Μια γλυκιά ιστορία τριών γενεών
Λέξεις-εικόνες: Σάκης Ιωαννίδης Ανοίγοντας την παλιά τζαμένια πόρτα η μυρωδιά της φρέσκιας κρέμας είναι το πρώτο που χτυπάει τα ρουθούνια σου. Μέσα στη μικρή Δορκάδα μεταφέρεσαι στη Θεσσαλονίκη του ’60 και στους μαγαζάτορες που δήλωναν με περηφάνια ότι ήταν μάστορες σε δύο, τρία προϊόντα. Έτσι και ο Ταξιάρχης Τομαράς που άνοιξε την πρώτη Δορκάδα στο […]
Λέξεις-εικόνες: Σάκης Ιωαννίδης
Ανοίγοντας την παλιά τζαμένια πόρτα η μυρωδιά της φρέσκιας κρέμας είναι το πρώτο που χτυπάει τα ρουθούνια σου. Μέσα στη μικρή Δορκάδα μεταφέρεσαι στη Θεσσαλονίκη του ’60 και στους μαγαζάτορες που δήλωναν με περηφάνια ότι ήταν μάστορες σε δύο, τρία προϊόντα. Έτσι και ο Ταξιάρχης Τομαράς που άνοιξε την πρώτη Δορκάδα στο Τσινάρι το 1957 και τη μετέφερε το 1961 στο νούμερο 91 της Κασσάνδρου, όπου παραμένει μέχρι σήμερα, μπορούσε να υπερηφανεύεται ότι είχε ένα από τα καλύτερα γαλακτοπωλεία της Θεσσαλονίκης που έφτιαχνε γιαούρτι, βούτυρο και κρέμα γάλακτος.
Μέσα στη δεκαετία του ’60 ο Ευθύμιος και ο Γιώργος Γκαβαλίνης έρχονται στη Θεσσαλονίκη από τη Στερεά Ελλάδα για να δουλέψουν στον ξάδερφο τους και στο μικρό γαλακτοπωλείο της Κασσάνδρου. Ο κόσμος πάει και έρχεται στο μαγαζί, οι πελάτες μένουν ευχαριστημένοι και τα δύο αδέλφια μπαίνουν συνέταιροι στην επιχείρηση και μετά το ’70 λανσάρουν το φημισμένο παγωτό της Δορκάδας από ολόπαχο πρόβειο γάλα και τα πρώτα γλυκά ταψιού: μπακλαβά, κανταΐφι και ρεβανί.
Τα χρόνια περνάνε και δυο πιτσιρικάδες κάνουν την εμφάνιση τους στο μαγαζί. Οι δύο Γιάννηδες, οι απόγονοι του Ευθύμη και του Γιώργου, μεγαλώνουν μέσα στο μικρό εργαστήρι της Δορκάδας και μαθαίνουν από μικροί τα μυστικά της παραδοσιακής παρασκευής γιαουρτιού. Τελειώνουν τις σπουδές τους και παρακολουθούν μαθήματα ζαχαροπλαστικής για να συμπληρώσουν την εμπειρία των παλαιότερων. Στην αρχή πήραν διαφορετικούς δρόμους, αλλά η μικρή Δορκάδα τους ένωσε τελικά. Καθημερινά ανοίγουν στις 6 το πρωί, ανάβουν το καμινέτο και βράζουν το φρέσκο γάλα που προμηθεύονται από τον ίδιο παραγωγό, χρόνια τώρα. Ανακατεύουν το μίγμα με την ίδια ξύλινη κουτάλα όπως έκαναν οι γονείς τους και ο μακρινός τους θείος και αποθηκεύουν τα μικρά κεσεδάκια στις ίδιες ξύλινες ντουλάπες ωρίμανσης μέχρι να δημιουργηθεί το πεντανόστιμο γιαούρτι τους.
Ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει στο μικρό γαλακτοζαχαροπλαστείο όλα αυτά τα χρόνια. Το παλιό ψυγείο δεσπόζει στο χώρο από το ’57, η ιταλική αναλογική ζυγαριά αγορασμένη πριν χρόνια από την Καλαποθάκη λειτουργεί σαν καινούργια, τα σκονισμένα λικέρ και τα κονιάκ μοιάζουν σαν να βρίσκονται από πάντα στα πάνω ράφια, το γλυκά φθαρμένο μωσαϊκό στο πάτωμα, οι γνώριμες μυρωδιές, τα αγνά υλικά, το μεράκι και τα οικεία πρόσωπα των πελατών είναι εκεί για να θυμίζουν ότι μερικά πράγματα δεν χρειάζονται φτιασιδώματα για να πετύχουν. Λάμπουν μόνα τους.