο και πέρα από τη διασταύρωση των δύο σημαντικότερων δρόμων της (Eγνατία και Bενιζέλου) μέχρι το λιμάνι. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας (1430-1912) ο χώρος αυτός αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, γιατί αποτελεί τη μόνη μορφή κέντρου, όπου η κατοικία δεν έχει θέση. Οι δρόμοι της εμπορικής συνοικίας, κάτω από τον άξονα της Εγνατίας και από τις δύο πλευρές της οδού Βενιζέλου, γεμάτοι με προϊόντα της Ανατολής, ήταν στεγασμένοι με τέντες και ξύλα που προφύλασσαν από τον ήλιο και τη βροχή. Στα χρόνια αυτά μικρά μαγαζιά, χάνια με τις τετράγωνες αυλές τους, στενά περάσματα με εργαστήρια, ακανόνιστα σταυροδρόμια με καφενεία, καλύπτουν τις ανάγκες των κατοίκων για μεταποίηση, εμπόριο και κάθε λογής συναλλαγές και υπηρεσίες. Ο δρόμος είναι η προέκταση του μαγαζιού, τόπος όπου εκτίθενται τα εμπορεύματα, όπου γίνεται η επαφή με την πελατεία. Οι φυλές και οι θρησκείες αναμειγνύονται ανενόχλητες, οι μόνιμοι κάτοικοι έρχονται σ’ επαφή με τους περαστικούς, οι ντόπιοι συναντώνται με τους ξένους. Εδώ παίρνει σάρκα και οστά η κοινωνικότητα της πόλης κάτω από την βαριά σκιά του αργού χρόνου της παράδοσης.
Δεκέμβριος του 1996
Mε το πέρασμα των αιώνων χαλαρώνει η αρχική αυστηρότητα που είχε συγκεντρώσει σε δρόμους τα επαγγέλματα κατά συντεχνίες. Πολλοί μελετητές μεσογειακών πόλεων έχουν περιγράψει την οργάνωση της αγοράς γύρω από το κεντρικό τζαμί, σε ομόκεντρους κύκλους ανάλογα με το βαθμό ιερότητας των εμπορευμάτων: Στη Θεσσαλονίκη το τζαμί Χαμζά Μπέη και το Mπεζεστένι, κτίσμα γεροφτιαγμένο που έκλεινε για να φυλάσσονται κοσμήματα και πολύτιμα υφάσματα, κτίζονται τον 15ο αιώνα για να σημαδέψουν στο χώρο την νέα κυριαρχία των οθωμανών. Γύρω τους έβρισκε κανείς κατασκευαστές κεριών, εμπόρους αρωμάτων και μυρωδικών, πωλητές ιερών βιβλίων, γραφeιάδες και βιβλιοδέτες· πιο πέρα, εμπόρους δερμάτων και κατασκευαστές πασουμιών· μακρύτερα το εμπόριο ψάθινων ειδών, τα ξυλουργεία, εργαστήρια κλειδιών και χάλκινων ειδών, πιο απομακρυσμένα τα σιδηρουργεία… Στην περίμετρο της αγοράς απλωνόταν η αλευραγορά (ή Ούν Καπάν, το γνωστό μας “Καπάνι”, από το kaban- την μεγάλη δημόσια ζυγαριά), αλλά και πιο κάτω προς την θάλασσα και το λιμάνι η αιγυπτιακή αγορά με τα αποικιακά προϊόντα (“Λαδάδικα”). Γύρω τους είχαν αναπτυχθεί οι πολυάνθρωπες εβραϊκές συνοικίες.
Η νεώτερη μορφή της αγοράς σχηματίζεται από την όσμωση δύο διαφορετικών κληρονομιών, από Aνατολή και Δύση, που αναμειγνύονται και συντίθενται, χωρίς να φανερώνουν πάντα την προέλευσή τους. Από το τέλος του 19ου αιώνα, ο άνεμος του εκσυγχρονισμού που φυσά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, φέρνει καινούργια δεδομένα στον χώρο της πιο δυτικής οθωμανικής πόλης. Νέες μορφές εργασίας και επαγγέλματα αναζητούν σύγχρονους χώρους για να στεγαστούν∙ κτίρια υπηρεσιών και γραφείων, μοντέρνα ξενοδοχεία, ‘μεγάλα καταστήματα’ νέου τύπου και θέατρα κάνουν την εμφάνισή τους. H παλιά αγορά χάνει την πρωτοκαθεδρία της και το κοινωνικό και οικονομικό κέντρο της πόλης μεταφέρεται στην προκυμαία αλλά και προς το νεόκτιστο ανατολικό προάστιο. Στην αγωνιώδη προσπάθειά της για ανανέωση, η παλιά αγορά αντιγράφει αρχιτεκτονικές μορφές που έχουν αναπτυχθεί στον 19ο αιώνα στην κεντρική και δυτική Eυρώπη: Κατεδαφίζει τις ξύλινες ή πάνινες στέγες και τις αντικαθιστά με μέταλλο και τζάμι. Διαμορφώνει γυάλινες βιτρίνες μπροστά στις στενόχωρες και ταπεινές όψεις των μικρομάγαζων. Arcades και galleries μπερδεύονται με τα χάνια και τις στοές σε μιαν ενδιαφέρουσα συμβίωση ‘ανατολίζοντων’ και δυτικότροπων κτισμάτων.
Αλλά και αυτό το γοητευτικό ανακάτωμα θα χαθεί καθώς η πυρκαγιά του 1917 θα μετατρέψει παλαιότερα και νεώτερα κτίσματα σε στάχτες. Με το νέο σχέδιο για το ιστορικό κέντρο, η όψη της Θεσσαλονίκης αλλάζει ουσιαστικά. H πυρίκαυστη ζώνη αποκτά μια εντελώς καινούργια μορφή, με τις ευθύγραμμες λεωφόρους, τα μνημεία που περιβάλλονται από γεωμετρικά σχεδιασμένες πλατείες και τα διώροφα ως πενταόροφα ‘μέγαρα’ -κατοικίες, καταστήματα, τράπεζες- με τις εκλεκτιστικές ή ανάμεικτες αρχιτεκτονικά όψεις τους που σχηματίζουν συνεχή μέτωπα στους δρόμους.
Ψαθοπώλης-Δεκέμβριος 1999
Οι πολεοδόμοι της νέας Θεσσαλονίκης δεν αγνοούν τη σημασία των μικροεπαγγελμάτων (εργαστήρια και μικρομάγαζα, εμπόριο τροφίμων και μικροϋπηρεσίες) για την λειτουργία της πόλης. Η χωροθέτησή τους, που απαντά στις καθημερινές ανάγκες του κόσμου της πόλης θα γίνει και πάλι στο κέντρο της ως μια ενδιαφέρουσα και αξιοσημείωτη συμπλήρωση/αντίστιξη στην ευρωπαΐζουσα εικόνα. Παράλληλα προς τη θάλασσα και κάθετα στο μνημειακό άξονα, γύρω από το Mπεζεστένι και με περάσματα δίπλα ή κάτω από τα εξευρωπαϊσμένα κτίρια που οδηγούσαν στις πλατείες Bλάλη και Bατικιώτη, οι πολεοδόμοι του 1917 θα ανασυστήσουν ‘εξορθολογισμένο’ το παλιό παραδοσιακό παζάρι. Mικρά ισόγεια και διόροφα κτίρια, 4 μέτρα επί 8, με όμοιες επιβεβλημένες νεο-βυζαντινές όψεις, δίλοβα παράθυρα και ενίοτε στεγασμένες στοές στο ισόγειο, υποδέχονται τα είδη λαϊκής κατανάλωσης σε μια απόμακρη υπόμνηση του μεσαιωνικού μοντέλου: κοσμήματα και υφάσματα -φτηνά αυτή την φορά- γύρω από το Mπεζεστένι, δέρματα, ρουχισμός και ‘είδη προικός’ στην Σπανδωνή, τρόφιμα και εργαστήρια στην Bλάλη και στη Bατικιώτη.
Η απόφασή τους είναι θαρραλέα καθώς συνεπάγεται σύγκρουση με τους εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης, που αντέδρασαν έντονα θεωρώντας ότι ένα «ανατολίτικο παζάρι» δεν είχε θέση στο κέντρο μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής πόλης. Πράγματι στο νέο σχέδιο, ο κεντρικός άξονας της Αριστοτέλους που εκφράζει την προσήλωση της Θεσσαλονίκης στις δυτικές αξίες συγκεντρώνοντας τις ‘ευγενείς’ δραστηριότητες (πολιτική, διοίκηση, οικονομία, αναψυχή, πολιτισμός), διασταυρώνεται με την ‘κοιλιά της πόλης’ (όπως θα έλεγε ο Εμίλ Ζολά) που χωροθετείται στην ζώνη των ‘μικροαγορών’ ή Μπαζάρ. Kαταστήματα τροφίμων αλλά και εργαστήρια, ταβέρνες, ποτοπωλεία και μαγαζάκια λαϊκής κατανάλωσης, σε μια πολύχρωμη και βουερή αταξία, στεγάζονται με πανιά, λαμαρίνες και ξύλα, δημιουργώντας πίσω από τις ‘ευγενείς’ όψεις της λεωφόρου μια ατμόσφαιρα παραδοσιακού πανηγυριού που παραπέμπει στις ανατολικές καταβολές της Θεσσαλονίκης.
Πρόκειται για μια ευρηματική πολεοδομική επίλυση στην οποία χώροι για τις ταπεινές αλλά ζωτικές ανάγκες της πόλης, συναντώνται με τον κεντρικό μνημειακό της άξονα. Η ιδιοφυής αυτή χάραξη πέτυχε την πολυλειτουργικότητα και την κοινωνική και χρησιακή συνύπαρξη -σήμερα και την πολυπολιτισμικότητα- χαρίζοντας διαρκή ζωντάνια και κίνηση στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και επιτρέποντας την οικειοποίησή του από όλες τις κοινωνικές ομάδες. Είναι πραγματικά κρίμα που οι σημερινοί αρμόδιοι εμφανίζονται ανίκανοι να αποτρέψουν την μετατροπή μεγάλου αριθμού κτιρίων σε θορυβώδη φαγάδικα που διώχνουν βαθμιαία τις άλλες χρήσεις αλλοιώνοντας τον χαρακτήρα της περιοχής.
Τα Μπαζάρ οικοδομήθηκαν από το 1923 και μετά, παρακολουθώντας τις περιπέτειες της πόλης. Προορίζονταν στην αρχή να ανήκουν στον Δήμο Θεσσαλονίκης, που θα αντλούσε προσόδους από την εκμετάλλευσή τους, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να τα διαθέτει ασκώντας κοινωνική πολιτική. Η έλευση των προσφύγων από την Μικρά Ασία άλλαξε τους σχεδιασμούς. Η περιοχή χωρίσθηκε σε 516 οικόπεδα που πουλήθηκαν σε δημοπρασίες, παίρνοντας υπ’ όψιν την ύπαρξη πολλών παλιών ιδιοκτητών της περιοχής (200 οικόπεδα), την παρουσία προσωρινά στεγασμένων μικρεμπόρων στην ίδια περιοχή αλλά και σε ολόκληρη την πόλη μετά την πυρκαγιά (100 οικόπεδα), την ανάγκη αποκατάστασης των προσφύγων (200 οικόπεδα) και ορισμένων θυμάτων του πολέμου (αναπήρων κλπ). Στις δημοπρασίες ο ανταγωνισμός υπήρξε οξύτατος, κάθε κοινωνική ευαισθησία ξεχάστηκε και οι κερδοσκοπικές συμπεριφορές κατέληξαν ακόμη και να δεκαπλασιάσουν τις αρχικές τιμές, ενώ σοβαρά επεισόδια και ξυλοδαρμοί έχουν καταγραφεί μεταξύ συμμετεχόντων σε μία ατμόσφαιρα ιδιαίτερης έντασης. Η συνέχεια υπήρξε πιο ήρεμη, και η περιοχή απέδειξε με την συνεχή λειτουργία της πόσο αναγκαία ήταν για την πόλη, επιτρέποντας σε πολλά επαγγέλματα και οικογένειες να επιβιώσουν και να δραστηριοποιηθούν.
Δημήτρης Τσαβδαρίδης τορναδόρος – Δεκέμβρης 1999
Στις φωτογραφίες των επαγγελματιών της οδού Παπαμάρκου, οι φιγούρες των ανθρώπων μετρούν τον χρόνο που περνάει, και υπαινίσσονται τις δικές τους ιστορίες. Σε εντελώς διαφορετικές ιστορίες παραπέμπει το όνομα του δρόμου. Η χάραξή του στο πλαίσιο του νέου σχεδίου συμπίπτει εν μέρει με τα ίχνη της παλιάς οδού Külhan ανάμεσα στην πλατεία της Αγοράς (Un Kapan) και τα όρια της ενορίας του μοναστηριού της Αγίας Θεοδώρας. Μετά την πυρκαγιά οι παλιές αναφορές χάνονται και το 1923 αποκτά το σημερινό του όνομα που κανένας δεν διανοήθηκε έκτοτε να αλλάξει. Ενδιαφέρον και παράξενο, καθώς ελάχιστοι γνωρίζουν πια ποιος ήταν ο δάσκαλος και παιδαγωγός Χαρίσιος Παπαμάρκου, που δεν μοιάζει να είχε σχέση με την αγορά ή τον κόσμο των μικροεπαγγελμάτων, όπως εξ άλλου και οι φορείς των ονομάτων των γειτονικών δρόμων. Όλα τα δρομάκια της αγοράς γύρω φέρουν τα ονόματα διανοουμένων και παιδαγωγών, καθώς και επιφανών μελών της ελληνικής κοινότητας που έζησαν από τον 18ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού στη Μακεδονία (Κοσμάς Μπαλάνος, Φιλήμων Δραγούμης, ο έλληνας πρόξενος Κ. Βατικιώτης, Μαργαρίτης Δήμιτσας, Ιωάννης Αυγερινός, κα).
Αλίκη Γκούντα, ενεργός ακόμη και παρούσα καρεκλοποιός – Δεκέμβρης 1999
Και σήμερα; Τα Μπαζάρ γλύτωσαν από ένα μεγάλο εργολαβικό εγχείρημα που πρότεινε μετά τους σεισμούς την κατεδάφισή τους και την ανοικοδόμηση από την ΔΕΠΟΣ ενός πολυόροφου εμπορικού κέντρου. Ωστόσο αν και το σύνολο των κτισμάτων προστατεύθηκε ενώ κατά σημεία αποκαταστάθηκαν και οι πάνω όροφοι, όπου είχαν πέσει, η περιοχή δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην καταναλωτική και ψυχαγωγική μανία που κατέλαβε την πόλη στο γύρισμα προς τον 21ο αιώνα. Παντού φαγάδικα και μπαράκια ξεφυτρώνουν ανάμεσα σε μανάβικα που αποσύρονται, μαραγκούδικα και ψαθοπωλεία που υπολειτουργούν, ή ραφτάδικα που κλείνουν. Οι φωτογραφίες του Αρι Γεωργίου μετρούν τις χαμηλότονες παρουσίες και τις μελαγχολικές απουσίες. Η αγορά βέβαια εξακολουθεί να λειτουργεί συμπληρωματικά με τις μοντέρνες εμπορικές συνοικίες. Ωστόσο η απόφαση του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας να κατασκευάσει ανεξάρτητα στέγαστρα για την προστασία των βασικότερων διαδρομών, αλλοιώνοντας έτσι ριζικά τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα της περιοχής, ενθάρρυνε την άλωση κτιρίων και δημόσιου στεγασμένου χώρου από αναρίθμητα τραπεζάκια και καθίσματα εστιατορίων, ενώ οι τοπικές αρχές δεν θέλησαν να παρέμβουν ελέγχοντας τις νέες χρήσεις. Ο,τι επιβίωσε παρά τις φωτιές, τους πολέμους, τους σεισμούς, αποδεικνύεται εύθραυστο και ανήμπορο μπροστά στη δίνη της καταναλωτικής κοινωνίας. Οι χρήσεις αιώνων ανατρέπονται για πρώτη φορά τόσο ριζικά. Οι ασάλευτες μορφές των επαγγελματιών της οδού Παπαμάρκου που γερνούν μαζί με το άμεσο περιβάλλον τους αλλά και αυτών που εξαφανίζονται πίσω από τα κλεισμένα μαγαζιά τους, καταθέτουν την μαρτυρία τους για τις εποχές και τους χρόνους, θρέφουν την κρυμμένη μνήμη της πόλης και μεταγγίζουν στον 21ο αιώνα την μακραίωνη αστική παράδοση των μικροεπαγγελμάτων, την αρχαία εικόνα της ‘κοιλιάς της πόλης’, καθημερινής αρένας των βιοπαλαιστών και των λαϊκών στρωμάτων. Ξεπερνώντας τον χρόνο μιας ανθρώπινης ζωής και με φόντο την μεγάλη διάρκεια, πόσο θα αντέξουν ακόμη απέναντι στην επέλαση μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας που για πολλοστή φορά μέσα σε έναν αιώνα έρχεται να επιβάλει τις επιταγές της;
Παπαμάρκου-Δεκέμβρης 1996
Λεπτομέρεια μικρομάγαζου-1979
*Τμήμα του κειμένου και οι φωτογραφίες περιέχονται στο βιβλίο-λεύκωμα “Η Παπαμάρκου και τα πέριξ” με φωτογραφίες του Άρι Γεωργίου, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2011. Η έκδοση αυτή πραγματοποιήθηκε με την ευκαιρία της ομώνυμης έκθεσης που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης στον εκθεσιακό χώρο του Πολιτιστικού Κέντρου Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ (14 Απριλίου έως 29 Μαΐου 2011). Η σχέση του Άρι Γεωργίου με την Παπαμάρκου και τα πέριξ ξεκίνησε από τα παιδικά του χρόνια, όταν σε ηλικία δώδεκα χρονών μετακόμισε με την οικογένειά του στην οδό Ερμού 69. Το Φεβρουάριο του 1979 ο Γεωργίου κάνει την πρώτη φωτογράφηση δημιουργώντας είκοσι επτά ασπρόμαυρα πορτραίτα από τεχνίτες και εμπόρους των πέριξ της πλατείας δρόμων. Μετά από μια παύση έντεκα χρόνων ο Γεωργίου επέστρεψε τον Απρίλιο του 1990 για μια δεύτερη φωτογράφηση των ίδιων ανθρώπων, σε έγχρωμο πλέον φιλμ. Το 1996, έξι χρόνια μετά τη δεύτερη σειρά πορτραίτων, επιστρέφει και πάλι για να εικονίσει το χώρο. Η τελευταία φωτογραφική επίσκεψη στην πλατεία είναι μια έγχρωμη περιήγηση το 2009-10, στην οποία ο Γεωργίου ανιχνεύει τα στοιχεία της σύγχρονης εξέλιξης.
Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα