τόμας-όστεμαϊερ-είμαστε-όλοι-ανθρώπι-926699

Θέατρο

Τόμας Όστεμαϊερ: Είμαστε όλοι ανθρώπινα πλάσματα

Ξοδεύουν τα χρήματα τους οι πλούσιοι αυτού του πλανήτη για τις ιδιωτικές τους απολαύσεις και τα διαστημικά τους ταξίδια, την ίδια στιγμή που εμείς δεν γνωρίζουμε πως θα επιβιώσει ο πλανήτης για την επόμενη γενιά.

Parallaxi
Parallaxi

*Συνέντευξη στην Ελένη Κουρτίδου

Έχει έρθει άλλες δυο φορές στη Θεσσαλονίκη. Την πρώτη, το 1987, ήταν μόλις 19, δεν είχε ακόμα ασχοληθεί με το θέατρο. Έκανε μια στάση εδώ στην επιστροφή του από ένα ταξίδι στην Τουρκία. Θυμάται ελάχιστα. 

Τη δεύτερη, το 2008, ήρθε ως διευθυντής της θρυλικής Σαουμπίνε καλεσμένος από το Κ.Θ.ΒΕ. στα «Ευρωπαϊκά Βραβεία Θεάτρου» σε μια, και πάλι, σύντομη επίσκεψη. Αν και, όπως λέει, αγαπάει πολύ την Ελλάδα και έχει συνεργαστεί πολλές φορές με το Φεστιβάλ Αθηνών, με δική του παράσταση στη Θεσσαλονίκη ήρθε για πρώτη φορά φέτος. 

 Το έργο του Εντουάρ Λουί «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου», μια παραγωγή της Schaubuhne Berlin και του Theatre de la Ville του Παρισιού, που πρωτοανέβηκε το 2020, άνοιξε τα 57α Δημητρία το Σάββατο 1η Οκτωβρίου στο Βασιλικό Θέατρο.

Μια μέρα πριν, παραχώρησε στον 9.58, στην εκπομπή «ένας Άμλετ για το δρόμο», τηλεφωνική συνέντευξη ενώ βρισκόταν ακόμα στη Γερμανία. Γενναιόδωρος με το χρόνο που τελικά αφιέρωσε στην συζήτηση μας και το πάθος με το οποίο απάντησε στις ερωτήσεις, μίλησε για όσα τον ενδιαφέρουν αυτήν την εποχή. Όσα «συνθλίβουν τις ανθρώπινες ζωές». 

Την πατριαρχία, το νεοφιλελευθερισμό, το ταξικό χάσμα που διαρκώς μεγαλώνει, την αποτυχία της αριστεράς να ανταπεξέλθει στο ρόλο της, την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, Την κοινωνική βία. Όσα «σκότωσαν τον πατέρα του» Και βέβαια, μίλησε για το θέατρο. Το θέατρο στην «μετα-ψηφιακή εποχή». Το θέατρο του, που όλο και περισσότερο θέλει να είναι κοντά στον ακτιβισμό., κοντά στους νέους διανοητές-ακτιβιστές, όπως τον Εντουάρ Λουί αλλά και τον Ντιντιέ Εριμπόν, που το έργο του «Επιστροφή στη Ρενς» τον βοήθησε να συγχωρήσει τον δικό του, βίαιο πατέρα. Έναν πατέρα που έπρεπε, όταν ήταν παιδί, να επιβιώσει χωρίς παπούτσια μέσα στο χιόνι.

Το έργο «ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» είναι το δεύτερο αυτοβιογραφικό αφήγημα του Εντουάρ Λουί που ανεβάζετε μετά την Ιστορία της βίας, το 2018. Τι είναι αυτό που έχει τόσο ενδιαφέρον για εσάς στα κείμενα του ώστε να μεταφέρετε στη σκηνή δύο από τα έργα του σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Και γενικότερα, πως επιλέγετε κάθε φορά τα κείμενα που σκηνοθετείτε;

Δεν επιλέγω εγώ τα έργα, τα έργα επιλέγουν εμένα. Αυτή είναι περίπτωση του Εντουάρ Λουί όπως και του Ντιντιέ Εριμπόν που είναι πολύ σημαντικός και για την γραφή του Λουί, υπήρξε κάτι σαν πνευματικός του πατέρας. Ο Ντιντιέ έγραψε ένα βιβλίο που είναι για μένα ορόσημο στη σύγχρονη λογοτεχνία και στην κοινωνιολογική σκέψη, «Η Επιστροφή στη Ρενς», όπου αναπτύσσει γιατί η ακροδεξιά ανατέλλει στην Ευρώπη και πως αυτό συνδέεται με την αριστερά, τη διαφθορά της αριστεράς, την αποτυχία της αριστεράς να ανταπεξέλθει στον ιστορικό της ρόλο. Αυτό το θέμα συνδέεται με έναν τρόπο με το έργο του Λουί, που μιλάει για τον πατέρα του που ανήκει στην εργατική τάξη, τον ομοφοβικό πατέρα του που ψήφιζέ την ακροδεξιά και που ένιωθε πάντα απροστάτευτος από τα άτομα που είχαν εξουσία, από την κυβέρνηση, που υπέφερε από τις τεράστιες περικοπές στην δημοσιά υγεία και την κοινωνική πρόνοια. 

Έτσι στο τέλος της ημέρας, η απάντηση στην ερώτηση «ποιος σκότωσε τον πατέρα μου¨ είναι οι νεοφιλελεύθερες περικοπές στην κοινωνική πρόνοια, αυτό είναι ένα θέμα που έχω πάντα στην καρδιά μου και ασχολούμαι με αυτό παθιασμένα γιατί πιστεύω πως μέρος του προβλήματος της ανόδου της ακροδεξιάς συνδέεται με το νεοφιλελεύθερο σύστημα, το ταξικό χάσμα που ολοένα μεγαλώνει, όλο και περισσότεροι άνθρωποι στη φτώχεια, όλο και πιο αδύναμη μεσαία τάξη και από την άλλη ακραίος πλούτος για λίγους και δυστυχώς αυτό το εκμεταλλεύεται η ακροδεξιά, ενώ το ξεχνά η αριστερά, ξεχνά το ερώτημα «τι μπορούμε να προσφέρουμε εμείς» και έτσι έχουμε μόνο την ηλίθια, ψεύτικη απάντηση της ακροδεξιάς που λέει ότι θα έχουμε δουλειές αν διώξουμε τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, που βεβαίως δεν είναι μια αληθινή απάντηση στο πρόβλημα. Όλα αυτά είναι στην καρδιά της παράστασης μας. Από την άλλη, η ιστορία του Λουί είναι επίσης μια βαθιά συναισθηματική ιστορία για ένα νεαρό γκέι αγόρι, ένα νεαρό γκέι που παλεύει να του επιτραπεί να ζήσει τη ζωή του όπως θέλει, να είναι ο εαυτός του και τις σχέσεις του με τον πατέρα του, έναν ομοφοβικό, μάτσο άντρα που δεν τόλμησε ποτέ να δείξει την θηλυκή πλευρά του.

stighmiotipo-2022-10-05-113345-mm.png

Έχει ενδιαφέρον ότι επιλέξατε να ερμηνεύσει τον εαυτό του ο ίδιος ο συγγραφέας αν και δεν είναι ηθοποιός. Ήταν αυτή μια ριψοκίνδυνη επιλογή; Και αν ναι, γιατί αποφασίσατε να πάρετε ένα τέτοιο ρίσκο;

Φυσικά και ήταν μια ριψοκίνδυνη επιλογή, αλλά αγαπώ το ρίσκο και τις προκλήσεις. Η παραγωγή στην πραγματικότητα ήταν ένα είδος πειράματος. Ήμασταν 10 μέρες στο Παρίσι με το προηγούμενο έργο του, την «Ιστορία της βίας» και ζήτησα από τον Εντουάρ αν θα ήθελε να έρχεται στη διάρκεια της μέρας όταν το θέατρο θα ήταν άδειο, να προβάρουμε μαζί το νέο του έργο, να δοκιμάσει να παίξει ο ίδιος τον εαυτό του. Έτσι, μετά από δέκα μέρες προβών, κάναμε μια παράσταση για το κοινό και είχε τεράστια επιτυχία, γράφτηκε ένα απίστευτο άρθρο στους New York Times, -δεν ξέραμε καν ότι είχαμε δημοσιογράφους στην αίθουσα, εμείς κάναμε μια παράσταση για τους φίλους μας. Μετά από αυτή την επιτυχία σκεφτήκαμε ότι θα ήταν καλή ιδέα να δουλέψουμε λίγο ακόμα με το έργο, να το κάνουμε κανονική παράσταση και να τη δείξουμε παντού. Παίξαμε στο Παρίσι, στο Βερολίνο, την Ιταλία, πήγαμε για τρεις εβδομάδες στη Νέα Υόρκη. 

Ο Εντουάρ αποδείχτηκε εξαιρετικός περφόρμερ. Βεβαίως, για πολλούς ανθρώπους που παρακολουθούν τη δουλειά του, είναι ήδη ένα είδωλο. Στην παράσταση, ο θεατής μπορεί να έρθει πιο κοντά του, να καταλάβει καλύτερα την προσωπικότητα του. Είναι στη σκηνή μπροστά στα ματιά όλων και λέει τη ζωή του, κάτι που κάνει και με το γράψιμο του, δεν είναι μυθοπλασία, δεν επινοεί ιστορίες, γράφει όσα συνέβησαν στον ίδιο. Ίσως δεν είναι τόσο εύκολο σωματικά, να παίζει για παράδειγμα τρεις συνεχόμενες εβδομάδες στη Νέα Υόρκη, αλλά για εκείνον και για μένα αυτό είναι ένα είδος πολιτικού ακτιβισμού, ένας τρόπος ενδυνάμωσης άλλων ανθρώπων, ένας τρόπος εμψύχωσης νέων γκέι ανθρώπων από την εργατική τάξη.

Αναρωτιέμαι αν θα παίζατε εσείς αυτόν τον ρόλο στη σκηνή;

Αυτός δεν είναι ο δικός μου ρόλος.

Ποιος είναι ο δικός σας ρόλος;

Έπαιξα στην «Επιστροφή στη Ρενς», ένα έργο που σκηνοθέτησα αλλά επέλεξα να είμαι και στη σκηνή στις παραστάσεις που δώσαμε στο Αμβούργο και στην Ιταλία.

Ο πατέρας του Εριμπόν εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο και δούλευε εργάτης σε εργοστάσιο, αλκοολικός και, ψηφοφόρος της άκρας δεξιάς όπως και ο πατέρας μου, στρατιώτης και εξαιρετικά βίαιος με τη γυναίκα του και τα παιδιά του…

Και στα δύο έργα η πατριαρχία συνθλίβει ζωές.

Αυτό που περιγράφει ο Λουί είναι ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου κυριαρχεί ένα μάτσο αντρικό μοντέλο, οι άντρες της εργατικής τάξης σ’ αυτό το μοντέλο εγκαταλείπουν το σχολείο νωρίς και μπαίνουν στην εργασία από τα 15, βγάζουν χρήματα και πίνουν κάθε βράδυ, δεν πολυνοιάζονται για την οικογένεια, για τις γυναίκες τους και κυριαρχούνται από την ιδέα του αρσενικού που είναι κατακτητής, που επιβάλλεται ακόμα και σωματικά. Αυτό το αντρικό ιδεώδες καταστρέφει όχι μόνο τη δυνατότητα τους να αυτοπροσδιοριστούν αλλά, πρώτα απ’ όλα, τη δυνατότητα τους να έχουν εκπαίδευση, που είναι προϋπόθεση για την εργατική τάξη να ανέλθει κοινωνικά, να έχει καλύτερη ζωή, πολιτική σκέψη, να αναποδογυρίσει την τάξη αυτού του κόσμου, αν θέλετε. Η εκπαίδευση είναι το κλειδί, αλλά αν είσαι αιχμάλωτος του αντρικού μοντέλου που προανάφερα δεν μπορείς να ακολουθήσεις αυτόν το δρόμο και παραμένεις στη φυλακή που έχει φτιαχτεί για σένα, για την εργατική τάξη

Ο Εντουάρ Λουί γράφει: Ο Ξαβιέ Μπερτράν, ο Ζακ Σιράκ, Φρανσουά Ολλάντ, η Μιριάμ ελ Κομρί, ο Εμανουέλ Μακρόν και ο Νικολά Σαρκοζί σκότωσαν τον πατέρα μου. Γιατί δεν αναφέρουμε ποτέ αυτά τα ονόματα σε μια βιογραφία;¨Τι απαντάτε εσείς σε αυτήν την ερώτηση;

Αυτό που κάνει ο Λουί είναι να δώσει στη βίαιη δομή ένα πρόσωπο. Ίσως μοιάζει παιδικό να δείχνεις με το δάχτυλο τα πρόσωπα που θεωρείς υπεύθυνα για την βαρβαρότητα ενός πολιτικού συστήματος, είναι όμως πολύ δυνατό γιατί ξαφνικά γίνεται αντιληπτό ότι η πολιτική είναι μεν δομή αλλά είναι και ανθρώπινες αποφάσεις από συγκεκριμένα πρόσωπα που στο τέλος της ημέρας θα πρέπει να κριθούν για τις πράξεις τους. Έχει μεγάλη δύναμη να τους δείχνεις με το δάχτυλο και να λες πως αυτό συνέβη εξαιτίας της δικής σου απόφασης, εξαιτίας της δικής σου απόφασης ο μπαμπάς μου είχε πέντε ευρώ λιγότερα στο λογαριασμό του κάθε μήνα και αν το μηνιαίο εισόδημα του ή το κοινωνικό επίδομα είναι 200 ευρώ, τότε τα πέντε ευρώ είναι πολύ σημαντικά για μια οικογένεια, είναι φαγητό, είναι σχολικά βιβλία, είναι παπούτσια, είναι ρούχα. 

Οι άνθρωποι που κερδίζουν πολύ περισσότερα δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει αυτό. Αυτές οι πολιτικές έχουν πολύ συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Αν την ίδια στιγμή μειώνονται οι φόροι για τους πλούσιους ενώ μειώνονται τα χρήματα για τους φτωχούς υπάρχει μια μεγάλη αντίθεση. Αυτός είναι ο λόγος που ο Λουί κατονομάζει τα πρόσωπα που πήραν συγκεκριμένες αποφάσεις. Θέλει να τους αποδοθεί η ευθύνη αυτών των αποφάσεων και να είναι ενήμεροι και οι αναγνώστες του βιβλίου για αυτές τις ευθύνες.

Ο συγγραφέας μοιάζει να έχει συγχωρήσει τον πατέρα του για όσα υπέφερε εξαιτίας του, αντιλαμβανόμενος τις πολιτικές δυνάμεις που διαμόρφωσαν τη συμπεριφορά του. Μπορείτε να πείτε κι εσείς το ίδιο για τον δικό σας πατέρα;

Όταν διάβασα την «Επιστροφή στη Ρενς» του Ντιντιέ Εριμπόν κατάλαβα πολλά για τη σχέση μου με τον πατέρα μου. Ο Ντιντιέ λέει, όπως και ο Εντουάρ στο τέλος του βιβλίου του, ότι ο πατέρας του ήταν προϊόν της κοινωνικής βίας. Η βία με την οποία ήρθε αντιμέτωπος στην κοινωνία του ήταν αυτή που τον διαμόρφωσε Δεν είχα δει ποτέ τον πατέρα μου με αυτά τα γυαλιά αλλά διαβάζοντας το βιβλίο του Ντιντιέ κατάλαβα ότι και ο δικός μου πατέρας, η συμπεριφορά του, ήταν αποτέλεσμα της κοινωνικής βίας μέσα στην οποία μεγάλωσε και πάλεψε για να επιβιώσει. Ο μπαμπάς μου ήταν ένας πολύ φτωχός άνθρωπος, ήταν ράφτης και στην παιδική του ηλικία δεν είχε παπούτσια το χειμώνα. Προσπαθούσε να μου εξηγήσει πως γίνεται να επιβιώνει κανείς χωρίς παπούτσια στο χιόνι.

Ίδια ιστορία, διαφορετική χώρα. Στο τέλος του έργου, ο πατέρας σαν άλλος Οιδίπους, κατεστραμμένος πια μοιάζει να αλλάζει, να έχει βρει το φως του και λέει στον γιο του «είχες δίκιο, είχες δίκιο αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια γερή επανάσταση». Τι είδους επανάσταση θα μπορούσε να είναι η λύση σε μια τέτοια τραγωδία;

Νομίζω ότι όλοι γνωρίζουμε τι πηγαίνει λάθος και πως μπορούμε να κάνουμε καλύτερα τα πράγματα για τα ζητήματα της κοινωνικής ισότητας και της ισότητας των φύλων. Ναι, όλοι πρέπει να νοιαζόμαστε για την ευημερία της χώρας μας αλλά στο τέλος της ημέρας θα πρέπει να καταργήσουμε όλα τα σύνορα, όλα τα έθνη. Αυτός θα έπρεπε να είναι ο σκοπός μας. Για μένα δεν έχει καμία σημασία αν είμαι Γερμανός και ο Εντουάρ Γάλλος, είμαστε όλοι ανθρώπινα πλάσματα. Όλοι ξέρουμε ότι καθώς εμείς υποφέρουμε από την κλιματική αλλαγή και την καταστροφή της υπερθέρμανσης του πλανήτη, την ίδια στιγμή κάποιος από τους δισεκατομμυριούχους αυτού του πλανήτη στέλνει πυραύλους στον ουρανό για να φτιάξει διαστημικό τουρισμό. Είναι τεράστια η σύγκρουση, το που ξοδεύουν τα χρήματα τους οι πλούσιοι αυτού του πλανήτη για τις ιδιωτικές τους απολαύσεις και τα διαστημικά τους ταξίδια, την ίδια στιγμή που εμείς δεν γνωρίζουμε πως θα επιβιώσει ο πλανήτης για την επόμενη γενιά.

Ποιος είναι ο ρόλος της Τέχνης, του θεάτρου σε όλα αυτά; Όταν σας ρωτούν αν το θέατρο μπορεί να αλλάξει τις καταστάσεις που συνδέονται με την κοινωνική αδικία, να επηρεάσει τις ανθρώπινες συμπεριφορές απαντάτε: «Δεν νομίζω» Ποιο είναι το νόημα τότε, γιατί υπάρχει το θέατρο, γιατί κάνετε θέατρο, ποιος είναι ο δικός σας στόχος;

Δεν ξέρω γιατί υπάρχει το θέατρο, κάνω απλώς αυτό που είναι ενδιαφέρον και σημαντικό για μένα. Έχω σημαντική αναγνώριση σε πολλές χώρες του κόσμου και αυτό με κάνει να νιώθω υποχρεωμένος όχι μόνο να ανεβάζω τους κλασικούς αλλά να προωθώ νέους και ανερχομενους συγγραφείς και ακόμα παραπέρα, να βοηθώ με τη φήμη που έχει το θέατρο μου, διανοητές και συγγραφείς, όπως ο Εντουάρ και ο Ντιντιέ που έχουν ακτιβιστική άποψη για τον κόσμο, να γίνουν περισσότερο γνωστοί παγκοσμίως. 

Πιστεύω ότι οι ιδέες τους είναι σημαντικές για τον κόσμο και το θέατρο είναι ένας από τους ελάχιστους χώρους που έχουμε ακόμα την ελευθερία να επιλέγουμε τις ιστορίες μας, κάτι που είναι πολύ δύσκολο με την τηλεόραση και το σινεμά, όπου κυριαρχούν τα εμπορικά κριτήρια. Έτσι προσπαθώ να προωθώ αυτούς τους καλλιτέχνες κι αυτές τις ιδέες με το θέατρο μου αλλά στο τέλος της ημέρας το κάνω για μένα, νιώθω τόσο τυχερός που το κοινό μου συμμερίζεται όλα αυτά που ενδιαφέρουν εμένα, όλα τα ερωτήματα με τα οποία είμαι παθιασμένος. Ποτέ δεν πηγαίνω εκεί που είναι το κοινό μου, πηγαίνω πάντα εκεί που νιώθω την ανάγκη να πάω και το κοινό με ακολουθεί. Αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο σε όλη μου την πορεία.

Μια πορεία που ξεκίνησε το 1990, περισσότερα από 30 χρόνια πλέον. Έχετε αλλάξει, μέσα σ’ αυτά χρόνια; τον τρόπο που σκέφτεστε για το θέατρο, τον τρόπο που δουλεύετε; Πως διεκδικεί το θέατρο τη θέση του στη σύγχρονη εποχή;

Είναι όλο και πιο καθαρό για μένα ότι οι ηθοποιοί μου, ο τρόπος που δουλεύω μαζί τους είναι το πιο σημαντικό κομμάτι της δουλειάς μου. Το θέατρο σε αντίθεση με τη λογοτεχνία ή το σινεμά, συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας, είναι μια στιγμή που μοιραζόμαστε κι αυτό κρύβει κάτι πολύ ρομαντικό. Είναι ένα δώρο, μια ενέργεια που απελευθερώνεται από τους ηθοποιούς και προσφέρεται στο κοινό, μια στιγμή μεταξύ μας. Στις μέρες μας μια τόσο άμεση επικοινωνία είναι όλο και πιο σπάνια. 

Επικοινωνούμε μέσα από την οθόνη, μέσα από το zoom, με email και κλείνουμε τη μέρα μας πάλι μπροστά στην οθόνη βλέποντας Netflix. Όλη η επικοινωνία γίνεται με διαμεσολάβηση, η μόνη περίπτωση να μην υπάρχει οθόνη ανάμεσα σε μας και στους ανθρώπους που λένε μια ιστορία είναι στο θέατρο. Κι αυτή είναι η ευκαιρία του θεάτρου να προσεγγίσει τους νέους ανθρώπους. Έχω την αίσθηση πως αυτή η γενιά θα είναι μια μετα-ψηφιακή γενιά, Οι νέοι άνθρωποι μεγαλώνουν σαν κάτοικοι του ψηφιακού κόσμου αλλά έχουν κουραστεί από το ψηφιακό storytelling. Ξέρω πολλούς νέους γύρω στα 20 που παράτησαν το Instagram, παράτησαν το facebook, σταμάτησαν τα κοινωνικά δίκτυα, μεγάλωσαν με αυτά αλλά τώρα θέλουν την πραγματική ζωή. Το θέατρο μπορεί να είναι μέρος της απάντησης σ’ αυτό το αίτημα γιατί είναι πραγματική ζωή, συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας χωρίς photoshop, χωρίς μοντάζ, δεν λέει ψέματα. Το θέατρο δεν μπορεί να πει ψέματα.

Έχει πολύ ενδιαφέρον να μιλάτε για μια μετα-ψηφιακή νέα γενιά και για ένα μετα-ψηφιακό θέατρο, όταν στη διάρκεια της πανδημίας σχεδόν πιστέψαμε ότι και το θέατρο θα είναι πια, όλο και περισσότερο, ψηφιακό.

Ποτέ δεν πίστεψα κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν έκανα ψηφιακό θέατρο. Στην Σαουμπίνε είχαμε on-line πρόγραμμα. Είμαστε αρκετά τυχεροί ώστε τα τελευταία πενήντα χρόνια να έχουν καταγραφεί για την τηλεόρασή αρκετές από τις παραστάσεις μας με πολύ υψηλά επαγγελματικά, κινηματογραφικά κριτήρια, 8 με 12 κάμερες και σπουδαίο μοντάζ. Αλλά δεν κάναμε θέατρο ψηφιακά και ειλικρινά δεν είδα τίποτα από όσα ψηφιακά έγιναν μέσα στην πανδημία που να ανατινάξει το μυαλό μου. Υπάρχει ένα μέσο εδώ και 130 χρόνια που βάζει το story telling σε ένα πλαίσιο, σε μια οθόνη και αυτό λέγεται σινεμά. Και δεν μπορεί να συγκριθεί το ψηφιοποιημένο θέατρο με το σινεμά. Το σινεμά είναι ο τρόπος να πεις μια ιστορία στην οθόνη.

Ενώ το θέατρο λέει την ιστορία εδώ και τώρα, σε μια σκηνή. Να κλείσουμε με ένα στίχο του Σαίξπηρ; αν όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή και εμείς, άντρες και γυναίκες, απλώς ηθοποιοί, σε ποιο έργο παίζουμε αυτήν την εποχή;

Παίζουμε σε μια τραγική κωμωδία.

Τι τίτλο θα δίνατε;

«Τιτανικός»

Μα αυτό είναι σινεμά!

Μιλώ για το πραγματικό γεγονός. Το πλοίο βουλιάζει και η ορχήστρα συνεχίζει να παίζει.

Δεν ακούγεται και πολύ αισιόδοξο…

Εσείς με ρωτήσατε κι εγώ απάντησα…

Σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή την συνέντευξη. Σας περιμένουμε στη Θεσσαλονίκη.

Κι εγώ ανυπομονώ να έρθω, ξέρετε πόσο αγαπάω την Ελλάδα.

Μετά την παράσταση θα συνεχίσετε το ταξίδι σας στην Αθήνα;

Ναι, ολιγοήμερες διακοπές με τους φίλους μου, να απολαύσουμε ωραίες βόλτες, ελπίζουμε για λίγο ήλιο, καλό φαγητό και να χαρούμε την ατμόσφαιρα εκεί. θα είμαστε οι τέσσερις, ο Εντουάρ Λουί, ο Ντιντιέ Εριμπόν και ο Ζεφρουά ντε Λαγκανερί, είμαστε όλοι μεγάλοι θαυμαστές της Ελλάδας

Σας περιμένουμε λοιπόν. Σας ευχαριστώ για αυτή την συνέντευξη.

Ανυπομονώ να έρθω στη Θεσσαλονίκη. Κι εγώ ευχαριστώ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα