Βιβλίο

Το νέο βιβλίο που διεισδύει στις καπναποθήκες της Θεσσαλονίκης

Η αρχιτεκτονική κληρονομιά του καπνού στον 20ό αιώνα.

Parallaxi
το-νέο-βιβλίο-που-διεισδύει-στις-καπνα-380638
Parallaxi
Καπναποθήκη Γρ. Καραμανλή (1963), Σοφοκλέους & Καπετάν Άγρα – Σταυρούπολη (Φωτογραφικό αρχείο της εταιρείας The White Dot, Ε. Αμεράνης)

Λέξεις: Άσπα Πάσσιου

Ένα νέο βιβλίο έρχεται να ανατρέξει στην ιστορία των μοναδικών κτιρίων αποθήκευσης καπνού της πόλης, με τίτλο “Οι καπναποθήκες της Θεσσαλονίκης: Η αρχιτεκτονική κληρονομιά του καπνού στον 20ό αιώνα”, από τους Σοφία Γκουβούση και Σπυρίδονα Ταβλίκο, και τις εκδόσεις University Studio Press.

Το βιβλίο, σε 456 σελίδες, παρουσιάζει τα 88 κτίρια καπναποθηκών, εκ των οποίων τα 56 υφίστανται έως σήμερα στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα η μεγαλύτερη πόλη της Μακεδονίας εξελίχθηκε στο κυριότερο καπνεμπορικό κέντρο της Ελλάδας, με την εμπορία και επεξεργασία φύλλων καπνού να συμβάλλει ουσιαστικά στην άνθηση της οικονομίας της πόλης. Τα κτίρια των καπναποθηκών, μάρτυρες της οικονομικής ευημερίας και ανάπτυξης της καπνεμπορικής δραστηριότητας, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του αστικού τοπίου και στην εξέλιξη των τοπικών κοινωνιών που τα περιέβαλαν, αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι της αρχιτεκτονικής – βιομηχανικής κληρονομιάς της Θεσσαλονίκης.

Η ανάλυση της χωροθέτησης, της μορφολογίας και του τρόπου κατασκευής αυτών των κτιρίων σε συνάρτηση με το χρόνο ανέγερσής τους, επεξηγεί τις ιδιαιτερότητες του μοντέλου ανάπτυξης που διαθέτουν, και τεκμηριώνει την αρχιτεκτονική τους υπόσταση και το ρόλο τους στη διαμόρφωση του περιαστικού τοπίου της πόλης. Η σημερινή τους κατάσταση αναδεικνύει τη σπουδαιότητα της επανάχρησής τους, που τίθεται ταυτόχρονα σε αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό επίπεδο, δεδομένης της μοναδικής συγκέντρωσης των κτιρίων σε επιλεγμένα σημεία του αστικού ιστού.

H Σοφία Γκουβούση είναι Δρ. Αρχιτέκτων Μηχανικός του Α.Π.Θ. και ο Σπύρος Ταβλίκος είναι Αρχιτέκτων Μηχανικός του Α.Π.Θ. Μίλησαν στην Parallaxi για το νέο τους βιβλίο.

Πείτε μας λίγα λόγια το βιβλίο.

Η συγκεκριμένη έκδοση αποτελεί για μας το επιστέγασμα μιας πολυετούς προσπάθειας που ολοκληρώνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Είναι μια δίγλωσση έκδοση με πλούσιο αρχειακό, φωτογραφικό και αρχιτεκτονικό υλικό που δύναται να αποτελέσει ένα βασικό εργαλείο στα χέρια των φορέων με σκοπό τη διαχείριση της βιομηχανικής κληρονομιάς της Θεσσαλονίκης. Ευελπιστούμε τόσο η επιστημονική κοινότητα όσο και το ευρύ αναγνωστικό κοινό να το υποδεχθούν με ιδιαίτερη θέρμη καθώς ο όγκος των πληροφοριών και η επιμέλεια της έκδοσης θα τους αποζημιώσουν.

Το βιβλίο απευθύνεται και σε μη ειδικούς επιστήμονες; Αφορά το ευρύ κοινό με την έννοια ότι αυτό δεν γνωρίζει να «διαβάζει» αρχιτεκτονικά σχέδια;

ΣΟΦΙΑ: Οι περισσότερες παρουσιάσεις των κτιρίων διαρθρώνονται στα πλαίσια ενός τετρασέλιδου, και περιλαμβάνουν εκτός από το κείμενο πλήθος σχεδίων, χαρτών και φωτογραφιών με στόχο την πληρέστερη πληροφόρηση του αναγνώστη. Θεωρούμε ότι τηρήσαμε τις ισορροπίες εκείνες ώστε αφενός οι πληροφορίες να είναι κατανοητές σε όλους αφετέρου η έκδοση να μην στερείται της απαραίτητης επιστημονικότητας και της πληρότητας των πληροφοριών.

ΣΠΥΡΟΣ: Πράγματι από την ημέρα που αποφασίστηκε ότι το βιβλίο δεν θα παραμείνει στην αποκλειστική διάθεση του ΠΣΒΜΕΕΚ, αλλά θα εκδοθεί για ευρεία κατανάλωση αναπροσαρμόσαμε τον τρόπο διαχείρισης του υλικού που διαθέταμε για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε καλύτερα το κοινό στο οποίο θα απευθυνόμασταν. Προς την κατεύθυνση αυτή ήταν και οι κινήσεις του εκδοτικού οίκου, ο οποίος διαθέτοντας σαφή χαρακτηριστικά του αναγνωστικού του κοινού, εξ αρχής θέλησε να αποφύγει την έκδοση ενός «ειδικού βιβλίου», ενός βιβλίου δηλαδή που θα απευθύνεται σε συγκεκριμένο επιστημονικό χώρο.

Η Σοφία Γκουβούση, ανατρέχει στο 2001, όταν οι καπναποθήκες είχαν αποτελέσει το αντικείμενο της κοινής ερευνητικής τους εργασίας στη σχολή Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ. Χρειάστηκε ωστόσο να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να βρεθεί το κατάλληλο πλαίσιο και να εργαστούν πολύ εντατικά ώστε να ολοκληρώσουν την έρευνά τους. Είναι ιδιαίτερα χαρούμενοι, τώρα που η εργασία τους αποτυπώθηκε σε «χαρτί και μελάνι».

ΣΟΦΙΑ: Πράγματι, χρειάστηκε αρκετός χρόνος και ψάξιμο μέχρι να καταφέρουμε να συλλέξουμε όλες αυτές τις πληροφορίες που παρουσιάζονται στο τεύχος μας. Πάντοτε μια πρωτογενής έρευνα κρύβει δυσκολίες τις οποίες πιστεύουμε να τις αντιμετωπίσαμε με επιτυχία. Η αλήθεια είναι ότι το υλικό που είχαμε συλλέξει το 2001, ιδιαίτερα το φωτογραφικό, αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς τα περισσότερα κτίρια έχουν αλλάξει σήμερα χρήση ενώ δύο από αυτά έχουν ήδη κατεδαφιστεί.

ΣΠΥΡΟΣ: Θα πρέπει να διασαφηνιστεί ότι η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου αποτέλεσε κοινό όραμα δικό μας και των καπνεμπόρων και με τον τρόπο αυτό υλοποιήθηκε. Γιατί η ιδέα από μόνη της δεν αρκεί για την εκπλήρωση των στόχων, απαιτείται και η υποστήριξη του όλου εγχειρήματος. Και η υποστήριξη αυτή ήταν ειλικρινής, ουσιαστική και διαρκής και ευχαριστούμε από καρδιάς τον σύνδεσμο ΠΣΒΜΕΕΚ και προσωπικά τον πρόεδρό κ. Αλλαμανή Νίκο για την αμέριστη εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό μας.

Καπναποθήκη Κ. Μοσκώφ (1934) ,Μοσκώφ, Φράγκων, Στρατηγού Μπραντούνα (Πηγή: Ιδιωτικό αρχείο Β. Ιωαννίδη)
Καπναποθήκη Ν. Ναξιάδη (1924), Διοικητηρίου 5-7 (Πηγή: Ιδιωτικό αρχείο Μ. Ναξιάδη)

Η πιο ευχάριστη και η πιο «δύσκολη» περίοδος στην διαδικασία της εργασίας σας.

ΣΟΦΙΑ: Η πιο δύσκολη περίοδος κατά τη γνώμη μου ήταν όταν τελείωσε η συλλογή του απίστευτου όγκου υλικού που συγκεντρώθηκε για το κάθε κτίριο. Η αγωνία και πολλές φορές η δυσκολία στην αρχειοθέτηση και στην ταξινόμηση του υλικού αυτού, αλλά και η επιλογή του τρόπου παρουσίασης ώστε να γίνει αντιληπτό στο αναγνωστικό κοινό ήταν νομίζω μεγάλο βάρος λόγω της ευθύνης που αισθανόμασταν. Οι συνεχόμενες ευχάριστες στιγμές άρχισαν από τη στιγμή που βρέθηκε το μοντέλο διαχείρισης των στοιχείων και μέσω της παρουσίασης αυτών το αίσθημα της επίτευξης του αρχικού μας στόχου, δηλαδή της κατανόησης του τρόπου ανάπτυξης των καπναποθηκών τόσο πολεοδομικά όσο και αρχιτεκτονικά ευελπιστώντας στην ανάδειξή τους αλλά και στην ευαισθητοποίηση των πολιτών, των ιδιοκτητών και των φορέων για τη διάσωσή τους.

Καπναποθήκες Α. Μιχαηλίδη – Κ. Σακκά (1937), Δωδεκανήσου, Ν. Λήμνου, Ο. Διαμαντή (Πηγή: Ιδιωτικό αρχείο Γ. Μέγα)
Καπναποθήκη Αθ. Κ. Παναγιωτόπουλου & Υιών ΟΕ (1956, 1963), Γιαννιτσών –Μοναστηρίου (Πηγή: Ιδιωτικό αρχείο Α. Παναγιωτόπουλου)

Ο Σπύρος Ταβλίκος, ξεχωρίζει ως ιδιαίτερα ευχάριστες τις στιγμές που μοιράστηκαν με τους ανθρώπους του καπνού όταν τους παρέδωσαν ιδιοχείρως το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο τους. Η διάχυτη συγκίνησή τους και τα λόγια ευχαριστίας που τους μεταφέρθηκαν δύσκολα μπορεί να ξεχαστούν παρά το γεγονός ότι δεν είχαν προλάβει ακόμα ούτε να το ξεφυλλίσουν.

ΣΠΥΡΟΣ: Ελπίζουμε και μετά την ανάγνωση του να νοιώσουν το ίδιο καλά και γιατί όχι να το μοιραστούν μαζί μας την επόμενη φορά που θα τύχει να συναντηθούμε. Φυσικά υπάρχουν και δυσάρεστες στιγμές αλλά δεν αξίζει να τις θυμηθώ γιατί πραγματικά η αρτιότητα της έκδοσης τις έχει κιόλας επισκιάσει.

Καπναποθήκη ΣΕΚΕ (1965), Κουντουριώτου 9 – Εύοσμος (Αρχείο εταιρείας ΣΕΚΕ)

Από κοινωνική και οικονομική άποψη τι θα λέγατε ότι σηματοδοτούσαν οι καπναποθήκες στη Θεσσαλονίκη;

ΣΟΦΙΑ: Τα κτίρια των καπναποθηκών αποτελούν ένα μοναδικό παράδειγμα ανάπτυξης μιας οικονομικής δραστηριότητας που επί σειρά ετών διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στην Ελλάδα γενικότερα. Το φαινόμενο αυτό ερευνήθηκε τόσο σε πολεοδομικό όσο και σε αρχιτεκτονικό επίπεδο συναρτήσει πάντα της χρονικής περιόδου ανέγερσης των κτιρίων. Σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή εύκολα διαπιστώνεται ότι τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά η ανέγερση των καπναποθηκών συμπίπτει με την οικονομική άνθιση του καπνεμπορίου ενώ θα μπορούσε κανείς να πει ότι προσπαθούσε να προλάβει τις εξελίξεις. Τα τέλη της δεκαετίας του ‘20 και του ‘60 αποτελούν και τα σημεία κορύφωσης της οικοδομικής δραστηριότητας.

ΣΠΥΡΟΣ: Η σχέση των καπναποθηκών με τον αστικό ιστό και το εργατικό δυναμικό είναι μια σχέση άρρηκτα συνδεδεμένη στη διάρκεια των χρόνων και κρατάει έως σήμερα. Δε θα πρέπει να λησμονηθεί ότι η ύπαρξη των κτιρίων σηματοδότησε την προσέλκυση του εργατικού δυναμικού και τη διαμόρφωση του αστικού τοπίου με επίκεντρο τα κτίρια. Η βιομηχανική όμως χρήση των κτιρίων ήταν πάντοτε ασύμβατη με το οικιστικό περιβάλλον και η όχληση δημιουργούσε σχέσεις αντιπαλότητας με τους περίοικους. Τα κτίρια αυτά διώχθηκαν δύο φορές από τον τόπο δραστηριοποίησης τους μέχρι να εγκατασταθούν στις βιομηχανικές περιοχές στα προάστια της πόλης.

Καπναποθήκη Α. Καμάρα & Υιών ΟΕ (1965, 1975), Κοινότητα Ευκαρπίας (Πηγή: Φωτογραφικό αρχείο συγγραφέων)

Από το «δευτερεύον» υλικό της μελέτης σας (συνεντεύξεις- αναμνήσεις –καπνεμπορική επιχειρηματικότητα – εχθρότητες- φιλίες) υπάρχει κάτι που θα άξιζε να δημοσιοποιηθεί αλλά δεν συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο;

ΣΠΥΡΟΣ: Το βιβλίο στα πλαίσια της επιστημονικής θεώρησης που πρεσβεύει δημοσιεύει αυστηρά μόνο τα αντικειμενικά στοιχεία της έρευνας με τρόπο ουδέτερο θα έλεγε κανείς. Οι απόψεις των ιδιοκτητών και των ανθρώπων του καπνού κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων διαθέτουν πλήθος συναισθηματισμών και υποκειμενικών θεωρήσεων που με πόνο καρδιάς δε συμπεριλάβαμε στα κείμενά μας. Είναι, όμως, μια διαφορετική θεώρηση που θα είχε πραγματικό ενδιαφέρον αλλά για ένα βιβλίο με διαφορετικό προσανατολισμό.

Καπναποθήκη ιταλικής Εταιρείας Καπνών Ανατολής (1959), Β. Όλγας & Φλέμινγκ (Πηγή: Φωτογραφικό αρχείο συγγραφέων)

Υπάρχει κάτι ανάλογο ως «πρότυπο» της εργασίας σας στην Ελλάδα ή αλλού; (Π.χ. για τα docks μεγάλων πόλεων ή σιταποθήκες ή κάτι άλλο;)

ΣΟΦΙΑ: Σαφώς υπάρχουν σημαντικές εργασίες για βιομηχανικά κτίρια και εγκαταστάσεις, ωστόσο συνήθως αφορούν μεμονωμένες περιπτώσεις κτισμάτων και εγκαταστάσεων. Η εργασία μας δεν περιορίζεται στην ανάλυση ενός μόνο κτιριακού συνόλου, αλλά αντιμετωπίζει το σύνολο μιας δραστηριότητας στα χωρικά πλαίσια μιας πόλης. Κάτι αντίστοιχο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι έχει πραγματοποιηθεί από τους Κ. Δεμίρη σε έκδοση του 1981 για τα ελληνικά κλωστοϋφαντουργεία, η οποία βασίζεται στη διδακτορική της διατριβή και Ι. Βυζίκα στον τρίτο τόμο έκδοσης του 2010 για τις καπναποθήκες της Καβάλας.

Μπορεί ωστόσο να υπάρχει και κάποια άλλη έρευνα ή έκδοση, η οποία να μην έχει πέσει στην αντίληψή μας.

Καπναποθήκη Μ. Πασσά (1956), Ζάκκα 5 – Νεάπολη (Πηγή: Φωτογραφικό αρχείο συγγραφέων)

Ποια είναι τα κύρια αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά στις καπναποθήκες που μελετήσατε;

ΣΠΥΡΟΣ: Είναι προφανές ότι ο μεγάλος όγκος των κτιρίων των καπναποθηκών είναι αυτός που τα χαρακτηρίζει και που τα καθιστά μεταξύ των μεγαλύτερων κτιρίων της πόλης μας. Τα αρχιτεκτονικά τους γνωρίσματα διαφέρουν ανά περίοδο ανέγερσης και της θέσης στον αστικό ιστό. Σε όλα τα παραδείγματα ωστόσο οι ωφέλιμοι χώροι αποτελούνται στο σύνολό τους από ελεύθερες κατόψεις ικανές για την αποθήκευση των δεμάτων καπνού. Χαρακτηριστικά επίσης είναι και τα επαναλαμβανόμενα μικρά ανοίγματα περιμετρικά των κτιρίων και οι θυρίδες εξαερισμού που πολλά από αυτά διέθεταν.

Προφανώς βρεθήκατε αντιμέτωποι συχνά με σκέψεις σχετικά για την επόμενη μέρα όσων καπναποθηκών σώζονται ακόμη. Ποιες θα ήταν ενδεδειγμένες χρήσεις κατά τη γνώμη σας;

ΣΠΥΡΟΣ: Το ζήτημα της επόμενης ημέρας των κτιρίων είναι ιδιαίτερα μεγάλο και δυσεπίλυτο. Ο διάλογος που απαιτείται να ανοίξει μεταξύ των ιδιοκτητών, των αρμόδιων φορέων και των τοπικών κοινωνιών θα πρέπει να είναι ειλικρινής και ρεαλιστικός. Τα κτίρια σε καμία των περιπτώσεων δε θα πρέπει να αντιμετωπιστούν μεμονωμένα αλλά ως σύνολο κτιρίων στο ευρύτερο πεδίο διασποράς τους. Το βιβλίο μας τεκμηριώνει την ανάγκη στρατηγικής επίλυσης των διάδοχων χρήσεων των κτιρίων και θα χαιρόμασταν εφόσον η έκδοση αυτή συμβάλλει προς την κατεύθυνση αυτή.

Καπναποθήκη ΑΤΑΒ ΤΡΕΪΝΤΙΓΚ ΚΟΜΠΑΝΥ ΕΕ (1965), Θερμαϊκού 9 – Ωραιόκαστρο (Πηγή: Αρχείο εταιρείας Γ. Βιτάσταλη ΑΕ)

Έχουν αντίστοιχο ενδιαφέρον οι καπναποθήκες σε άλλες πόλεις και χωριά της Βόρειας Ελλάδας; (Καβάλα, Ξάνθη κλπ.)

ΣΟΦΙΑ: Σημαντικές «καπνουπόλεις» ιστορικά και κοινωνικά υπήρξαν τόσο η Καβάλα όσο και η Ξάνθη και η Δράμα. Η αλήθεια είναι ότι η πόλη της Καβάλας ήταν πρώτη που αντιμετώπισε τα κτίρια αυτά με ιδιαίτερη θέρμη και σεβασμό και δημιούργησε προϋποθέσεις για την ανάπτυξή τους. Στο πλαίσιο αυτό συνέβαλε και η τρίτομη μελέτη του κ. Ι. Βυζίκα και το μουσείο καπνού που λειτουργεί στη πόλη της Καβάλας. Η πόλη της Δράμας μπορεί να υπερηφανεύεται για την επανάχρηση καπναποθήκης σε ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης.

Υπάρχει κάτι να «διδαχτούμε» από την ιστορία αυτών των κτιρίων;

ΣΠΥΡΟΣ: Οι καπναποθήκες της Θεσσαλονίκης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της οικονομίας και της ίδιας της πόλης γενικότερα. Τον ίδιο σημαντικό ρόλο δύναται να συνεχίσουν να διαδραματίζουν εφόσον καταφέρουμε σαν κοινωνία να τις εντάξουμε στις σημερινές ανάγκες της πόλης μας. Το δίδαγμα θα είναι το δυνατόν πιο ηχηρό εφόσον καταφέρουμε το σημερινό μειονέκτημα να το μετατρέψουμε σε πλεονέκτημα των τοπικών κοινωνιών και ευρύτερα για την πόλη της Θεσσαλονίκης.

Την τελευταία περίοδο έχουν επικεντρωθεί στο να απολαύσουν τους καρπούς της προσπάθειάς τους, αλλά και να μεταδώσουν τον αντίκτυπο του βιβλίου το δυνατόν μακρύτερα και δυνατότερα. Τον επόμενο μήνα θα βρίσκονται σε διημερίδα στην Ξάνθη και αμέσως μετά σε συνέδριο στην Καβάλα. «Οι προοπτικές που ανοίγονται με την παρούσα έκδοση δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν, σίγουρα πάντως ένα αντίστοιχο εγχείρημα θα αποτελούσε μεγάλη πρόκληση για εμάς», προσθέτουν κι οι δυο.

Ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανιών Μεταποίησης και Εταιρειών Εμπορίας Καπνού και ο εκδοτικός οίκος UNIVERSITY STUDIO PRESS, καλούν στην επίσημη παρουσίαση του βιβλίου που θα γίνει την Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018, ώρα 19:00, στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, Λεωφόρος Μεγ. Αλεξάνδρου 49, στη Θεσσαλονίκη.

Εξώφυλλο: Αεροφωτογραφία της Σταυρούπολης με σημειωμένες τις υπάρχουσες καπναποθήκες (Φωτογραφικό αρχείο της εταιρείας The White Dot, Ε. Αμεράνης)

Η ταυτότητα του βιβλίου Οι καπναποθήκες της Θεσσαλονίκης Η αρχιτεκτονική κληρονομιά του καπνού στον 20ό αιώνα Συγγραφείς: Σοφία Γκουβούση, Σπυρίδων Ταβλίκος ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ UNIVERSITY STUDIO PRESS

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα