Πότε πρέπει να διακόψουμε δεσμούς με τους γονείς μας;

Πολλοί υποστηρίζουν ότι η αποξένωση από τα μέλη της οικογένειας αυξάνεται. Η απόφαση να κόψετε με τους γονείς σας είναι μεγάλη.

Μυρτώ Τούλα
πότε-πρέπει-να-διακόψουμε-δεσμούς-με-τ-771399
Μυρτώ Τούλα

Η αποξένωση μεταξύ των γονέων και των παιδιών τους είναι εκπληκτικά συχνή, όπως αποδεικνύουν έρευνες στο εξωτερικό. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η αποξένωση από τα μέλη της οικογένειας αυξάνεται. Η απόφαση να κόψετε με τους γονείς σας είναι μεγάλη.

Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2022, χρησιμοποιώντας στοιχεία από έρευνα σε περισσότερους από 8.500 ανθρώπους στις ΗΠΑ, αποκάλυψε ότι το 26% από αυτούς είχαν περιόδους αποξένωσης από τον πατέρα τους και το 6% από τη μητέρα τους κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 24 ετών. Αυτό περιελάμβανε και κάποια άτομα που εξακολουθούσαν να βλέπουν τους γονείς τους περιστασιακά. Μια παρόμοια έρευνα σε 10.200 άτομα στη Γερμανία διαπίστωσε ότι το 9% όσων απάντησαν είχαν βιώσει αποξένωση από τη μητέρα τους και το 20% από τον πατέρα τους σε μια περίοδο 13 ετών.

Σε μια άλλη αμερικανική έρευνα σε 1.340 άτομα που περιγράφεται λεπτομερώς σε ένα βιβλίο που δημοσιεύθηκε το 2020, ο κοινωνιολόγος Karl Pillemer του Πανεπιστημίου Cornell αναφέρει ότι το 10% είχε επί του παρόντος αποξενωθεί εντελώς από έναν γονέα ή ένα παιδί – δεν είχε καμία επαφή.

Η ψυχολόγος Ελένη Σαμπάνη εξηγεί: “Λέμε ότι το αίμα νερό δεν γίνεται. Η κοινωνία μας είναι γεμάτη με πεποιθήσεις που ενοχοποιούν τις προσωπικές επιλογές απέναντι σε παραδοσιακές δομές όπως αυτή της οικογένειας ή του φύλου. Το να κόψει κάποιος σχέσεις με τους γονείς του είναι μια πολύ δύσκολη και επώδυνη απόφαση. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι απαραίτητη για την ψυχική υγεία και την προσωπική ασφάλεια.

Αν οι γονείς αποφασίζουν να παραμένουν ίδιοι είναι μια επιλογή ως απάντηση στην πρόσκληση μας για μια καινούρια σχέση. Αν μετά από πολλές προσπάθειες για διάλογο, οριοθέτηση και επίλυση, δεν υπάρχει καμία αλλαγή στη συμπεριφορά τους, η διακοπή σχέσεων μπορεί να είναι μια επιλογή. 

Αν η κακοποίηση, σωματική, λεκτική, συναισθηματική ή σεξουαλική, είναι κάτι που συνεχίζεται ή δεν έχει αντιμετωπιστεί, η απομάκρυνση μπορεί να είναι απαραίτητη. Το ίδιο και αν υπάρχει παρουσία εξαρτητικών συμπεριφορών είτε συμπεριλαμβάνει ουσίες είτε όχι, ειδικά αν αυτές έχουν «νομιμοποιηθεί» και θεωρούνται ως φυσιολογικές στην ιστορία της οικογένειας.

Αν οι γονείς συνεχώς μειώνουν, ελέγχουν ή χειραγωγούν, και αρνούνται να σεβαστούν τα όρια, μπορεί να χρειαστεί να απομακρυνθεί κάποιος για να προστατεύσει τον εαυτό του.

Επιπλέον, όταν η σχέση έχει καταστεί τόσο δυσλειτουργική, που η συνέχιση της επιδρά καταστροφικά στην ψυχική υγεία, στην αυτοεικόνα και στις άλλες σχέσεις του ατόμου ή όταν το σύστημα δεν επιτρέπει την αυτονόμηση του ατόμου – για παράδειγμα, όταν η «αφοσίωση» στην οικογένεια και τις δυναμικές της εμποδίζει την προσωπική του εξέλιξη.

Συχνά παραδείγματα είναι να αρνούνται να μας δουν ως ενήλικες – παρεμβαίνουν συνεχώς στις αποφάσεις μας, υπονομεύουν τις σχέσεις ή τις επαγγελματικές επιλογές, θεωρούν ότι «ξέρουν καλύτερα». 

Όταν μας κάνουν να νιώθουμε ένοχοι ή ανεπαρκείς χρησιμοποιώντας συναισθηματικούς εκβιασμούς, όπως «εγώ σου έδωσα τα πάντα», όταν μας κρίνουν, συγκρίνουν ή μας κάνουν να νιώθουμε ότι τους χρωστάμε.”

Aπό την πλευρά της η ψυχολόγος Μάρθα Ξανθοπούλου προσθέτει: Η οικογένεια, ιδανικά, αποτελεί τον πρώτο και πιο καθοριστικό πυρήνα ασφάλειας, αποδοχής και συναισθηματικής σύνδεσης για κάθε άνθρωπο. Είναι ο χώρος όπου το παιδί μαθαίνει τι σημαίνει αγάπη, στήριξη και όρια· όπου διαμορφώνει την αίσθηση του εαυτού του μέσα από τη σχέση με τους γονείς του. Ωστόσο, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο αυτή η θεμελιώδης σχέση να γίνεται πηγή δυσφορίας, σύγχυσης ή και ψυχικού πόνου στην ενήλικη ζωή. Όταν οι σχέσεις με τους γονείς είναι δυσλειτουργικές, τότε η ανάγκη για ασφάλεια μετατρέπεται σε συνεχή μάχη για ψυχική επιβίωση.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αναγνώριση των δυσλειτουργικών δυναμικών, η οριοθέτηση και –σε ορισμένες περιπτώσεις– η απόσταση από τον γονέα μπορεί να είναι απαραίτητα βήματα για τη φροντίδα του εαυτού και την αποκατάσταση της εσωτερικής ισορροπίας.

Μια δυσλειτουργική σχέση με τους γονείς χαρακτηρίζεται από μοτίβα συμπεριφοράς που επαναλαμβάνονται και προκαλούν συναισθηματικό πόνο, σύγχυση ή αμφιβολία για τον εαυτό. Σε αυτές τις σχέσεις, τα όρια δεν είναι σαφή, η επικοινωνία είναι συχνά φορτισμένη ή ανύπαρκτη, και οι ανάγκες του παιδιού –ακόμα και ως ενήλικου– παραμένουν στο περιθώριο.

Μερικά συνηθισμένα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας σχέσης περιλαμβάνουν:

  • Έλεγχος: Όταν ο γονέας προσπαθεί να ελέγξει τις αποφάσεις, τις σχέσεις ή τον τρόπο ζωής του ενήλικου παιδιού, συχνά με τη μορφή «φροντίδας» ή «ανησυχίας».
  • Ενοχικότητα: Η χρήση φράσεων όπως «εγώ σε μεγάλωσα», «μου χρωστάς», ή η δημιουργία συναισθημάτων υποχρέωσης και ενοχής όταν ο ενήλικος προσπαθεί να ανεξαρτητοποιηθεί.
  • Συναισθηματική αποστασιοποίηση ή υπερβολική προσκόλληση: Ο γονέας μπορεί να είναι είτε συναισθηματικά ψυχρός και απών είτε να εμπλέκεται υπερβολικά και να εισβάλλει στην ιδιωτικότητα του παιδιού.
  • Χειριστική συμπεριφορά: Η προσπάθεια του γονέα να διαμορφώσει την πραγματικότητα ή τα συναισθήματα του παιδιού για να εξυπηρετήσει τις δικές του ανάγκες-χωρίς να σημαίνει ότι κάτι τέτοιο γίνεται συνειδητά από την πλευρά του γονέα.

Ακόμα κι όταν τέτοιες συμπεριφορές δεν γίνονται με κακή πρόθεση, έχουν επιπτώσεις: μειωμένη αυτοεκτίμηση, δυσκολία στις διαπροσωπικές σχέσεις, άγχος, συναισθηματική εξάντληση, ακόμα και ψυχοσωματικά συμπτώματα.”

H κ. Σαμπάνη αναλύει ωστόσο ότι: “Πριν την οριστική ρήξη, θα ήταν χρήσιμο να κατανοηθεί το «γιατί» της συμπεριφοράς των γονιών. Ποια είναι η ιστορία τους; Ποιοι μηχανισμοί τους κάνουν να δρουν με τον τρόπο που δρουν; Αυτό δεν σημαίνει δικαιολογία, αλλά προσφέρει κατανόηση – και από αυτήν τη θέση, μπορεί να προκύψει είτε μια πιο ώριμη απομάκρυνση, είτε η πιθανότητα μετασχηματισμού της σχέσης.

Η αποκοπή δεν σημαίνει πάντα ότι δεν τους αγαπάμε ή ότι δεν εκτιμάμε όσα έκαναν. Σημαίνει απλώς ότι βάζουμε όρια για να προστατέψουμε τον εαυτό σου. 

Η διακοπή της σχέσης δεν είναι το τέλος της ιστορίας. Μπορεί να είναι ένα μεταβατικό στάδιο, μια ευκαιρία για ανασυγκρότηση της προσωπικής μας ταυτότητας εκτός της επιρροής του παλιού συστήματος. Και κάποιες φορές, μέσα από αυτήν την απομάκρυνση, προκύπτει η πρώτη φορά που πραγματικά βλέπουμε τους γονείς μας όπως είναι – όχι μόνο όπως θα θέλαμε να είναι.”

Ενώ από την πλευρά της η κ. Ξανθοπούλου καταλήγει ξεκαθαρίζοντας πως η αναγνώριση αυτών  των δυναμικών είναι το πρώτο βήμα προς την αλλαγή και την αποκατάσταση μιας πιο υγιούς σχέσης – ή την επιλογή αποστασιοποίησης, όταν η αλλαγή δεν είναι εφικτή:

“Η οριοθέτηση είναι μια πράξη φροντίδας για τον εαυτό και τις σχέσεις μας. Δεν σημαίνει απομάκρυνση ή απόρριψη, αλλά την καθιέρωση ενός πλαισίου που επιτρέπει στο άτομο να προστατεύει την ψυχική του υγεία, να διατηρεί την αυτονομία του και να ορίζει τι είναι αποδεκτό και τι όχι μέσα στη σχέση με τον άλλον – ακόμη κι αν αυτός ο άλλος είναι ο ίδιος του ο γονέας.

Συχνά, ενήλικες που μεγάλωσαν σε δυσλειτουργικές οικογένειες δυσκολεύονται να θέσουν όρια, καθώς έχουν μάθει να ικανοποιούν τις ανάγκες των άλλων εις βάρος των δικών τους, ή φοβούνται ότι θα γίνουν «κακοί» ή αχάριστοι αν πουν “όχι”.

Η οριοθέτηση δεν είναι εγωιστική, είναι αναγκαία. Επιτρέπει στον ενήλικο να διαμορφώσει σχέσεις πιο ισότιμες και υγιείς, όπου οι ρόλοι δεν βασίζονται στην ενοχή, τον έλεγχο ή τον φόβο, αλλά στον αμοιβαίο σεβασμό.

Όταν η προσπάθεια οριοθέτησης αποτυγχάνει, για κάποιους ανθρώπους, η απομάκρυνση – προσωρινή ή μόνιμη – είναι το μόνο μέσο που απομένει για να προστατεύσουν τον εαυτό τους από μια συνεχιζόμενη επιβλαβή σχέση.

Η απομάκρυνση δεν σημαίνει απουσία αγάπης. “Σημαίνει ότι η σχέση, όπως λειτουργεί, προκαλεί βλάβη – και ότι όλα τα προηγούμενα βήματα (διάλογος, οριοθέτηση, προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της σχέσης) είτε δεν εφαρμόστηκαν, είτε δεν είχαν αποτέλεσμα. Μπορεί να αφορά λιγότερη επικοινωνία, διακοπή επαφών ή αποφυγή συγκεκριμένων θεμάτων ή συναντήσεων.

Παραδείγματα καταστάσεων όπου η απομάκρυνση μπορεί να είναι απαραίτητη:

  • Όταν ο γονέας παραβιάζει συστηματικά τα όρια του ενήλικου παιδιού, αγνοώντας τις εκκλήσεις για αλλαγή.
  • Όταν υπάρχει συναισθηματική ή λεκτική κακοποίηση.
  • Όταν κάθε επαφή αφήνει τον ενήλικο ψυχικά εξαντλημένο ή συναισθηματικά αποδιοργανωμένο.

Η κοινωνία συχνά στιγματίζει τέτοιες αποφάσεις, προβάλλοντας την αντίληψη ότι «οι γονείς πρέπει πάντα να συγχωρούνται» ή ότι «το αίμα νερό δεν γίνεται». Αυτά τα στερεότυπα βαραίνουν ακόμα περισσότερο εκείνον που προσπαθεί να επιλέξει την ψυχική του υγεία. Όμως, η απομάκρυνση δεν είναι εγωισμός· είναι πράξη αυτοσεβασμού.

Η θεραπευτική διεργασία μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στο να παρθεί μια τέτοια απόφαση με επίγνωση, ψυχραιμία και συναισθηματική υποστήριξη. Η ψυχοθεραπεία προσφέρει έναν ασφαλή χώρο όπου το άτομο μπορεί να εξερευνήσει χωρίς φόβο και ενοχές τις εμπειρίες του, τις ανάγκες του και τις πληγές που κουβαλά από τη σχέση με τους γονείς του. Ιδίως όταν πρόκειται για μια δυσλειτουργική οικογενειακή δυναμική, η ψυχοθεραπευτική διαδικασία γίνεται ένα πολύτιμο εργαλείο κατανόησης, ενδυνάμωσης και θεραπείας.

Συγκεκριμένα, η ψυχοθεραπεία βοηθά:

  • Στην αναγνώριση των τοξικών μοτίβων: Συχνά, αυτά τα μοτίβα είναι τόσο παλιά και βαθιά ριζωμένα, που το άτομο δεν τα αμφισβητεί καν – τα θεωρεί «φυσιολογικά».
  • Στην αποδόμηση της ενοχής: Πολλοί ενήλικες που θέλουν να οριοθετηθούν ή να απομακρυνθούν από τους γονείς τους νιώθουν ότι “προδίδουν” ή “πληγώνουν” την οικογένειά τους. Η θεραπεία βοηθά να δουν ότι η φροντίδα του εαυτού δεν είναι προδοσία.
  • Στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησης και της προσωπικής ταυτότητας: Το άτομο μπορεί να χτίσει μια αίσθηση εαυτού ανεξάρτητη από τις οικογενειακές προσδοκίες ή πιέσεις.
  • Στην εξάσκηση υγιούς οριοθέτησης και επικοινωνίας: Μέσα από ψυχοεκπαίδευση και βιωματικές τεχνικές, μαθαίνει να θέτει όρια με σεβασμό και σαφήνεια.

Τέλος, η ψυχοθεραπεία βοηθά στο πένθος για τη σχέση που δεν υπήρξε όπως θα έπρεπε, και στην αποδοχή της πραγματικότητας – χωρίς να σημαίνει παραίτηση, αλλά επιλογή ενηλικίωσης και προσωπικής απελευθέρωσης.

Ο καθένας μας αξίζει σχέσεις που βασίζονται στον σεβασμό, την κατανόηση και την ισοτιμία – όχι στον φόβο, την ενοχή ή την εξάρτηση. Η θεραπεία της σχέσης με τους γονείς μας ξεκινά πολλές φορές από τη θεραπεία της σχέσης με τον εαυτό μας.”

 

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα