Parallax View

Σταύρος Κουγιουμτζής: πέρασαν τα xρόνια σαν βροχή

Μια τόσο κοντινή απώλεια.

Γιάννης Τσολακίδης
σταύρος-κουγιουμτζής-πέρασαν-τα-xρόνι-46166
Γιάννης Τσολακίδης
Ήταν 12 του Μάρτη του 2005… Σάββατο, λίγο μετά το μεσημέρι με ειδοποίησε η Μαρία «Γιάννη,  τον χάσαμε τον μπαμπά». Συνομιλούσαμε τακτικότερα εκείνες τις ημέρες σε σχέση με εκπομπές και συναυλίες και ήδη από την Παρασκευή είχα μάθει για το έμφραγμα και τη δυσκολία της κατάστασης.

Η αναγγελία θανάτου είναι  από μόνη ψυχρή, σκληρή υπόθεση- λίγοι  άνθρωποι και με πολύ και φιλοσοφημένο κόπο ίσως έχουν συμφιλιωθεί με το αυτονόητο ότι κάποια στιγμή όλοι «αναχωρούμε»- πόσω μάλλον όταν αφορά ανθρώπους που θαυμάζεις και σέβεσαι από παιδί και έχεις και την τύχη κατοπινά να τους γνωρίσεις από κοντά, να συνομιλείς και να μοιράζεσαι  στο ίδιο τραπέζι, απόψεις, ιδέες κι αγωνίες.

Απρόσμενος θάνατος που  μάλλον μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να μας τον εξηγήσει. Η δυσαρέσκεια από τα πολιτικά και τα πολιτιστικά πράγματα του τόπου, η οργή αλλά και η μελαγχολία του από τον ξιπασμένο νεοπλουτισμό και τη χυδαία υποκουλτούρα που «έδερναν» την ελληνική κοινωνία και ειδικότερα το ελληνικό τραγούδι,  η φύση του χαρακτήρα του να βλέπει  πρώτα το μισοάδειο, δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν την άρνηση της καρδιάς να συνεχίσει, έτσι νομίζω. Ίσως και να λαθεύω, η ευαισθησία του, η προσεκτικά και ευγενικά καλυμμένη ευαισθησία του ίσως να ήταν περισσότερο εύθραυστη, αδύναμο πουλάκι, σαν κι αυτά που συνήθιζε να υμνεί πάντα στα τρυφερά τραγούδια του.

Έχω παλαιότερα γράψει περισσότερο  προσωπικές στιγμές και απόψεις  για τον άνθρωπο και φίλο Σταύρο Κουγιουμτζή, θα θυμίσω μονάχα ένα περιστατικό, ενδεικτικό και της διεθνούς εξάπλωσης των τραγουδιών του,Απρίλη του 2004 τριγυρνώντας με την κόρη  και τα’ ανίψια μου στα δρομάκια του Quartier Latin, πεινασμένοι βρεθήκαμε σε ελληνικό γυράδικο , με την ονομασία «Μη μου θυμώνεις μάτια μου»!!!

Εδώ, επιτρέψτε μου να τονίσω ένα παραπάνω τις μουσικές αρετές του ίσως και γιατί είναι δυσεύρετο και σπάνιο στις νεότερες ηλικίες μουσικών το χάρισμά του, το ταλέντο του να συνθέτει  δημοφιλείς και διαχρονικές λαϊκές μελωδίες .

Καθώς περνούν τα χρόνια, ωριμάζουν και στερεώνονται μέσα μας όλο και καλύτερα οι απόψεις  που έχουμε για την παρουσία και  την αξία κάποιων μουσικοσυνθετών  μας μέσα στην ιστορική διαδρομή κι εξέλιξη του λαϊκού μας τραγουδιού. Ο Σταύρος Κουγιουμτζής είναι μακράν ο μελωδικότερος δημιουργός της γενιάς των επιγόνων Χατζιδάκι- Θεοδωράκη, με ένα σπάνιο μουσικό ήθος και με μια εξαιρετική δεξιοτεχνία, πηγαία, ενστικτώδη, θα έλεγα στην κατασκευή της μουσικής φόρμας που ονομάζουμε «Λαϊκό τραγούδι»:  Εισαγωγή- κουπλέ- ρεφρέν- σόλο- κουπλέ- ρεφρέν- κλείσιμο. Τα τραγούδια του σπανίως υπερβαίνουν τα 3- 3 και κάτι λεπτά, επιτυγχάνοντας έτσι την άμεση και εύληπτη αποδοχή από τον ακροατή. Έχουν μεγάλη μελωδική ποικιλία, «ανεβάσματα» και «γυρίσματα» που επιτρέπουν στον ερμηνευτή ή την ερμηνεύτρια να αναδείξει όλα όσα φωνητικά προσόντα διαθέτει και φυσικά χαρίσματα και τεχνικές και προσωπική ευαισθησία στην ερμηνεία. Τέλος, παρόλο που κατά κανόνα μελοποιεί άλλους, σημαντικούς στιχουργούς και ποιητές (Μ. Ελευθερίου, Σ. Τσώτου, Μ. Μπουρμπούλης, Α.  Δασκαλόπουλος, Γ. Θέμελης, Ντ. Χριστιανόπουλος κ. ά.) όταν γράφει ο ίδιος τους στίχους, μας αποκαλύπτει έναν γνήσιο εμπνευσμένο λαϊκό ποιητή άλλοτε διακριτικά πολιτικό («Όλα καλά»,  «Ήταν πέντε ήταν έξη», «Μ’ έκοψαν με χώρισαν στα δυο» και άλλοτε βαθιά ερωτικό («Ένας κόμπος η χαρά μου», «Όταν ανθίζουν Πασχαλιές», «Μη μου θυμώνεις μάτια μου».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα