Το ιστορικό μπαρ Φλου μας αποχαιρετά μετά από 40 χρόνια
Ορόσημο για αυτούς που μεγάλωσαν πάνω στα μικρά του σταντ και συγκινούνται κάθε φορά που έρχονται μετά από χρόνια.
Ήταν γνωστό από μέρες ότι η μετατροπή της πολυκατοικίας που στεγάζει το Φλου σε ξενοδοχείο από τους νέους Ισραηλινούς ιδιοκτήτες έφερε την έξωση του ιστορικού μπαρ.
Απόψε ο Μιχάλης Καρδαχάκης, που μαζί με τον Φλόκα δημιούργησαν πριν 40 χρόνια το μπαρ της πόλης ανακοίνωσε το τέλος:
”ΠΕΡΙ FLOU κ.τ.λ. Είχαν μείνει τα κουφώματα και οι μεταχειρισμένες καρέκλες καφενείου που είχαμε βρει με το Δημήτρη και τρίβαμε και τρίβαμε και άντε αυτό και άντε εκείνο και είμασταν καιρό πολύ οι δυο μας μέσα στον άδειο χώρο κι έφτασε μια μέρα του φθινοπώρου 1980 και ανοίξαμε κι αυτός ο άδειος χώρος γέμισε ξαφνικά με κόσμο και μου φαίνονταν παράξενο , κι έτσι άρχισε να ζει ένας οργανισμός , ένα όχημα , ένα σπιτικό , ένα μπάρ , που το ονομάσαμε FLOU . Και αυτό το όχημα άρχισε να κινείται μέσα στο χρόνο κι έφτασε μέχρι σήμερα
Ξύνω πληγή τώρα και πονάει πολύ αλλά μια και άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες πως κλείνει το Flou κάτι πρέπει να πω κι εγώ επισήμως . Όντως τελειώσαμε , πρέπει να εγκαταλείψουμε το χώρο μέχρι τέλος Μαϊου. Πουλήθηκε ολόκληρη η οικοδομή σε κάποιους επενδυτές και θα γίνει ξενοδοχείο και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα . Όπως καταλαβαίνετε το Flou άντεξε πολλά αλλά πέφτει υπέρ βωμών και εστιών , δηλαδή υπέρ της πολυπόθητης ” ανάπτυξης” . Θέλαμε να κάνουμε ένα τριήμερο πάρτυ μέσα στο Μάιο να αποχαιρετήσουμε τη πόλη , αλλά ήρθε κι αυτός ο εισβολέας Κορωνοιός και τα μπέρδεψε όλα και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα .
Το φθινόπωρο θα κλείναμε 40 χρόνια , ίσως τα γιορτάσουμε σ’ έναν άλλο χώρο . Αν και χώρο σαν αυτό που είχαμε δύσκολα βρίσκεις . Θα επανέλθουμε επί της ιστορίας . Άντε κλείνω γιατί θα με πιάσουν τα σιρόπια , πώς το λένε . Σας φιλούμε . Ο υπογράφων και όλο το πλήρωμα του σκάφους..”
Στις αρχές των 80ς, στην εποχή που πολλά γίνονταν out of the blue, o Μιχάλης Καρδαχάκης έστησε, χωρίς και ο ίδιος να το πολυκαταλάβει, το Flou. Δεν έψαξε πολύ να βρει ορισμούς ή τραβηχτικούς τίτλους. Η διάθεση, η μουσική, οι άνθρωποι που περνάνε, όλα, είτε λίγο είτε πολύ, είναι Flou. Είναι κάτι σαν ορόσημο για αυτούς που μεγάλωσαν πάνω στα μικρά του σταντ και συγκινούνται κάθε φορά που έρχονται μετά από χρόνια. Άσε που θα δεις και τα παιδιά τους μέσα. Ελάχιστα πράγματα άλλαξαν στο μαγαζί αυτά τα άπειρα χρόνια. Σε μια περιοχή που πέρασε διάφορες φάσεις, την περιοχή του Ντορέ, η μόνη σταθερή αξία είναι ένα μπαρ που μεγαλώσαμε μαζί του. Και ο Μιχάλης πάντα εκεί…εδώ και 40 χρόνια.
Σε λίγες μέρες η parallaxi θα αφηγηθεί την μακρά ιστορία του. Εκεί στη Νικηφόρου Φωκά. Που έλαμψε αυτός ο αστικός νυχτερινός θρύλος της πόλης.
Προς το παρόν η αφήγηση του Μιχάλη Καρδαχάκη στην Ελένη Κουρτίδου, στο Ξενοδοχείο 958 της ΕΡΤ3.
“To μαγαζί το βρήκε πρώτος ο Γιώργος ο Ζήκας, έμενε από πάνω θυμάμαι, είχε αρχίσει να το φτιάχνει, μετά μπήκα κι εγώ στη φάση, μπήκε και ο Δημήτρης ο Φλόκας, τελικά το ανοίξαμε ο Φλόκας κι εγώ. Είχε μπει η δεκαετία του ’80 […] Με ρωτούσαν “τι δουλειά κάνεις”, τους έλεγα “έχω μπαρ” και καταλάβαιναν ότι έχω μαγαζί με γυναίκες και κονσομασιόν. Ο κόσμος τότε δεν ήξερε τι σημαίνει μπαρ. Νομίζω ότι ο όρος «μπαράκι» έγινε γνωστός όταν έβγαλε ο Βαγγέλης Γερμανός το δίσκο του που λεγόταν «τα μπαράκια»[…]
Όταν ανοίξαμε, υπήρχαν πέντε έξι μαγαζιά αυτού του είδους, ο Δον Κιχώτης, που ήταν το πρώτο, η Σελήνη, το Sante στη Μητροπόλεως, το Banal στην Κορομηλά, το L.A., το Λούκυ Λουκ και το Berlin που είχαν ανοίξει λίγους μήνες νωρίτερα […] Στο μαγαζί έρχονταν διάφοροι και διάφορες, φοιτητές, κάποια φρικιά εξευγενισμένα, αργόσχολοι, ποιητές, άνθρωποι του θεάτρου, επιστήμονες, χαβαλέδες, επώνυμοι, διανοούμενοι… το χαβαλέ και ο ερωτισμός ήταν αυτό που επικρατούσε, όπως συμβαίνει πάντα βέβαια…
Μου έρχονται ανακατεμένες εικόνες από εκείνη την εποχή, θυμάμαι τη Μαρώ Καρδάκου μπαργούμαν με τη Θέμιδα Μπαζάκα σερβιτόρα, τον Χρήστο Στέργιογλου μπάρμαν με την Καριοφυλλιά Καραμπέτη να δoυλεύει απέναντι στο Time Out, τη σοβαρή φιγούρα του Μαρωνίτη να κάθεται κάπως σκυφτός στο μπαρ και να πίνει και παραπέρα δυο φρικιά να χαχανίζουν, τον Κάτο που έβγαζε ένα ποιητικό περιοδικό τότε και έμπαινε στο μαγαζί με μακριά γούνα και σαγιονάρες, τον Ακύλα Καραζήση σε χοντρές οινοποσίες και εκτραχηλισμούς… με τούτα και με εκείνα πέρασε η δεκαετία του ’80…
Στη δεκαετία του ‘90, άνοιξε ο Μύλος, τράβηξε πολύ κόσμο και το άξιζε, το κέντρο έπεσε, είχαμε πρόβλημα, ο Δημήτρης έφυγε στην Αθήνα, έμεινα μόνος, δυσκολεύτηκα δυο-τρία χρόνια, αλλά, από το ‘95 και μετά, το μαγαζί έγινε θεατρικό στέκι, μπήκε σε καινούρια φάση και πήγαινε… και πήγαινε…
Με είχε ρωτήσει κάποιος “πως τα πας με το μαγαζί” και θυμάμαι, του είχα πει «αισθάνομαι σα να είμαι σε ένα διαστημικό όχημα που πάει και πάει και πάει…” και οι γενιές διαδέχονται η μια την άλλη και συγχρόνως ανακατεύονται η μια με την άλλη, μέχρι και σήμερα… μ’ αρέσει το ανακάτεμα των ηλικιών, είναι μια ελευθερία συναναστροφής χωρίς κουτάκια και κόμπλεξ.
“Το Flou λοιπόν… Το όνομα του μου βγήκε από μια διάθεση ότι οι ορισμοί αιχμαλωτίζουν τα πράγματα. Ότι ορίζεις, το περιορίζεις, έλεγα…»