21 Απριλίου 1967 – Πέντε Θεσσαλονικείς θυμούνται
21 Aπριλίου του 1967. Πέντε Θεσσαλονικείς διηγούνται τη δική τους ιστορία από εκείνη τη μέρα και μας χαρίζουν σπάνιες φωτογραφίες τους.
Ζητήσαμε από πέντε Θεσσαλονικείς να θυμηθούν τη μέρα που η Δικτατορία επιβλήθηκε στη χώρα. Η Αλέκα Γερόλυμπου, ο Σπύρος Κουζινόπουλος, η Όλγα Τριαρίδου, η Ελένη Χοντολίδου και ο Απόστολος Παπαγιαννόπουλος θυμούνται όσα έζησαν στη Θεσσαλονίκη εκείνη τη μέρα που το ημερολόγιο έγραφε 21 Απριλίου.
Τον Απρίλη του 1967 της Όλγας Τριαρίδου, δικηγόρου, συζύγου του Ντίνου Τριαρίδη
Τον Απρίλη του 1967 τον χαρακτήριζε ο έντονος προεκλογικός αγώνας για τις επερχόμενες εκλογές και η επίσης έντονη φημολογία για επιβολή δικτατορίας από τους στρατιωτικούς.
Εκείνη την εποχή μια ομάδα φίλων, με σφυρηλατημένη την φιλία μας στους φοιτητικούς αγώνες του 114 και του 15% για την παιδεία, καθώς και στους δύο ανένδοτους αγώνες του Γέρου της Δημοκρατίας, βγάζαμε, με εμπνευστή της προσπάθειας τον Ντίνο Τριαρίδη, την εφημερίδα «Νέα Γενιά», όπου με αλλαγή των εσωτερικών σελίδων για τα τοπικά νέα, κυκλοφορούσε στο Κιλκίς, την Πέλλα, την Πιερία, την Ημαθεία, με υπεύθυνους αντίστοιχα τον Ντίνο Τριαρίδη, τον Γιώργο Σιδηρόπουλο, τον Τάσο Τερζή, τον Γ. Μπρουσκέλη.
Η «Νέα Γενιά», εξαιρετικά αξιόλογη για τοπική εφημερίδα, έβγαινε με ελάχιστα οικονομικά, ατελείωτες ώρες δουλειάς από όλους μας και απέραντο ενθουσιασμό. Στο τύπωμα μας βοηθούσε ο φίλος Βαγγέλης Παγανός, λινοτύπης στην εφημερίδα «Μακεδονία».
Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου, βγαίνοντας ο Βαγγέλης από το τυπογραφείο της «Μακεδονίας» στην Τσιμισκή, βρέθηκε μπροστά στα τανκς με τον φοβερό θόρυβο των ερπυστριών μέσα στην ησυχία της νύχτας. Έντρομος, μπήκε ξανά στην εφημερίδα και μας τηλεφώνησε. Σηκώνοντας το ακουστικό, ο Ντίνος τον άκουσε να λέει «Ντίνο, 4η Αυγούστου, 4η Αυγούστου» και έκλεισε.
Λίγες στιγμές σιωπής μέχρι να συλλάβει το νόημα του τηλεφωνήματος και μετά –σαν να τον βλέπω ακόμη τώρα– χτυπώντας με την παλάμη το μέτωπο «το κάνανε το πραξικόπημα».
Πόσο δύσκολο η φήμη να γίνεται πραγματικότητα.
Ανταλλάξαμε πέντε κουβέντες και εγώ μεν έμεινα στο σπίτι, άμαχος πληθυσμός πλέον –ο Θανάσης βρέφος δέκα μηνών και ο Στέφανος κυοφορούμενος στον έβδομο μήνα– ο δε Ντίνος έφυγε με άγνωστη κατεύθυνση για να ενωθεί με τον λαό που θα αντιδρούσε στο πραξικόπημα βγαίνοντας στους δρόμους κατά χιλιάδες όπως ήλπιζε ο Ανδρέας. Τέτοια αντίδραση εκείνο το βράδυ δεν υπήρξε, ούτε τα επόμενα.
Ο κόσμος μουδιασμένος και σοκαρισμένος περίμενε. Έτσι, ύστερα από τρεις μέρες άκαρπης αναμονής για ευρύτερο ξεσήκωμα και αφού πολλά εσωτερικά θέματα βρήκαν λύση – διασφάλιση των αρχείων της ΕΔΗΝ, φυγάδευση του Αντώνη Λιβάνη στην Αθήνα, αποστολή του πρώτου αντιστασιακού μηνύματος στην εφημερίδα «Δημοκρατία» στη Γερμανία, δημιουργία της ΣΕΑΔΑ (Συντονιστική Επιτροπή Αντιδικτατορικού Αγώνα) κλπ κλπ, επέστρεψε στο σπίτι μας και αρχίσαμε να ζούμε το βαρύ κλίμα της επταετίας.
Η Μακρακώμη και ο Φουρνάς υπήρξαν οι τόποι εξορίας της οικογένειας Τριαρίδη στη διάρκεια της δικτατορίας του 1967.
Από τις σημειώσεις μιας φοιτήτριας της αρχιτεκτονικής , αρχές Μαίου 1967 της Αλέκας Καραδήμου Γερόλυμπου-Αρχιτέκτονα πολεοδόμο – Καθηγήτριας στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων,. Α.Π.Θ.
Πέμπτη 20 Απριλίου 1967, ετοιμάζομαι για το μάθημα της Παρασκευής, τελευταίο πριν από το Πάσχα. Δεν είμαι ευτυχής, δεν συνεννοούμαι καλά με τον διδάσκοντα και δεν θέλω να πάω στο Πολυτεχνείο. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα μου τηλεφωνεί η φίλη μου η Νίνα. Ήταν έξω με παρέα και επιστρέφει με τα πόδια στο σπίτι της στο κέντρο. Πολλή φασαρία στους δρόμους από στρατιωτικά JMC. Τι να συμβαίνει άραγε; Λες να ήρθε αυτό που τόσον καιρό φοβόμασταν;
Από τα πολλά που άλλαξαν, μια ανάμνηση πάντοτε μου έρχεται στο μυαλό όταν μιλούμε για την χούντα. Με την επιστροφή στα μαθήματα μετά από την Δευτέρα του Θωμά, η οικειότητα με τους χώρους των σπουδών μας έχει εξαφανιστεί. Πριν, μπορούσες να μπαίνεις μέσα στα φωτισμένα κτίρια όποια ώρα της μέρας ή της νύχτας, από ορθάνοιχτες πόρτες και παράθυρα, και να δουλεύεις μόνος ή με παρέα, σωπαίνοντας, μιλώντας, τραγουδώντας…
Όπως στο σπίτι σου.
Τώρα τα φώτα σβήνουν, τα παράθυρα του ισογείου κλειδώθηκαν, οι πόρτες έχουν κλείσει και μια μόνον είναι ανοιχτή, η κεντρική. Οι χώροι έχουν γεμίσει θυρωρούς γνωστούς και άγνωστους , που στέκουν αμίλητοι σε κάθε γωνία, πέρασμα, ασανσέρ. Στο κάποτε θορυβώδες κυλικείο με τις έντονες συζητήσεις, επικρατεί σιγή. Λιγοστοί φοι τητές παίρνουν βιαστικά τα σάντουιτς από τους τρεις αναπήρους πολέμου διαχειριστές του και απομακρύνονται. Μάταια αυτοί αγωνίζονται να ανοίξουν κουβέντα.
Αλλά το σημαντικότερο ζήτημα είναι ότι ο χώρος δεν είναι οικείος, δεν βοηθάει τις συναντήσεις, τις συνεργασίες, την συναδελφικότητα. Στην τάξη πολλά σχεδιαστήρια είναι άδεια και θα μείνουν έτσι. Οι συμφοιτητές μας έχουν εξαφανιστεί. Κρύβονται; Συνελήφθησαν; Τους έστειλαν στα νησιά; Η έγνοια και ο φόβος για την τύχη τους μας γεμίζουν αγωνία. Κυρίως όταν θυμόμαστε ότι ο συμφοιτητής μας και μόλις διορισμένος από την χούντα πρόεδρος της τάξης, χασκογελούσε δείχνοντάς μας ένα περίστροφο κάτω από το σακάκι του.
Πώς έζησα την πρώτη ημέρα της δικτατορίας του Σπύρου Κουζινόπουλου, δημοσιογράφου-συγγραφέα
Πενήντα χρόνια από το πραξικόπημα της χούντας των συνταγματαρχών, στις 21 Απριλίου 1967. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από μία μαύρη ημέρα που τον σημάδεψε βαθιά για όλη την υπόλοιπη ζωή του!!
Ξυπνάω έντρομος από τα παρατεταμένα κουδουνίσματα, τα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα και τη φωνή «Σπύρο ξύπνα, Σπύρο ξύπνα». Με την τσίμπλα ακόμη στα μάτια, διαπιστώνω ότι η ώρα είναι γύρω στις 5:30 το πρωί και έξω είναι ακόμη σκοτάδι. Ανοίγοντας την εξώπορτα της γκαρσονιέρας στην οποία διέμενα, στην οδό Κύπρου, περιοχή Σχολής Τυφλών, βλέπω έκπληκτος τον εξάδελφο μου Μόρφη Στεφούδη, να με προτρέπει κουνώντας το δεξί χέρι: «Ντύσου γρήγορα και πάμε να φύγουμε, έγινε πραξικόπημα».
Ήταν λίγους μήνες πριν που είχα έρθει στη Θεσσαλονίκη από τις Σέρρες και εργαζόμουν στην εβδομαδιαία εφημερίδα της αριστεράς «Μακεδονική Ώρα», κάνοντας ελεύθερο ρεπορτάζ ενώ παράλληλα είχα συνδεθεί με τη Νεολαία Λαμπράκη, της οποίας ήμουν στέλεχός της στο νομό Σερρών, από την πρώτη ημέρα της δημιουργίας της.
Όση ώρα προσπαθούσα να φορέσω ρούχα και παπούτσια, άρχισε να μου εξηγεί ότι είχε πάει γύρω στις 4,30 το πρωί, όπως κάθε μέρα, στο Σιδηροδρομικό Σταθμό για να πάρει το αστικό λεωφορείο προκειμένου να πάει στην περιοχή «151», στις εγκαταστάσεις της εφημερίδας «Νέα Αλήθεια» όπου εργαζόταν ως πιεστής. Κι όταν στο Σταθμό είδε να είναι περικυκλωμένος από τανκς και πάνοπλους στρατιώτες, κατάλαβε ότι κηρύχτηκε δικτατορία. Κάνοντας δε οτοστόπ, κατάφερε να έρθει ως εμένα.
«Κάνε όσο πιο γρήγορα μπορείς, γίνονται σε όλη την πόλη συλλήψεις, μπορεί να έρθουν κι’ εδώ». Είναι αλήθεια ότι άργησαν. Και όπως με πληροφόρησε αργότερα ο θυρωρός της πολυκατοικίας, είχαν πάει και με ζητούσαν γύρω στις 10 το πρωί
Σε λίγα λεπτά, ήμασταν μεν στο δρόμο, άρχιζε όμως το μεγάλο βάσανο σχετικά που θα πάμε να κρυφτούμε. Θυμήθηκα ότι σε κοντινή απόσταση, έμενε μία συμπατριώτισσά μου φοιτήτρια του Οικονομικού. Όταν της χτύπησα την πόρτα, προθυμοποιήθηκε να μας φιλοξενήσει για δύο εβδομάδες, καθώς την ίδια ημέρα, τόσο η ίδια, όσο και οι άλλες δύο συγκάτοικοί της θα έφευγαν για τα σπίτια τους για να κάνουν Πάσχα, καθώς η μέρα που επιβλήθηκε η δικτατορία, ήταν Παρασκευή, παραμονή του Λαζάρου και έκλεινε το Πανεπιστήμιο.
Περιττό να πω ότι εκείνο το συμπαθητικό διαμέρισμα φιλοξένησε από το ίδιο βράδυ πάνω από δώδεκα καταζητούμενους από την Ασφάλεια του καθεστώτος αγωνιστές. Ενώ απερίγραπτος ήταν ο πόνος, όταν καταφέρνοντας κάποια στιγμή να μιλήσω στο τηλέφωνο με τον πατέρα μου, με πληροφόρησε ότι είχαν συλλάβει τη μητέρα μου την οποία στη συνέχεια εξόρισαν στη Γυάρο επί εννέα μήνες, κι αυτό εξαιτίας ενός… τυπολάτρη διοικητή του Τμήματος Ασφαλείας Σερρών: Είχε ο άνθρωπος στα χέρια του μία λίστα με 283 ονόματα αριστερών του νομού που έπρεπε να συλλάβει με βάση το σχέδιο «Προμηθεύς». Και όταν πήγαν όργανά του στο σπίτι μου για να με συλλάβουν και η μάνα μου τους είπε ότι διαμένω πλέον στη Θεσσαλονίκη, για να μη μείνει η λίστα τους λειψή, συνέλαβαν και εξόρισαν την πολυβασανισμένη στη ζωή της κυρά-Μεταξία.
Αυτά για την εμπειρία μου από την πρώτη μέρα της δικτατορίας στη Θεσσαλονίκη. Τα υπόλοιπα για τα εφτά μαύρα χρόνια που ακολούθησαν, την παρανομία, τη σύλληψη κάποια στιγμή, τον εγκλεισμό στα κρατητήρια της Εθνικής Ασφάλειας, στην οδό Βαλαωρίτου, τη φάλαγγα, τις παρακολουθήσεις και τον κατατρεγμό, ίσως μια άλλη φορά.
Αναμνήσεις από τη δικτατορία της Ελένης Χοντολίδου, Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Σχολικής Παιδαγωγικής και Λογοτεχνικής Εκπαίδευσης στη Φιλοσοφική του ΑΠΘ
Είμαι στην Ε΄ Γυμνασίου. Η αδελφή μου έρχεται στο σπίτι να πάρει ρούχα. Είναι στην κατάληψη της Πολυτεχνικής. Ο πατέρας μου της απαγορεύει να επιστρέψει με πλήρη αποτυχία. Αφού φύγει με κοιτάει με μάτια που δεν θα ξεχάσω ποτέ και μου λέει: «ήμουν υποχρεωμένος να το κάνω, αλλά είμαι περήφανος που το κάνει».
Η Εριφύλη ήταν στην Επιτροπή Επικοινωνίας. ΄Εγραφε τρυκάκια με τα καθαρά γράμματά της και μίλησε με τον Θεοδωράκη. Γύρισε χαράματα μετά την εκκένωση. Τρίτη πρωί ήρθαν δύο «κύριοι» να την πάρουν. Νομίζω ότι είναι ο υδραυλικός που περιμένουμε! Η Εριφύλη μάζεψε τα πράγματά της και πολύ ψύχραιμα άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Εγώ αισθάνομαι έναν πόνο στην καρδιά. Της είπαν να κατεβεί περπατώντας να μη δει η γειτονιά ότι τη μάζεψε η ασφάλεια!
Δεν το είπα στους γονείς μου. Πήγα στο σχολείο όπου η συμμαθήτριά μου Σοφία Γιαννούση μου εξηγούσε πώς θα της κάνουν φάλαγγα εκείνη την ώρα. Η Σοφία λόγω Νάκου τα ήξερε αυτά… Δεν νομίζω ότι παρακολούθησα μάθημα.
Η Εριφύλη δεν βασανίστηκε σωματικά, ευτυχώς. Της έδειξαν πρησμένα πόδια παιδιών από το Πολυτεχνείο, κατάλαβαν ότι δεν είναι οργανωμένη, της πήραν το διαβατήριο.
Γυρνώντας από το σχολείο τη βρήκα σπίτι. Ο πατέρας μου που ειδοποιήθηκε να την παραλάβει (όπου του διάβασαν και τον δικό του μικρό φάκελο) με μάλωσε που δεν τους ειδοποίησα.
…. Ένα μπουρίνι και οι λεύκες έσωσαν τη Νέα παραλία του Απόστoλου Παπαγιαννόπουλου ιστορικού – συγγραφέα
Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1969 και στο Διοικητήριο πραγματοποιείται μία από τις γνωστές «συσκέψεις» των τοπικών φορέων της Θεσσαλονίκης υπό την προεδρία του Στυλιανού Παττακού, αντιπροέδρου τότε και υπουργού Εσωτερικών της κυβέρνησης Γ. Παπαδόπουλου. Αντικείμενο της σύσκεψης ήταν η πορεία του έργου της κυβέρνησης της «Εθνοσωτηρίου Επανάστασης της 21ης Απριλίου». Δήμαρχος Θεσσαλονίκης ήταν τότε ο Αλέξανδρος Κωνσταντινίδης, συνταξιούχος υπάλληλος του Δήμου διορισμένος από την κυβέρνηση των συνταγματαρχών. Τον δήμαρχο συνόδευε και ο υποφαινόμενος προϊστάμενος τότε στις Τεχνικές υπηρεσίες του Δήμου αρμόδιος για πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά θέματα στην πόλη και ο τότε προϊστάμενος των Κήπων. Μόλις τελείωσε η σύσκεψη, όπου βέβαια όλα ο Παττακός τα βρήκε … θαυμάσια, με εντολή του μία πομπή από καμιά εικοσαριά μαύρες λιμουζίνες με επικεφαλής αυτή του αντιπροέδρου της κυβέρνησης κατευθύνεται και φτάνει στο ανεγειρόμενο τότε ξενοδοχείο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΠΑΛΛΑΣ» στη μπαζωμένη επέκταση της Νέας παραλίας για αυτοψία.
Η πέριξ του ξενοδοχείου έκταση προοριζόταν από την Εφορία Δημοσίων Κτημάτων ως τα «κοτόπουλα» και τον Ιστιοπλοϊκό όμιλο να μετατραπεί σε οικόπεδα και να πουληθεί παρά τις αντιδράσεις του Δήμου που ήθελε να παραμείνει ακάλυπτος χώρος πρασίνου. Μόλις φτάσαμε εκεί ξεσπά ένα ισχυρό καλοκαιρινό μπουρίνι το οποίο κάνει τη μέρα νύχτα από τη σκόνη που σηκώθηκε από τις εκτάσεις των δημοσίων οικοπέδων. Ο Παττακός φωνάζει τότε το δήμαρχο και του κάνει αυστηρές παρατηρήσεις δίνοντας εντολή όλες αυτές οι εκτάσεις να ‘πρασινίσουν» ως την επόμενη επίσκεψή του στην πόλη. Ο δήμαρχος τα χρειάστηκε αλλά τον καθησυχάσαμε λέγοντας πως είναι ευκαιρία να πρασινίσουμε την περιοχή χωρίς μάλιστα να περιέλθουν οι εκτάσεις του δημοσίου στο Δήμο. Συντάχθηκε τότε εν τάχει μία μελέτη πρασίνου και τις επόμενες μέρες αρχίσαμε με την υπηρεσία Κήπων να διαμορφώνουμε την περιοχή σε πράσινο. Τότε ήταν που αποφασίσαμε να φυτέψουμε λεύκες που μεγαλώνουν γρήγορα ώστε να παγιωθεί η κατάσταση και στο μέλλον. Και αυτό γιατί άλλο είναι να καταστρέφουν ένα γκαζόν και άλλο να κόβουν δέντρα. Και αυτό ήταν μαζί με το μπουρίνι που έσωσε τη Νέα παραλία τελικά όταν θέλησε το Δημόσιο να πάρει τα οικόπεδα της παραλίας πίσω για να τα κτίσει…»