Πάσχουμε όλοι πια από κατάθλιψη;
Η διάγνωση φαίνεται να ταιριάζει σε ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων, δεν πάσχουν τα άτομα ή ολόκληρο το ιατρικό σύστημα, αλλά το το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζουν.
Ξαφνικά, πολλοί άνθρωποι φαίνεται να πληρούν τα κριτήρια για να χαρακτηριστούν ως πάσχοντες με κλινική κατάθλιψη και οι γιατροί προσπαθούν να ξεχωρίσουν ποιοι χρειάζονται επείγουσα ιατρική παρέμβαση και ποιοι αποτελούν απλά το νέο “φυσιολογικό”.
Η καραντίνα έχει λάβει τέλος. Τουλάχιστον προσωρινά. Τι έχει αφήσει όμως πίσω της στον καθένα μας εσωτερικά; Ίσως η σωστή λέξη είναι «μούδιασμα». Ένα είδος απόσπασης ή απομάκρυνσης από την πραγματικότητα. H Deb Hawkins, tech analyst στο Michigan, περιγράφει το αίσθημα του να είναι κάποιος αποκλεισμένος σπίτι του κατά τη διάρκεια της πανδημίας σαν να «υπνοβατεί μέσα στη ζωή του» ή να «προσπαθεί να προχωρήσει μέσα σε μία ψυχική και σωματική κινούμενη άμμο». Η ίδια ένιωθε να λειτουργεί σε δύο χρόνους: από τη μία απλά διεκπεραίωνε ενώ βαθιά μέσα της «σιγόβραζε» ο θυμός.
Η πανδημία του κορωνοϊού «στιγμάτισε» τον κόσμο με σημαντικές απώλειες: ανεργία, απομόνωση, στασιμότητα, οικονομική καταστροφή, αρρώστιες και εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους παγκοσμίως. Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται χαμένοι και απελπισμένοι και μπαίνουν σε μία κατάσταση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κατάθλιψη.
Τον περασμένο μήνα, η Jennifer Leiferman, ερευνήτρια στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Colorado διαπίστωσε μία μεγάλη αύξηση στα συμπτώματα κατάθλιψης στις Η.Π.Α. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, περίπου το 23% των κατοίκων του Colorando παρουσίασαν συμπτώματα κλινικής κατάθλιψης.
Πρόκειται όμως για τον ορισμό της κλινικής κατάθλιψης που γνωρίζουμε ως τώρα; Αισθήματα αδιαφορίας, αναξιότητας και απελπισίας, είναι πλέον αρκετά συνηθισμένα ώστε να θεωρούνται φυσιολογικά. Σύμφωνα με τους ψυχιάτρους, αυτό που αντιμετωπίζουν πλέον δεν είναι μία πραγματική αύξηση της “νόσου του εγκεφάλου” και της διαταραχής των νευροδιαβιβαστών, που χαρακτηρίζουν την κλινική κατάθλιψη αλλά μία σειρά από περιστατικά στη ζωή του ασθενούς που οδηγούν σε ένα παρόμοιο νευροχημικό μείγμα. Αυτό δημιουργεί κι ένα «διαγνωστικό αίνιγμα»: τα σημάδια κατάθλιψης που εμφανίζονται υποδηλώνουν μία παροδική αδιαθεσία λόγω του lockdown ή μία σοβαρή ιατρική ασθένεια; Οι κλινικοί γιατροί λοιπόν καλούνται να αποφασίσουν ποια τακτική θα ακολουθήσουν για τα άτομα με νέα ή επιδεινούμενα συμπτώματα: να διαγνώσουν εκατομμύρια άτομα με κατάθλιψη ή να «χτυπήσουν» το πρόβλημα στον πυρήνα του που είναι οι κοινωνικές συνθήκες που μας περιβάλλουν.
Ο Andrew Solomon, συγγραφέας του βιβλίου «The Noonday Demon: An Atlas of Depression», χωρίζει τους ανθρώπους σε 4 κατηγορίες ανάλογα με τον τρόπο που ανταποκρίνονται στην τρέχουσα κρίση. Οι δύο είναι ξεκάθαρες: Στην πρώτη ανήκουν οι άνθρωποι που διαθέτουν μεγάλα αποθέματα αντοχής και όταν τους ρωτάς πώς είναι, σου απαντάνε «καλά» και το εννοούν πραγματικά. Στη δεύτερη, βρίσκονται άτομα στο άλλο άκρο, πάσχουν ήδη από μείζονα κατάθλιψη και κάτω από αυτές τις συνθήκες τα συμπτώματά τους κινδυνεύουν να κλιμακωθούν. Αυτοί οι άνθρωποι χρειάζονται άμεση ιατρική περίθαλψη και ίσως χρειαστεί να νοσηλευτούν.
Οι άλλες δύο ομάδες βρίσκονται κάπου στη μέση. Η μία αποτελείται από εκατομμύρια ανθρώπους που τώρα εκδηλώνουν πραγματικά καταθλιπτικά συμπτώματα ωστόσο μπορούν να επανέλθουν με ήπια αντιμετώπιση. Έχουν ανάγκη από τη δημιουργία μίας ρουτίνας που θα αποτελείται από επαρκή ύπνο και τροφή, μείωση του αλκοόλ και άλλων ουσιών, άσκηση, και αποφυγή εμμονής με τις ειδήσεις.
Η τέταρτη ομάδα περιλαμβάνει άτομα που αρχίζουν τώρα να αναπτύσσουν κλινική κατάθλιψη. Δεν χρειάζονται ένα πρόγραμμα ευεξίας, αλλά ουσιαστική ιατρική βοήθεια. Μπορεί εξ’ όψεως να είναι καλά και έως τώρα να ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν φυσιολογικές δυσκολίες, ωστόσο είχαν πάντα την τάση να αναπτύξουν κατάθλιψη. Σύμφωνα με τον Solomon, τα άτομα αυτά ισορροπούν ανάμεσα στο φυσιολογικό και το παθολογικό και ίσως μέχρι τώρα δεν είχαν την ευκαιρία ή τους πόρους να αναζητήσουν προληπτικά θεραπεία.
Όσο νωρίτερα εντοπιστούν οι συγκεκριμένοι τύποι κατάθλιψης, τόσο καλύτερα τα άτομα θα μπορούν να οδηγηθούν προς τη σωστή θεραπεία. Ωστόσο, το σύστημα ψυχικής υγείας ανέκαθεν δυσκολευόταν στον εντοπισμό και τη βοήθεια των ανθρώπων σε αρχικό στάδιο, λόγω τόσο της περιορισμένης πρόσβασης πολλών στην υγεία, όσο και του φόβου του κοινωνικού στίγματος. Σην παρούσα φάση, εν μέσω αυτής της πανδημίας, οι ψυχίατροι και δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση τοσων ασθενών, αλλά βρίσκουν και εμπόδια στη διάγνωση που σχετίσονται με μεταβλητές απόστασης, όγκου και σύγχυσης των συμπτωμάτων.
Συνήθως απαιτούνται μεγάλης διάρκειας προσωπικές συνεντεύξεις, και μέσω βιντεοκλήσεων δεν μπορεί κανείς να διακρίνει εύκολα τα πραγματικά συμπτώματα, λέει η θεραπεύτρια τραύματος, Meghan Jarvis.
Οι ψυχίατροι προσπαθούν να διακρίνουν τα περιστατικά που είναι πραγματικά σοβαρά και να δώσουν σε αυτά προτεραιότητα, καθώς δεν έχουν τα απαραίτητα μέσα για να τα ανιμετωπίσουν όλα. «Βλέπουμε μόνο ανθρώπους που πρέπει οπωσδήποτε να είναι εδώ», λέει η Jennifer Rapke, επικεφαλής της συμβουλευτικής ομάδας ασθενών στο Νοσοκομείο Παίδων Upstate Golisano της Νέας Υόρκης. “Οι ήπιες περιπτώσεις αφήνονται στην άκρη”.
Συγκεκριμένα στις ΗΠΑ, αυτό που συνέβη με τα συμπτώματα κατάθλιψης μοιάζει με αυτό που συνέβη και με τα αντίστοιχα του COVID-19: άρχισαν να συσσωρεύονται προτού γίνει αντιληπτό πόσο έχουν εξαπλωθεί. Ετσι και οι γιατροί της ψυχικής υγειας αντιμετωπίζουν ένα καθυστερημένο «κύμα» σοβαρής κατάθλιψης καθώς και δύσκολες αποφάσεις που πρέπει να πάρουν σχετικά με τις θεραπείες.
Ο αόριστος ορισμός της κατάθλιψης υπήρξε πάντα πηγή ακαδημαϊκής έντασης με σοβαρές συνέπειες. Μεταξύ των πολλών προκλήσεων που θέτει η πανδημία αυτή είναι ως προς τα όρια της ικανότητας της ιατρικής να «αποστάξει» τον ανθρώπινο πόνο σε έναν συγκεκριμένο διαγνωστικό κώδικα.
Άλλωστε, η ψυχιατρική έγινε ιατρική ειδικότητα και δημιούργησε συστηματικές προσεγγίσεις στη θεραπεία κατά τελευταίο μισό του 20ου αιώνα. Η διαδικασία για τη διάγνωση μιας κατάστασης στην ψυχιατρική δεν μπορεί να είναι απλή και αντικειμενική καθώς δεν έχει να κάνει με κάτι απτό, όπως ένα σπασμένο κόκαλο ή μία καρδιακή προσβολή. Αλλά έχει δημιουργήσει μία κοινή βασική «γλώσσα» για το τι εννοεί ένας ψυχίατρος όταν διαγιγνώσκει κατάθλιψη σε έναν ασθενή.
Όμως, όπως κατέστησε σαφές η πανδημία, η γλώσσα αυτή δεν επαρκεί για να εξηγήσει όλους τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι αισθάνονται αυτό που ονομάζουμε κατάθλιψη, ακόμα και όταν δεν χρειάζονται ιατρική παρέμβαση. Οι εύλογες προσπάθειες τυποποίησης της διαγνωστικής διαδικασίας έχουν δημιουργήσει ένα ψευδές δυαδικό στοιχείο όπου ένα άτομο είτε έχει είτε δεν έχει κατάθλιψη.
Ο James Hollis, αναλυτής ψυχοδυναμικής και συγγραφέας του βιβλίου “Living Between Worlds: Finding Resilience in Changing Times”, δίνει έναν ορισμό της κατάθλιψης, εκτός ιατρικής: ένα αποτέλεσμα της «ενδοψυχικής έντασης», μιας σύγκρουσης μεταξύ δύο περιοχών της ψυχής μας ή της ταυτότητάς μας. Η ένταση δημιουργείται, παρατηρεί ο Hollis, «όταν είμαστε αναγκασμένοι να γνωρίσουμε τον εαυτό μας με νέους τρόπους».
Πολλοί Αμερικανοί φαίνεται να βιώνουν κάτι σαν αυτή την ένταση κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οι άνθρωποι που αυτοπροσδιορίζονται από τη δουλειά τους μπορεί να χάσουν μια βασική αίσθηση του εαυτού τους εάν τη σταματήσουν. Σε τέτοιες στιγμές, λέει ο Hollis, πολλοί άνθρωποι υποτροπιάζουν. Άλλοι προσπαθούν να ξεφύγουν – είτε οργανώνοντας ένα ήδη καλά οργανωμένο συρτάρι με κάλτσες, είτε ζημώνοντας ψωμί που δε χρειάζονται, είτε περνώντας ώρες στο Instagram.
Για τα άτομα των οποίων η αντίδραση στην πανδημία μετατρέπεται από έντονη ανησυχία σε γενική δυσφορία, η Jarvis συνιστά αντιμετώπισή της όχι απαραίτητα με φάρμακα, αλλά με μία σειρά απλών καθημερινών εργασιών ώστε το άτομο να μένει συνεχώς απασχολημένο.
Τα μικρά απλά βήματα δεν θα λειτουργήσουν για όλους, ωστόσο θα βοηθήσουν τα άτομα που βρίσκονται σε μία υποκλινική κατάσταση να γλιτώσουν τα χειρότερα, ενώ ταυτόχρονα δίνεται ο χώρος και χρόνος στους ασθενείς που χρειάζονται πραγματική ιατρική βοήθεια.
Εν κατακλείδι, ένα τόσο μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού δεν μπορεί να πάσχει από κλινική κατάθλιψη. Κι όταν η διάγνωση αυτή φαίνεται να ταιριάζει σε ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων, δεν πάσχουν τα άτομα ή ολόκληρο το ιατρικό σύστημα, αλλά το το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζουν.
Κι αν κάποιοι βρίσκουν τρόπους για να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση και να αντλήσουν χαρά από αυτή, κάποιες βασικές ανάγκες πρέπει να ικανοποιηθούν. Αυτό σημαίνει εξάλειψη πηγών άγχους, που προέρχονται από οικονομική ή επιστιστική ανασφάλεια. Στο Κολοράντο, η ομάδα της Leiferman συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που προσπαθούν να περιορίσουν το “τσουνάμι” των καταθλιπτικών συμπτωμάτων. “Το έθνος μας είναι υπό πίεση. Ίσως περισσότεροι άνθρωποι χρειάζονται (ιατρική) θεραπεία”, λέει. «Ίσως πρέπει, ως πληθυσμός, να κάνουμε περισσότερα για να ανακουφίσουμε το άγχος»
Πηγή: theatlantic.com