Πες αντίο στα σινεμαδάκια
Το ψηφιακό σινεμά είναι αδιαμφισβήτητα η μεγαλύτερη κινηματογραφική εξέλιξη από την εποχή της μετάβασης από το βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο. Έφτασε πλέον λοιπόν και η εποχή που οι παραδοσιακές μπομπίνες ετοιμάζονται να περάσουν στην ιστορία με δυστυχώς πολλές παράπλευρες απώλειες. Γεγονός παρέμενε μετά την ραγδαία εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας ότι η κινηματογραφική βιομηχανία έπρεπε να […]
Το ψηφιακό σινεμά είναι αδιαμφισβήτητα η μεγαλύτερη κινηματογραφική εξέλιξη από την εποχή της μετάβασης από το βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο. Έφτασε πλέον λοιπόν και η εποχή που οι παραδοσιακές μπομπίνες ετοιμάζονται να περάσουν στην ιστορία με δυστυχώς πολλές παράπλευρες απώλειες.
Γεγονός παρέμενε μετά την ραγδαία εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας ότι η κινηματογραφική βιομηχανία έπρεπε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Το 2006, έξι μεγάλες εταιρίες (Universal, Paramount, Fox, Warner, Disney, Sony) ίδρυσαν την DCI (Digital Cinema Initiatives) για να καθορίσουν τις προδιαγραφές του νέου φορμά της κινηματογραφικής κόπιας. Για τους περισσότερους από μας, οι τεχνικές προδιαγραφές των δίσκων, αλλά και η τελική επιλογή αυτού που θα αντικαταστήσει ολοκληρωτικά τη συμβατική κόπια είναι λεπτομέρειες άνευ σημασίας. Το Digital Cinema Package έχει τεράστια χωρητικότητα (μέχρι τρία terabytes), η ποιότητα εικόνας και ήχου είναι πέρα από ό,τι έχουμε συνηθίσει ως τώρα, ενώ ένας κεντρικός υπολογιστής μπορεί να προβάλλει ταυτόχρονα την ίδια ταινία σε πολλαπλές αίθουσες. Για τις εταιρίες το όλο θέμα θα έχει άλλο ένα σημαντικό κέρδος: την καταπολέμηση της πειρατείας. Το νέο δισκάκι ή κατ΄επιλογήν ένας σκληρός δίσκος BETA (λένε, αλλά μεταξύ μας δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι που να μπορεί να αντισταθεί στους σημερινούς χάκερ) είναι αδύνατο να αποκωδικοποιηθεί και να αντιγραφεί αφού ξεκλειδώνει με έναν μυστικό κωδικό πρόσβασης που μοιράζονται μόνο ο διανομέας και ο αιθουσάρχης. Αυτό κι αν δεν είναι κίνητρο για τις εταιρίες να υποστηρίξουν την μετατροπή των αιθουσών.
Από την άλλη, το κόστος αυτής της μετατροπής είναι τεράστιο (μια ψηφιακή μηχανή προβολής κοστίζει περίπου 50.000 ευρώ) και για τους αιθουσάρχες των παραδοσιακών αιθουσών στην Ελλάδα της κρίσης είναι απλησίαστο. Μην ξεχνάμε ότι π δεν πάνε πολλά χρόνια που καταξοδεύτηκαν για αντικαταστήσουν καρέκλες και συστήματα ήχου και με την συνεχόμενη κρίση (η κινηματογραφική είχε ξεκινήσει πριν από την οικονομική) είναι αμφίβολο αν έχουν κάνει απόσβεση.
Τα πλεονεκτήματα, τελικά, είναι τόσα πολλά ώστε στο “τραπέζι” στην αρχή είχε τεθεί μέχρι και η περίπτωση ν’ αναλάβουν οι εταιρίες μέρος αυτού του κόστους. Για την Αμερική βέβαια και τις 35.000 αίθουσές της τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά απ’ ότι στην Ευρώπη με τις 100.000 αίθουσες και τη διαφορετική κουλτούρα κινηματογραφικής θέασης.
Έτσι από το 2006 ο κινηματογραφικός ευρωπαϊκός Βορράς τα κατάφερε να ψηφιοποιήσει τα μηχανήματα προβολής στο μεγαλύτερο ποσοστό αλλά ο Νότος αγκομαχά να προλάβει τις εξελίξεις. Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ελλάδα έχουν μείνει στις συμβατικές μηχανές προβολής και η ψηφιοποίηση με την κρίση να έχει ρίξει τη σκιά της σε όλο το Νότο, πολλές αίθουσες θα οδηγηθούν με μαθηματική ακρίβεια στο κλείσιμο, με μόνους πιθανούς διασωθέντες από τον πνιγμό τις αίθουσες multiplex.
Οι εξελίξεις όμως είναι περισσότερο επιτακτικές από ό,τι αναμενόταν με τις μεγάλες αμερικανικές εταιρείες παραγωγής και διανομής ταινιών να ειδοποιούν τους έλληνες υπεύθυνους πως πλέον καταργείται το φιλμ ως υλικό προβολής στις αίθουσες και μέχρι τον Σεπτέμβριο που μας έρχεται θα πρέπει να συμμορφωθούν στα νέα δεδομένα.
Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα μόνο ένα 20% των αιθουσών έχει ψηφιοποιηθεί και στη Θεσσαλονίκη το ποσοστό είναι ακόμα μικρότερο αφού μόνο 2 αίθουσες σε κάθε multiplex είναι ψηφιοποιημένες και μόνο το Ολύμπιον από τις συμβατικές που εξοπλίστηκε πολύ πρόσφατα με μια μεταχειρισμένη ψηφιακή μηχανή για την προβολή των Αθλίων.
Ο κ. Ράπος, ιδιοκτήτης των αιθουσών Μακεδονικό, Φαργκάνη, Βακούρα και Ναταλί βλέποντας και την πτώση των εισιτηρίων θεωρεί αδύνατον να ακολουθήσει τις εξελίξεις. Και ναι μεν το πρόβλημα θα το αντιμετωπίσουν οι θερινές αίθουσες από το επόμενο καλοκαίρι αλλά για τις χειμερινές το τέλος φαίνεται αναπόφευκτο από τον Σεπτέμβρη που μας έρχεται. Οι εταιρίες διανομής μπορεί να μην αποκλείουν τις συμβατικές κόπιες αλλά ανεβάζουν τις τιμές ενοικίασής τους και θέτουν υποχρεωτική ρήτρα ασφάλισής τους που καθιστούν πλέον απαγορευτική λόγω κόστους την συνέχιση της παραδοσιακής προβολής.
Η μόνη ελπίδα που φαίνεται στον ορίζοντα είναι ένα πρόγραμμα ΕΣΠΑ που θα ανοίξει τον Σεπτέμβριο και θα αφορά την χρηματοδότηση του 50% του ποσού που απαιτείται για τον ψηφιακό εξοπλισμό ανά αιθουσάρχη/επιχείρηση (και όχι ανά αίθουσα προβολής)
Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει είτε ότι οι αίθουσες παραμένουν ανοιχτές προβάλλοντας ταινίες Β προβολής που θα αφεθούν εκτός περιορισμών ψηφιοποίησης ή κλείνουν τον Σεπτέμβριο αφού δεν προλαβαίνουν να εκμεταλλευθούν το ΕΣΠΑ, ενώ οι θερινές αναβάλουν το κλείσιμο μέχρι το επόμενο καλοκαίρι ή σώζονται κάποιες παραμένοντας Β’ προβολής ή εκμεταλλεύονται το ΕΣΠΑ που θα τρέξει μέσα στη χρονιά του 2014. Ο κ. Ράπος θα προσπαθήσει να κρατήσει έτσι τον θερινό Ναταλί αλλά για τους υπόλοιπους (θερινούς δημοτικούς και χειμερινούς συμβατικούς στο σύνολό τους) το μέλλον είναι σκοτεινό έως ανύπαρκτον, πέραν του Ολύμπιον που μπόρεσε να αντεπεξέλθει το κόστος του ψηφιακού εξοπλισμού μέσω μιας στοιχειώδους κρατικής επιχορήγησης που λαμβάνει.
Μεγάλο πρόβλημα θα αντιμετωπίσουν βέβαια και οι ελληνικές μεσολαβητικές εταιρείες διανομής, γιατί σε λίγο καιρό θα πάψουν να έχουν λόγο ύπαρξης, αφού η διανομή θα γίνεται αυτομάτως μέσω των κινηματογραφικών εταιριών.
Μάλιστα για να συμπιεστεί και άλλο το κόστος παραγωγής των ταινιών, σε δύο χρόνια, ξεκινώντας από την Αμερική (προσεχώς και παγκόσμια), θα έχουμε μετάδοση των ταινιών στις αίθουσες δορυφορικά. Η πρόσθετη επιβάρυνση τότε θα είναι ένα δορυφορικό πιάτο με σχετικά μικρό κόστος αν έχεις ήδη αίθουσες εξοπλισμένες με ψηφιακές μηχανές προβολής.
Είναι θέμα χρόνου λοιπόν να γυρίσουμε άλλη μια σελίδα στην κινηματογραφική ιστορία και να πούμε ένα οριστικό αντίο στις παραδοσιακές αίθουσες και κυρίως δυστυχώς στα αγαπημένα θερινά σινεμαδάκια.