Parallax View

Fight Club με τις λέξεις: Η ποίηση ως πρόσχημα*

[Γράφτηκε τον Ιανουάριο του 2011, λίγο καιρό δηλαδή μετά τον θάνατο της μητέρας μου, και κρατήθηκε αφανές σε ανύποπτο ψηφιακό φάκελο – το λογάριαζα γνησίως χαμένο. Ανασύρθηκε τυχαία, ολωσδιόλου, σήμερα, ημέρα επετειακή, δηλαδή ημέρα προσχηματικής αγάπης. Κι επειδή η σχέση μου ως αναγνώστη με την ποίηση υπήρξε τόσο ανυπόκριτη όσο προσχηματική ήταν η ενασχόλησή μου […]

Γιάννης Κοτσιφός
fight-club-με-τις-λέξεις-η-ποίηση-ως-πρόσχημα-8315
Γιάννης Κοτσιφός
1.jpg

[Γράφτηκε τον Ιανουάριο του 2011, λίγο καιρό δηλαδή μετά τον θάνατο της μητέρας μου, και κρατήθηκε αφανές σε ανύποπτο ψηφιακό φάκελο – το λογάριαζα γνησίως χαμένο. Ανασύρθηκε τυχαία, ολωσδιόλου, σήμερα, ημέρα επετειακή, δηλαδή ημέρα προσχηματικής αγάπης. Κι επειδή η σχέση μου ως αναγνώστη με την ποίηση υπήρξε τόσο ανυπόκριτη όσο προσχηματική ήταν η ενασχόλησή μου με την γραφή της, σκέφτομαι πως, αν και προσωπική, η ιστορία αυτή (εντέλει μια ιστορία αγάπης) ίσως σε κάποιους αναγνώστες δώσει ένα νήμα για να κρατούν, όποτε αντιμετωπίζουν τον πειρασμό της γραφής.]

Τα τελευταία δημοσιευμένα ποιήματά μου βρίσκονται σε κείνο το απελπισμένο τεύχος του Τραμ, πρώτο και τελευταίο της Δ’ διαδρομής, που ετοίμασε ο Γιώργος Κάτος το 1996, υπερήφανα ξεγελασμένος από παλιά ανάγκη κι αιώνια πίστη.

Στον προορισμό τους, στον φυσικό αποδέκτη τους, ας πούμε, έφτασαν τέσσερα χρόνια αργότερα. Μια πολύωρη βόλτα γύρω από τη λίμνη της Καστοριάς δεν χώρεσε παρά λίγες κουβέντες γι’ αυτά, συνέχεια δεν υπήρξε – δικαίως: η δική μου παλιά ανάγκη ήταν έτσι κι αλλιώς πλαστή.

Στην πράξη η υποκριτική σχέση μου με την παραγωγή ποίησης, κορυφωμένη με αποτελέσματα επιφανειακώς πειστικά (στην ουσία ασυγκίνητα αναμασήματα) στα χρόνια 1988-1993, κατόπιν τεχνηέντως συντηρημένη για καμιά δεκαετία, χάριν εντυπώσεων, είχε πρώτα πρώτα επισημανθεί από τη μητέρα μου. Το 1989, έχοντας διαβάσει κάποιο μακροσκελές απόσπασμα (όλα αποσπάσματα ήταν τότε, βόλευε να αιωρείται η σύλληψη μιας σύνθεσης μεγάλης, εν εξελίξει) στο οποίο, προφανώς, περίσσευαν ανύπαρκτοι νεκροί και έλειπαν υπαρκτά υποκείμενα, πλην ενός ανεξιχνίαστου Εκείνος, έκανε το κρίσιμο ανυπόκριτο σχόλιο: «Δεν καταλαβαίνω. Καταρχήν, ποιος είναι εκείνος;»

Στη συντροφιά των φερέλπιδων νεαρών που το ’90 υπόσχονταν πολλά στο πεδίο των γραμμάτων (κάποιοι δικαίωσαν πράγματι τις προσδοκίες αυτές), για χρόνια το ερώτημα αυτό διακινούνταν ως ανέκδοτο. Με ειλικρινή συμπάθεια για το πρόσωπο που το διατύπωσε (και σ’ όλους τους ήταν πράγματι πρόσωπο εξαιρετικά αγαπητό), δίχως περιπαικτικό τόνο, αλλά με συγκατάβαση. Γνήσια, αλαζονική, σκληρότατη συγκατάβαση.

Το 2003, οδηγημένος από μια πιεστική επαναφορά της ανασφάλειάς μου αναζήτησα ξανά το κοντινότερο αλά καρτ καταφύγιο: μάζεψα όπως όπως παλιότερα και παλιά ποιητικά κείμενα και συγκρότησα ένα τάχα προς έκδοση σύνολο. Για ανεξήγητο λόγο έδωσα ένα αντίγραφο σε έναν παράξενο θεσσαλικής καταγωγής νομικό, του οποίου το μυθιστόρημα επιμελούμουν τον καιρό εκείνο. Ο Κ. Μ. , με το παρηκμασμένο αριστοκρατικό παρουσιαστικό του, με τη μία και μοναδική εκδομένη ποιητική συλλογή πίσω του, με τη συγκινητική ανταπόκρισή του στην σχεδόν εκβιαστική προτροπή του υπό αμφισβήτηση επιμελητή ενός αμφιλεγόμενου εκδοτικού οίκου να ξαναγράψει το μισό μυθιστόρημά του, με προστάτεψε γυρνώντας μου το χειρόγραφο γεμάτο ερωτήματα και σημειώσεις.

Όλα τους περιέγραφαν στην ουσία αυτό που η μητέρα μου είχε επισημάνει πολλά χρόνια νωρίτερα – αλλιώς: έγκαιρα… Ότι όλα ήταν ψέματα. Ελιγμοί περίτεχνοι και κακότεχνοι ανακατεμένοι γύρω από ανύπαρκτο κέντρο, τρομαγμένοι θεατρινισμοί μπροστά στην απερίγραπτη αδυναμία να διατυπωθεί έστω και μια σειρά με αντίκρισμα συγκεκριμένο – εκείνος, μαμά, δεν ήταν τότε κανένας. Αυτό που διάβαζες ήταν μια απρόκλητη, στημένη αναμέτρησή μου με το τίποτα, ένα Fight Club με τις λέξεις…

Ο Κ.Μ. άφησε τις προστατευτικές του σημειώσεις στο γραφείο μου. Τις μάζεψα την επομένη μαζί με όλα τα άλλα μου πράγματα. Η κουβέντα μας είχε γίνει την ημέρα που έφευγα από τον εκδοτικό οίκο. Το μυθιστόρημά του ο Κ.Μ. το εξέδωσε αλλού – η επιμέλειά μου τού παραδόθηκε πάντως. Δεν τον ξανάδα έκτοτε, μονάχα μια φορά μου τηλεφώνησε για να παρακολουθήσω, αν ήθελα, μια συνέντευξή του στην τηλεόραση. Την είδα, όπως όταν γνέφουμε σε κάποιον από μακριά «ευχαριστώ» και ταχύνουμε το βήμα – δεν έχουμε καιρό για χάσιμο σε περιττές κουβέντες…

Οι λογαριασμοί μου με τα ποιήματα, ανενεργοί από πολύ παλιότερα στην ουσία, έκλεισαν έκτοτε και τυπικά. Όχι και της μητέρας μου, όμως… Για χρόνια τα ημερολόγια στα οποία σημείωνε ανακατεμένα υποχρεώσεις, φάρμακα, συνταγές, γενέθλια που δεν ήθελε να ξεχάσει, στις ολοένα σπανιότερες επισκέψεις μου τα έβρισκα μισάνοιχτα σε σελίδες με απελπισμένα αποφθέγματα, σημειώσεις εγκλωβισμένες στη διάψευση ανεξιχνίαστων προσδοκιών και στην αθέλητη επιτήδευση όσων δεν τους δόθηκαν ποτέ τα μέσα για να την μεταμφιέζουν σε πικρή ευαισθησία. Στο πινακάκι που κρέμεται ακόμη στον τοίχο της κουζίνας, ανάμεσα σε τηλέφωνα, φωτογραφίες, συνταγές, κατά καιρούς καρφιτσώνονταν δυο τρία τέτοια παράγωγα στιγμών μεγαλύτερης τόλμης ή εντονότερης ανασφάλειας. Και στις γιορτές, την τακτική αυτή πρόκληση στην αδυναμία της να διαχειριστεί τις αντιφάσεις της διάθεσής της, συχνά παρόμοιες απόπειρες γλιστρούσαν σε ευχετήριες κάρτες που συνόδευαν τα φροντισμένα δώρα της.

Απελπισμένα νεύματα όλα στον άνθρωπο που η ίδια πίστευε ακόμη ότι ήξερε από αυτά. Στον γιο που, δεν μπορεί, από παιδί τον έβλεπε να καταπιάνεται με στίχους, στον συνένοχο, που δεν γίνεται να μην κατανοεί, να μη διακρίνει ένα ίχνος έστω κάποιου ταλέντου που αν τα χρόνια και οι συνθήκες ήταν διαφορετικά, μπορεί και να… – ματαίως: την αλαζονική συγκατάβαση του εικοσάχρονου τα χρόνια την είχαν μετατρέψει απλώς σε κυνισμό. Σε ανάλγητα, βίαια, σιωπηρά χαμόγελα. Φέτος δεν είχε δώρα, δεν είχε κάρτες και ανοιγμένες σελίδες στο ημερολόγιο, μες στην κουζίνα.

Φέτος είχε εικόνες Εντατικής στο μυαλό, είχε άγρια βυθίσματα σε ενοχές μέσα στη νύχτα, είχε αιφνιδιασμούς κι ενέδρες της συνήθειας που πρέπει ν’ αλλάξει.

Φέτος που έχω μιαν απάντηση στο ερώτημα ποιος είναι εκείνος, δεν είναι πια εδώ ο άνθρωπος που την ζητούσε, κι εμένα δεν μου περισσεύει πια το θράσος για να τη γράψω.

* του Γ. Φ., που καταλαβαίνει

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα