Ζήσαμε ένα απόγευμα στα πακιστανικά καταστήματα της Θεσσαλονίκης
Πώς άλλαξε η τοπογραφία της Μοναστηρίου μετά την έλευση των Πακιστανών. Μια έρευνα στα Πακιστανικά στέκια της πόλης.
Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη ήταν από πάντα τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα προσέλκυσης μεταναστών και προσφύγων που κατέφθαναν στην χώρα. Τα τελευταία χρόνια, με την προσφυγική κρίση να αναγκάζει εκατοντάδες ανθρώπους να μετακινούνται στην Ευρώπη, το τοπίο σε περιοχές όπως ο σταθμός των τρένων, ο Βαρδάρης, η Αριστοτέλους, έχει αλλάξει αισθητά.
Οι Πακιστανοί από την δεκαετία του 1970 και 1980, εγκαταλείπουν κατά δεκάδες την χώρα τους, κυρίως οι νεαροί άντρες, και είτε περνούν από την χώρα μας με την ελπίδα μιας νέας καλύτερης ζωής σε μια μεγάλη πόλη της Ευρώπης, είτε μένουν σ’ αυτήν. Όσα περισσότερα χρόνια βρίσκονται στην Θεσσαλονίκη, εντάσσονται στο εργατικό δυναμικό, δουλεύοντας κυρίως σε βενζινάδικα, πλυντήρια αυτοκινήτων, λαϊκές αγορές και χωράφια. Αν καταφέρουν να πάρουν άσυλο, παραμένουν για χρόνια στην Ελλάδα. Ο αριθμός των Πακιστανών ολοένα και αυξάνεται στην Θεσσαλονίκη. Πριν από μια 10ετία, η πλειοψηφία αυτών προτιμούσε την Αθήνα ως επιλογή ζωής.
Σήμερα, εκατοντάδες ζουν και στην πόλη μας ή μετακινούνται από και προς αυτήν. Αυτοί που βρίσκονται κάποια χρόνια στην Ελλάδα και γνωρίζουν ελληνικά, αντιλήφθηκαν τον τελευταίο έναν χρόνο πως οι Πακιστανοί συμπατριώτες τους δεν έχουν κανένα σημείο αναφοράς, κανένα στέκι που να μπορούν να συνευρίσκονται και να περνάνε την ώρα τους και αποφάσισαν να επενδύσουν επιχειρηματικά στον τομέα της παροχής υπηρεσιών σε Πακιστανούς, αλλά και Ινδούς, Σύριους, Κούρδους, Αφγανούς.
Οι πρώτες επιχειρήσεις δημιουργήθηκαν στα πέριξ του σταθμού και της οδού Μοναστηρίου. Με τα εστιατόρια να φτάνουν τα 6-7 στον αριθμό, με παραπάνω από τέσσερα κομμωτήρια, τρία παντοπωλεία, καφετέριες που προσφέρουν ναργιλέ, ψιλικά, καταστήματα ρούχων, παπουτσιών, κινητών, μέχρι και εταιρείας μεταφοράς χρημάτων, η οποία συνεργάζεται με την γνωστότερη στο Πακιστάν, την Ria Money Transfer, τα στέκια των Πακιστανών είναι μονίμως γεμάτα από κόσμο, αποτελώντας μια πολύβουη κυψέλη ανθρώπων. Οι πελάτες είναι συνήθως νεαροί άντρες που ζουν στην Θεσσαλονίκη και επισκέπτονται τα μαγαζιά αυτά μετά την δουλειά τους ή περαστικοί από την πόλη, περιμένοντας το τρένο ή το λεωφορείο.
Κάνοντας μια βόλτα με έναν καλό μου φίλο από το Πακιστάν που ζει χρόνια στην Θεσσαλονίκη, περάσαμε ένα απόγευμα στα Πακιστανικά καταστήματα που διαμορφώθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια στην πόλη.
Το 2010 υπήρχε ήδη ένα παντοπωλείο που απευθύνονταν σε μουσουλμάνους, με προϊόντα όπως φακές, ρεβίθια, πίτες, αραιωμένο γιαούρτι και αναψυκτικά τριαντάφυλλο. Προϊόντα γνωστά σε όλους όσους ασπάζονται τον μουσουλμανισμό, τα οποία δεν έχουν κανένα παράγωγο του χοιρινού κρέατος.
Τα τελευταία χρόνια, αυτοί οι πρώτοι καταστηματάρχες μετέφεραν τα μαγαζιά τους στον σιδηροδρομικό σταθμό. Το πρώτο εστιατόριο δημιουργήθηκε πριν από 1,5 χρόνο στην οδό Λαγκαδά, δίπλα στο πάρκο των Εθνών. Από εκείνη την πρώτη προσπάθεια και έπειτα, ξεφύτρωσαν κατά μήκος της Μοναστηρίου άλλα πέντε, από το ‘Καψής’ μέχρι και το ύψος του σταθμού.
Στα μαγαζιά αυτά μπορεί κάποιος να φάει Πακιστανική κουζίνα ή Ινδική, μιας και ουσιαστικά οι διαφορές είναι πολύ μικρές. Παρόλα αυτά, κάποια από αυτά διαφοροποιούνται, λέγοντας πως έχουν Ινδική και όχι Πακιστανική κουζίνα, ίσως γιατί θεωρούν ότι η ονομασία ‘Ινδικό’ είναι πιο προσιτή και φιλική προς τους τουρίστες και τους Έλληνες. Τα Ινδικά εστιατόρια στο κέντρο της πόλης, όπως και σε κάθε πόλη, ντυμένα με φολκλόρ στοιχεία, αποτελούν μια ακριβή επιλογή φαγητού. Τα ίδια φαγητά μπορεί κανείς να τα βρει πολύ φθηνά στον Βαρδάρη.
Δύσκολα όμως κάποιος Έλληνας θα φάει σε ένα Πακιστανικό εστιατόριο ή θα πάρει φαγητό για το σπίτι, αν και δεν λείπουν και αυτές οι περιπτώσεις, όπως μας λένε οι μάγειρες των εστιατορίων. Οι τουρίστες μπαίνουν ευκολότερα στα μαγαζιά αυτά, ειδικά αν είναι Ινδοί ή Τούρκοι. Οι μουσουλμάνοι της πόλης τα προτιμούν, γιατί δεν έχουν χοιρινό στο μενού τους και είναι κοντά στις γεύσεις και τα θέλω της κουζίνας τους. Ανάμεσα στους πελάτες, εκτός από τους Πακιστανούς, θα συναντήσει κανείς Τούρκους, Ιρακινούς, Κούρδους, Αφγανούς και κάποιους Σύριους.
Η πλειοψηφία παρόλα αυτά είναι οι Πακιστανοί άντρες. Δεν συναντήσαμε καμία γυναίκα σε κανένα από τα καταστήματα αυτά. Το μεσημέρι το ντελίβερι παίρνει φωτιά, καθώς οι εργάτες στα βενζινάδικα και τα πλυντήρια αυτοκινήτων κάνουν διάλειμμα και παραγγέλνουν φαγητό. Αυτοί που σχολάνε, κάνουν μια στάση για φαγητό πακέτο ή κάθονται και τρώνε. Οι τιμές είναι προσιτές για να μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες των εργατών, που το μεροκάματο τους είναι χαμηλό ή δεν έχουν πάντα σταθερή εργασία, και κυμαίνονται από 3 μέχρι το πολύ 6 ευρώ.
Το μενού περιλαμβάνει ρεβίθια άσπρα και μαύρα, σπανάκι με πατάτες, κρέας μοσχαρίσιο, κοτόπουλο, ρύζι γλυκό και ρύζι αλμυρό, κατσίκι, κιμά μοσχαρίσιο με πατάτες και φυσικά την πίτα που συνοδεύει όλα τα φαγητά τους μαζί με αραιωμένο γιαούρτι. Τα φαγητά διαφοροποιούνται καθημερινά για μεγαλύτερη ποικιλία. Το χοιρινό δεν υπάρχει στο μενού των καταστημάτων. Το αλκοόλ υπάρχει σε κάποια, σε άλλα όχι. Η θρησκεία το απαγορεύει, αλλά στην Ελλάδα που είναι αποδεκτό και ελεύθερο, οι περισσότεροι το δοκιμάζουν, αν και το τσάι είναι το σύνηθες αφέψημά τους.
Η ατμόσφαιρα είναι πολύβουη, κόσμος μιλάει στα κινητά, παρέες συζητάνε. Η διακόσμηση περιλαμβάνει σημαίες του Πακιστάν και αξιοθέατα των χωρών της Ινδίας σε αφίσες και φωτογραφίες, αναπαραστάσεις ινδικών εθίμων. Η μουσική ή μια τηλεόραση που παίζει Ινδικά βίντεο κλιπ δίνει ρυθμό και ζωντάνια.
Τα μαγαζιά φαγητού αυξάνονται με εντυπωσιακό ρυθμό. Ινδοί και Πακιστανοί που ζουν στην Ελλάδα βλέπουν την ευκαιρία να αναπτύξουν επιχειρηματικές δραστηριότητες. Τα ονόματα αυτών Taj Mahal, Maharaja, PK, Pakistan, Tandoori Masala, India, Bollywood.
Οι επιχειρηματίες δηλώνουν πως στην αρχή έβγαινε ένα καλό μεροκάματο, ενώ τώρα που αυξήθηκε ο αριθμός τους μοιράστηκε η δουλειά που ήταν κάποτε μονοπώλιο.
Με τον καιρό, στο μενού και τις συνήθειες τους σκέφτονται να προσαρμόσουν και τα στοιχεία της ελληνικής κουζίνας και τον καφέ, ελληνικό και φραπέ, που έχουν μάθει να πίνουν στην χώρα μας.
Αφήνοντας τα καταστήματα με φαγητό, είναι εντυπωσιακό το πόσο πολύς κόσμος κουρεύεται στα Πακιστανικά μπαρμπέρικα. Είναι συνέχεια γεμάτα, με 3-4 άτομα να κουρεύονται ταυτόχρονα. Οι τιμές είναι χαμηλές, 3 ευρώ το ξύρισμα και 5 ευρώ το κούρεμα και οι άντρες εκεί νιώθουν άνετα και αποδεκτά. Μπορούν να μιλήσουν με κάποιον που θα καταλάβει την γλώσσα τους, κυρίως θα εμπιστευτούν τα γένια και τα μαλλιά τους σε κάποιον που έχει εμπειρία στον τρόπο που θα πρέπει να κοπεί το μούσι, τι σχήμα θα πρέπει να έχει και πώς θα πρέπει να το περιποιηθεί. Οι ίδιοι λένε πως δυσκολεύονται κάποιες φορές να συνεννοηθούν με τους Έλληνες κομμωτές λόγω της γλώσσας. Αν και υπάρχουν υπηρεσίες και για γυναίκες, όπως χτένισμα και βαφή μαλλιών, δεν συναντήσαμε γυναίκες σε κανένα από τα καταστήματα.
Δίπλα από τα κουρεία έχουν ανοίξει μαγαζιά με αξεσουάρ για κινητά, παπούτσια και ρούχα. Το κινητό είναι η επαφή των προσφύγων με την πατρίδα, την οικογένεια, τους φίλους τους. Τα καταστήματα αποστολής χρημάτων είναι αυτά που βοηθούν ώστε οι Πακιστανοί να δεχτούν χρήματα ως βοήθεια από την πατρίδα ή να στείλουν αυτοί στις οικογένειες τους.
Στα πολύ φιλόξενα παντοπωλεία των Πακιστανών, εκτός από κάποια Ελληνικά προϊόντα, όλα τα άλλα είναι οι πρώτες ύλες για την παρασκευή φαγητού στο σπίτι. Το μίνι Μάρκετ Bismillar διαθέτει ειδικό τσάι, ρύζια, ρεβίθια, φακές, χένα, βαφή μαλλιών, ειδικά μπαχαρικά, λάδια, αναψυκτικά, γιαούρτι, χυμούς με γάλα και τριαντάφυλλο. Πολλές από τις γεύσεις είναι έντονες, και στα φαγητά και στα ποτά. Οι ιδιοκτήτες, αν και επιφυλακτικοί, είναι πολύ φιλόξενοι. Φοβούνται πως ένας Έλληνας, και ειδικά δημοσιογράφος, θα επιδιώξει να γράψει κάτι αρνητικό γι’ αυτούς και νιώθουν πως σε πολλές περιπτώσεις είναι ανεπιθύμητοι.
Πέραν των καταστημάτων του άξονα της Μοναστηρίου, υπάρχουν και μεμονωμένα σε άλλα σημεία της πόλης, κουρεία, παντοπωλεία, καταστήματα με ρούχα και παπούτσια, στα οποία ιδιοκτήτες και προσωπικό είναι πρόσφυγες.
Είναι κάποια που ετοιμάζονται να ανοίξουν τις πόρτες τους, κυρίως κουρεία και καφέ μπαρ με ναργιλέδες.
Η έλευση των προσφύγων έχει αλλάξει την ανθρωπογεωγραφία της πόλης μας. Το τετράγωνο απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό, πολύβουο και με κόσμο 24 ώρες το 24ώρο, είναι αυτό που προσελκύει τους περισσότερους πρόσφυγες και έχει ανοίξει μια νέα αγορά, άγνωστη μέχρι πρότινος για την Θεσσαλονίκη.