Τσιγάρο: Ποια είναι η καλύτερη μέθοδος για απεξάρτηση;
Το θέμα συζητήθηκε σε συνέδριο στη Φρανκφούρτη.
Πολλοί είναι εκείνοι που θέλουν να κόψουν το κάπνισμα και όμως δεν τα καταφέρνουν. Το ερώτημα είναι ποια είναι η καλύτερη μέθοδος ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα.
Το θέμα συζητήθηκε σε συνέδριο στη Φρανκφούρτη.
Στο συνέδριο συζητήθηκε για την ακρίβεια ποια μέθοδος είναι ελπιδοφόρα για όσους θέλουν να το κόψουν και τι πρέπει να αλλάξει στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης.
Περισσότερα παρακάτω με βάση το δημοσίευμα της DW σε επιμέλεια Ευθύμη Αγγελούδη:
“Είναι γεγονός ότι το κάπνισμα μπορεί να προκαλέσει καρκίνο, καρδιαγγειακές και αναπνευστικές παθήσεις. Σύμφωνα με το Γερμανικό Κέντρο Έρευνας για τον Καρκίνο (DKFZ), περίπου 127.000 άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο εξαιτίας του καπνίσματος. Επιπλέον, το κάπνισμα κοστίζει στην κοινωνία 97 δισ. ευρώ. Το ποσοστό των ενηλίκων που καπνίζουν αυξήθηκε σε περίπου 30% κατά τη διάρκεια της πανδημία, καθιστώντας το θέμα του καπνίσματος ακόμη πιο σημαντικό σύμφωνα με το συνέδριο του Ερευνητικού Ινστιτούτου Εθισμού στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης.
Ποια είναι η καλύτερη μέθοδος για την απεξάρτηση; «Δεν υπάρχει μία μέθοδος που να είναι κατάλληλη για όλους», λέει ο ερευνητής των ναρκωτικών Μπερντ Βέρζε. Η έρευνα του για τη διακοπή του καπνίσματος «RauS» με δεδομένα από περίπου 6.200 ερωτηθέντες ηλικίας 14 ετών και άνω – καπνιστές και άτομα που το έχουν κόψει – παρέχει πληροφορίες σχετικά με δοκιμασμένες μεθόδους και μέσα. Ένα βασικό εύρημα της μελέτης του: «Οι περισσότεροι δεν χρησιμοποιούν τις κλασικές μεθόδους».
Τα μέτρα που έχουν αξιολογηθεί ως ελπιδοφόρα σε κλινικά ελεγχόμενα ως επί το πλείστον τεστ περιλαμβάνουν υποκατάστατα νικοτίνης όπως σπρέι, επιθέματα, τσίχλες, φάρμακα, ιατρικές συμβουλές και συμπεριφορική θεραπεία, όπως εξηγεί ο Βέρζε. «Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι αυτές ακριβώς χρησιμοποιούνται σπάνια στην πράξη». Εν μέρει επειδή ορισμένα από αυτά τα μέτρα είναι περίπλοκα και απαιτούν ιατρική συνταγή ή επίσκεψη στον γιατρό, λέει ο κοινωνιολόγος από το Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης.
Το ηλεκτρονικό τσιγάρο ως εργαλείο
Οι καπνιστές, από την άλλη πλευρά, είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά τσιγάρα. Ωστόσο, είναι αμφιλεγόμενο εάν βοηθά τους ανθρώπους να σταματήσουν το κάπνισμα και να απέχουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. «Υπάρχουν στοιχεία ότι τα ηλεκτρονικά τσιγάρα που περιέχουν νικοτίνη μπορούν να βοηθήσουν ορισμένους καπνιστές να κόψουν το τσιγάρο. Ωστόσο, τα δεδομένα δεν επαρκούν για να προτείνουμε τα ηλεκτρονικά τσιγάρα ως βοήθημα διακοπής του καπνίσματος», λέει μια εκπρόσωπος του Ομοσπονδιακού Κέντρου Υγείας (BzgA). «Επιπλέον, τα ηλεκτρονικά τσιγάρα δεν είναι εγκεκριμένα και δεν ελέγχονται ως ιατρικά προϊόντα – σε αντίθεση με τα προϊόντα υποκατάστασης νικοτίνης».
Σύμφωνα με τον Βέρζε, τα ηλεκτρονικά τσιγάρα αντιπροσωπεύουν μια «εναλλακτική λύση για τη μείωση των επιπτώσεων» για ορισμένους καπνιστές. «Αυτές οι μορφές είναι επίσης επιβλαβείς, αλλά τουλάχιστον λιγότερο επιβλαβείς από οτιδήποτε εισπνέεται μέσω καύσης».
Ο ερευνητής εθισμού Ντάνιελ Κοτς από το Πανεπιστήμιο του Ντίσελντορφ επισημαίνει ότι τα ηλεκτρονικά τσιγάρα μπορούν να βοηθήσουν τους καπνιστές «για τους οποίους άλλες μέθοδοι διακοπής του καπνίσματος δεν αποτελούν επιλογή». Αλλά «μην καπνίζετε ταυτόχρονα ηλεκτρικό και κανονικό τσιγάρο». Καθώς, όπως επισημαίνει, πρέπει μετά να απεξαρτηθεί κανείς και από το ηλεκτρονικό.
Το πιο αποτελεσματικό είναι ένας συνδυασμός ψυχοθεραπευτικής υποστήριξης και φαρμακοθεραπείας με υποκατάστατα νικοτίνης. Το γεγονός ότι ελάχιστοι καταφεύγουν σε υποκατάστατα νικοτίνης οφείλεται κατά βάση στο γεγονός ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες υγείας δεν καλύπτουν τα έξοδα για τη χρήση τους.
Γιατί είναι τόσο δύσκολο να κόψει κανείς το τσιγάρο;
Σύμφωνα με μια αντιπροσωπευτική έρευνα της Debra, το 30% του πληθυσμού ηλικίας 14 ετών και άνω καπνίζει, ενώ λιγότερο από το 10% των καπνιστών πρόσφατα (καλοκαίρι 2023) έκανε μια σοβαρή προσπάθεια να σταματήσει τους τελευταίους 12 μήνες, αναφέρει η Διευθυντής μελέτης του Ντίσελντορφ Κοτς. Αυτό δεν αρκεί βέβαια, ενώ θεωρείται συνέπεια της αδύναμης πολιτικής ελέγχου του καπνού στη Γερμανία.
Ορισμένοι καπνιστές εμφανίζουν σωματικά συμπτώματα στέρησης, όπως ανησυχία και διαταραχές ύπνου, εξηγεί ο Βέρζε. Ωστόσο, η μελέτη του έδειξε ότι για πολλούς ανθρώπους, ο εθισμός στη νικοτίνη παίζει μόνο δευτερεύοντα ρόλο στην καλύτερη περίπτωση· το πρόβλημα είναι περισσότερο συνήθειας: «Το τελετουργικό κάπνισμα τσιγάρων και ορισμένες καταστάσεις που λειτουργούν υπέρ του όπως η αναμονή στη στάση του λεωφορείου ή το διάλειμμα στη δουλειά παίζουν σημαντικό ρόλο».
Το Κέντρο Έρευνας για τον Καρκίνο υπογραμμίζει ότι πολλοί περισσότεροι καπνιστές θα μπορούσαν να κόψουν το κάπνισμα εάν είχαν ευκολότερη πρόσβαση σε μεθόδους υποστήριξης. Και αυτές με τη σειρά τους θα πρέπει να καλύπτονται από τα ταμεία υγείας”.
Πηγή: DW/ Επιμέλεια: Ευθύμης Αγγελούδης