Γιατί δεν κάθεσαι ήσυχος;

Η μάνα μου, στην εφηβεία όταν αντιλαμβάνονταν ότι πήγαινα κάπου που η ίδια θεωρούσε ότι ήταν επικίνδυνο μου έλεγε πάντα την ίδια ατάκα: ‘’Γιατί δεν κάθεσαι στα αυγά σου; Τι θες και μπλέκεις;’’. Θεωρώ ότι για πολλά χρόνια, πάρα πολλοί άνθρωποι καθίσαμε στα αυγά μας, ήσυχοι και σιωπηλοί. Παίξαμε συνωμοτικά ένα παιχνίδι συναίνεσης σε όσα […]

Γιώργος Τούλας
γιατί-δεν-κάθεσαι-ήσυχος-24200
Γιώργος Τούλας
agsofi1.jpg

Η μάνα μου, στην εφηβεία όταν αντιλαμβάνονταν ότι πήγαινα κάπου που η ίδια θεωρούσε ότι ήταν επικίνδυνο μου έλεγε πάντα την ίδια ατάκα: ‘’Γιατί δεν κάθεσαι στα αυγά σου; Τι θες και μπλέκεις;’’.

Θεωρώ ότι για πολλά χρόνια, πάρα πολλοί άνθρωποι καθίσαμε στα αυγά μας, ήσυχοι και σιωπηλοί. Παίξαμε συνωμοτικά ένα παιχνίδι συναίνεσης σε όσα εγκληματικά συνέβαιναν πίσω από την πλάτη μας και καθόριζαν τις ζωές μας.

Μπορεί από βόλεμα, μπορεί από αηδία για τα κόμματα και τον τρόπο που η Πολιτική έπαιζε το παιχνίδι της, μπορεί από φόβο, περιορίσαμε τις ιδέες μας, τα όνειρα μας, τη συμμετοχή μας στα κοινά. Τις πρωτοβουλίες μας. Μαζευτήκαμε στο καβούκι μας. Γεμίσαμε τις καφετέριες, καθίσαμε μπροστά στις τηλεοράσεις και τον υπολογιστή, αρνηθήκαμε να ξεσηκώσουμε τους γύρω μας.

Εμένα αυτή η αδράνεια κόντεψε με τρελάνει. Με έφτασε στα όρια μου. Έβγαινα το πρωί στο ραδιόφωνο ξεσπάθωνα για διάφορα, έγραφα κανένα οργισμένο κείμενο στην Parallaxi και κει τέλειωναν όλα. Αυτή δεν είναι η δουλειά σου, σκεφτόμουν; Και άφηνα άλλους να βγάζουν το φίδι από την τρύπα.

Πριν τρεις χειμώνες όμως, με αφορμή κάποιες κουβέντες και το ότι είχαμε φτάσει στο απροχώρητο σε αυτή την πόλη και την προοπτική ενός αδιεξόδου για το παρακάτω πήρα μια απόφαση. Να μην καθίσω άλλο ήσυχος. Και ξεκίνησα μια ιστορία που με κάνει να κοιμάμαι καλύτερα τα βράδια, γιατί άλλη μια μέρα δεν πήγε χαμένη, δεν τους τη χάρισα. Και στην πορεία βρήκα μόνο φίλους σε αυτή την περιπέτεια. Και άλλους που σκεφτόταν σαν εμένα, που ένιωθαν έτσι και έψαχναν αφορμές.

Το προηγούμενο Σάββατο που διάβασα την απόφαση για την κατάργηση του πεζόδρομου τηλεφώνησα σε πέντε ανθρώπους, με ένα παιδικό πείσμα και τους ξεσήκωσα. Χωρίς την τύχη της παρέας καθένας ένας είναι και ορφανός λέει το άσμα. Και σήμερα εκείνο το πείσμα του προηγούμενου Σάββατου έγινε μια γιορτή. Οι διαμαρτυρίες του παλιού καιρού δεν έχουν νόημα. Τη θέση τους πρέπει να δώσουν πια σε δράσεις. Ήρθαν τριαντάρηδες νέοι γονείς με παιδιά, παλιές αστές που ζουν στο κέντρο, φίλοι που έχουν αποχωρήσει στα προάστια, περίεργοι περαστικοί και πιτσιρικάδες λίγοι. Τους πιο πολλούς που ήρθαν τους ήξερα. Οι άλλοι οι πολλοί δεν ήρθαν. Έκαναν ένα like στο fb, υπέγραψαν διαδυκτιακά. Είχαν δουλειές, ψώνια, λογαριασμούς απλήρωτους, απόγνωση με το κιλό. Άλλοι κάθισαν στις καφετέριες της παραλίας και δεν σηκώθηκαν. Έλα μωρέ, εμείς θα σώσουμε τον κόσμο, σκέφτηκαν.

Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως σήμερα έγινε μια αρχή. Και τα τύμπανα της Κρούσης και των Paranaue σήμαναν την έναρξη ενός πόλεμου του καλού. Και το βράδυ που θα πέσουμε για ύπνο θα έχουμε ένα πλατύ χαμόγελο πως η μέρα αυτή δεν πήγε χαμένη. Πως άμα μας ρωτήσουν τα παιδιά μας σε λίγα χρόνια ‘’και σεις τι κάνατε για αυτή την πόλη’’ θα χούμε να πούμε πως ένα Σάββατο πρωί που είχε και κρύο παλέψαμε για έναν δρόμο που δεν είναι καν στη γειτονιά μας. Για μια πόλη που δικαιούται να είναι πιο ανθρώπινη. Μπορεί να μην καταφέραμε και πολλά. Τουλάχιστον όμως δεν κάτσαμε και ήσυχοι. Σιχαίνομαι τους ηρωϊσμούς. Μερικά πράματα τα κάνεις για να μην νοιώσεις απλά πως σε όλη σου τη ζωή κάθισες ήσυχος, όπως σε ήθελαν. Αυτά.

*Εικόνες: Θανάσης Σταθόπουλος

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα