Ο Σταύρος Τσακίρης και τα 4 χειρόγραφα του Βόϋτσεκ
Η Γιώτα Κωνσταντινίδου βρεθήκε στις ασταμάτητες πρόβες της πολυαναμενόμενης παράστασης, «Βόϋτσεκ», του Γκέοργκ Μπύχνερ στο Βασιλικό Θέατρο, όπου συνάντησε τον ταλαντούχο σκηνοθέτη Σταύρο Τσακίρη.
Βρεθήκαμε στις ασταμάτητες πρόβες της πολυαναμενόμενης παράστασης, «Βόϋτσεκ», του Γκέοργκ Μπύχνερ στο Βασιλικό Θέατρο. Εκεί συναντήσαμε τον ταλαντούχο σκηνοθέτη Σταύρο Τσακίρη. «Είστε κουρασμένος;», τον ρώτησα. «Σωματικά, μόνο, από τις πρόβες», μου απάντησε. Έτσι ξεκίνησε η κουβέντα μας και ταξίδεψε στις διάφορες ιστορικές περιόδους του θεάτρου όπου περιπλανήθηκε ο Βόϋτσεκ για να καταλήξει να επηρεάσει τον 20ο αιώνα και να γίνει το θέατρο του 21ο αιώνα. Τέσσερα χειρόγραφα, τέσσερις εκδοχές του έργου και για πρώτη φορά ολόκληρο το αυθεντικό κείμενο σε μια ενιαία παράσταση. ‘Ένα ακατάληπτο μυαλό γράφει για πράγματα που θα παραμείνουν ανεξίτηλα στο πέρασμα των χρόνων. Ο Βόϋτσεκ περικλείει ολάκερη την κοσμοθεωρία του 21ου αιώνα, την απαλλαγή του καταναγκαστικού «εγώ» και την στροφή στο λυτρωτικό «εμείς».
Το έργο γράφτηκε το 1836 και επηρέασε τον 20ο αιώνα. «Επηρέασε το 20ο αιώνα αλλά ακράδαντα πιστεύω ότι θα είναι το θέατρο του 21ο αιώνα. Ο Μπύχνερ θα βρει τώρα την καλή και τη γλυκειά του ώρα, που θα έλεγε κι ο Σολωμός. Τώρα θα αναδειχθεί το έργο του. Στην εποχή του, ήταν ένας παράταιρος συγγραφέας. Την εποχή εκείνη, επικρατούσε στη Γερμανία το Sturm und Drang, ο ρομαντισμός. Είναι δύο οι λόγοι που κάνουν το έργο να παραμένει διαχρονικό στο πέρασμα του χρόνου. Ό ένας είναι καθαρά θεατρολογικός και γι’ αυτό το κάνει ένα έργο αγαπητό στους ανθρώπους του θεάτρου μέχρι υπερβολής, μην ξεχνάτε ότι η Σάρα Κέην στο τελευταίο της γράμμα πριν αυτοκτονήσει είχε γράψει: «Μιλάτε για τα 7 έργα μου, εγώ στην πραγματικότητα έχω 7 φορές προσπαθήσει να αντιγράψω τον Βόϋτσεκ. Στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ο Βόϋτσεκ ήταν ένα έργο που δεν παιζόταν συχνά. Ωστόσο, από το 2000 και μετά πρέπει να μετρά σε παγκόσμια κλίμακα πάνω από 50 ανεβάσματα. Στα τελευταία 15 χρόνια όλη η παγκόσμια θεατρική συχνότητα στράφηκε σ’ αυτό. Τι είναι όμως το κοινό χαρακτηριστικό αυτών των τελευταίων χρόνων για να δούμε ποιο κοινωνικό ερωτηματικό γεννάει αυτήν την ανάγκη να στραφούμε σ’ αυτό το έργο. Είναι αυτή η περίφημη κρίση που σε καμία περίπτωση δεν είναι μόνο ελλαδική ή ευρωπαϊκή, βαθαίνει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, βαθαίνει η εξαθλίωση των γυναικών από την εμπορική διαχείριση του ερωτικού αγαθού, αυξάνεται ο αναλφαβητισμός, υπάρχουν παιδιά που δεν πάνε ποτέ σχολείο. Ακριβώς αυτά είναι τα θέματα του έργου.»
Ολόκληρο το αυθεντικό κείμενο του Βόϋτσεκ από τα τέσσερα σχεδιάσματα σε παγκόσμια πρωτοπορία. «Ο Μπύχνερ πεθαίνοντας άφησε 4 χειρόγραφα ημιτελή. Φυσικό ήταν να αδυνατούν να τα αντιληφθούν σαν ενιαίο έργο. Προσπαθεί ο αδερφός του να τα βάλει σε μια σειρά και μάλιστα με μια αντίληψη ενός θεάτρου του ρομαντισμού. Ο επόμενος αιώνας βρίσκει τον εξπρεσιονισμό να διεκδικεί τον Βόϋτσεκ. Στη μουσική ο Άλμπαν Μπέργκ το κάνει όπερα. Τα μεταμοντέρνα κινήματα όποιας μορφής το διασκευάζουν. Εκτός από τις επεξεργασίες που έχει δεχτεί, έχω μετρήσει πάνω από 30 διασκευές. Ο τελευταίος που έκανε διασκευή το 2010 είναι ο Νιλ Λα Μπιούτ, που δεν τον γνωρίζουμε πολύ στην Ελλάδα, αλλά στην Αμερική κάνει θραύση. Ότιδήποτε, διασκευή ή επεξεργασία είναι σαν να προσπαθείς να το φέρεις στα μέτρα σου. Εμείς δεχόμαστε μια ιστορική τυχαιότητα ότι μένουν 4 χειρόγραφα αδέσποτα και πορευόμαστε μ’ αυτά. Ανακαλύπτεται ξαφνικά ένα τεράστιο ορυχείο. Ένα τόσο προχωρημένο μυαλό δεν έγραφε για την εποχή του. Έχει μια σκηνή ολόκληρη, σπαράγματα, που δεν διακρίνεις ποιος μιλάει και δίνει μια διάσταση στο Βόϋτσεκ πολύ μεγαλύτερη. Αν υπάρχει διαφοροποίηση του ανθρώπου από το ζώο. Αν αυτό που εμείς θεωρούμε επιστήμη, τέχνη, συνεννόηση, επικοινωνία, σχέσεις δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Πόσο σημερινό ακούγεται αυτό! Μετά την ανακάλυψη του DNA ή την ανακάλυψη ότι ο άνθρωπος από τον κόκορα διαφέρει ένα 2%. Όλος αυτός ο μύθος του επιλεγμένου ζώου από το Θεό, όπου ασχολήθηκε αποκλειστικά με τον άνθρωπο και του χάρισε πνοή και ψυχή δεν είναι παρά μια φιλάρεσκη θεωρία. Πώς εγώ μπορώ να αγνοήσω αυτά τα κομμάτια ή να μην τα εκμεταλλευτώ; Κάποιοι θα πουν ότι είναι μόνο σημειώσεις και θέλουν το μύθο. Μα, το μύθο, τους αντιπαρατάσσω εγώ, τον εκμεταλλεύτηκε πρώτος ο Alfred de Musset μετά η Carmen του Bizet μέχρι η δική μας «Στέλλα» και η «Ευδοκία».
Μετάφραση από τον Αντώνη Γαλέο, ειδικά για το ΚΘΒΕ. «Ο Αντώνης Γαλέος, μεταφράζει ατόφια τα χειρόγραφα. Όμως τα 4 χειρόγραφα λένε 4 φορές την ίδια ιστορία. Εκεί χρειάζεται ένας κορμός, «μια φαεινή ιδέα» που θα έλεγε κι ο Αριστοτέλης, αυτό πραγματοποιείται από μένα. Για να μπορέσει όμως αυτό από απλό εφεύρημα σκηνοθετικό, να πάρει υπόσταση και να αποκτήσει θεωρητική υπόσταση, χρειάζεται μια συνεργία με έναν επιστήμονα θεατρολόγο, αυτή, λοιπόν υλοποιείται με την κ. Αρκουμανέα. Δεν υπάρχουν τρεις διαφορετικές επεξεργασίες αλλά ένα ενιαίο σύνολο. Δεν σας κρύβω ότι ήταν μια επίπονη και μακροχρόνια εργασία.»
Τέσσερις εκδοχές. «Η κεντρική ιδέα είναι ότι αφού έχουμε 4 εκδοχές και μάλιστα την 4η δεν θα σας την αποκαλύψω γιατί ήταν η μεγάλη μου ανακάλυψη. Βρήκα μια παραδοξότητα στην αληθινή ιστορία του Βόϋτσεκ. Ο Βόϋτσεκ είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο, ο οποίος σκοτώνει την ερωμένη του το 1821 και ξεκινάει ένα δικαστικό δράμα. Περνάει από πρώτη δίκη, τον καταδικάζουν σε θάνατο, η υπεράσπισή του εφεσιβάλει την απόφαση και ζητά την εξέτασή του από ένα νευρολόγο. Αν όχι η πρώτη, είναι από τις πρώτες δίκες που μπαίνει θέμα ψυχιατρικής γνωμάτευσης για τον κατηγορούμενο. Τον εξετάζει καθηγητής πανεπιστημίου και αποφασίζει ότι είναι καλά. Καταδικάζεται για δεύτερη φορά και εμφανίζεται ένας μάρτυρας που ανατρέπει τα γεγονότα. Πέντε μέρες πριν τον σκοτώσουν διατάσσουν την αναψηλάφηση της δίκης. Την τρίτη φορά τον στέλνουν στην Ιατρική Σχολή της Λειψίας, όπου παίρνεται η οριστική απόφαση ότι είναι καλά ο Βόϋτσεκ και μπορεί να εκτελεστεί. Αυτό μου δίνει μια ιδέα ότι αν τα τέσσερα σχεδιάσματα είναι οι μαρτυρίες των τεσσάρων προσώπων που είναι κοντά στην ιστορία θα μπορέσουμε να δούμε τις τέσσερις διαφορετικές οπτικές των γεγονότων. Εξ ου και το σκηνικό είναι σαν ένας φωτεινός θάλαμος που ανοιγοκλείνουν οι πλάκες, όπως συμβαίνει όταν μπαίνεις σε ένα φωτογραφικό θάλαμο. Κρύβουν μέρος από την σκηνή, άρα αυτό που βλέπω είναι ένα μέρος αυτού που συμβαίνει. Τα 3 σχεδιάσματα, λοιπόν, κυλάνε μ’ αυτά τα σπετσάτα και στο 4ο είναι όλα ανοιχτά.»
Το κείμενο ως μια πρώτη σκηνοθεσία του έργου. «Αυτά είναι κατάλοιπα της σχολής του θεάτρου, οι οποίοι, αυτάρεσκα ονόμασαν τη σχολή του, «το καλό έργο». Υπήρχαν αναμφίβολα αριστουργήματα του Ίψεν, του Στρίντμπεργκ. Το θέατρο όμως υπήρξε και πριν από αυτούς και θα υπάρξει και μετά από αυτούς. Το έργο θα πρέπει να έχει πολύ ισχυρή φόρμα για να θεωρηθεί ως πρώτη σκηνοθεσία. Το έχω συναντήσει και το έχω αποδεχτεί στη τραγωδία. Εκεί καταλαβαίνω ότι με σκηνοθετεί ο Σοφοκλής, όταν το συναντάω στο Σαίξπηρ δεν είμαι σίγουρος ότι το κάνει ο Σαίξπηρ ή το κείμενο ή το κάνει ένα πανίσχυρο πράγμα που ονομάζεται η φόρμα της ελισαβετιανής τραγωδίας. Όταν το συναντάω στο Μολιέρο δεν είμαι σίγουρος ότι πρέπει να το σεβαστώ γιατί δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό επιθυμούσε ο Μολιέρος. Όπου βλέπω μια σκηνοθετική καθοδήγηση στο κείμενο του Μολιέρου, στην πραγματικότητα βλέπω τη θέληση του Λουδοβίκου και όχι του Μολιέρου. Το Μολιέρο τον βρίσκω στα λόγια, στο κείμενο, αλλά όχι στη σκηνοθεσία. Πόσο δε μάλλον σε σημερινούς συγγραφείς. Το πρόβλημα στα έργα του Μπέκετ που δεν ανεβαίνουν σήμερα είναι γιατί υπάρχει μια σεβαστικότητα στις σκηνοθετικές του οδηγίες. Οι σκηνοθετικές οδηγίες του Μπέκετ αδυνατίζουν το έργο του Μπέκετ. Θα ήταν πιο σημαντικός και δημοφιλής συγγραφέας αν οι σκηνοθέτες τολμούσαν.»
Μια παράσταση που έχει ανάγκη το ΚΘΒΕ. «Η κοινωνία έχει ανάγκη από τέτοιες παραστάσεις. Παραστάσεις σαν κι αυτήν δεν είναι ανώφελες. Έργα σαν κι αυτό δεν είναι ανώφελα. Γιατί λοιπόν το ΚΘΒΕ να είναι έξω από αυτό; Τα Κρατικά Θέατρα γενικά έχουν δύο δρόμους. Έχουν ανάγκη το μεγάλο θέατρο και έχουν ανάγκη το θέατρο πρόταση. Αυτή είναι η φύση τους, αλλιώς τι λόγο, έχουν να ανταγωνιστούν τα εμπορικά θέατρα;»
Ο Βόϋτσεκ ως μια πτυχή του σύγχρονου ανθρώπου. «Αισθάνομαι ότι η θεολογία του 21ου αιώνα δεν είναι η λατρεία του θεού αλλά η οριοθέτηση του μεταφυσικού ανθρώπου. Είπαμε πολλά για το μακριά, είπαμε πολλά για το μέσα μας. Τώρα πρέπει να πούμε για το εμείς, να δούμε το σύνολο του ανθρώπινου γένους. Αν κάτι βοηθήσει η παγκοσμιοποίηση, αν κάτι βοηθήσει το bio-language,θα είναι στο να δούμε τον κόσμο πιο ολοκληρωμένα και έτσι θα δούμε τον άνθρωπο χωρίς φόβο, τον άνθρωπο και όχι τους Γάλλους, Γερμανούς, τους Τούρκους. Ο πρωτόγονος άνθρωπος έβλεπε τον εαυτό σαν μια μοναδικότητα μέσα στο σύμπαν. Είναι καιρός να δούμε ότι δεν έχουμε ανάγκη από τη ψευδαίσθηση της μοναδικότητας, είτε στη γη, είτε ως άτομα, είτε ως συμπαντικά όντα. Αν πάψουμε να φοβόμαστε τον θάνατο και τον δεχτούμε ως μια φυσική εξέλιξη, ως ένα φυσικό αναπόφευκτο, πάλι θα κερδίσουμε. Έτσι θα πεθάνουν οι θρησκείες, τι θα βγει καινούργιο; Δεν το γνωρίζω. Αλλά σίγουρα θα είναι πιο σημαντικό γιατί θα είναι πιο ταπεινό. Η θρησκεία σου ζητάει μια ταπείνωση έναντι κάποιου Κριτή. Λέει ο Βόϋτσεκ σε μια στιγμή: «Γιατί πιστεύετε κύριε λοχαγέ ότι ο θεός κάθε μέρα κοιτάζει αυτό το μικρό ανθρωπάκι επειδή κάποτε έτυχε και το έπλασε;». Αν αντιλαμβάνεσαι το σύμπαν, αντιλαμβάνεσαι το ελάχιστό σου, είσαι ένας κόκκος σκόνης. Και τι έγινε; Αυτή, νομίζω, θα είναι η κοσμοθεωρία του 21oυ αιώνα, μια απελευθέρωση, «και τι έγινε;».
Κλείνω το μαγνητόφωνο, συζητάμε. Παρακολουθώ την πρόβα, φροντίζει κάθε λεπτομέρεια, ξανά και ξανά μέχρι την τέλεια σκηνή. Ακούγεται η καθηλωτική μουσική του Μίνωα Μάτσα, οι ηθοποιοί προσέχουν την παραμικρή σκηνοθετική οδηγία του Σταύρου Τσακίρη, όλοι περιστρέφονται σε έναν κυκεώνα δημιουργίας. Θέατρο…