19η ΔΕΒΘ: Βαλκάνιοι Λογοτέχνες και Μετάφραση
Το πρώτο βήμα μιας διαδρομής που φιλοδοξεί να φέρει πιο κοντά τους συγγραφείς και μεταφραστές λογοτεχνίας στα Βαλκάνια έγινε την Πέμπτη σε συνάντηση που διοργάνωσαν το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού και η Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης
Το πρώτο βήμα μιας διαδρομής που φιλοδοξεί να φέρει πιο κοντά τους συγγραφείς και μεταφραστές λογοτεχνίας στα Βαλκάνια κι εν τέλει τους ίδιους τους λαούς της περιοχής έγινε την Πέμπτη, στη 19η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, στη συνάντηση που διοργάνωσαν το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού και η Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, στο περίπτερο 13 (Αίθουσα Άλκη Ζέη) της Helexpo.
Βαλκάνιοι συγγραφείς και μεταφραστές λογοτεχνίας, άνθρωποι των Γραμμάτων -οι Rumena Buzarovska, Elena Paeva, Milena Eris, Ismini Radulović, Maklena Nika, Zdravka Mihaylova, Ανθούλα Χρήστου, Ciprian Sucius, Χλόη Κουτσουμπέλη- συζήτησαν μαζί με τον εκδότη/συγγραφέα Δρ. Σταύρο Ντάγιο για τη λογοτεχνία, τις μεταφραστικές ανταλλαγές, τη διαδραστική επικοινωνία συγγραφέων και μεταφραστών και την προώθηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, συμφωνώντας πως η λογοτεχνία μπορεί ν’ αποτελέσει το «όχημα» που θα φέρει πιο κοντά τους λαούς της περιοχής και θα τη βοηθήσει ν’ αποτινάξει τον ιστορικό μανδύα της «πυριτιδαποθήκης» της Ευρώπης, λόγω του δύσκολου παρελθόντος της.
Οι συμμετέχοντες συντάχθηκαν, επίσης, με την πρόταση που διατυπώθηκε από τους διοργανωτές να γίνει η Θεσσαλονίκη τόπος συνάντησης των Βαλκάνιων λογοτεχνών και μεταφραστών, τα θεμέλια της οποίας μπήκαν μ’ αυτή τη συνάντηση και τον διάλογο που ακολούθησε.
«Είναι σίγουρο ότι κάνουμε σήμερα την αρχή για κάτι σημαντικό που θα μας βοηθήσει να συνεργαστούμε στο μέλλον», τόνισε ο πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού Νίκος Α. Κούκης, επισημαίνοντας πως υπάρχουν πολλά πράγματα που μας ενώνουν στα Βαλκάνια. «Ιστορικά βασανιστήκαμε από πολλές αντιθέσεις αλλά είναι η εποχή της υπέρβασης των εμποδίων», υπογράμμισε και δεσμεύτηκε πως το ΕΙΠ θα κάνει ό,τι πρέπει και ό,τι μπορεί ώστε αυτοί οι δεσμοί να ενισχυθούν σε πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο. Εξέφρασε δε, την πεποίθηση ότι στο επόμενο διάστημα, «με τη συνεργασία πολλών και σημαντικών φορέων και πολιτιστικών ιδρυμάτων από τα Βαλκάνια μπορούμε να επιτύχουμε μια ουσιαστική σύμπραξη και συνεργασία έτσι ώστε ν’ αναδείξουμε με πολύ μεγάλη επιτυχία τον πνευματικό και καλλιτεχνικό κόσμο των Βαλκανίων».
Ο πρόεδρος του ΕΙΠ αναφέρθηκε επίσης στη διττή αποστολή του Ιδρύματος, με τη μία πτυχή να έχει να κάνει με την ήπια διπλωματία που ασκείται με τα παραρτήματα που έχει το ΕΙΠ στα Βαλκάνια και την άλλη με το βιβλίο, υπογραμμίζοντας πως «σε ό,τι αφορά την ενίσχυση της διευρωπαϊκής συνεργασίας έχουμε να παίξουμε έναν πολύ σημαντικό ρόλο και να ενισχύσουμε προσπάθειες που θα φέρουν τον κόσμο των Βαλκανίων πιο κοντά γιατί τα Βαλκάνια είναι το κοινό μας σπίτι».
«Συντασσόμαστε με την ιδέα να γίνει η Θεσσαλονίκη ο τόπος συνάντησης Βαλκάνιων συγγραφέων σ’ έναν θεσμό, ο οποίος θα μας ενώνει. Η Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης μαζί με το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμό θα προσπαθήσουμε η ιδέα να γίνει πράξη», υπογράμμισε, από την πλευρά του, ο πρόεδρος της ΕΛΘ Βαγγέλης Τασιόπουλος. «Γνωρίζουμε πολύ καλά πως υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις για πολλά θέματα, διαφορετικές κουλτούρες, γλωσσικοί διαχωρισμοί, εθνοτικές πολιτικές και θρησκευτικοί ανταγωνισμοί. Πιστεύω πως όλα αυτά πρέπει να γίνουν γέφυρες φιλίας, αλληλοεκτίμησης, αποδοχής και αλληλεγγύης. Στο βαλκανικό μωσαϊκό δεν υπάρχουν ψηφίδες σαθρές ή λιγότερο χρήσιμες. Το κοινό πολιτιστικό μας υπόβαθρο είναι βαθιά ριζωμένο στην ψυχή των απλών ανθρώπων: παραμύθια, τραγούδια, χοροί, γαστρονομία, τόσο ταιριαστά όλα μέσα στη διαφορετικότητα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Η Θεσσαλονίκη μπορεί να γίνει ένα πνευματικό κέντρο για όλη την περιοχή. Εμείς, όλοι μαζί, μπορούμε να καταβάλουμε προσπάθειες ώστε να συγκροτήσουμε ένα κοινό βαλκανικό λογοτεχνικό άτυπο Σένγκεν και να απονέμουμε εδώ, κάθε χρόνο, ένα βαλκανικό βραβείο για τη λογοτεχνία», ανέφερε ο συντονιστής της συζήτησης Δρ. Ντάγιος, προτού δώσει τον λόγο στους σημαίνοντες συμμετέχοντες στο πάνελ.
Η λογοτεχνία αποτελεί μια γέφυρα για να ενωθούν περισσότερο ο ελληνικός και ο αλβανικός λαός, ανέφερε η Maklena Nika από την Αλβανία, επισημαίνοντας πως υπάρχουν πάνω από 300 ελληνικές αυτοτελείς εκδόσεις στη Αλβανία, ενώ υπάρχει ανάγκη για μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από την πλευρά της, η Ανθούλα Χρήστου μίλησε για τη «μεγάλη δίψα» που υπάρχει στην Αλβανία για Βαλκάνιους συγγραφείς και το έργο τους γι’ αυτό και θα πρέπει να ενισχυθεί η μεταφραστική παραγωγή, ενώ αναφερόμενη στους λαούς της περιοχής είπε πως αυτά που μας ενώνουν είναι πολύ περισσότερα απ’ αυτά που μας χωρίζουν και η λογοτεχνία μπορεί να γίνει γέφυρα για μια περιοχή ειρήνης και αδελφοσύνης. Στο πλαίσιο αυτό έκανε ειδική μνεία στον ρόλο των μεταφραστών, λέγοντας πως αποτελούν τους διαύλους επικοινωνίας -ένα είδος γεφυροποιού- ανάμεσα στους λαούς γι’ αυτό και έχει πολύ μεγάλη σημασία η ποιότητα του έργου τους.
«Στη Βουλγαρία υπάρχει σοβαρή και μακρόχρονη παράδοση μετάφρασης της ελληνικής λογοτεχνίας. Η ελληνική πεζογραφία μεταφράζεται κατά κόρον, ιδιαίτερα την περίοδο 1960-1990 και στις νέες συνθήκες αγοράς του βιβλίου μετά τις πολιτειακές μεταβολές του 1989. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι, παράλληλα με την τετράδα των Ελλήνων ποιητών που γνωρίζει ο κάθε μορφωμένος Βούλγαρος αναγνώστης, και η οποία αποτελείται από τους Κ. Π. Καβάφη, Γ. Σεφέρη, Γ. Ρίτσο και Ο. Ελύτη, ο Ν. Καζαντζάκης είναι ο πιο γνωστός, μεταφρασμένος και ευπώλητος στη χώρα Έλληνας συγγραφέας, με φήμη ανάλογη εκείνης του Καβάφη και του Σεφέρη, όμως στον πεζό λόγο», σημείωσε η βραβευμένη Βουλγάρα Ελληνίστρια Zdravka Mihaylova. Μάλιστα, σύμφωνα με την ίδια τα έργα του Καζαντζάκη έχουν εκδοθεί επανειλημμένως σε τιράζ άνω του ενός εκατομμυρίου αντιτύπων, ενώ πρόσφατα, μετά την αποδέσμευση των δικαιωμάτων τους, επανεκδόθηκαν, αφού είχαν εξαντληθεί.
Η συμπατριώτισσά της Elena Paeva, που ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου και γράφει τα έργα της, αναφέρθηκε στην ιδιαίτερη θέση που επέχει η Ελλάδα στα διηγήματά της, με μια μικρή ή μεγαλύτερη άλλοτε, άμεση ή έμμεση, αναφορά. «Η Θεσσαλονίκη», τόνισε, «είναι μια γέφυρα για τα Βαλκάνια, μια περιοχή που είναι ένα μικρό κομμάτι γης αλλά έχει ό,τι χρειάζεται». «Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι στα Βαλκάνια», τόνισε και κάλεσε τους συναδέλφους της από την περιοχή να συνεχίσουν να γράφουν διηγήματα που φέρνουν τους λαούς πιο κοντά τον έναν στον άλλον.
Τη συγκίνησή της τόσο για την κυκλοφορία των έργων της στα ελληνικά όσο και για τη συμμετοχή της στη σημερινή συζήτηση με τους συναδέλφους της από τα Βαλκάνια στο πλαίσιο της 19ης ΔΕΒΘ μοιράστηκε με το πολυπληθές κοινό της εκδήλωσης η συγγραφέας Rumena Buzarovska από τη Βόρεια Μακεδονία. «Το μεγαλύτερο -συναισθηματικά- επίτευγμά μου είναι η μετάφραση των έργων μου στα ελληνικά», είπε και συμφώνησε με τους συναδέλφους της στο πάνελ πως θα πρέπει να υπάρξουν περισσότερες μεταφράσεις έργων από το πρωτότυπο σε ό,τι αφορά τις χώρες της περιοχής. Υποστήριξε και αυτή την πρωτοβουλία για τη συνέχιση του διαλόγου μεταξύ λογοτεχνών και μεταφραστών της περιοχής, με τη Θεσσαλονίκη να αποτελεί το «ιδανικό μέρος», όπως είπε. «Η λογοτεχνία και η μετάφραση είναι το αντίθετο του εθνικισμού και πρέπει να τις προάγουμε», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Για τις ρουμανικές μεταφράσεις της ελληνικής λογοτεχνίας αλλά και τις ελληνικές στη ρουμανική, μίλησε ο Ciprian Sucius, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Σε ό,τι αφορά στις ρουμανικές μεταφράσεις ελληνικής λογοτεχνίας, παρουσίασε στοιχεία έρευνας που διενήργησε κάποια χρόνια πριν η πρέσβειρα του Ελληνισμού Έλενα Λάζαρ, διευθύντρια του εκδοτικού οίκου «Ομόνοια» του Βουκουρεστίου, βάσει των οποίων, το τελευταίο διάστημα φαίνεται να κυκλοφόρησαν στη Ρουμανία, κάθε χρόνο, 8 με 10 τίτλοι μεταφρασμένης ελληνικής λογοτεχνίας. «Ο χάρτης της μεταφρασμένης στα ρουμανικά ελληνικής λογοτεχνίας εντυπωσιάζει όχι μόνο με τον αριθμό των έργων, αλλά και με την ποικιλία των επιλογών. Από τους περίπου 500 τίτλους μεταφράσεων ελληνικής λογοτεχνίας, που κυκλοφόρησαν στη Ρουμανία τους τελευταίους δύο αιώνες, οι περισσότεροι ανήκουν σε προσωπικότητες του 20ού αιώνα, και καλύπτουν σχεδόν όλα τα λογοτεχνικά είδη. Με 13 αυτοτελείς εκδόσεις, ο Καβάφης είναι ο πιο μεταφρασμένος Έλληνας ποιητής, ενώ ο Νίκος Καζαντζάκης ο πιο μεταφρασμένος πεζογράφος», σημείωσε, επισημαίνοντας πως στη μετάφραση των 500 τίτλων φαίνεται να έχουν συμβάλει περίπου 190 μεταφραστές, Έλληνες ή ελληνικής καταγωγής, αλλά κυρίως Ρουμάνοι ελληνομαθείς. Για τις δε ελληνικές μεταφράσεις ρουμανικής λογοτεχνίας, παρέπεμψε σε μια μελέτη του, με τίτλο Στα βήματα των Ρουμάνων συγγραφέων στην Ελλάδα, μια βιβλιογραφία ελληνικών μεταφράσεων ρουμανικών έργων που κυκλοφόρησε στην Θεσσαλονίκη το 2017.« Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνάς μου, το ρεκόρ ελληνικών μεταφράσεων κατέχει ο κλασικός θεατρικός συγγραφέας ελληνικής καταγωγής Ιόν Λούκα Καρατζιάλε, με 7 εκδόσεις. Από τους Ρουμάνους λογοτέχνες της διασποράς, “πρωταθλητής” στα μεταφρασμένα έργα στην Ελλάδα είναι επίσης ένας θεατρικός συγγραφέας, γαλλικής έκφρασης, ο Ευγένιος Ιονέσκο, με 30 εκδόσεις. Ενώ στη 2η θέση, με 22 εκδόσεις, βρίσκεται ο φίλος του Καζαντζάκη, Παναΐτ Ιστράτι («Γκόρκι των Βαλκανίων»)». Συνολικά, η έρευνά του καταγράφει 244 εκδόσεις ρουμανικής λογοτεχνίας μεταφρασμένης στα Ελληνικά, με έργα πληθώρας Ρουμάνων συγγραφέων. Από αυτές, 12 είναι ανθολογίες, ενώ μικρό ποσοστό κατέχουν και οι μεταφράσεις από τα έργα ιστορικών, πνευματικών πατέρων, θεολόγων κ.ά. Λόγω των πολλών μεταφράσεων που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία 5 χρόνια, μπορούμε να πούμε ότι ο αριθμός των ελληνικών μεταφράσεων ρουμανικής λογοτεχνίας σε αυτοτελείς εκδόσεις ξεπερνάει σήμερα τις 300, ανέφερε.
Το μεγάλο ζήτημα της έλλειψης επαρκούς αριθμού μεταφράσεων από το πρωτότυπο προς την ελληνική ή άλλες γλώσσες σε ό,τι αφορά τη βαλκανική βιβλιοπαραγωγή έθεσε η Ismini Radulović, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά πως «γνωριζόμαστε μέσω Λονδίνου, Παρισίων ή Μόσχας» αφού πολλές μεταφράσεις βασίζονται σε μετάφραση του πρωτοτύπου σε κάποια από τις πιο διαδεδομένες γλώσσες, όπως είναι η αγγλική και η γαλλική. Σημείωσε δε, την ανάγκη η μετάφραση πέραν της λογοτεχνίας να περάσει και στο θέατρο, όπου υπάρχει σημαντική παραγωγή, ενώ σε ό,τι αφορά τη θεσμοθέτηση ενός τακτικού διαλόγου μεταξύ των λογοτεχνών της περιοχής είπε πως υπάρχει η βούληση, η γνώση και οι ειδικοί, και θα πρέπει να υπάρξουν και τα κατάλληλα εργαλεία στήριξης του όλου εγχειρήματος.
Την ανάγκη η πρωτοβουλία αυτή να έχει συνέχεια και να προσπαθήσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς για την ακόμα μεγαλύτερη προσέγγιση των λαών της περιοχής και εν τέλει για μια καλύτερη κοινωνία στο σύνολό της, επισήμανε η Milena Eris, η οποία αντλεί έμπνευση για τα έργα της από το σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι και τα ζητήματα που προβληματίζουν τις κοινωνίες σήμερα. «Σημασία έχει το κίνητρο. Για τι γράφεις, τι θέλεις να πετύχεις μ’ αυτό που γράφεις. Εγώ γράφω για τα άσχημα δεδομένα της σημερινής κοινωνίας. Γράφω για δύσκολα και ταμπού θέματα, αυτά που πολλοί σκεφτόμαστε, αλλά δεν τολμάμε να πούμε. Θέλω ν’ ανοίξω έναν διάλογο με τον αναγνώστη για να σκεφτεί», υπογράμμισε, εκτιμώντας πως «οι συγγραφείς μπορούν να βοηθήσουν στην προώθηση μιας πιο υγιούς κοινωνίας».
Για μια εποχή ατομικιστική, από την οποία λείπει η αδελφοσύνη, μίλησε η αντιπρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης Χλόη Κουτσουμπέλη. «Αυτό που λείπει σήμερα και από την κοινωνία και από τις ίδιες τις λογοτεχνικές κοινότητες είναι η έννοια της συναδελφοσύνης και της αλληλεγγύης, γι’ αυτό είναι αναγκαία η διοργάνωση εκδηλώσεων, συζητήσεων και φεστιβάλ με καλεσμένους απ’ όλες τις χώρες», σημείωσε και πρόσθεσε: «Τα Βαλκάνια είναι μια εύθραυστη πολυπολιτισμική περιοχή αλλά έχουμε κοινά ακούσματα, κοινές μνήμες, κοινή νοοτροπία στη ζωή, γι’ αυτό και δεν θα έπρεπε λοιπόν να αφήσουμε να μας χωρίζουν τεχνητά σύνορα μισαλλοδοξίας».
Κλείνοντας τη συνάντηση, ο αντιπρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού Ανδρέας Σιδέρης εξέφρασε την ελπίδα πως ο διάλογος αυτός θα συνεχιστεί και παραπέμποντας στη ρήση του Μπόρχε «πάντα φανταζόμουν τον παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης», τόνισε πως «αν θέλουμε να φέρουμε τα Βαλκάνια σε μία συνεργασία θα ήταν πάρα πολύ σημαντικό να φτιάξουμε τη βιβλιοθήκη, τον παράδεισο των Βαλκανίων μέσα από πνευματικές συνέργειες, των μεταφραστών, των εκδοτών, των φορέων, των θεσμών». Υπογράμμισε δε, πως «το ΕΙΠ πρωτοστατεί σε αυτή τη διαδικασία γιατί θεωρεί πως το όλον είναι πολύ πιο σημαντικό από τα συνιστώντα μέρη άρα θέλουμε τη συνέργεια όλων των φορέων».
Χαιρετισμό στην εκδήλωση απηύθυνε και η αναπληρώτρια δημάρχου, αντιδήμαρχος Πολιτισμού του Δήμου Θεσσαλονίκης Μαρία Καραγιάννη, διαβεβαιώνοντας πως ο Δήμος θα σταθεί αρωγός στην προσπάθεια να γίνει η Θεσσαλονίκη τόπος συνάντησης των λογοτεχνών της περιοχής._