Θεσσαλονίκη

Αναμνήσεις από ένα μεγάλο σπίτι της παιδικής μου ηλικίας

Το σπίτι που νοικιάζαμε ήταν ένα μεγάλο ισόγειο σπίτι, με κοτέτσι που μας έδινε φρέσκα αυγά κάθε μέρα, με υπέροχα ξύλινα παντζούρια, τεράστια αυλή και ένα μεγάλο συντριβάνι...

Ελένη Χοντολίδου
αναμνήσεις-από-ένα-μεγάλο-σπίτι-της-πα-271473
Ελένη Χοντολίδου

Λέξεις: Ελένη Χοντολίδου

*στα παιδιά και ιδίως στον Μάκη

Οι γονείς μου, παιδιά Ποντίων προσφύγων δεν είχαν σπίτι στο χωριό. Στα Σούρμενα της Τραπεζούντας και στην Κερασούντα θα είχαμε σπίτι εάν δεν… Είχαν όμως και οι δύο μία τρέλα που τους έκανε να ναυλώνουνε ολόκληρο φορτηγό με έπιπλα, κουζινικά, ντιβάνια, κ.λπ. ως και την ραπτομηχανή της μητέρας μου, πάνω-πάνω η αδελφή μου να κρατάει την ισορροπία (!) με το καναρίνι μας, τον Ριρίκο ανά χείρας, οδεύοντας προς το λατρευτό μας Ρετζίκι για 2.5 μήνες, όταν το Ρετζίκι ήταν ακόμη υγιεινό και γραφικό χωριό και όχι το προάστιο της Θεσσαλονίκης που είναι σήμερα.

Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί δεν αφήναμε τα πράγματά μας εκεί και κάναμε αυτή την απίστευτη διαδικασία κάθε χρόνο. Το σπίτι που νοικιάζαμε ήταν ένα μεγάλο ισόγειο σπίτι, με κοτέτσι που μας έδινε φρέσκα αυγά κάθε μέρα, με υπέροχα ξύλινα παντζούρια, τεράστια αυλή και ένα μεγάλο συντριβάνι.

Στην αυλή υπήρχαν πολλές συκιές τις οποίες ταράζαμε όχι μόνο η αδελφή μου κι εγώ αλλά όλη η παρέα: ο Τζώρτζης και η Εύα, ο Γιάννης και ο Μάκης, η Βαγγελίτσα. Αλλάζαμε στέκι κάθε πρωί ή απόγευμα και πηγαίναμε σε άλλο σπίτι κάθε φορά. Ίσως γιατί οι μάνες μας δεν θα μας άντεχαν όλη την ώρα πάνω απ’ το κεφάλι τους! Στη δική μας μεγάλη αυλή εκτός από συκιά είχαμε και έναν χώρο όπου στήναμε το αυτοσχέδιο αντίσκηνό μας (δια χειρός πατρός Σταύρου). Ο θείος Παναγής και ο θείος Λόης –φαίνεται προαλείφονταν από τότε για σπουδές στο Πολυτεχνείο– μας έφτιαξαν τα… αντιπλημμυρικά έργα! Ονειρεμένα χρόνια. Η μητέρα μας, καλόγουστη μοδίστρα εν αποστρατεία, μας έντυνε ακόμη και στο χωριό εμάς και τις κούκλες μας με καθαρά, καλοσιδερωμένα ρούχα που είχε φτιάξει με τα χέρια της. Η αδελφούλα μου, η Εριφύλη, φανατική ποδηλάτισσα, έκανε βόλτες με το ποδήλατο γύρω-γύρω από το συντριβάνι, σαν να έκανε τον γύρο του θανάτου.

Ζαλιζόταν, έπεφτε μέσα, έβρεχε τα ρούχα της, έτρωγε ξύλο από τη μητέρα μας, άλλαζε ρούχα και φτου κι απ’ την αρχή τον γύρο του θανάτου… Ένα συνήθειο των Ελληνίδων μανάδων που τυραννάει και αυτές και τα παιδιά τους, συνεπώς και της δικής μας, είναι να βάζουν τα παιδιά τους για μεσημεριανό ύπνο τα καλοκαίρια ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ! Ακατανόητο δεδομένης της ασφάλειας του χωριού και του ακάματου της παιδικής μας ηλικίας. Εκείνη χρειαζόταν τον μεσημεριανό ύπνο γιατί στο χωριό έκανε περισσότερες δουλειές απ’ ότι στη Θεσσαλονίκη. Εμείς όχι. Ξαπλώναμε, λοιπόν, και αρχίζαμε τις κουβέντες και οσονούπω τα χάχανα. Οι φωνές μας έβαιναν αυξανόμενες, η υπομονή της μάνας μας μειούμενη, έμπαινε στο δωμάτιο και κραδαίνοντας την πλαστική της παντόφλα έξαλλη μας φώναζε και μας χτυπούσε στα μαλακά. Δεν θυμάμαι να πονούσαμε αλλά η τσατίλα μας ήταν μεγάλη και πατούσαμε τα κλάματα.

Κλαίγοντας μας έπαιρνε ο ύπνος. Και το επόμενο μεσημέρι μια απ’ τα ίδια! Γιατί δεν μας άφηνε να αλωνίζουμε να κοιμηθεί και αυτή σαν άνθρωπος ποτέ μου δεν κατάλαβα. Χρόνια πολλά μετά σε συζήτηση με άλλες μάνες η μητέρα μας είπε με στόμφο: «δεν έχω δείρει τα παιδιά μου ποτέ»! Στο Ρετζίκι αγάπησα τη φύση (αν και μερικές φορές τη μισούσα, όπως τότε που μας ξύπνησε ο φωτογράφος πατέρας μας τα χαράματα να δούμε την ανατολή του ήλιου! Η φωτογραφία δείχνει το μέγεθος της απόλαυσής μας).

Αγάπησα, επίσης, και τον Μάκη με την όμορφη μαμά και το υπέροχο σπίτι, το οποίο ζήτησα να δω με το έτσι θέλω από την… «πεθερά» μου, μιας και ήμουν η αρραβωνιαστικιά του μικρού της γιου. Ο δόλιος πατέρας μας ανεβοκατέβαινε κάθε μέρα στη δουλειά του με το λεωφορείο της γραμμής. Δεν θυμάμαι πόση ώρα έκανε το λεωφορείο αλλά ήταν πιο μακριά από ό,τι τώρα. Τουλάχιστον στο παιδικό μου μυαλό. Για μισό ή και παραπάνω μήνα ο πατέρας μου νοίκιαζε ταξί για να πηγαίνουμε από το Ρετζίκι στην Περαία να κάνουνε μπάνιο τα καλομαθημένα του μπαμπάκα τους. Το ταξείδι μου φαινόταν πολύ μεγάλο, ζαλιζόμουν –ενίοτε έκανα και εμετό– αλλά ξεζαλιζόμουν μόλις φτάναμε και έπαιζα μέσα κι έξω από τη θάλασσα μέχρις τελικής πτώσεως. Από τον πατέρα μου κληρονόμησα την αγάπη για το βουνό και από τη μητέρα μου τη λατρεία της για τη θάλασσα. Στον γυρισμό κοιμόμουνα σαν κούτσουρο και ξυπνούσα μόλις φτάναμε στο μεγάλο μας σπίτι με τον τεράστιο κήπο και το επιβλητικό συντριβάνι. Μεγαλώσαμε, σταματήσαμε να πηγαίνουμε τα καλοκαίρια μας αυτού του είδους τις διακοπές που ήταν για μας διακοπές και για τους γονείς μας υπερωρία. Τα κορίτσια αρχίσαμε τις αυτόνομες διακοπές και η μητέρα μας σταμάτησε να κουβαλάει τη ραπτομηχανή στις διακοπές της. Κάποτε θέλησα να δείξω σε κάποιον «σημαντικό άλλο» τον παιδικό μου παράδεισο. Βρήκαμε σχετικά εύκολα το σπίτι (που δεν υπάρχει πια) γιατί το Ρετζίκι δεν είχε αλλάξει ακόμη. Οι ζωηρές μου αφηγήσεις –παραμυθού πάντα– είχαν δημιουργήσει υπερβολικές προσδοκίες για το παραμυθένιο σπίτι.

Αυτό που είδαν τα ενήλικα μάτια μου ήταν ένα πολύ συμπαθητικό μεν, ντεμοντέ δε σπίτι, μικρό, με έναν μέτριο κήπο και ένα λιλιπούτειο συντριβάνι. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη και τα γέλια μου λυτρωτικά. Για να μείνουν, ωστόσο, ανέπαφες οι γλυκές μου αναμνήσεις αποφάσισα εκεί και τότε να ξεχωρίσω τα δύο σπίτια: το μεγάλο με τον πελώριο κήπο και το εντυπωσιακό συντριβάνι ήταν είναι και θα είναι εσαεί το παραμυθένιο σπίτι των παιδικών μου χρόνων. Το άλλο, το ταπεινό, μικρού μεγέθους με το απελπιστικά μικρό συντριβάνι και τον μικρό κήπο είναι το σπίτι της ενήλικης ζωής μου, υπογραμμίζοντας τη μετάβαση από το όνειρο, την ανεμελιά και τα υπέροχα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας στα πεζά, μικρά μεγέθη και την πεζή πραγματικότητα της ενήλικης ζωής μου.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα