Η ιστορία πίσω από τη ροζ βίλα: Λάμψη και παλιά δαντέλα
Μια γοητευτική ιστορία του πιο ωραίου σπιτιού στα δυτικά της πόλης.
Λέξεις: Γιώργος Τσιτιρίδης Εικόνες: Ελένη Βράκα
Η ιστορία της οικογένειας Πετρίδη και της ιστορικής κατοικίας τους. Μια συνέντευξη της Μαρίκας Ειρήνης Μουρελλού, το γένος Πετρίδη, της γηραιότερης εν ζωή κατοίκου της βίλας Πετρίδη.
Η Βίλα Πετρίδη άνοιξε για πρώτη φορά στα φετινά Δημήτρια μετά από δεκαετίες εγκατάλειψης. Η ομαδική έκθεση, “Η ομορφιά γεννιέται στο σκοτάδι ΙΙ”, που φιλοξενήθηκε εκεί μου έδωσε την ευκαιρία να πάω για να δω επιτέλους από μέσα αυτό το κτίριο που επί χρόνια θαύμαζα. Εκεί συνάντησα τη γειτόνισσα μου, την Κική, η οποία -χωρίς να το γνωρίζω ως τότε- είναι η κόρη της κυρίας Μαρίκας Ειρήνης Πετρίδη Μουρελλού, της γηραιότερης εν ζωή κάτοικο του σπιτιού. Το ραντεβού για καφέ δεν άργησε να κλειστεί.
Στο σπίτι μας υποδέχτηκαν η κυρία Μαρίκα Ειρήνη Μουρελλού, το γένος Πετρίδη, ετών 95, οι κόρες της, Κική και Όλγα, και η Νίκη Νικολάου Λιναρά, η πρώτη που ασχολήθηκε με την αναπαλαίωση του κτιρίου ως πρόεδρος της Β’ Δημοτικής κοινότητας που μας έδωσε και πολλές χρήσιμες πληροφορίες. Η συζήτηση μας κράτησε πολλές ώρες με διηγήσεις της κυρίας Μαρίκας και παρεμβάσεις από τις κόρες και την κυρία Νικολάου.
Πότε γεννηθήκατε κυρία Μαρίκα;
Το 1917 και ονομάζομαι Μαρίκα-Ειρήνη, τότε το συνήθίζαν να δίνουν δυο ονόματα στα κορίτσια και το δεύτερο να είναι Ειρήνη ή Ελευθερία γιατί είχε τελειώσει ο πόλεμος.
Το σπίτι σας, η περίφημη «Βίλα Πετρίδη», πότε χτίσθηκε και ποια η ιστορία του;
Το σπίτι χτιζόταν από το 1900 ως το 1910 περίπου από έναν πλούσιο Βούλγαρο που ήταν τόσο σίγουρος ότι θα καταλάβουν οι Βούλγαροι την Θεσσαλονίκη που ήθελε να φέρει εκεί τον Βόρις, (Μπορίς), γιο του βασιλιά Φερδινάνδου της Βουλγαρίας. Όπως είναι γνωστό, όμως, ο Χασάν Ταξίν Πασάς παρέδωσε την Θεσσαλονίκη στους Έλληνες, στον διάδοχο Κωνσταντίνο. Ο πλούσιος Βούλγαρος τότε έφυγε, εγκατέλειψε το σπίτι χωρίς να πάρει τίποτε μαζί του και χωρίς να το πουλήσει. Η οικογένεια Πετρίδη, ο πατέρας μου Αναστάσιος, ο θείος Σωτήρης και ο εξάδελφός μου, Αντώνης, το 1917-18 αγόρασαν το σπίτι από τους Βούλγαρους. Το σπίτι όμως ήδη το είχαν κάνει κατάληψη οι γείτονες της οδού Ταντάλου και αργότερα οι πρόσφυγες και εμείς μπήκαμε τελικά το 1929.
Ο μπαμπάς και ο θείος πώς βρέθηκαν στην Θεσσαλονίκη; Από πού ήρθαν ο Αναστάσης και Σωτήρης;
Η οικογένεια ήταν Βλάχοι από το Κρούσοβο. Ο μπαμπάς ήρθε στην Θεσσαλονίκη το 1905 αφού είχε πάει Αυστραλία και Κέιπ Τάουν. Ο Σωτήρης στο μεταξύ πήγε στην Θεσσαλονίκη και νοίκιασε ένα σπίτι κοντά στη βίλα και εκεί πήγε και ο πατέρας μου όταν γύρισε. Με τα χρήματα που μάζεψαν αγόρασαν το χάνι Κρούσοβο από έναν Τούρκο (σήμερα εκεί είναι χτισμένο το ξενοδοχείο Βεργίνα).
Το σπίτι πώς και ενδιαφέρθηκαν να το αγοράσουν;
Ο πατέρας έβλεπε τον Βούλγαρο να το φτιάχνει το σπίτι και μάλιστα μας έλεγε ότι είχε φέρει ασβέστη από τη Μασσαλία. Ήταν ωραίο και ήθελαν να το πάρουν.
Γιατί το έκτισε σε εκείνο το σημείο ο Βούλγαρος;
Γιατί ήταν πάρα πολύ ωραίο σημείο, έβλεπε όλη τη θάλασσα και δίπλα ήταν οι κήποι του Μπεχ Tσινάρ με ωραία μαγαζιά.
Στο σπίτι πόσοι ζούσατε;
Στον κάτω όροφο η δική μας οικογένεια, η μαμά Όλγα, ο μπαμπάς Αναστάσιος, εμείς που ήμασταν τρία παιδιά, ο Νικόλαος, εγώ και ο Γιάννης, η κοπέλα που είχαμε και μας βοηθούσε, η ψυχοκόρη που λέμε. Ήταν ορφανή, την πήραμε από μικρή να μας βοηθάει στις δουλειές, συνηθιζόταν αυτό τα παλιά χρόνια, την στηρίξαμε οικονομικά και την αποκαταστήσαμε, την παντρέψαμε δηλαδή, ήταν και αυτή οικογένεια για εμάς. Εγώ από εκεί βγήκα νύφη 20 ετών όταν παντρεύτηκα τον κύριο Μουρελλό, ιατρό παθολόγο και έμειναν τα αγόρια. Το ένα παντρεύτηκε, μπήκε η νύφη μέσα στο σπίτι, απέκτησε δυο παιδιά και αυτά έζησαν εκεί. Στον επάνω όροφο ήταν ο θείος Σωτήρης, η Χρυσούλα, ο Αντώνης. Ο Αντώνης παντρεύτηκε την Βιργινία, η οποία έκανε δυο κορίτσια (την Αθηνά που γνώρισες όταν πήγαμε στο σπίτι) και την Εριφύλη. Από εκεί βγήκε νύφη η Εριφύλη και η Αθηνά, η οποία και απέκτησε το πρώτο της παιδί, τον Αντώνη.
Περιγράψτε μου το σπίτι και την διαρρύθμισή του τότε.
Εννέα μαρμάρινα σκαλιά. Πρώτο πάτωμα, ένα ωραίο μπαλκόνι που εμείς μετά βάλαμε τζαμαρία και το κλείσαμε. Το σπίτι είναι μεσημβρινό και από εκεί μπαίνει ήλιος και καθόμασταν στο μπαλκόνι με την τζαμαρία, ήταν υπέροχα ειδικά την άνοιξη. Μπαίναμε στο σαλόνι το οποίο άρχιζε από την είσοδο και έφτανε ως την άλλη άκρη του σπιτιού, ήταν πολύ μακρύ. Το χωρίσαμε, όμως, και είχαμε καθιστικό και τραπεζαρία. Ήταν και πολύ μεγάλο και για να ζεσταθεί, βοηθούσε πολύ το χώρισμα. Είχε δυο πόρτες το σπίτι, από μπροστά έμπαινες στο επίσημο σπίτι και από την πίσω πόρτα, όπου βρισκόταν η κουζίνα μπαινοβγαίναμε στην καθημερινότητα. Είχε επίσης δύο κρεβατοκάμαρες, σαλόνι , κουζίνα και μπάνιο. Στο δεύτερο όροφο, δίπλα στην είσοδο όπως ανεβαίνεις, ήταν η σοφίτα. Εκεί έπλενε ο πάνω όροφος και άπλωνε τα ρούχα, εμείς είχαμε πλυσταριό κάτω και απλώναμε και κάτω τα ρούχα. Και στον επάνω όροφο η διαρρύθμιση ήταν ίδια , ενιαίο το σαλόνι, κουζίνα, μπάνιο και οι κρεβατοκάμαρες.
Αυλή δεν είχε το σπίτι;
Είχε αυλή αλλά από την πίσω μεριά, φαίνεται και στις φωτογραφίες. Ακριβώς μπροστά είχε γραμμή του ΟΣΕ και όταν περνούσε το τρένο κουνιόταν το σπίτι. Είχε μια πάρα πολύ ωραία περίφραξη από μασίφ κάγκελα, την οποία όταν νοικιάστηκε από την εταιρία μεταφορών, την γκρέμισαν για να φτάνουν πιο κοντά τα φορτηγά και πουλήθηκαν τα κάγκελα. Η περίφραξη δεν ξαναμπήκε στην αναπαλαίωση, δεν επιτρεπόταν, έγινε ανάπλαση με παγκάκια, δέντρα κτλ.
Γύρω από το σπίτι η γειτονιά πώς ήταν;
Δίπλα ακριβώς ήταν το σχολείο. Στο οικόπεδο μας ήταν η αυλή του και το κτίριο. Μπροστά είχε ένα ρέμα και δύο γέφυρες για να περνάμε απέναντι. Μπροστά ήταν χωματόδρομος και οι γραμμές του τρένου. Δίπλα όλα τα σπίτια ήταν μονοκατοικίες και έμεναν και άλλοι συγγενείς, φίλοι. Οι γραμμές του τρένου ήταν για την αμαξοστοιχία από την Κωνσταντινούπολη που σταματούσε εκεί. Ύστερα δεν ξέρω τι έγινε αλλά την σταμάτησαν και τη γραμμή την εκμεταλλεύτηκαν οι υπάλληλοι του σιδηροδρομικού σταθμού που είχαν εκεί κοντά τα γραφεία τους και έρχονταν από τα σπίτια τους εκεί με το τρένο. Η περιοχή είχε πολλούς Εβραίους, όλοι μαζί ήμασταν μια παρέα, κάποιους τους πήραν στον πόλεμο, αρκετοί γύρισαν. Αυτό το σπίτι μόνο ξεχώριζε στην γειτονιά, παρόμοιο του δεν υπήρχε.
Η περιοχή δεν ήταν κακόφημη με οίκους ανοχής κ.τ.λ., αυτό για το οποίο είναι γνωστός ο Bαρδάρης;
Όχι, αυτά έγιναν πολύ μεταγενέστερα, πολύ μετά το 70. Τότε οι οίκοι ανοχής ήταν στην οδό Ειρήνης, η περιβόητη Μπάρα και ο πάνω Βαρδάρης. Μετά που αναπτύχθηκε το εμπόριο άλλαξε η περιοχή.
Το σπίτι το επιτάξανε δυο φορές στον πόλεμο. Μια φορά οι Ιταλοί και μια οι Γερμανοί. Σας έβγαλαν για να μπουν αυτοί μέσα;
Είχαμε ήδη φύγει τότε εμείς γιατί φοβόμασταν τους βομβαρδισμούς. Είχαμε πάει στο Ασβεστοχώρι. Το αφήσαμε ακριβώς όπως ήταν, το σπίτι. Οι Ιταλοί το επέταξαν πρώτοι και μετά μπήκανε οι Γερμανοί. Δεν πείράξαν τίποτα οι Ιταλοί. Οι Γερμανοί πείραξαν το πιάνο και τις παρτιτούρες.
Μετά τον πόλεμο τι έγινε;
Μετά την απελευθέρωση επέστρεψαν στο σπίτι η μαμά, ο μπαμπάς, τα αγόρια που ήταν τότε στο πόλεμο και γύρισαν. Στον επάνω όροφο τα εγγόνια του θείου Σωτήρη.
Πώς περνούσε η ζωή μέσα στο σπίτι;
Η κοινωνική ζωή ήταν πολύ έντονη μέσα στο σόι. Είχαμε κοινωνικές σχέσεις, κρατούσαμε τις γιορτές με πολύ παραδοσιακό τρόπο. Σε κάθε ονομαστική εορτή είχαμε τραπέζι και συγκεντρώσεις στο σπίτι. Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς έπρεπε να περάσει όλο το σόι και να χαιρετήσει την αρχηγό της δυναστείας, την Όλγα Πετρίδου, τη μαμά, για να ζητήσουν άφεση αμαρτιών, της φιλούσαν το χέρι και μετά ξεκινούσε η νηστεία για 50 μέρες. Η μητέρα μου, η Όλγα, είχε συγκέντρωση κάθε πρώτη Τρίτη του μήνα στο σπίτι. Μαζευόντουσαν οι γυνείκες και έπιναν καφέ, αντάλλασαν τις κοινωνικές ενημερώσεις και τα νέα της οικογενείας. Κάποια άλλη ξαδέλφη θα είχε μια άλλη μέρα στο δικό της σπίτι.
Οι άντρες δεν μαζευόντουσαν;
Οι άντρες δεν είχαν χρόνο, δούλευαν ασταμάτητα, οι γυναίκες δεν δουλεύαμε έξω τότε, ήμασταν υπεύθυνες για το νοικοκυριό.
