Parallax View

Κι όμως Κεμάλ, ο κόσμος μπορεί και να αλλάξει

Του π. Ιουστίνου Κεφαλούρου  Εικόνα: Βαγγελιώ Χρηστίδου Βράδυ Σαββάτου στα μέσα του Ιούνη βρίσκομαι στη διάβαση της Εγνατίας με Αριστοτέλους. Δίπλα μου δύο μελαψά αδύνατα κοριτσάκια, όχι πάνω από δέκα χρονών. Το ένα φορά πολύχρωμο μαντήλι στο κεφάλι. Καταλαβαίνω πως είναι προσφυγόπουλα. Χαζεύουν και γελάνε. Με βλέπουν ότι τα κοιτάζω και η πιο μικρή μου […]

Parallaxi
κι-όμως-κεμάλ-ο-κόσμος-μπορεί-και-να-αλ-41894
Parallaxi
dscn6184.jpg

Του π. Ιουστίνου Κεφαλούρου  Εικόνα: Βαγγελιώ Χρηστίδου

Βράδυ Σαββάτου στα μέσα του Ιούνη βρίσκομαι στη διάβαση της Εγνατίας με Αριστοτέλους. Δίπλα μου δύο μελαψά αδύνατα κοριτσάκια, όχι πάνω από δέκα χρονών. Το ένα φορά πολύχρωμο μαντήλι στο κεφάλι. Καταλαβαίνω πως είναι προσφυγόπουλα. Χαζεύουν και γελάνε. Με βλέπουν ότι τα κοιτάζω και η πιο μικρή μου χαμογελά. Ανταποδίδω το χαμόγελο. Έχει ανάψει πράσινο και περνάμε απέναντι. Ανηφορίζουν προς την αρχαία αγορά. Στο πάρκο δίπλα από την παιδική χαρά έχουν κατασκηνώσει μερικές δεκάδες πρόσφυγες από τη Συρία. Τα κορίτσια τρέχουν δίπλα σε μια γυναίκα που κάθεται στο γρασίδι και κάτι τρώει. Την αγκαλιάζουν κι εκείνη τα φιλάει. Γελάνε σα να έχουν όλο τον κόσμο δικό τους. Όλη τους η περιουσία ένας ταξιδιωτικός σάκος και η ελπίδα πως ξέφυγαν από τον κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους. Δεν τους νοιάζει που απόψε θα κοιμηθούν στο πάρκο, χωρίς νερό να πληθούν. Απλά θα κοιμηθούν.

Εικόνα: Μαρίνα Τούλα

Ξάφνου το μυαλό μου με πήγε πίσω στα παιδικά μου χρόνια. Τότε που η πρόγιαγιά μου μας έλεγε τη δική της ιστορία από την προσφυγιά. Η γιαγιά Μαρία ήταν από τη Ραιδεστό της Ανατολική Θράκης. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, άφησε μαζί με την οικογένεια της τα πάντα για να έρθει στην Ελλάδα. Δύσκολα χρόνια. Ούτε σπίτι, ούτε συγγενείς, ούτε φίλοι. Τα κατάφεραν όμως. Και τα κατάφεραν γιατί είχαν πείσμα για τη ζωή, αλλά όπως έλεγε και η γιαγιά Μαρία βρέθηκαν και καλοί άνθρωποι στο δρόμο τους που τους βοήθησαν να ορθοποδήσουν. «Όλοι είμασταν φτωχοί» έλεγε. «Κι εκείνοι κι εμείς. Φυσικά εμείς ακόμη φτωχότεροι. Αλλά μας βάλανε στα σπίτια τους, μας έδωσαν από το φαί τους, από τα ρούχα τους, από τη ζωή τους».

Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να συμβεί το ίδιο και σήμερα, στην Ελλάδα του 2015. Μάλλον δύσκολο. Άλλαξαν οι εποχές. Και στο τέλος ετούτοι εδώ δεν είναι ούτε Έλληνες, ούτε χριστιανοί όπως ήταν οι πρόσφυγες της μικαρασίας. Αυτόματα μου ΄ρχεται στο μυαλό μια φράση από την ταινία Πολίτικη κουζίνα : «Στην Ελλάδα είμασταν Τούρκοι και στην Τουρκία είμασταν Έλληνες». Μάλλον και τότε κάπως έτσι ήταν. Ούτε όλοι οι ελλαδίτες άνοιξαν τα σπίτια τους, ούτε όλοι τους γύρισαν την πλάτη. Η αλήθεια πάντα θα βρίσκεται κάπου στη μέση.

Και τώρα έξω από τις πόρτες μας αυτοί οι Σύριοι. Χωρίς φίλους, χωρίς περιουσία, χωρίς όλα εκείνα τα αυτονόητα και τα απολύτως απαραίτητα. Κι όμως τα δυο μικρά μελαψά κορίτσια έχουν κουρνιάσει στην αγκαλιά της μάνας τους και μάλλον ονειρεύονται πως αύριο όλα θα είναι καλύτερα. Μπορεί και να έρθουν οι άνθρωποι αυτής της πόλης και να τους χαρίσουν ένα χαμόγελο, ένα ρούχο, μια αγκαλιά όλο ζεστασία σαν τον ήλιο αυτού του τόπου στον οποίο βρέθηκαν γιατί έτσι το θέλησε η ζωή. 

Με τούτα και με κείνα έφτασα κι εγώ σπίτι μου. Η εικόνα έχει αποτυπωθεί για τα καλά στο μυαλό μου. Θα ήθελα πάρα πολύ η χώρα μου να είχε φανεί έτοιμη για όλο αυτό που συμβαίνουν. Δεν είναι όμως. Όπως δεν είναι και για πολλά ακόμη. Κακή διαχείρηση λένε κάποιοι. Δε βαριέσαι λένε κάποιοι άλλοι. Σιγά μην ασχοληθούμε και με αυτούς τώρα. Αρκετά προβλήματα έχουμε. Ποιος τους κάλεσε άλλωστε; Τίποτε από όλα αυτά δεν απαντάει και δεν δίνει λύση στο υπαρκτό πρόβλημα που κοιμάται στα πάρκα, στους σταθμούς, στους δρόμους, χωρίς σαπούνι να πληθούν, ή ρούχο για να αλλάξουν.

Καιρός να αναλάβουμε πρωτοβουλιές ανθρωπιάς οι πολίτες αυτής της πόλης. Όσοι θέλουμε ακόμη να λέμε πως είμαστε άνθρωποι με ευαισθησίες και όνειρα για ένα καλύτερο αύριο. Άλλωστε ο κόσμος δεν αλλάζει με τα ευχολόγια και τις προσευχές. Ή τουλάχιστον δεν αλλάζει μόνο με τις προσευχές.

Σε λίγες μέρες ξεκινάμε τη δική μας προσπάθεια και θα χρειαστεί να είμαστε όλοι μαζί. Όχι τίποτε σπουδαίο. Πράγματα απλά για να μπορέσουν να νιώσουν ανθρώπινα μέχρι να ορθοποδήσουν. Και που ξέρεις, κάποτε μπορεί να ξανάρθουν στην πόλη μας τα δυο κορίτσια. Θα καθήσουν στο παγκάκι εκεί στο πάρκο της Αριστοτέλους δίπλα στην παιδική χαρά, έχοντας στην αγκαλιά τους τα δικά τους παιδιά. Ώρα πολύ θα εξιστορούν για την περιπέτεια της πρσφυγιάς. Άλλοτε θα βουρκώνουν τα μάτια τους και άλλοτε θα λάμπουν. Θα λάμπουν όταν θα θυμηθούν τους χαμογελαστούς και καλοσυνάτους ανθρώπους αυτής της πόλης που δεν τους άφησαν μόνους στα δύσκολα, γιατί όπως τους έλεγε κι ένας παπάς «together μπορούμε καλύτερα».

Εικόνα: Βασίλης Τσαρτσάνης

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα