Θεσσαλονίκη

Ήταν κάποτε βασιλιάδες

Η μεγάλη νύχτα του ογδόντα στις πίστες της πόλης

Γιώργος Τούλας
ήταν-κάποτε-βασιλιάδες-18880
Γιώργος Τούλας
Η μεγάλη νύχτα του ογδόντα. Μια νύχτα γεμάτη μαγαζιά. Φώτα, πίστες, ονόματα. Τα θυμάμαι ακόμα να αναβοσβήνουν στις μαρκίζες. Να λάμπουν πάνω σε βουνά από πιάτα, μέσα σε καπνούς πολύχρωμους και οσμή από ουίσκι. Μια νύχτα που την κατάπιε το αδηφάγο σταρ σίστεμ των 90΄ς, όταν ανέβασε στη σκηνή μια νέα γενιά σούπερ ειδώλων, βγαλμένα κατευθείαν από την τηλεόραση. Εκεί έβαλαν λουκέτο τα μαγαζιά που έγραψαν τη μουσική ιστορία της πόλης και κάνοντας τους πρωταγωνιστές κομπάρσους στη νέα διανομή.

Επιστροφή στο χρόνο. Τέλος εβδομήντα. Πού θα πάμε το βράδυ, ρωτάνε οι κυρίες της παρέας. Πάμε Αριγκάτο, που είναι και παραλιακά ή να ανηφορίσουμε Καλύβα. Όπου και να πάμε θα γίνεται πανικός. Και γινόταν.

Εκείνες της θρυλικές νύχτες στην Καλύβα, πίσω από το Αγνό στην Ηλιούπολη, με τον Χονδρονάκο και τον Κόκορα, να απογειώνουν το μαγαζί που σύχναζαν οι πάντες. Ο Παναγιώτης Σπύρου, ο ορθοπεδικός Παρίσης, ο φωτογράφος Κυριακίδης με μαύρο κρασί στο τραπέζι και το κέφι να καίει την πίστα, ήταν στα πρόσωπα που θα συναντούσες εδώ. Αλλά και κάτω στην Αρετσού, στις Αναμνήσεις, ο ποδοσφαιριστής Τάκης Ναζιρίδης αποθέωνε στη λαϊκή ώρα το Μανωλάκη και τον μέγα Μάριο Λάντζα που έκανε τα περάσματα του από τη νύχτα της πόλης, αρκετά χρόνια πριν γίνει μια τρυφερή ανάμνηση στην ταινία “Όγδοη Μέρα”.

Για δέκα και πλέον χρόνια η νύχτα της πόλης δεν θα ήταν απλά το σημείο αναφοράς για τον τοπικό αλλά και τον Αθηναϊκό τύπο, που μιλούσε με ποταμούς άρθρων για αυτή την αστείρευτη πηγή κεφιού. Θα γινόταν το αυθεντικό σκηνικό ανάδειξης μια σειράς προσώπων, που στον καιρό της δόξας τους αποκαλούσαν βασιλιάδες και μερικών νυχτερινών μαγαζιών που σήμερα μπορεί να μην υπάρχουν πια τα περισσότερα, δέκα χρόνια πριν όμως ήταν στο κέντρο του κόσμου.

Ο Διογένης, με τη λάμψη του Σωτήρη Τσέντου, για τον οποίο γινόταν λαϊκό προσκύνημα, το υπόγειο Στορκ στη Σοφούλη, με αλλεπάλληλες σαιζόν επιτυχίας του Πασχάλη Τερζή, σε εποχές που τα νυχτοκάματα ξεκινούσαν από 1500 και έφταναν τις 5000 δρχ. Ο Γιάννης Ρίζος στο Σίζαρς των αδερφών Ιωσηφίδη που άνοιγαν δρόμο με γκρέιντερ μια χιονισμένη νύχτα για να ακούσει το διψασμένο κοινό το “Κάτι γίνεται με μας”.

Η Μαριάνθη Κεφάλα (αρχική φωτογραφία) να αποθεώνεται στην Καλύβα το 85. “Είχα την τύχη να δω και δυο βουνά πιάτα στα πόδια μου, να τραγουδάω και στο μαγαζί και να σπάνε και πενήντα χιλιάδες πιάτα σε ένα βράδυ”. Στιγμές δόξας μοναδικές. “Μια φορά ένας γονάτισε, έκανε το σταυρό του και επειδή δεν υπήρχαν άλλα πιάτα να σπάσει έσπασε ένα μπουκάλι στο κεφάλι του”.

Είναι μια εποχή που τα ονόματα της πίστας στην πόλη έχουν το φανατικό τους κοινό που τους ακολουθεί παντού. Ο Δημήτρης Τερζόπουλος, ο Δημητράκης Γεωργόπουλος, η Μαίρη Ανδρέου (φωτογραφία) που έκανε μια εγχείρηση και από τότε χάθηκε από τη νύχτα, η Μαίρη Βάσου, η Μάγδα Τζαβέλα, η Ελεονώρα που έφυγε στην Αμερική για πάντα και βέβαια η τριάς η ομοούσια που κατόπιν έκανε καριέρα και εκτός συνόρων της πόλης, Καράς, Μελάς, Τερζής.

Νύχτες αξημέρωτες με τις πρώτες φωνές να βγαίνουν και να ξαναβγαίνουν στην πίστα μέχρι τις έξι το πρωί. Στο θρυλικό Ρομέο της Άνω Ηλιούπολης, στο Σκορπιό και τα Δειλινά της Νεάπολης, στο Σεραφίνο της Κρήνης, αλλά και στα μεγάλα μαγαζιά του αεροδρομίου, τη Θεσσαλονικιά και τη Νεράιδα, το Κοσμοδρόμιο, το Λα Σιτέ, την Πολιτεία και τη Νεφέλη, πέριξ της πόλεως.

Από το Λιβάδι της Λάρισας και με σπουδές ωδείου, βρέθηκε στη νύχτα της πόλης το 78, κάνοντας μεγάλες επιτυχίες. Η αποθέωση ήρθε το 91 με τα “Μάτια του κόσμου”. Ο Χρήστος Αυγερινός, αστέρι πρώτης τάξεως στη νύχτα της πόλης θυμάται: “Όταν έβγαινα και τραγουδούσα ακούγονταν χειροκροτήματα από την εισαγωγή, λες και ήσουν σε γήπεδο. ¨Έβλεπα τον εαυτό μου σε μεγάλες αφίσες εδώ και στην πρωτεύουσα”.

Ήταν μια εποχή που η νύχτα άνθιζε. Τα μαγαζιά γέμιζαν από κόσμο που έβγαινε για μια διασκέδαση οικογενειακού τύπου, ή συντηρούνταν από θαμώνες που πήγαιναν για τα μάτια μιας τραγουδίστριας νύχτες σερί. “Εκείνο τον καιρό με 3-4 τραγουδίστριες το μαγαζί έβγαζε τα έξοδα του. Ο καθένας έπαιρνε ένα φίλο του και πήγαιναν στα μπουζούκια κάνοντας 500.000 λογαριασμό, βάζοντας την τραγουδίστρια να πει και τρεις και τέσσερις φορές το ίδιο τραγούδι. Έτσι συντηρούσαν και ολόκληρα μαγαζιά”, θυμάται ο Χρήστος Αυγερινός.

Οι λογαριασμοί, τα μεροκάματα, τα προγράμματα, η ανθούσα δεκαετία του ογδόντα. Μια εποχή που όλοι θυμούνται με χαμόγελο τη χορταστική νύχτα της. Μία νύχτα που έμοιαζε με αστείρευτη πηγή ταλέντων. Αφού η πόλη δεν σταμάτησε να αναδεικνύει τους τοπικούς της μουσικούς άρχοντες.

Ο Κώστας Λιακόπουλος (φωτογραφία), έχει εμφανιστεί δίπλα στους πάντες. Από την Πόλυ Πάνου και το Ζαμπέτα, μέχρι τη Μαίρη Αλεξοπούλου. “Υπήρχαν εποχές που μαζί με τον Τερζή και τη Μαίρη Βάσου, γεμίζαμε τα μαγαζιά για συνεχόμενες σαιζόν. Βάζαμε τα ονόματα μας απέξω και ερχόταν ο κόσμος. Μέχρι το 92 τα πράγματα ήταν πολύ καλά. Μετά όλοι θέλησαν να κάνουν στα μαγαζιά τα ίδια πράγματα. Παλιά ερχόταν η Άντζελα, ο Πανταζής, η Δούκισα και ζητούσαν και κάποιο επώνυμο τραγουδιστή από τη Θεσσαλονίκη με κοινό δικό του δίπλα τους”, που είχε κάνει πολύ νωρίς επιτυχίες όπως το κλασικό πια “Δώσε την καρδιά σου εκεί που θες εσύ”.

Επιτυχίες πολλές ξεκίνησαν από φωνές της πόλης, όπως το “Φωτιά στα Σαββατόβραδα” που μπορεί να το μάθαμε από την Άντζελα, το πρωτοτραγούδησε όμως η Θεσσαλονικιά Ρένα Βιολάντη, με καριέρα στο θέατρο και το σινεμά, συνεργασίες τρανταχτές με Στράτο Διονυσίου, Κόκοτα, Μπιθικώτση και Μητσάκη και φοβερό come back στην ταινία του Βούλγαρη, ” Όλα είναι δρόμος”.