Το σπίτι πότε και γιατί το εγκαταλείψατε τελικά;
Περίπου αρχές του 1970 -1972 το αφήσαμε γιατί το διεκδικούσε ο δήμος. Ήθελε να το απαλλοτριώσει για την διάνοιξη της οδού Καζαντζάκη και να γίνει στο σημείο εκείνο πλατεία. Όταν έγινε υπουργός η Μελίνα έκανε το νόμο για τα διατηρητέα και το σπίτι σώθηκε. Να λέμε την αλήθεια η Μελίνα έσωσε το σπίτι και πολλά ακόμα μ αυτό το νόμο. Πριν από αυτό βέβαια το σπίτι ρήμαζε, ήθελε συντήρηση, δεν μπορούσε να συντηρηθεί εύκολα, να ζεσταθεί. Οι τελευταίοι που έμειναν εκεί ήταν ο αδελφός μου Νίκος, η Ειρήνη με τα παιδιά, τον Ανάσταση και τον Δημήτρη. Πήγαν και έμειναν στον επάνω όροφο επάνω για καλύτερα και το κάτω νοικιάστηκε στην μεταφορική εταιρία. Πριν από αυτό νοικιάστηκε σε μια οικογένεια και μετά σε μια άλλη. Μετά το πήρε ο δήμος και ήταν για πάνω από 20 χρόνια εγκαταλελειμμένο, δεν υπήρχαν χρήματα για να συντηρηθεί. Ο Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας “Θεσσαλονίκη 1997” το συμπεριέλαβε σε πρόγραμμα βελτίωσης, αλλά δεν έγινε τελικά τότε η συντήρησή του.
Τι αλλαγές υπέστη το σπίτι στην διάρκεια της ιστορίας του; Η σημερινή μορφή του διαφέρει από την παλιά;
Η σημερινή του όψη είναι πολύ κοντά στην παλιά, σχρδόν ακριβώς όπως ήταν. Το σπίτι, αυτοί που το κατοικούσαν κατά καιρούς, το βάφανε και το ξαναβάφανε. Κατά την τελική του αναπαλαίωση και αποκατάσταση έξυσαν όλο αυτό το σοβά και αποκαλύφθηκαν εκείνες οι όμορφες ζωγραφιές με τα λουλούδια. Με το σεισμό του του ‘78 δεν έπαθε ούτε μια ρωγμή, μόνο τα γύψινα διακοσμητικά έπεσαν μπροστά από την πόρτα. Τα γύψινα αυτά ήταν κεφάλια από κοπέλες, ολόκληρη σειρά. Αυτά έπεσαν και δεν υπάρχουν πια. Επίσης επί χούντας είχε περάσει η επιτροπή και επειδή τότε το σπίτι είχε τα λιοντάρια με τους γάντζους τους κρίκους μας ζήτησαν να τα γκρεμίσουμε, να τα χαλάσουμε, γιατί θα περνούσε από εκεί ο Παπαδόπουλος και δεν μπορούσε να το σπίτι να έχει τα σήματα της βουλγάρικης δυναστείας που ήταν οι εχθροί μας. Αυτά τα σύμβολα τα είχε κάνει ο Βούλγαρος τότε περιμένοντας ότι εκεί θα πάει ο βασιλιάς τους. Στα σημεία που είχαν καταστραφεί φτιάχτηκαν καλούπια και προστέθηκαν τα λιοντάρια με τους κρίκους και πάλι. Έχουν κανονικά αποκατασταθεί. Όταν είχαν νοικιάσει το σπίτι στη μεταφορική είχαν χαλάσει την περίφραξη γύρω γύρω και την τζαμαρία και το διαχωριστικό για να μπορούν να μπαίνουν πιο εύκολα τα αυτοκίνητα και να κάνουν την δουλειά τους. το διαχωριστικό στην μορφή που είναι τώρα δεν υπάρχει, όπως επίσης και οι τζαμαρίες στα μπαλκόνια.
Είστε χαρούμενοι που διασώθηκε και το όνομα και το σπίτι σας; (κόρες Όλγα- Κική)
Ναι μόνο χαρούμενοι είμαστε; Η μαμά δεν έχει πάει ακόμα να το δει, θέλει πάρα πολύ να πάει αλλά δυσκολεύεται στο περπάτημα, γι’ αυτό περιμένουμε να γίνει το ασανσέρ και θα την πάμε.
Τι θα γίνει το σπίτι και τι θα θέλατε εσείς να γίνει; (Κόρες Όλγα- Κική)
Είχαν πει κάτι για Μουσείο φωτογραφίας, μετά Μουσείο κόμικς.
Όλγα: Ένα μουσείο να γίνει, οτιδήποτε, αρκεί να μπορεί και να είναι επισκέψιμο.
Κική: Θα ήθελα να είναι κάτι που να έχει σχέση με παιδιά και ακούγεται ότι θα γίνει χώρος για την δημιουργική απασχόληση παιδιών.
Έφυγε από την ζωή η Μαρία Μουρέλλου, η μοναδική επιζήσασα κάτοικος της ιστορικής Βίλας Πετρίδη. Σε ηλικία 103 ετών. Αυτή είναι η συνέντευξη που παραχώρησε στην Parallaxi.