Parallax View

ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΗΤΑΝ ΣΤΗΝ …

ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΗΤΑΝ ΣΤΗΝ ΑΠΟΓΡΑΦΗ, ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.Σκυµµένη µπροστά στα µαλακτικά, ένιωσε ότι κάποιος κοιτούσε τη βάση της πλάτης της. Με µια ασυναίσθητη κίνηση έχωσε το πουκάµισο, που είχε βγει, µέσα στη φούστα και γύρισε. Στεκόταν από πάνω της και την κοιτούσε. Προκλητικά, σαν να την είχε σίγουρη. Σηκώθηκε κι έκανε να φύγει. Της […]

Παναγιώτης Ιωσηφέλης
την-πρωτη-φορα-ηταν-στην-38822
Παναγιώτης Ιωσηφέλης
1.jpg

ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΗΤΑΝ ΣΤΗΝ ΑΠΟΓΡΑΦΗ, ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.Σκυµµένη µπροστά στα µαλακτικά, ένιωσε ότι κάποιος κοιτούσε τη βάση της πλάτης της. Με µια ασυναίσθητη κίνηση έχωσε το πουκάµισο, που είχε βγει, µέσα στη φούστα και γύρισε. Στεκόταν από πάνω της και την κοιτούσε. Προκλητικά, σαν να την είχε σίγουρη. Σηκώθηκε κι έκανε να φύγει. Της έπιασε το χέρι. Τη βέρα γιατί τη φοράς; τη ρώτησε. Ποιον κοροϊδεύεις; Το χνώτο του µύριζε βανίλια, µασούσε κάτι καινούργιες µαστίχες που είχαν προσφορά την προηγούµενη βδοµάδα. Πήρε µια ανάσα, η µυρωδιά της βανίλιας ανακατεύτηκε µε των µαλακτικών και σχεδόν της έκαψε τα ρουθούνια. Εσύ τη δική σου τη βέρα γιατί δεν τη φοράς; του απάντησε. Ποιον κοροϊδεύεις; Τράβηξε το χέρι της απότοµα και άρχισε να περπατάει προς το διάδροµο µε τα κατεψυγµένα. Όταν γύρισε να κοιτάξει προς το µέρος του, ήταν ακόµα εκεί. Την κοίταζε. Προκλητικά, σαν να της έλεγε δεν τελειώσαµε ακόµα εµείς οι δύο. Το βράδυ στο σπίτι, από τα νεύρα, καθάρισε τους αρµούς από τα πλακάκια του µπάνιου. Ούτε εκείνη ήξερε καλά καλά γιατί συνέχιζε να φοράει τη βέρα της. Η δεύτερη φορά ήταν στο πάρκινγκ. Άνοιξη, µύριζε το γκαζόν που είχαν βάλει στον κήπο µπροστά από το σούπερ µάρκετ. Τη στρίµωξε πάνω στο Τσινκουετσέντο, κόλλησε το σώµα του πάνω της. Έχωσε το χέρι του ανάµεσα στα πόδια της. Της κόπηκε η ανάσα για µια στιγµή. ∆ύο χρόνια είχε να βρεθεί µε άνδρα, από το διαζύγιό της. Ύστερα τον έσπρωξε µε δύναµη. Εκείνος παραπάτησε κι έπεσε. Έµεινε ο ένας απέναντι από τον άλλο, να κοιτάζονται λαχανιασµένοι. Εκείνη όρθια, ο προϊστάµενος τµήµατος κάτω. Ανέκτησε γρήγορα τη ψυχραιµία του. Άρχισε να γελάει. Κάνε, της είπε, κάνε τώρα τη ζόρικη, που σε παίρνει, που µετράς για γκόµενα. Σε λίγο που θα κρεµάσεις, ούτε για να σε φτύσουν δεν θα γυρνάνε να σε κοιτάξουν. Και συνέχισε να γελάει, χωρίς να νοιάζεται που καθόταν κάτω. Μπήκε στο αµάξι της, έβαλε µπροστά κι έφυγε σαν να µην είχε συµβεί τίποτα. Που δεν απείχε και πολύ από την αλήθεια, αφού ήξερε ότι δεν µπορούσε σε κανένα να πει για αυτό που της συνέβη. Γιατί το δίκιο της µπορεί να το έβρισκε και να τον διώχνανε τον άχρηστο, αλλά οι άλλοι προϊστάµενοι θα κάναν ύστερα τη ζωή της µαύρη. Μέχρι να παραιτηθεί. Έτσι γινόταν, είχε παραδείγµατα από άλλες κοπέλες. Το δεύτερο Σαββατοκύριακο του Οκτώβρη είχαν έκπτωση 25% στα είδη σπιτιού. Παρασκευή βράδυ θα ετοίµαζαν τα σταντ µε τις προσφορές. Υπερωρίες που τις πληρωνόταν σε ρεπό. Το παιδί θα το κρατούσε µια γειτόνισσα. ∆εν ήταν δύσκολη δουλειά, πάνω πάνω έπρεπε να βάλει τις κατσαρόλες, πιο κάτω τα σερβίτσια και τα σετ µε τα εφτά γιαπωνέζικα µαχαίρια και, τέλος, τις πετσέτες. Και µε µια κόκκινη φαρδιά κορδέλα να τυλίξει το σταντ και να κάνει ένα φιόγκο σαν να ήταν ολόκληρο το σταντ, δώρο. Το καλύτερο δώρο για τις νοικοκυρές. ∆εν ήταν δύσκολη δουλειά, αλλά ήθελε χρόνο. Στα άλλα τµήµατα είχαν τελειώσει. Ήρθε από πίσω της κι έχωσε το χέρι του µέσα στο πουκάµισό της. Το πρώτο πράγµα που αισθάνθηκε ήταν µια φοβερή αγωνία ότι θα την έσπρωχνε και θα έπεφταν οι κατσαρόλες και τα σερβίτσια που έστηνε δύο ώρες. ∆εν άντεχε να τα ξαναστήνει. Ενώ ο προϊστάµενος τη δάγκανε, την έβριζε και την έσπρωχνε προς το σταντ, εκείνη ψαχουλεύοντας έπιασε το ένα από τα εφτά γιαπωνέζικα µαχαίρια του σετ. Ένα µαχαίρι µε πολύ λεπτή λάµα που στις οδηγίες έλεγε ότι είναι κατάλληλο για να φιλετάρεις ψάρι. Κόλλησε το µαχαίρι στη βάση του λαιµού. Στάθηκαν έτσι ακίνητοι για µερικά δευτερόλεπτα, ο ένας απέναντι από τον άλλο. Σαν να τον βάραινε το γιαπωνέζικο µαχαίρι, εκείνος έσκυψε λίγο. Θυµήθηκε τον άνδρα της, πως τέντωνε το σώµα του όταν στεκόταν δίπλα της, να µη φαίνεται που ήταν πιο κοντός. Τον άνδρα της που όλη τους η κοινή ζωή ήταν µια προσπάθεια να µην φαίνεται πιο κοντός από κείνη. Σε λυπάµαι, είπε τελικά και κατέβασε το µαχαίρι, ενώ ο προϊστάµενος ανέπνεε άτσαλα, σαν ψάρι έξω από το νερό. Το βράδυ στο σπίτι, απόλυτα ήρεµη, καπνίζοντας στην κουζίνα, συνειδητοποίησε πως περισσότερο από το ότι θα άφηνε το παιδί της µόνο, δεν του ‘κοψε το λαιµό γιατί δεν άντεχε να αισθάνεται άλλο ένοχη. Γιατί τελικά, τώρα το καταλάβαινε, από τότε που ‘δωσε στον κοµπλεξικό τα παπούτσια στο χέρι και πέσανε τα σόγια να τη φάνε, όλο ένοχη αισθανότανε. Ένοχη επειδή είχε κάνει µια φορά το δικό της. Όλη την επόµενη βδοµάδα, όσες φορές συναντήθηκαν, ο προϊστάµενος κοιτούσε κάτω. ∆εν της απηύθυνε το λόγο ούτε µια φορά. ∆εν της έκανε ούτε µια παρατήρηση. Τίποτα. Στο τέλος του µήνα, της είπαν να πάει στο γραφείο του αφεντικού. Εκεί έµαθε ότι απολύθηκε. Κατόπιν υποδείξεως του προϊσταµένου της. Της έδωσαν µια ελάχιστη αποζηµίωση και δρόµο. Ενώ οδηγούσε χωρίς να ξέρει που ακριβώς πηγαίνει, το βλέµµα της έπεσε πάνω στο δεξί της χέρι. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, τράβηξε τη βέρα και την πέταξε στο δρόµο. Αρκετά, σκέφτηκε. Αρκετά µε αυτή την ιστορία.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα