Το θρυλικό θέατρο Χατζώκου στην Αριστοτέλους και η ιστορία του
Το Θέατρο Χατζώκου ήταν μια ιστορία αγάπης. Αγάπης για το θέατρο, την τέχνη, την μνήμη, την Θεσσαλονίκη. Στον πέμπτο όροφο του Ολύμπιον υπήρξε ένας ναός της θεατρικής τέχνης.
Ελάχιστοι από την νέα γενιά των Θεσσαλονικέων το γνωρίζουν, όμως στην κορυφή ενός από τα πιο ιστορικά κτίρια της πόλης, έγραψε για πάνω από δύο δεκαετίες την σελίδα του ένας απαράμιλλος χώρος πολιτισμού, που σήμερα μνημονεύεται μονάχα από όσους είχαν την τύχη να βρεθούν κάποτε εντός του. Ένας χώρος που συνδύασε μια εντυπωσιακή ιδιομορφία με ένα υψηλού κύρους καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Που δημιουργήθηκε για να τιμήσει το όνειρο ενός μεγάλου άντρα του καλλιτεχνικού κόσμου, το οποίο κατάφερε να κάνει πραγματικότητα μια μοναδική γυναίκα.
Ο λόγος για το Θέατρο Γεωργίου Χατζώκου. Ένα όνομα που θα δει κανείς σήμερα δυστυχώς μονάχα σε σκόρπιες και επιγραμματικές αναφορές, από τις οποίες όμως δεν λείπουν τα εγκώμια για την ποιότητα της θεατρικής σκηνής του, όπως την θυμούνται όσοι έκατσαν στις θέσεις του. Ένα θέατρο μοναδικό στο είδος του, καθώς αποτέλεσε στην εποχή του το μοναδικό θέατρο της χώρας που στήθηκε σε ταράτσα, αυτήν του ιστορικού Ολύμπιον, η οποία με την συρόμενη οροφή της άνοιγε τα καλοκαίρια, αφήνοντας τους θεατές να απολαύσουν την σκηνή κάτω από τον έναστρο ουρανό, ταυτόχρονα με την περιμετρική θέα στον Θερμαϊκό.
Το Θέατρο Χατζώκου όμως πάνω από όλα ήταν μια ιστορία αγάπης. Αγάπης για το θέατρο, την τέχνη, την μνήμη, τη Θεσσαλονίκη. Όλα ξεκίνησαν από τον άντρα στην τιμή του οποίου ονομάστηκε το θέατρο, τον Γεώργιο Χατζώκο, έναν άνθρωπο που αγαπούσε την τέχνη γενικότερα και το θέατρο ειδικότερα, και θέλησε να αφιερωθεί σε αυτό, με βάση του την αγαπημένη του Θεσσαλονίκη. Έχοντας προηγουμένως εργαστεί στον χώρο του θεάτρου, διείσδυσε ολοκληρωτικά στον θεατρικό επιχειρηματικό κόσμο το 1951, χτίζοντας ένα δικό του θέατρο, το Μετροπόλ, εκεί που ξεκινάει η Παραλία, και οργανώνοντας και φέρνοντας εκεί θιάσους με αξιόλογες παραστάσεις, αλλά και συγκροτήματα. Όπως είχε αναφέρει σε γράμμα που διασώζεται, η σύζυγός του, Κωνσταντίνα Χατζώκου, “Το Μετροπόλ το έκτισε ο Γιώργος Χατζώκος, ο άντρας μου, με πολλή όρεξη και μεράκι. Ήταν από τα ωραιότερα θερινά θέατρα της Ελλάδος. Πέρασαν τα μεγαλύτερα θεατρικά συγκροτήματα της Αθήνας, οι ωραιότερες επιθεωρήσεις, με κάθε βδομάδα αλλαγή έργου, που αυτό σημαίνει τεράστια έξοδα. Έδωσε όλο του τον εαυτό σ’αυτό το θέατρο.”
Το 1959, το θέατρο κατεδαφίστηκε για να περάσει ο δρόμος προς την Παραλία, η Λεωφόρος Μ. Αλεξάνδρου, με ελάχιστη αποζημίωση για αυτό το τεράστιο έργο. Αυτό όμως δεν τον σταμάτησε, καθώς συνέχισε την πορεία του παίρνοντας και ανακαινίζοντας το Στρατιωτικό Θέατρο, που βρισκόταν σε χώρο του Γ’ Σώματος Στρατού, ανάμεσα στο Αρχαιολογικό Μουσείο και το νέο Δημαρχείο. “Το Στρατιωτικό Θέατρο ήταν ένα θεατράκι που κατά περιόδους φιλοξένησε περαστικούς θιάσους με φροντίδα του Γ’ ΣΣ. Ύστερα από προσπάθειες μεγάλες, το πήρε ο άντρας μου, έκανε ανακαίνιση, έτσι έγινε μια ωραία ζεστή θεατρική αίθουσα. Κουράστηκε πολύ να το κάνει “πόρτα”, όπως λέμε στη θεατρική γλώσσα, να κάνει “πόρτα”, να ανοίξει δηλαδή. Και αυτό το πέτυχε φέρνοντας μεγάλα συγκροτήματα”, αναφέρει το γράμμα της συζύγου του. Μέχρι το 1964, που ο Γεώργιος Χατζώκος έφυγε ξαφνικά από την ζωή από καρδιακό επεισόδιο, βυθίζοντας τον καλλιτεχνικό κόσμο σε θλίψη.
Η σύζυγός του, Κωνσταντίνα Χατζώκου, έχοντας αγαπήσει μέσα από εκείνον το θέατρο και θέλοντας να υλοποιήσει το όραμά του, αποφάσισε να συνεχίσει το έργο του εις μνήμην του, αναλαμβάνοντας ένα τεράστιο εγχείρημα. Συνέχισε αρχικά τις “Θεατρικαί Επιχειρήσεις Γεωργίου Χατζώκου” στο Στρατιωτικό Θέατρο, όταν όμως αυτό στα επόμενα δύο χρόνια βγήκε σε δημοπρασία και κατέληξε σε άλλα χέρια, γεννήθηκε η ιδέα της δημιουργίας μιας νέας σκηνής στην ταράτσα του Ολύμπιον.
Στην οροφή του ιστορικού αυτού κτιρίου, στήθηκε το Θέατρο Χατζώκου. Οι εργασίες κράτησαν περίπου ένα εξάμηνο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια ιδιαίτερη συρόμενη οροφή, η οποία έδινε την δυνατότητα στην αίθουσα να λειτουργεί και σαν χειμερινή και σαν θερινή. Άλλωστε η επιθυμία της κ. Χατζώκου ήταν μια σκηνή που να λειτουργεί όλο τον χρόνο, και χειμώνα και καλοκαίρι. Η αίθουσα διέθετε 700 θέσεις, ενώ τα καθίσματα άλλαζαν με την σεζόν, με την θερινή περίοδο να μπαίνουν τα πιο ελαφριά καλοκαιρινά και την χειμερινή τα πιο επίσημα χειμερινά. Στις περιπτώσεις παραστάσεων με ορχήστρα, αφαιρούνταν οι δύο πρώτες σειρές των καθισμάτων για να την φιλοξενήσουν. Ενώ η συρόμενη οροφή που κατασκευάστηκε ήταν χωρισμένη σε δύο μέρη που μάζευαν προς τα μέσα με μηχανισμό, και το καλοκαίρι άνοιγαν επίσης τα παράθυρα περιμετρικά της αίθουσας που έβλεπαν στην πλατεία Αριστοτέλους, παρέχοντας δροσιά. Η ιδιόμορφη αυτή αίθουσα με ανοιχτή οροφή έδινε λοιπόν στο κοινό μια πανέμορφη θέα στα αστέρια από πάνω και στον Θερμαϊκό γύρω της.
Όπως αναφέρει στο γράμμα της η κ. Χατζώκου, “Το θέατρο που φέρει την επωνυμία του αλησμόνητου άντρα μου, Γιώργου Χατζώκου, δημιουργήθηκε στην ταράτσα του Μεγάρου Μακρή, τέλος του 1967. Αντιμετώπισα φοβερές δυσκολίες, μα βάλθηκα με όλες μου τις δυνάμεις να ολοκληρώσω όσα εκείνος άφησε. Έτσι πραγματοποιήθηκε το πιο μεγάλο όνειρό του, να χαρίσει μια άρτια θεατρική στέγη στη Θεσσαλονίκη. Το κοινό της Θεσσαλονίκης δέχτηκε με ενθουσιασμό την καινούρια θεατρική στέγη και ο Τύπος ασχολήθηκε πολύ και φοβερά τότε, το ονόμασαν ένα στολίδι της Θεσσαλονίκης. Η τότε θεατρική κίνηση δεν ήτανε κακή, αντίθετα μάλιστα μου έδωσε την ευκαιρία να φιλοξενήσω σημαντικότατα συγκροτήματα που έκαναν σοβαρή δουλειά, και το θεατρόφιλο κοινό όχι μόνο δεν έκλαψε τα χρήματά του, αλλά αντίθετα έφυγε με κέρδη πολιτιστικά”.
Το Θέατρο Χατζώκου σήκωσε για πρώτη φορά την αυλαία του τον Δεκέμβριο του 1967 με την παράσταση “Ένας Ιππότης για τη Βασούλα” ενώ μέσα στα επόμενα 22 χρόνια λειτουργίας του πέρασαν από μέσα τα πιο κορυφαία ονόματα της ελληνικής θεατρικής -κι όχι μόνο- σκηνής, αφήνοντας πλούσιες αναμνήσεις. Και ποιοι δεν πέρασαν από τα καμαρίνια του; Καρέζη, Βουγιουκλάκη, Κούρκουλος, Αλεξανδράκης, Φωτίου, Γαληνέα, Βουτσάς, Λάσκαρη, Καζάκος, Λαδικού, και τόσοι άλλοι.
Η κόρη της Κωνσταντίνας Χατζώκου, κ. Ρούλα Ποσειδώνος, θυμάται και εξιστορεί σήμερα κάποιες από τις πτυχές της πορείας του:
“Η αρχή ήταν η λαχτάρα της μητέρας μου να πραγματοποιήσει ένα από τα μεγαλύτερα όνειρα του πατέρα μου, ο οποίος έφυγε δίνοντας και την ψυχή του στο χώρο αυτό. Ο βασικός λόγος είναι αυτός, ήθελε να συνεχίσει το έργο που δεν πρόλαβε να τελειώσει ο πατέρας μου, ο οποίος έφυγε πολύ νωρίς, την άφησε χήρα στα 40 της, με δύο μικρά παιδιά. Πάλεψε πάρα πολύ, με θεούς και δαίμονες, κατάφερε να το φτιάξει και να δώσει στη Θεσσαλονίκη κάτι πολύ αξιόλογο, γιατί δεν είναι απλά ότι πέρασαν πολλοί θίασοι, πέρασαν αξιόλογοι θίασοι. Εκτός από Λαμπέτη, Χορν, το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, όλοι ήταν επιλεγμένοι για να δώσουν μια μεγάλη πνευματική ζωή στην πόλη μας. Εγώ θεωρώ ότι το έργο αυτό ήταν κάτι πολύ μεγάλο για τη Θεσσαλονίκη, η οποία πάντα σαν συμπρωτεύουσα υποτονικά ζει κάτω από τη σκιά της Αθήνας.”
Είναι άξιο αναφοράς ότι η Κωνσταντίνα Χατζώκου ανέλαβε το μεγάλο αυτό επιχειρηματικό εγχείρημα μόνη και σε μια εποχή που η γυναίκα δεν είχε ακόμα την δέουσα αναγνώριση. “Η μητέρα μου μυήθηκε από τον πατέρα μου στο θέατρο. Το αγαπούσε όμως και η ίδια, γι’αυτό ασχολήθηκε στη συνέχεια. Όλο το καλλιτεχνικό πρόγραμμα το αναλάμβανε εκείνη. Ήταν πολύ δύσκολο, υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός. Την επικοινωνία για τα θεατρικά την έκανε τηλεφωνικά. Σπάνια θα χρειαζόταν να πάει κάπου, προσπαθούσε πάντα τηλεφωνικά να κάνει τις διασυνδέσεις, τις συμφωνίες. Τα προβλήματα ήταν πάρα πολλά και δύσκολα. Αλλά τα αντιμετώπιζε όλα. Και τα διαδικαστικά, γιατί υπήρχαν πολλά που έπρεπε να κινηθούν κι έπρεπε όλα μόνη της να τα κάνει, αλλά και η επικοινωνία, επειδή γινόταν μέσω τηλεφώνου, ήταν πολύ δύσκολο. Έζησα το άγχος της, την ταλαιπωρία της, τον πόλεμο που είχε από τον έξω κόσμο. Αλλά ήταν γερή γυναίκα, δυνατή πολύ. Το πάλεψε και τα κατάφερε. Από πολλούς θιάσους υπήρχε άμεση ανταπόκριση γιατί επρόκειτο για μια αίθουσα που δεν υπήρχε δεύτερη. Και να μην πω μόνο στη Θεσσαλονίκη, ίσως και στην Αθήνα. Και στο κέντρο της πόλης, μέσα στην καρδιά της Θεσσαλονίκης”.
Τα καλλιτεχνικά πρόσωπα και έργα που βρέθηκαν ανά τα χρόνια εντός του θεάτρου ήταν κάποια από τα πιο κορυφαία της εποχής για τον χώρο, ενώ το στήσιμό τους στο Θέατρο Χατζώκου ήταν σίγουρα φιλόδοξο, χωρίς να υστερεί σε τίποτα από την πρωτεύουσα. “Από τις πιο αξιόλογες παραστάσεις που είχαν έρθει κατά καιρούς ήταν κάποιες της Καρέζη, “Μεγάλη Θεοδώρα”, “Ασπασία”, “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;”, ήταν από τις παραστάσεις που τραβήξανε, αλλά γενικά υπήρχαν θίασοι που τραβούσαν σαν μαγνήτες. Ας πούμε Καρέζη, Βουγιουκλάκη, Βουτσάς, Πάντζας, Θέατρο Τέχνης. Το Θέατρο Τέχνης έφερε στο Θέατρο Χατζώκου το “Νεκροταφείο Αυτοκινήτων”. Που για να ανεβούν τα πραγματικά αυτοκίνητα πάνω στη σκηνή, ούτε εγώ ξέρω πώς έγινε. Αυτά ήταν μισά αυτοκίνητα, τρία ή τέσσερα. Θυμάμαι είχε δημιουργηθεί μεγάλη ένταση για το πώς θα ανεβούν, πώς θα στηθούν, υπήρχε πρόβλημα. Αλλά τα καταφέρανε”.
Όπως σημειώνει η κ. Ποσειδώνος, “H Βουγιουκλάκη, πάντα, όπως ήταν τα σκηνικά της στην Αθήνα, έτσι επιδίωκε να τα φέρει και στην Θεσσαλονίκη, δεν έκανε περικοπές. Και εκεί υπήρχε πρόβλημα το πώς θα στηθούν. Η Βουγιουκλάκη, η Καρέζη, κάποιοι τέτοιοι μεγάλοι θίασοι, οι οποίοι είχαν σκηνικά μεγάλα, γιατί είχε έρθει και η Λαμπέτη με τα μονόπρακτα, που δεν χρειαζόταν κάτι που να έχει πολύ σκηνικό. Ο Αλεξανδράκης με τη Γαληνέα, που είχανε φέρει το “Κάθε χρόνο, ίδια μέρα”. Ήταν ένα φαντασμαγορικό σκηνικό που κι αυτό είχε κόπο για να στηθεί. Πολύ ωραία παράσταση, αξιόλογη. Το “Ωραία μου κυρία” που με το που ξεκινάει το έργο και είναι η Βουγιουκλάκη σαν το κορίτσι της αλάνας, υποτίθεται ότι είναι μια βροχερή μέρα, και έβρεχε στη σκηνή. Φαινόταν που βρεχόταν κανονικά”.
Οι θίασοι που έφερναν στην πόλη οι Θεατρικές Επιχειρήσεις Χατζώκου ήταν ενίοτε παραγωγές με μεγάλες απαιτήσεις και σκηνικά, με αποτέλεσμα η κ. Χατζώκου να παίρνει κάποιες εποχές και άλλα θέατρα της πόλης, συγκεκριμένα το Ράδιο Σίτυ, αλλά και την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, στεγάζοντας εκεί θιάσους για κάποια διαστήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το “Αυγό” με τον Δημήτρη Χορν, που στεγάστηκε στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών λόγω των τεράστιων σκηνικών του.
Παρότι η Κωνσταντίνα Χατζώκου ξεκίνησε το θέατρο σε μια περίοδο που ο κόσμος δεν ήταν τόσο δεκτικός προς μια γυναίκα επιχειρηματία, οι καλλιτέχνες έδειξαν εμπιστοσύνη στο πρόσωπό της, όπως αναφέρει η κ. Ποσειδώνος, “Γιατί υπήρχε η προϋπηρεσία της μαζί με τον πατέρα μου. Φωτόπουλος, Ηλιόπουλος, Καλουτά, αυτοί οι θίασοι που περάσανε από το Μετροπόλ, ήρθαν και στο Χατζώκου μετέπειτα. Μυράτ, Ζουμπουλάκη, όλοι αυτοί, υπήρχε συνεργασία από πριν με τον πατέρα μου στο Στρατιωτικό, και εν συνεχεία και στο Χατζώκου. Κι έμεναν ευχαριστημένοι πάντα. Με πάρα πολλούς, όπως η Σαπουντζάκη, είχανε κάτι παραπάνω από επαγγελματικές σχέσεις. Ήταν πιο κοντά. Υπήρχε με κάποιους η σχέση αυστηρά επαγγελματική και με κάποιους επαγγελματική μεν, αλλά υπήρχε μεγαλύτερη οικειότητα. Όπως με τον Ηλιόπουλο, με την Καλουτά”.
Δίνοντας ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, η κ. Ποσειδώνος αφηγείται: “Το γραφείο της μητέρας μου ήταν στα θεωρεία που ανέβαινες με σκάλα. Ήταν ο Ηλιόπουλος, με τον οποίο βέβαια ήταν και πολύ φίλοι ο πατέρας μου, όπως και με τον Φωτόπουλο. Και είχε ανέβει να μιλήσουν. Ευγενέστατος άνθρωπος και πολύ ντροπαλός. Έτσι όπως εκινείτο ο Ηλιόπουλος στο έργο, “Ο φίλος μου ο Λευτεράκης” ήταν, το “Ξύπνα Βασίλη”, δεν θυμάμαι σε ποιο, έτσι ήταν και το φυσικό του. Πήγε μίλησε με την μητέρα μου και ήθελε να φύγει για να κατεβεί να πάει στα καμαρίνια. Και από την ευγένεια, οπισθοχωρούσε και κόντεψε να πέσει”.
“Τρομερή συνεργασία είχε η μητέρα μου με τον Κάρολο Κουν. Ο οποίος ήταν ένας άνθρωπος ευγενέστατος, όχι απλά ευγενικός. Τέρας μορφώσεως. Αυτό που έλεγε η μητέρα μου είναι ότι, δεν ξέρω ποιος, του χρωστούσε κάποια χρήματα του Κουν, και ήταν στην αίθουσα, στο φουαγιέ του θεάτρου αυτός. Και περνούσε ο Κουν για να πάει στα καμαρίνια, κι επειδή τον είδε ότι ήταν εκεί, και ντράπηκε που θα ντρεπόταν που του χρωστούσε λεφτά, κι έφυγε για να έρθει αργότερα. Ήταν μεγάλη φυσιογνωμία”.
Συγκεντρώνοντας τα μεγάλα αυτά καλλιτεχνικά πρόσωπα εντός του, το Θέατρο Χατζώκου ήταν το μόνο που παρουσίαζε σχεδόν αδιάλειπτα όλο τον χρόνο παραστάσεις στην πόλη, και το κοινό της Θεσσαλονίκης το τιμούσε δεόντως. “Ήταν καθημερινά γεμάτο το θέατρο. Η Δευτέρα ήταν η καθιερωμένη αργία. Υπήρχαν παραστάσεις Τρίτη βράδυ, Τετάρτη απόγευμα-βράδυ, Πέμπτη-Παρασκευή βράδυ, Σάββατο-Κυριακή απόγευμα-βράδυ. Και γέμιζε. Υπήρχαν και μέρες που ήταν πιο χαλαρά τα πράγματα. Αλλά υπήρχαν και μέρες που ούτε στους διαδρόμους δεν μπορούσες να καθίσεις.”, αναφέρει η κ. Ποσειδώνος.
“Υπήρχαν και περίοδοι που δεν υπήρχε μεγάλη κίνηση. Γιατί και οι θίασοι οι μεγάλοι και οι εμπορικοί ήθελαν να έρχονται σε περιόδους όπως ήταν το Πάσχα βασικά, το Πάσχα ήταν πολύ εμπορικό, και σιγά σιγά, με την προσπάθεια νομίζω της μητέρας μου, στη Θεσσαλονίκη έγιναν εμπορική περίοδος και τα Χριστούγεννα. Το Πάσχα μπορεί να έβλεπες 5-6 μεγάλους θιάσους στη Θεσσαλονίκη, κι όλη την άλλη εποχή να μην υπήρχε τίποτα. Ήταν μια θεατρική περίοδος έντονη. Όλοι ζητούσαν να έρθουν το Πάσχα. Στο Θέατρο Χατζώκου όμως, το κίνησε η μητέρα μου και υπήρχαν και σε άλλες περιόδους θίασοι μεγάλοι και καλοί. Ήταν μια μεγάλη προσπάθεια, η οποία απέδωσε”.
Η Κωνσταντίνα Χατζώκου ήταν η ίδια μια δυναμική φυσιογνωμία που αποτέλεσε το είναι του θεάτρου, μια ακούραστη παρουσία που το δόμησε και του έδωσε ζωή. “Η ανάμνησή μου είναι ότι επρόκειτο για μια γυναίκα δυνατή, σκληρή με τους υπαλλήλους, αλλά πολύ δίκαιη, δεν αδικούσε κανέναν. Έβαζε πάρα πολλή προσωπική δουλειά. Να σας πω, για να αλλαχθούν τα καθίσματα από χειμερινά σε θερινά, έπρεπε να γίνει αυτό το πολύ μέσα σε 48 ώρες. Δούλευαν όλοι, και πρώτη από όλους η μητέρα μου. Δεν υπήρχε ωράριο. Ήταν συνέχεια εκεί. Βρέξει, χιονίσει. Έπρεπε να είναι εκεί, παρούσα“, σημειώνει η κ. Ποσειδώνος.
Η κ. Χατζώκου είχε αναφέρει χαρακτηριστικά στο γράμμα της: “Υπήρξαν δύσκολες στιγμές, αλλά αυτές αντιμετωπίστηκαν από την πείρα που διαθέτω με τόσα χρόνια θητεία στον χώρο του θεάτρου και με δάσκαλο έναν Γ.Χ. Αντιμετώπισα πολλά προβλήματα, μέσα σ’αυτά οπωσδήποτε και τον ανταγωνισμό των συναδέλφων μου, αλλά προοδευτικά το μέστωμα της πείρας άρχισε να με οπλίζει με γνώση και υπομονή, έτσι ώστε να περιορίσω στο ελάχιστο τις δυσκολίες και αδίστακτα να μπορώ τώρα να πω ότι άνετα μια γυναίκα μπορεί να κουμαντάρει ένα θέατρο, αρκεί να τρέφει αγάπη απεριόριστη γι’αυτό και να ξέρει να περιμένει”.
Όπως αναφέρει η κ. Ποσειδώνος, “Ακουγότανε. Ξέρανε ότι ήταν μια γυναίκα από πίσω. Αλλά το παράπονο ίσως και της ίδιας, όπως και το δικό μας, είναι ότι η πόλη δεν έδειξε την πρέπουσα αναγνωρισιμότητα, το να υποστηριχθεί η όλη αυτή κατάσταση περισσότερο. Γιατί υποτίθεται ότι ήταν για το καλό της πόλης, όχι υποτίθεται, ήταν για να προβληθεί η πόλη, να αποκτήσει μια πνευματική και πολιτιστική ζωή καλύτερη από ότι είχε. Γιατί στην ουσία ένα Κρατικό Θέατρο υπήρχε εδώ, και οι θίασοι που έρχονταν στα κινηματοθέατρα περιστασιακά, δεν υπήρχε μόνιμη σκηνή. Η διαφορά με τα άλλα θέατρα της πόλης ήταν ότι το Θέατρο Χατζώκου ήταν 365 μέρες τον χρόνο. Ήταν μια μόνιμη θεατρική σκηνή στην πόλη μας. Όταν βλέπεις κάτι που είναι όμορφο, που προσπαθεί να προσφέρει στην πόλη, και πίσω από αυτό υπάρχει ένας άνθρωπος ο οποίος αγωνίζεται γι’αυτό το πράγμα, δεν πρέπει, με όποιο τρόπο, με προβολή προς τα έξω, να το υποστηρίξεις;”
Επρόκειτο για ένα θέατρο άλλωστε που έβαλε έναν σημαντικό λίθο στην ενίσχυση του θεατρικού ποιόντος στη Θεσσαλονίκη. “Όσο λειτουργούσε το θέατρο, σίγουρα είδαμε άνοδο στην ποιότητα στην θεατρική σκηνή της πόλης. Δεν υπήρχε ούτε ένας θίασος που να μην είχε ποιοτικό έργο. Υπήρχαν βέβαια επίπεδα διαφορετικά, και τα πολύ υψηλά και τα λίγο πιο χαμηλά, αλλά πάντα ποιοτικά. Είχε θεσπιστεί ότι πρόκειται για μια θεατρική πόρτα η οποία στεγάζει ποιοτικά έργα. Πιστεύω ότι ήταν ικανοποιημένος ο κόσμος. Ότι είχε μια στέγη που τον ικανοποιούσε πλήρως και σαν περιβάλλον και σαν προσφορά θεάματος. Το κοινό της Θεσσαλονίκης ήταν και ποιοτικό και θεατρόφιλο. Γι’αυτό και πιστεύω ότι απέκτησε με τη σκηνή του θεάτρου αυτού κάτι μόνιμο για να ξέρει ότι μπορεί να πηγαίνει και να βλέπει καλή παράσταση, σωστή παράσταση”, αναφέρει η κ. Ποσειδώνος.
Δυστυχώς, όμως, όλα τα όμορφα πράγματα κάποτε φτάνουν στο τέλος τους, και για το Θέατρο Χατζώκου το τέλος έφτασε το 1989, όταν η κ. Χατζώκου αποφάσισε να ρίξει την αυλαία στο μεγάλο της εγχείρημα, μετά από 22 χρόνια δυναμικής παρουσίας στη Θεσσαλονίκη. Καθώς τα παιδιά της είχαν αποφασίσει να ακολουθήσουν άλλες επαγγελματικές οδούς, και το να συνεχίσει να λειτουργεί το θέατρο διατηρώντας ένα υψηλό επίπεδο απαιτούσε μια επένδυση αναδιαμόρφωσης, πήρε την απόφαση να μην ανανεώσει την άδειά του καθώς δεν υπήρχε η διάδοχος κατάσταση που να την δικαιολογεί, παρότι ήταν κερδοφόρο.
Όπως σημειώνει η κ. Ποσειδώνος, “Ούτε ο αδελφός μου ούτε εγώ θέλαμε να συνεχίσουμε αυτή την επιχείρηση, γιατί είχαμε δει το πόσο αγώνα έκανε η μητέρα μου για να ανταπεξέλθει. Κι ένας λόγος που άφησε φυσικά το θέατρο και η μητέρα μου ήταν και αυτός, επειδή δεν υπήρχε η διάδοχος κατάσταση, αλλά και επειδή μετά από κάποια χρόνια άρχισε να κουράζεται με την κατάσταση. Δεν το πολυήθελε να ασχοληθούμε εμείς μετά. Γιατί ήταν και δύσκολο και σε ένα κύκλωμα άχαρο. Ήταν ο χώρος τέτοιος, ο καλλιτεχνικός, ο οποίος είναι δύσκολος. Η Θεσσαλονίκη πάντα είναι δεύτερη. Επομένως, όταν οι θίασοι θέλανε να έρθουν εδώ, θέλανε να έρθουν για να βγάλουν ό,τι περισσότερο μπορούσαν. Προσφέροντας βέβαια, αλλά και στραγγαλίζοντας. Αυτό είναι δύσκολο, γιατί εδώ τα έξοδα είναι μόνιμα, εκείνοι έρχονται και φεύγουν, αλλά τα έξοδα εδώ παραμένουν.”
“Η μητέρα μου, επειδή ήταν πολύ συνεπής στη δουλειά της κι επειδή ήθελε πάντα να προσφέρει και να προσφέρει κάτι καλό, μετά από τα 22 χρόνια, θα έπρεπε να κάνει κάτι για να το αναζωογονήσει. Μετά από τόσα χρόνια, για να συνεχίσεις, πρέπει όπως κάθε επιχείρηση να κάνεις μια κάποιου είδους ανακαίνιση, για να δώσεις μια ζωντάνια διαφορετική. Επειδή όμως, αυτό για να γίνει, θα έπρεπε μετά να συνεχίσει άλλα 20-25 χρόνια, και δεν υπήρχε η διάδοχος κατάσταση, πήρε την απόφαση να το σταματήσει εκεί, τουλάχιστον να αφήσει μια ωραία εικόνα στον κόσμο της Θεσσαλονίκης για το συγκεκριμένο θέατρο. Βέβαια, της στοίχισε, δεν μπορώ να πω ότι δεν της στοίχισε. Όταν κάνεις κάτι με πολύ κόπο, πολύ ιδρώτα, με πολύ αγώνα και κάποια στιγμή έρχεται η στιγμή που πρέπει να το αφήσεις, σε στεναχωρεί. Θα μπορούσε να συνεχίσει, αλλά για να κρατήσεις κάτι σε πρώτο επίπεδο, πρέπει συνέχεια να το αναζωογονείς”, αναφέρει η κ. Ποσειδώνος.
“Η μητέρα μου θα μπορούσε να το δουλέψει άλλα τόσα χρόνια. Ήταν άνθρωπος που εδώ πατούσε, εκεί βρισκότανε. Έπιανε την πέτρα και την έστιβε. Δεν θυμάμαι να χρειάστηκε ποτέ κάτι η μητέρα μου από μας. Ήταν άντρας και γυναίκα μαζί και το συνδύαζε άψογα. Ήταν άνθρωπος που μπορούσε να τα διεκπεραιώσει όλα τέλεια και μόνη της. Δεν ήταν “εύκολη” γυναίκα. Γιατί κι εμείς μείναμε ορφανά μικρά και κατάφερε μέσα σε όλες τις αντιξοότητες εκείνης της εποχής, γιατί τότε η γυναίκα δεν ήταν αναγνωρίσιμη όπως είναι τώρα, πάλεψε, δημιούργησε την επιχείρηση αυτή και συγχρόνως ανέθρεψε δύο μικρά παιδιά, για μένα κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Με ό,τι καλύτερο μπορούσε. Για μένα, και το λέω όχι επειδή ήταν η μητέρα μου, ήταν ένας ήρωας. Όποιος θα ήξερε με λεπτομέρειες την όλη πορεία και ιστορία θα το έλεγε από μόνος του.”
Όπως τονίζει η κ. Ποσειδώνος, “Ήθελε να αφήσει κάτι καλό στην πόλη στη μνήμη του πατέρα μου. Αυτός από ό,τι ξέρω ήταν ο σκοπός της, γι’αυτό και το έκανε με αγάπη. Και στη μνήμη αλλά και για την ίδια την πόλη, γιατί πρέπει να πω ότι την αγαπούσε πολύ την Θεσσαλονίκη η μητέρα μου”.
Τι έχει μείνει σήμερα από το Θέατρο Χατζώκου; Η αίθουσα που στέγασε αμέτρητες από τις καλύτερες θεατρικές παραστάσεις που παίχτηκαν στο ελληνικό σανίδι για δύο δεκαετίες είναι σήμερα η αίθουσα προβολών “Παύλος Ζάννας”. Το σημείο που παλιά αποτέλεσε το κυλικείο του θεάτρου, είναι σήμερα αυτό που γνωρίζουμε ως το καφέ “Δωμάτιο με Θέα”. Και η οροφή που άνοιγε στην ταράτσα του Ολύμπιον και φανέρωνε τον ουρανό πάνω από τη μοναδική αυτή σκηνή, έχει πια ξηλωθεί και περάσει στο παρελθόν.
Η μνήμη του όμως παραμένει, σε εκείνους που το γνώρισαν εκ των έσω, στο θεατρόφιλο κοινό της Θεσσαλονίκης που πέρασε μέσα στα 22 αυτά χρόνια από τα καθίσματά του. Και πλέον και εδώ, με την ελπίδα ότι θα αφήσει το αποτύπωμά του και στις νεότερες γενιές που δεν πρόλαβαν να το γνωρίσουν.