Όπως πρώτη τραγούδησε και το κλασικό λαϊκό των 70ς, “Ας πέθαινες να γλίτωνα”,  πριν τη Ρίτα στο κέντρο Βεντέτα, η Μαριάνθη Κεφάλα, που έκανε καριέρα στην Αθήνα έχοντας ξεκινήσει όπως και το σύνολο των τραγουδιστών της πόλης από την εταιρεία ΒΑΣΙΠΑΠ, εκ του Βασίλης Παπαδόπουλος, που είναι ο ιδιοκτήτης της. Εταιρεία που ειδικευόταν μέχρι το ’75 στο Ποντιακό για να αφοσιωθεί μετά στην αναζήτηση μεγάλων λαϊκών ταλέντων. Στην εταιρία χρωστούν την καριέρα τους οι περισσότεροι φιρμάτοι αλλά και λιγότερο πετυχημένοι σήμερα σταρ του λαϊκού, που ξεκίνησαν στη Θεσσαλονίκη.

Στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, αρχές της καινούργιας η νύχτα της Ελλάδας δέχεται τα μηνύματα μιας καινούργιας εποχής που ξημερώνει. Η εισβολή της ιδιωτικής τηλεόρασης αναδεικνύει μια νέα γενιά τραγουδιστών και κυρίως τραγουδιστριών, που τα τυπικά προσόντα για την εκτόξευση τους στην κορυφή μετατοπίζονται περισσότερο στην εμφάνιση. Τα μαγαζιά αρχίζουν να προσαρμόζουν τα προγράμματα τους στο νέο ύφος, οι αμοιβές των σταρ αρχίζουν να τραβούν την ανηφόρα, ενώ η μόδα της επαναφοράς τραγουδιών από τον Ελληνικό κινηματογράφο και τις δεκαετίες εξήντα, εβδομήντα κυριαρχεί.

Μεγάλα ονόματα αρχίζουν σιγά-σιγά να παραγκωνίζονται, τα σχήματα των κέντρων που μετακαλούνται από την Αθήνα έρχονται στο σύνολο τους πακέτο, ελαχιστοποιώντας ουσιαστικά τις πιθανότητες που έχει ένας Θεσσαλονικιός να δουλέψει σε ένα από τα μεγάλα μαγαζιά της πόλης.

“Εγώ δούλεψα 80-85 στην Αθήνα, από όπου ήρθα σουξαρισμένη. Τότε όλοι μου έλεγαν μείνε στην πόλη, ας μείνει και κανένας εδώ. Εγώ έμεινα αλλά και η πόλη πέρασε σε δεύτερη μοίρα, θες τα κανάλια, θες η Αθήνα. Όταν ήταν η Πολιτιστική εγώ τα είπα στους πολιτικούς. Δεν έγινε ούτε μια συναυλία για τους Θεσσαλονικιούς καλλιτέχνες. Την πίτα εμείς την φτιάξαμε και δεν την δοκιμάσαμε. Τριάντα χρόνια καλλιτέχνης”, λέει με παράπονο η Μαριάνθη.

Μακριά από το κέντρο, από τα πρωινάδικα σώου, τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες που έχουν τη δύναμη, με τον πόλεμο των κυκλωμάτων. “Μια φορά όταν τραγουδούσα στη Σουίτα βράχνιασα για μια βδομάδα. Το κύκλωμα όταν δεν μπορεί να σε πολεμήσει για τη φωνή σου αρχίζει και λέει άλλα. Φτιάξαμε τότε ένα πρόγραμμα με 22 τραγουδιστικές παρουσίες, μεταξύ των οποίων και ο Βίκτωρ, και μας έκοβαν το ρεύμα κάθε βράδυ. Δεν στεναχωρέθηκα για μένα, αλλά για τον άνδρα μου που είναι πρώην πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού και αξιοκράτης και για χάρη μου ασχολήθηκε σαν επαγγελματίας με τη νύχτα. Να ξέρεις ότι κανένας δεν αγαπάει αυτόν που ανέρχεται, δέντρο που δεν καρπίζει κανείς δεν το πετροβολάει. Εγώ αφήνω να μου πετούν πέτρες”, εξομολογείται  η Μαριάνθη Κεφάλα.

Οι αλλεπάλληλες αλλαγές  οδήγησαν αρκετό κόσμο σε απόγνωση και χρεοκοπία. Παραδοσιακοί μαγαζάτορες της νύχτας στην πόλη αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το χώρο ή να αλλάξουν δουλειά, ενώ οι μεγάλες φίρμες της προηγούμενης δεκαετίας, όσες δηλαδή δεν προνόησαν μια εντυπωσιακή έξοδο στην Αθήνα, είδαν τα ονόματα τους να σβήνουν από τις φωτεινές ταμπέλες των μαγαζιών και εξαναγκάστηκαν να δουλεύουν σαν δεύτερα ονόματα, τριήμερα, σε χορούς ή ακόμα και στην επαρχία.

“Τώρα πια δεν υπάρχουν χώροι. Φταίνε και μερικοί που δεν προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες στα νέα μεροκάματα. Δεν είναι έτσι πια, κάποτε τα έπαιρνες γιατί στα έδιναν, τώρα προσγειώσου. Αν είσαι αποφασισμένος να κάνεις καριέρα πρέπει να είσαι αποφασισμένος πως μπορεί και να πεινάσεις κιόλας”, εκτιμά ο Κώστας Λιακόπουλος.

Η μαζική εισβολή αμφιλεγόμενων ταλέντων είναι κάτι που έξανε κακό στο χώρο συμφωνούν όλοι οι συνομιλητές μου. “Τώρα βγαίνουν πολλά νέα παιδιά. Τότε για να τραγουδήσεις έπρεπε να ξέρεις να τραγουδάς. Τώρα το μόνο που δεν χρειάζεσαι, είναι φωνή. Εγώ γράφω στίχους και μουσική. Αυτό είναι καλό για μένα, κακό για το σταρ σύστεμ. Σημαίνει ότι δεν θα ταίσω άλλους που δεν ξέρουν τι ζητάνε για ένα τσιφτετελάκι. Κάποια στιγμή προσπάθησαν να με κρύψουνε γιατί έφτασα με τα Μάτια του κόσμου να είμαι πρώτο όνομα στην Αθήνα. Όταν είδαν ότι πήγαινα με τη γυναίκα μου στο μαγαζί, έφευγα μαζί της και γυρνούσα σπίτι. Δεν ήθελαν να είμαι έτσι. Θα προτιμούσαν τελειώνοντας το μεροκάματο να πάω κάπου να τα το φάω. Να παίξω χαρτιά ή ζάρια. Είδαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ταίσω κόσμο. Τώρα  βλέπεις μια όμορφη κοπελίτσα που τραγουδάει σα μαθήτρια γυμνασίου και τη βγάζουν σταρ. Εγώ τσαντίζομαι. Λογικά πρέπει να περάσουν χρόνια για να θεωρείσαι καλλιτέχνης”, λέει ο Χρήστος Αυγερινός.

Υπάρχουν πρόσωπα στην πόλη που έλαμψαν. Τραγουδιστές και τραγουδίστριες που προσκύνησαν στα πόδια τους για χρόνια πολιτικοί, αθλητές, επιχειρηματίες. Που για πάρτη τους έγιναν λογαριασμοί δεκάδων εκατομμυρίων, χάλασαν σπίτια, φτιάχτηκαν άνθρωποι, αφού δεν είναι λίγοι αυτοί που ταΐστηκαν όπως μου λέει άνθρωπος που είδε κόσμο να πληρώνεται για να σπρώξει καλλιτέχνες. Σήμερα οι ταρίφες δεν παίζονται πια, λέει ο ίδιος συνομιλητής. Αν θες να είσαι σε μεγάλα ραδιόφωνα και κανάλια πρέπει να δουλεύεις για να πληρώνεις. Χώρια τον πόλεμο των Αθηναϊκών εταιριών στις μικρές τοπικές.

Δεν είναι λίγοι οι σταρ της εποχής εκείνης που βρίσκονται χρόνια στην ανεργία. Που όσο και αν ψάξεις δεν θα τους εντοπίσεις πια πουθενά στη νύχτα. Η αλλαγή είναι σαρωτική. Ο πρύτανης του κοσμικού ρεπορτάζ στη Θεσσαλονίκη στη δεκαετία του ογδόντα και σημερινός αρθρογράφος του Αδέσμευτου Τύπου, έχει δικαιωματικά τον επίλογο, ως ένας άνθρωπος που έζησε τα πράγματα από μέσα. Την ακμή και την παρακμή τους. “Η νύχτα της πόλης είναι σε μετάλλαξη. Βορά στα χέρια πολυδάπανων αθηναϊκών προγραμμάτων. Αυτό έχει αντίκτυπο στη νεολαία που πληρώνει ακριβά τη διασκέδαση, που συρρικνώνεται σε φαγάδικα, μπαρ και περίεργα μαγαζιά. Η νοσταλγία για την προηγούμενη δεκαετία είναι έκδηλη“, λέει ο Γιώργος Φωτιάδης.

Φινάλε. Τα φώτα ανάβουν. Έξω έχει ξημερώσει. Οι τραγουδιστές πάνε για ύπνο. Ποια είναι η τελευταία σκέψη που κάνεις πριν κοιμηθείς ρωτάω τη Μαριάνθη Κεφάλα. “Να ξυπνήσω καλά”.

Δείτε σπάνιες εικόνες από τις πίστες της πόλης εδώ

Για την ιστορία της νύχτας της πόλης διαβάστε και εδώ

Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα