Featured

Οι μεγάλες κινηματογραφικές ιεροτελεστίες του Κριστόφ Κισλόφσκι

Ένα κείμενο για τον μετρ του κινηματογράφου.

Parallaxi
οι-μεγάλες-κινηματογραφικές-ιεροτελ-778808
Parallaxi
best-krzysztof-kieslowski-films.jpg

Λέξεις: Αχιλλέας Ψαλτόπουλος

Τις δεκαετίες του σινεμά των auteurs, οι Πολωνοί σκηνοθέτες απασχόλησαν συχνά τους κινηματογραφικούς κύκλους και μάλιστα έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς στην πατρίδα μας, τον καιρό που οι κινηματογραφικές λέσχες μεσουρανούσαν και το περιοδικό Οθόνη έδειχνε τον δρόμο στους απανταχού σινεφίλ (και ήταν πολλοί).

Ξεχνώντας προς στιγμήν τους σημαντικότατους Αλεξάντερ Φορντ, Αντρέι Μούνκ και Γέρζι Καβαλέροβιτς που ουσιαστικά παρέμειναν άγνωστοι στην Ελλάδα, θυμόμαστε τον Αντρέι Βάιντα, που από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 (Πρώτες του διάσημες ταινίες “Κανάλ” -1956- “Στάχτες και Διαμάντια” -1958) και για δύο συναπτές δεκαετίες αποτελούσε τον αξεπέραστο Πάπα του Πολωνικού Κινηματογράφου. Από κοντά και οι Ρομάν Πολάνσκι (πρώτη του διάσημη ταινία “Το Μαχαίρι στο Νερό” – 1961) και Γέρζι Σκολιμόφσκι (πρώτη του διάσημη ταινία ”Εγκατάλειψη” -1965) που πολύ σύντομα προτίμησαν να κάνουν διεθνείς καριέρες.

Ο Βάιντα διακριτικά παρεχώρησε τη θέση του στον Φυσικό Κριστόφ Ζανούσι (πρώτη διάσημη ταινία του “Ή Δομή του Κρυστάλλου” -1969), ενώ μεταξύ Πολωνίας και Γαλλίας κινήθηκε ο εκρηκτικός Αντρέι Ζουλάφσκι που έγινε κυρίως διάσημος με το άψογο “Σημασία έχει ν’αγαπάς” (1975). Η συνέχεια ήρθε από έναν άλλο Κριστόφ. Ο Κισλόφσκι φαίνεται να κυριάρχησε στο κινηματογραφικό στερέωμα, την πενταετία ’90-’95 αν και οι ρίζες του είναι πολύ πιο παλιές. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν η δήλωσή του, μετά την ολοκλήρωση της τριλογίας του “Τρία χρώματα”, ότι αποσύρεται από τα κινηματογραφικά δρώμενα ήταν αληθινή, αφού 2 χρόνια μετά, στις 13 Μαρτίου του 1996, πεθαίνει εντελώς ξαφνικά από εγκεφαλικό. Ήταν μόλις 55 χρόνων.

Ο Κριστόφ Κισλόφσκι γεννήθηκε το 1941 και τελείωσε, όπως και οι προαναφερθέντες συνάδελφοι του, τη διάσημη και ποιοτική Κινηματογραφική Σχολή του Λόιτζ όπου η φοίτηση κυμαίνεται ανάμεσα στα 4 με 5 χρόνια. Στην πρώτη περίοδο της κινηματογραφικής του δημιουργίας ασχολήθηκε με ντοκιμαντέρ που έθιγαν κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της πατρίδας του και αντανακλούσαν την άνοδο και εδραίωση της Σολινταριντάντ, την τάση ανεξαρτοποίησης της Πολωνίας από τη Σοβιετική εξάρτηση καθώς και την επίδραση που είχε δεχτεί από τον κινηματογράφο του Αντρέι Βάιντα.

Πρώτη του ταινία μυθοπλασίας ο βραβευμένος ”Ερασιτέχνης Κινηματογραφιστής” (1979) που προβλήθηκε στην πόλη μας στον τότε Κινηματογράφο Τέχνης “Αίαντα”, δημιουργώντας αμέσως την εντύπωση ότι κάτι νέο και σημαντικό γεννήθηκε. Ταινία προφητική για την ίδια την καριέρα του Κισλόφσκι, ο οποίος χρησιμοποιεί προσχηματικά την ιστορία ενός απλού ανθρώπου που ξεκινώντας ερασιτεχνικά θα βρεθεί βραβευμένος, με μια λαμπρή καριέρα μπροστά του, αλλά και σημαντικότατα ηθικά διλήμματα. Ο Κισλόφσκι έριχνε μια ασυνήθιστα χιουμοριστική ματιά στη διαφθορά της επαρχιακής ζωής της τότε Πολωνίας. Ακολούθησε η “Τυφλή Ευκαιρία” (1981) που ήταν επίσημα απαγορευμένη για 5 χρόνια και τελικά η προβολή της επετράπηκε μόλις το 1987.

Οι δυο επόμενες ταινίες του “Dlugi Dzien Pracy” (1981) και “Bez Konca” (1984) πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες, μέχρι που ήρθε η έκρηξη του τηλεοπτικού “Δεκαλόγου” στα 1988 για την Πολωνική τηλεόραση. 10 ανεξάρτητες τηλεταινίες συνολικής διάρκειας 10 ωρών και βασικό αποδεικτικό διαλογισμό σε καθεμιά απ’αυτές μια ρήση από τις Δέκά Εντολές. Δύο απ’αυτές τις επέκτεινε σε κανονικές κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου μήκους, την ίδια χρονιά, με τίτλους “Μικρή Ερωτική Ιστορία” και “Μικρή Ιστορία για ένα Φόνο”, με την οποία κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της κριτικής επιτροπής στις Κάννες το 1988 και την ίδια χρονιά στην πρώτη απονομή των Φέλιξ (Ευρωπαϊκά Όσκαρ), το Φέλιξ καλύτερης ταινίας.

Ο «Δεκάλογος» στέκεται σαν οριακό έργο στην καριέρα του, τόσο γιατί παγιώνει την προβληματική του κι εδραιώνει τη συνεργασία του με το μουσικό Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ, όσο γιατί του δίνει την ευκαιρία να τελειοποιήσει τα εκφραστικά του μέσα, και να δημιουργήσει το μοναδικό στυλ Κισλόφσκι.

Οι επιδράσεις από τον Ρομέρ ήταν φανερές, αφενός γιατί προσπαθεί να δώσει τη μοντέρνα προσέγγιση σε παλιούς μύθους, αφετέρου γιατί έστω και καμουφλαρισμένα οι ταινίες του περιστρέφονται γύρω από ηθικά προβλήματα της εποχής μας. Κι ενώ οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονται είναι καθημερινές, διάχυτη είναι η εισβολή του Παράξενου, του Ανεξήγητου, της Μοιραίας Σύμπτωσης που οδηγεί σε μια Μεταφυσική (πολλές φορές ανησυχητική) θεώρηση του Σύμπαντος. Στον Κισλόφσκι όμως, οι εικόνες που οδηγούν στη μεταφυσική είναι πάντα αυτές που περισσεύουν στην ανάπτυξη της μυθοπλασίας, είναι αυτές που θα φέρουν τη ρωγμή στον ορθολογισμό του θεατή, ενώ διατηρούν την αμφισημία τους. Είναι εικόνες που αιωρούνται ανάμεσα στο “εδώ και στο αλλού” όπως θα έλεγε ο Γκοντάρ, που δεν περιέχουν την αναγγελία ή την κατάδειξη, αλλά την εντύπωση και την ασυνείδητη εγγραφή στο θυμητικό του θεατή.

Ο κινηματογράφος του Κισλόφσκι αντλεί τη δύναμή του από τα ίχνη και τα ερωτήματα, την δυαδικότητα και την ατέρμονη πιθανότητα των συνδυασμών, αφήνοντας τη μυθοπλασία ανοιχτή για να ολοκληρωθεί έξω από την κινηματογραφική αίθουσα. Μετά την τεράστια επιτυχία του “Δεκαλόγου” ακολουθεί το σκετς “Εφτά μέρες την Εβδομάδα” στη σπονδυλωτή ταινία “Ζωή στις Πόλεις” (1990) για να περάσει στο θρίαμβο της “Διπλής Ζωής της Βερόνικας” (1991) και στη χρηματοδότησή του από τα Γαλλικά κεφάλαια. Εν μέρει βασισμένος σε μια παράπλευρη ιδέα του Δεκαλόγου 9 (η τραγουδίστρια με την ασθενική καρδιά), η “Διπλή Ζωή” είναι το αριστούργημά του, όπου διερευνάται η σχέση του Τέλειου πρότυπου με το Ατελές ομοίωμα, μέσα στον Πλατωνικό κόσμο των Ιδεων, με μια Ιρέν Ζακόμπ να μεγαλουργεί στο διπλό ρόλο της Βερόνικας και της Βερονίκ και να κερδίζει το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στις Κάννες. Ταινία ερμητική και αισθητικά άψογη, προτείνει τις τυχαίες εκλεκτικές συναντήσεις σαν νομοτελειακές αναγκαιότητες της διατήρησης (και ολοκλήρωσης) της ύπαρξης μέσα από τις σοφές όσο και ανεξερεύνητες βουλές του Δημιουργού Πατέρα.

Η εξαγγελία γυρίσματος τριών ταινιών με βάση τα τρία χρώματα της Γαλλικής σημαίας και τις αντίστοιχες έννοιες Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα, έθεσε τον κινηματογραφικό κόσμο σε αναμονή. Πρώτη ήρθε η βραβευμένη “Μπλε” ταινία (1993) με την Ζυλιέτ Μπινός στον κεντρικό ρόλο της συζύγου διάσημου μουσικού που χάνει άντρα και παιδί σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και τμηματικά ξαναβρίσκει τη θέληση για ζωή, για αγάπη και δημιουργία αφού ανακαλύπτει την απιστία του άνδρα της. Μια ακόμα πιο φορμαλιστική αλλά σε επίπεδο σημασιολογικό και σημειωτικό πιο απλή επανεγγραφή της “Διπλής Ζωής της Βερόνικας”.

Ακολούθησε η εξίσου βραβευμένη “Λευκή” ταινία (1994), γυρισμένη στη Γαλλία και κυρίως Πολωνία, με μια πιο ανάλαφρη διάθεση, πάλι βασισμένη σε μια ιδέα του Δεκαλόγου 9 (η σεξουαλική ανικανότητα του συζύγου). Το κεντρικό πρόσωπο εδώ είναι ανδρικό, ερμηνευμένο από τον έξοχο Πολωνό Ζμπίγκνιεφ Ζαμαλόφσκι που είναι απελπισμένα ερωτευμένος με τη Γαλλίδα πρώην σύζυγό του και σχεδιάζει μια απολαυστική όσο και πολύπλοκη εκδίκηση, εκμεταλλευόμενος τον ανθίζοντα καπιταλισμό στην πατρίδα του. Η “Λευκή” ταινία είναι αστεία, μελαγχολική κι όπως όλες οι ταινίες του Κισλόφσκι αυστηρά όμορφη -μια εορταστική επίδειξη μινιμαλιστικής επιδεξιότητας.

Η “Κόκκινη” ταινία (1994)” κλείνει επάξια την τριλογία. Μέσα από την ιστορία τριών ανθρώπων, μιας γυναίκας φωτομοντέλου (έξοχη για άλλη μια φορά η Ιρέν Ζακόμπ) και δύο ανδρών δικαστών, ο ένας νεαρός κι ο άλλος συνταξιούχος (συγκλονιστικός ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν κυρίως στο μονόλογό του μετά από την επίδειξη μόδας), ο Κισλόφσκι στέλνει σήματα κινδύνου για τον εφησυχασμό μιας ευημερούσας κοινωνίας που πιθανόν βρίσκεται μπροστά από μια καταστροφή. Η λύση θα δοθεί σ’ ένα ναυάγιο ενός φέρρυ-μπόουτ, αρκετά προφητικά (θυμηθείτε την καταστροφή του “Εσθονία”), όπου θα συναντηθούν οι χαρακτήρες και των τριών ταινιών, διασωθέντες ίσως διότι διατήρησαν τα ανθρώπινα στοιχεία τους και τα αισθήματά τους.

Τελικά, η τριλογία εκπέμπει μια αισιοδοξία που μπορεί ν’ ανιχνευτεί και στο υπόλοιπο έργο του Κισλοφσκι. Ο σημερινός άνθρωπος στέκει εκστατικός μπροστά στα μυστήρια της ζωής που τον περιβάλλουν, αλλά παλεύει, πληγώνεται, ίσως και τελικά κατακτά τη δικαίωση της ύπαρξής του, συνηθίζοντας να συμβιώνει με αναπάντητα ερωτήματα. Ο μεταφυσικός Κισλόφσκι είναι πολύ πιο πραγματιστής απ’ ότι μας αφήνει να καταλάβουμε.

*To κείμενο είναι από το κινηματογραφικό αρχείο της έντυπης parallaxi και το είχε υπογράψει ο αείμνηστος σκηνοθέτης Αχιλλέας Ψαλτόπουλος  

κισλόφσκι doodle

Το doodle με το οποίο τον είχε τιμήσει η Google.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα