Θεσσαλονίκη

Οι ζωές των άλλων: Umer

Πρόσφυγας ο ίδιος, νέος με όνειρα και φιλοδοξίες, φόβους και ανησυχίες, ο Umer μίλησε για την ζωή του, το παρελθόν και το παρόν αλλά και για το πώς σκέφτεται ότι θα ήθελε να φτιάξει το μέλλον.

Γιώργος Τσιτιρίδης
οι-ζωές-των-άλλων-umer-411667
Γιώργος Τσιτιρίδης

Γνωριστήκαμε με τον Umer μέσα από την ενεργή ακτιβιστική του δράση στο «Οικόπολις», σε πρωτοβουλίες όπως τα γεύματα αστέγων, τα γεύματα για πρόσφυγες και άλλες ανθρωπιστικές δράσεις. Πρόσφυγας ο ίδιος, νέος με όνειρα και φιλοδοξίες, φόβους και ανησυχίες, μου μίλησε για την ζωή του, το παρελθόν και το παρόν αλλά και για το πώς σκέφτεται ότι θα ήθελε να φτιάξει το μέλλον.

Από πού είσαι. Που γεννήθηκες και μεγάλωσες;

Είμαι από το Πακιστάν, από το Gujrat, το οποίο βρίσκεται στην επαρχία του Πουντζάμπ. Το Gujrat είναι μια πόλη περίπου 2 εκ. ατόμων, μια φτωχή περιοχή, που ο πληθυσμός της ζει κατασκευάζοντας έπιπλα και αντικείμενα από πέτρα.

Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;

Ως παιδί δεν ένιωθα ότι μου λείπει κάτι. Ήμουν μικρός, ανέμελος και όπως όλα τα άλλα παιδιά, ήμουν χαρούμενος και ευτυχισμένος που είχα απλά την οικογένεια μου. Όταν μεγάλωσα, άρχισαν να δυσκολεύουν τα πράγματα για εμένα.

Αδέλφια έχεις;

Έχω δύο αδελφές και δύο αδέλφια. Είμαστε πέντε παιδιά και εγώ είμαι ο μικρότερος από όλους.

Πώς αποφάσισες να κάνεις αυτό το μεγάλο και επικίνδυνο ταξίδι, να αφήσεις την πόλη σου και να ταξιδέψεις στην Ευρώπη;

Το αποφάσισα όταν έγινα 20 ετών, γιατί τα πράγματα ήταν δύσκολα και πολύ επικίνδυνα για μένα. Δεν μπορώ να σου τα εξηγήσω όλα με λεπτομέρειες. Επίσης, η οικονομική μας κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Όταν τελείωσα το σχολείο στα 16, ήθελα να πάω στο κολλέγιο, αλλά η οικογένειά μου δεν υποστήριζε τις σπουδές μου. Μου είπαν «σταμάτα το σχολείο και ξεκίνα να δουλεύεις γιατί έχουμε πραγματικά ανάγκη από δουλειά και χρήματα». Και αυτό έκανα. Διέκοψα τις σπουδές και άρχισα να δουλεύω ως πωλητής. Γυρνούσα με ένα καρότσι και πουλούσα μπισκότα και διάφορα είδη στο δρόμο. Μου έδιναν 5.000 ρουπίες τον μήνα, που σε ευρώ είναι 40 ευρώ. Δεν ήταν αρκετά για να ζούμε. Κράτησα αυτή τη δουλειά και το απόγευμα ξεκίνησα να μαθαίνω πώς να επιδιορθώνω υπολογιστές και κινητά. Αργότερα, δούλεψα ως πωλητής παιδικών ρούχων, με καλύτερο μισθό, δηλαδή 7.000 ρουπίες, που είναι περίπου 50 ευρώ τον μήνα. Ένιωθα πάρα πολύ αγχωμένος, στεναχωρημένος και είχα κατάθλιψη. Όποτε σκεφτόμουν το μέλλον μου, έβλεπα ότι δεν υπήρχε μέλλον. Οι γονείς μου είναι άρρωστοι, δεν μπορούσαν να δουλέψουν και δεν ήξερα τι να κάνω. Αποφάσισα λοιπόν να φύγω από τη χώρα για να δουλέψω κάπου αλλού, όπου θα είχα καλύτερες προοπτικές και μέλλον για μένα, και θα μπορούσα να τους βοηθήσω κιόλας. Οι γονείς μου δεν το ήθελαν αυτό και μου ζητούσαν να μείνω. Είχα και κάποια προβλήματα πολύ σοβαρά, θα σου μιλήσω αργότερα γι’ αυτά και όχι δημόσια. Σε μια στιγμή απελπισίας, σκέφτηκα να πάρω υπνωτικά και απλά να κοιμηθώ.

Δεν άντεχες τα προβλήματα και την πίεση;

Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω πώς το έκανα και γιατί το έκανα εκείνη την στιγμή, αλλά πήρα 5 υπνωτικά χάπια μαζί. Έπεσα σε λήθαργο και είχα επιπλοκές με το στομάχι μου. Για δύο μέρες ήμουν σαν σε κώμα. Ήρθε ο γιατρός, με είδε και είπε στους γονείς μου: «πήρε πολλά χάπια μαζί, πρέπει να τον πάμε στο νοσοκομείο, αλλά αν τον πάμε θα έχει μπλεξίματα με την αστυνομία που θα ρωτάει γιατί το έκανε, γιατί πήρε τόσα χάπια μαζί». Έτσι αποφάσισαν να μου κάνει ο γιατρός πλύση στομάχου και να μου δώσει αυτός θεραπεία στο σπίτι.

Οι γονείς σου πώς το αντιμετώπισαν;

Όταν έγινα καλά, με ρώτησαν γιατί το έκανα αυτό και τους είπα ότι έχω κατάθλιψη και νιώθω συνέχεια αγχωμένος και πολύ πιεσμένος και θέλω να φύγω. Ο αδελφός μου τότε μου είπε ότι αν είναι να νιώσεις ελεύθερος, χαρούμενος και ευτυχισμένος για το δικό σου μέλλον, εγώ θα σε βοηθήσω να φύγεις, θα βρω και θα δανειστώ χρήματα.

Εσύ ήσουν σίγουρος ότι κάπου αλλού θα βρεις μια καλύτερη ζωή και ένα καλύτερο μέλλον;

Ναι, το πίστευα, γιατί ξέρω πως οι δικές μου ιδέες, οι δικές μου αντιλήψεις και ο τρόπος σκέψης είναι διαφορετικός. Δεν μου άρεσαν οι άνθρωποι στο Πακιστάν. Δεν συμφωνούσα με τα ήθη, τα έθιμα, την κουλτούρα και τον τρόπο σκέψης. Πέρα από τις οικονομικές δυσκολίες, θα ήταν δύσκολο και επικίνδυνο να ζω σε ένα περιβάλλον με τις δικές μου πιο ελεύθερες ιδέες.

Περιέγραψέ μου το ταξίδι σου.

Ήταν πολύ επικίνδυνο. Πολλές φορές σκέφτομαι πως ζω από θαύμα. Άφησα την πόλη μου και έφυγα με τρένο για το Καράτσι, την πρωτεύουσα της επαρχίας Σιντ. Το Καράτσι είναι η μεγαλύτερη πόλη στο Πακιστάν, η παλιά πρωτεύουσα της χώρας. Όταν έφτασα εκεί, ένας διακινητής με παρέλαβε για να πάμε στα σύνορα με το Ιράν. Εκεί έμεινα δύο μέρες και ήρθε ένα αυτοκίνητο – ήμασταν 6-7 άτομα – και μας παρέλαβε για να μας αφήσει σε μια παραλία. Συνεχίσαμε το ταξίδι για 5-6 ώρες, προκειμένου να περάσουμε από το Πακιστάν στο Ιράν από την θάλασσα. Ήμασταν 17-18 άτομα και ήταν πάρα πολύ επικίνδυνα. Κάθε 10 λεπτά βγάζαμε νερά από την βάρκα. Όταν φτάσαμε στα παράλια του Ιράν, ένα φορτηγό ήρθε και μας πήρε. Δεν μπορώ να στο περιγράψω. Ένα μικρό αυτοκίνητο, στο οποίο στριμώχνουν όσα άτομα περιμένουν για να φύγουν. Κρεμόμασταν ο ένας από τον άλλο. Ένας τύπος που καθόταν πίσω μου, έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο δρόμο γιατί το φορτηγό πήγαινε γρήγορα, αλλά δεν σταματήσαμε να τον πάρουμε. Το φορτηγό δεν σταματούσε για κανέναν λόγο. Αργότερα κι εγώ πήγα πέσω και με κράτησε ο διπλανός μου. Να είναι καλά που μου έσωσε την ζωή και χάρη σ’ αυτόν συνέχισα. Έτσι, φτάσαμε στα βουνά, σε μια πολύ μικρή πόλη του Ιράν, χωρίς νερό και φαγητό. Όταν βρίσκαμε νερό, αυτό ήταν από τα ποτάμια, από εκεί πίναμε. Περπατήσαμε ώρες μέσα από το βουνό. Ο σκοπός ήταν να φτάσουμε Τεχεράνη για να πάμε από εκεί Τουρκία. Περπατούσαμε 15 ώρες για να φτάσουμε στα σύνορα της Τουρκίας. Εκεί, μας εντόπισαν και μας πυροβολούσαν και πήγαμε από άλλο σημείο για να μπούμε. Συνεχίσαμε να περπατάμε για άλλες 12 ώρες για να φτάσουμε μέσα στην Τουρκία, σε ένα μικρό χωριουδάκι. Δεκαεπτά άτομα σε ένα μικρό δωμάτιο, όπου μας δώσανε ένα κομμάτι ψωμί και ένα αυγό.

Το μέρος όπου φτάσατε στην Τουρκία, μετά από όλο αυτό το μακρινό ταξίδι, ήταν camp προσφύγων;

Όχι, ήταν τα σπίτια των διακινητών, εκεί που βάζουν αυτούς που μετακινούν. Αποθήκες ουσιαστικά, στις οποίες μας κλείσανε μέσα και ζήτησαν τα τηλέφωνα των συγγενών μας για να τους ζητήσουν χρήματα προκειμένου να συνεχίσουν να μας μεταφέρουν μέσα στην Τουρκία. Αν οι συγγενείς δεν στείλουν τα λεφτά, ξεκινάνε με ξύλο στην αρχή. Και αν τα χρήματα δεν έρχονται, μπορεί και να σε σκοτώσουν. Μου είπαν να πω στον αδελφό μου ότι έφτασα Τουρκία και πρέπει να πληρώσω τον διακινητή. Πήρα τηλέφωνο, του είπα την κατάσταση και ότι κινδυνεύω. Ο αδελφός μου καθυστέρησε δύο μέρες να βρει τα χρήματα και με χτύπησαν. Ο αδελφός μου πλήρωσε τελικά, μας έβαλαν σε ένα λεωφορείο, το οποίο μας πήγε στην Κωνσταντινούπολη.

Πώς ήταν η πόλη. Σου άρεσε εκεί;

Ναι, μου άρεσε η πόλη, αλλά δεν μου άρεσαν καθόλου οι άνθρωποι και η νοοτροπία τους. Ακόμα και οι Πακιστανοί που έχουν φτάσει και ζουν καιρό εκεί προσπαθούν να σε εκμεταλλευτούν. Σου λένε «έλα στο σπίτι μου, είμαστε πατριώτες, αδέλφια» και συνήθως σε απαγάγουν για να ζητήσουν χρήματα από την οικογένεια σου, αλλιώς δεν σε αφήνουν. Γνώρισα έναν τύπο από Μπαγκλαντές και μου είπε ότι δουλεύει σε μια βιοτεχνία ρούχων και ότι μπορώ να πάω να δουλέψω εκεί. Δούλεψα για έναν μήνα, προσπάθησα να βρω ένα δωμάτιο να μείνω. Μέσα η κουζίνα, μέσα το μπάνιο, ένα πολύ μικρό δωμάτιο, το οποίο νοικιάζεις με συγκάτοικο. Έπαιρνα 600 λίρες και 200 είχε το ενοίκιο το δωματίου. Μετά, ένα παιδί από το Πακιστάν που δούλευε σε ένα τυπογραφείο μου είπε να πάω να δουλέψω εκεί. Ήταν καλή δουλειά, έμεινα ενάμιση χρόνο. Πρώτα, έπαιρνα τα βιβλία και τα έβαζα στα καρότσια, αλλά μετά έμαθα να κόβω σελίδες, να κάνω περισσότερο πολύπλοκα πράγματα, έμαθα την δουλειά. Τους τελευταίους 6 μήνες, μου κρατούσε τα λεφτά, δεν μου τα έδινε, με κορόιδευε. Δεν είχα λεφτά, δεν είχα χαρτιά, δεν είχα μέλλον, δεν είχα τίποτα. Τον πίεσα, μου έδωσε τους μισθούς δύο μηνών μόνο, και αποφάσισα να κρατήσω τα χρήματα για να έρθω Ελλάδα.

Γιατί αποφάσισες να έρθεις στην Ελλάδα;

Έβλεπα ότι στην Τουρκία έχουν συνεχώς συγκρούσεις, προβλήματα, πραξικόπημα. Τα πράγματα πολιτικά ήταν πολύ δύσκολα, υπήρχε λογοκρισία, φόβος ότι θα συνέβαινε και στο Πακιστάν. Συνέχεια ζούσαμε στο φόβο ότι μπορεί να μας κάνουν κακό επειδή είμαστε από το Πακισταν. Δεν είχα μέλλον στην Τουρκία. Ούτε να δουλέψω έβρισκα, ούτε να σπουδάσω μπορούσα.

Πώς ήρθες στην Ελλάδα;

Αφήσαμε την Κωνσταντινούπολη και περάσαμε από ένα ποτάμι, αλλά πριν προλάβω να περάσω στην Ελλάδα, με έπιασε ο στρατός και μ’ έστειλε πίσω. Ο διακινητής με βρήκε και μου λέει «θα προσπαθήσουμε με άλλο τρόπο τώρα». Του είπα ότι του έδωσα ό,τι χρήματα είχα και δεν έχω άλλα. Μου λέει «επειδή μου έδωσες χρήματα την πρώτη φορά, τώρα θα σου πάρω τα μισά». Πήγαμε και πάλι από το ποτάμι και μας είπε ότι θα έρθει μια βάρκα να μας πάρει, αλλά τελικά δεν ήρθε. Αυτός είχε μια πλαστική μαζί του. Ήταν τρυπημένη. Την έφτιαξε και μας είπε, μ’ αυτήν θα πάτε. Στα μέσα της διαδρομής, η βάρκα τρύπησε. Ευτυχώς, τα νερά δεν ήταν βαθιά. Πέσαμε όλοι στο νερό, αλλά πατούσαμε κάτω και έτσι δεν πνιγήκαμε. Ο διακινητής πήγαινε μπροστά και εμείς από πίσω. Ξαφνικά, άρχισε το νερό να βαθαίνει και μας είπε να μην προχωρήσουμε άλλο και να πάμε πάλι πίσω και θα κανόνιζε να έρθει να μας πάρει μια άλλη βάρκα για να μας πάει στην Ελλάδα. Αφού πέρασα τα σύνορα με την Ελλάδα, εμεινα για 6-7 μέρες μέσα στο δάσος, κοντά στο ποτάμι. Δεν ξέρω πως το λέτε το μέρος. Θυμάμαι ότι ήταν περίπου 12 ώρες με τα πόδια από Αλεξανδρούπολη. Περνούσαμε μικρά χωριά και την γραμμή των τρένων. Μου είπαν, αν δεις τρένο, ακολούθα τις γραμμές και θα βγεις στην Αλεξανδρούπολη. Κανονίσαμε μετά με έναν διακινητή, 15 άτομα, με ένα αυτοκίνητο να είναι μπροστά μας για να μας ενημερώσει αν είναι καθαροί οι δρόμοι από αστυνομία και ξεκινήσαμε για Θεσσαλονίκη.

Ακούγεται πολύ καλή δουλειά για τους διακινητές. Να σας παίρνουν τα χρήματα για να σας πηγαίνουν από το ένα μέρος στο άλλο.

Ναι, είναι πολύ ακριβά. Δούλευα μήνες στην Τουρκία για να τους πληρώσω για αυτό το ταξίδι και επιπλέον είχε δανειστεί και ο αδελφός μου χρήματα για να με βοηθήσει και τα οποία έπρεπε να ξεπληρώσω.

Όταν έφτασες Θεσσαλονίκη τι έγινε;

Στην διαδρομή, μας παρακολουθούσε η αστυνομία. Όταν φτάσαμε κάπου μετά την Καβάλα, καταλάβαμε ότι μας ακολουθούν και ο οδηγός άρχισε να τρέχει γρήγορα και μπήκε και στο αντίθετο ρεύμα για να ξεφύγει. Κάποια στιγμή, στην νησίδα του δρόμου, συγκρούστηκε. Κατάφερε να βγει και να φύγει. Εμάς μας συνέλαβε η αστυνομία.

Και πού σε πήγαν;

Με πήγαν στο Αλλοδαπών στην Θεσσαλονίκη, με ρωτούσαν από πού είμαι, ποιος είμαι, ποιος ήταν ο οδηγός, αν τον ξέρω, αν ξέρω τους διακινητές ή έχω πληροφορίες. Τους είπα ότι δεν ήξερα τίποτα. Με πήγαν στο Μεταγωγών και μου έδωσαν ένα χαρτί προσωρινής διαμονής στη χώρα, για έναν μήνα. Πήρα τον αδελφό μου και του είπα ότι έφτασα στην Θεσσαλονίκη και μου είπε να πάω στην Αθήνα που ζει ένας φίλος του Πακιστανός αρκετά χρόνια και ότι θα με βοηθήσει. Έφτασα στην Αθήνα, τον πήρα τηλέφωνο και μου λέει «βρες έναν τρόπο να φτάσεις στην Κηφισιά». Μου λέγανε τέρμα Κηφισιά και δεν ήξερα τι είναι το τέρμα. Τελικά τον βρήκα. Ζούσε σε ένα σπίτι με ένα δωμάτιο, κουζίνα και μπάνιο, μαζί με 6 άτομα. Του είπα ότι θέλω δουλειά και θέλω να κάνω κάτι με τα χαρτιά μου για να είμαι νόμιμος. Αυτός δούλευε σε κήπους και μου είπε ότι θα με πάρει μαζί του στην δουλειά για 200 ευρώ. Μετά από δουλειά δύο μηνών, του είπα ότι θέλω λεφτά, ήθελα να στείλω και στους δικούς μου, θα τους έκανα χαρούμενους. Και αυτός μου είπε ότι τα χρήματα ήταν για το ενοίκιο, το ρεύμα και όλα τα έξοδα του δωματίου, οπότε δεν υπάρχουν λεφτά. Μεγάλη εκμετάλλευση. Αποφάσισα να φύγω πάλι πίσω στην Θεσσαλονίκη, εκεί που μ’ έπιασαν, να προσπαθήσω να δω τι θα κάνω με τα χαρτιά μου. Δεν είχα λεφτά για να γυρίσω πίσω. Τον παρακάλεσα να μου δώσει και μου λέει «γιατί να φύγεις, μείνε, θα κάνουμε δουλειές και θα σε βοηθήσουμε». Του είπα ότι θέλω να φύγω. Έβαλα τον αδελφό μου να τον πάρει τηλέφωνο και τελικά αναγκάστηκε και μου έδωσε 50 ευρώ για να φύγω από την Αθήνα.

Και φτάνεις στην Θεσσαλονίκη.

Ναι, και βρίσκω έναν γνωστό μου από Πακιστάν που με κοίμισε για δύο βράδια, αλλά δεν με ήθελε ο συγκάτοικός του, έλεγε «τι τον έφερες αυτόν εδώ» και έφυγα. Κοιμόμουν έξω και πήγαινα το πρωί στο γραφείο ασύλου για να δω τι θα κάνω με τα χαρτιά μου. Χτυπούσα πόρτες, παρακαλούσα, ρωτούσα για έναν μήνα. Κοιμόμασταν στην Μοναστηρίου, στο σταθμό, όπου μπορούσαμε. Μου έδωσαν κουβέρτα και έμεινα στον δρόμο, στο πάρκο για δύο μήνες περίπου. Ξεκίνησα να πηγαίνω στο Κέντρο Ήμέρας Αλκυόνη* κάθε μέρα για να κάνω μπάνιο, να πλένω τα ρούχα μου και να παίρνω φαγητό. Κατά την διάρκεια των Χριστουγέννων, έκλεισε η Αλκυόνη για μερικές ημέρες και μου είπαν «μπορείς να πας στο Οικόπολις**». Δεν ήξερα τι είναι το Οικόπολις, οπότε πήγα για να δω. Εκεί μαγειρεύουν, βοηθούν τους πρόσφυγες και βρήκα πολύ μεγάλη βοήθεια. Γνώρισα τον Χρήστο και τον Δημήτρη, που με βοήθησαν και με βοηθάνε πραγματικά πάρα πολύ. Όμως πριν από αυτό, έμεινα και δύο μήνες στο Μεταγωγών, για να μπορέσουν να βγουν τα χαρτιά μου και να προσπαθήσω για το άσυλο.

Δεν μου ακούγεται και πολύ ωραίο και καθόλου κοντά στο όνειρο για μια νέα, ωραία, ήσυχη ζωή.

Μου συνέβησαν όλο αυτό τον καιρό πολύ άσχημα πράγματα, αλλά έκανα υπομονή γιατί ήξερα ότι μπορεί να με περιμένει ένα καλύτερο μέλλον. Στο Πακιστάν δεν είχα μέλλον, δεν είχα παρόν, δεν είχα ζωή. Γι’ αυτό έκανα απόπειρες αυτοκτονίας και ήθελα να φύγω. Πίστευα πως στο τέλος, εδώ στην Ελλάδα, στην Θεσσαλονίκη, αργά ή γρήγορα θα τα καταφέρω.

Σου αρέσει η Θεσσαλονίκη;

Ναι, μου αρέσει πολύ. Μου αρέσει που έχει τη θάλασσα. Όταν πήγα στην Αθήνα και με άφησαν στη Ομόνοια, δεν μου άρεσε καθόλου. Όταν ήρθα Θεσσαλονίκη είπα: «να μια ωραία πόλη». Η πόλη είναι οι άνθρωποι. Στην Αθήνα σε αγνοούν, δεν σου δίνουν σημασία, ο καθένας κοιτάζει την ζωή του και τα προβλήματα του, εδώ υπάρχουν πολλοί καλοί άνθρωποι που θέλουν να σου δώσουν σπίτι, υλικά αγαθά, να σε βοηθήσουν, να σε στηρίξουν. Είναι πολύ πιο όμορφη η Θεσσαλονίκη. Όταν έφτασα στην Αριστοτέλους και είδα την θέα της παραλίας, μαγεύτηκα. Έχω πολλούς φίλους στην Θεσσαλονίκη. Και γι’ αυτό θα ήθελα να μείνω εδώ, παρ’ όλο που όλοι θέλουν να πάνε Γερμανία και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης. Μου το λένε συνέχεια κάποιοι άλλοι Πακιστανοί. «Γιατί δεν πας αλλού, τι κάθεσαι στην Ελλάδα». Είναι η ζωή μου και η επιλογή μου. Εδώ έφτιαξα μια ζωή, έχω σε κάτι να ελπίζω, να περιμένω.

Τώρα πλέον που η δική σου ζωή μπαίνει σε έναν δρόμο και μια τάξη, βοηθάς άλλους άστεγους πρόσφυγες ως εθελοντής.

Από πάντα, ακόμα και όταν ήμουν στο Πακιστάν, μου άρεσε να προσφέρω. Κατά την διάρκεια του χειμώνα, μέσα από τις δράσεις του Οικόπολις, βοηθήσαμε πολλούς άστεγους με την διανομή φαγητού, με διανομή ρούχων, σκηνών. Το δικό μου ταξίδι με έκανε ακόμα πιο ευαίσθητο στο θέμα αυτό. Όταν τους είδα, ήταν σαν να έβλεπα εμένα και ένιωσα τα ίδια συναισθήματα.

Σου λείπει το Πακιστάν;

Μου λείπει η οικογένεια μου.

Αν σου έλεγα ότι μπορείς να γυρίσεις πίσω, θα επέλεγες να πας;

Μόνο για να δω την οικογένεια μου και να φύγω. Δεν θα ήθελα και δεν μπορώ να πάω να ζήσω εκεί ξανά.

Ποια τα όνειρά σου εδώ στην Ελλάδα, τι θα ήθελες να κάνεις;

Θα ήθελα να σπουδάσω, να μάθω την γλώσσα καλά και να μπορέσω να γίνω επιχειρηματίας. Θα μου άρεσε να ασχολούμαι με την επισκευή κινητών και λάπτοπ. Θα ήθελα να δημιουργήσω κάτι στην Ελλάδα.

Τι σε κάνει να φοβάσαι… να μην μπορείς να… ηρεμήσεις;

Δεν μπορώ να στο εξηγήσω… δεν ξέρω πώς να το πω…

Ότι μπορεί να μην πάρω το άσυλο…

Πιστεύεις ότι οι Έλληνες είμαστε ρατσιστές;

Όχι, δεν θα το έλεγα. Δεν πιστεύω ότι είναι κακοί οι άνθρωποι στην Θεσσαλονίκη. Στην πλειοψηφία τους είναι πολύ υποστηρικτικοί. Είναι μια φιλική και ασφαλής πόλη, κάτι που δεν το βρήκα στην Τουρκία.

Ποιο είναι το καθημερινό σου πρόγραμμα;

Πηγαίνω σχολείο και μαθαίνω Ελληνικά, μετά το σχολείο πάω στο Οικόπολις και βοηθάω, επίσης μαθαίνω Αγγλικά, μ’ αρέσει να κάνω ποδήλατο και τον τελευταίο καιρό βοηθάω τους πρόσφυγες, δίνουμε φαγητό, κουβέρτες, παπούτσια και ό,τι χρειάζονται.

Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε 5 χρόνια;

Φαντάζομαι ότι θα έχω βρει όλα αυτά που ονειρεύομαι. Θα έχω άσυλο στην Ελλάδα, θα έχω τελειώσει σπουδές, θα ξεκινήσω να δουλεύω.

Πιστεύεις στον Θεό;

Ναι.

Τι του λες όταν είστε μόνοι σας;

Να μου δίνει ό,τι πιστεύει ότι είναι καλό για μένα, σε μένα και σε όλο τον κόσμο.

Είσαι χαρούμενος;

Ναι.

Είμαι το μαγικό τζίνι. Εχω την δύναμη να πραγματοποιήσω 3 ευχές σου. Ποιες είναι αυτές;

Άσυλο στην Ελλάδα.

Δουλειά.

Και να είμαι δυνατός να μπορώ να βοηθάω και εγώ τους ανθρώπους όπως με βοήθησαν και αυτοί.

*Κέντρο Ήμέρας Αλκυόνη:

https://parallaximag.gr/thessaloniki/kentro-imeras-prosfigon-alkioni

https://www.facebook.com/alkyonedaycenter/

**Οικόπολις:

https://www.facebook.com/oikopolis.social.center/

https://www.facebook.com/SupportRefugeesInGreece/

Διαβάστε όλες τις άλλες ιστορίες της στήλης του Γιώργου Τσιτιρίδη “Οι ζωές των άλλων” ΕΔΩ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα