Λεωνίδας Ντιλσιζιάν: «Η ιστορία των Αρμενίων της Ελλάδας καθρεφτίζει την ιστορία του ελληνικού κράτους»
Μία διαφωτιστική συζήτηση για την ελληνική αρμενική κοινότητα από τον Εμφύλιο και μετά, με αφορμή ένα ακόμα πιο διαφωτιστικό βιβλίο
Ελληνική αρμενική κοινότητα, η στάση του ελληνικού κράτους απέναντι στις εθνικές μειονότητες, Ψυχρός Πόλεμος. Τρία ζητήματα τα οποία έχουν αναλυθεί επιστασμένα στη βιβλιογραφία το καθένα ξεχωριστά. 1ο χρόνια πριν περίπου, ο Λεωνίδας Ντιλσιζιάν αποφάσισε να τα συνδυάσει, στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής, αποκτώντας πρόσβαση σε πηγές που λίγοι είχαν μελετήσει ως τότε. Στο επίκεντρο της έρευνάς του βρέθηκε ένα ιστορικό γεγονός μάλλον παραγνωρισμένο: η φυγή πάνω από 18.000 Αρμενίων από την Ελλάδα στη Σοβιετική Αρμενία κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και τα όσα ακολούθησαν μέχρι την Παλιννόστηση στη δεκαετία του ’90.
Η έρευνα του κ. Ντιλσιζιάν, μεταδιδακτορικού ερευνητή πλέον, αποδόθηκε στο ευρύ κοινό μέσα από το βιβλίο «Αρμένιοι και Ελληνικό Κράτος στον Ψυχρό Πόλεμο», που κυκλοφόρησε πέρσι από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου, συνομιλήσαμε μαζί του για την έρευνά του αλλά και για το πώς εξελίχθηκε, μέσα σε ταραχώδεις ιστορικές περιόδους, η σχέση της αρμενικής κοινότητας με το ελληνικό κράτος και αντίστροφα.
Πώς προέκυψε το βιβλίο σας «Αρμένιοι και Ελληνικό Κράτος στον Ψυχρό Πόλεμο»; Γιατί συγκεκριμένα αυτό το ιστορικό πλαίσιο και γιατί «ελληνικό κράτος» συγκεκριμένα και όχι «Έλληνες» γενικότερα;
Το βιβλίο είναι καρπός μιας έρευνας που ξεκίνησε πριν από σχεδόν μια δεκαετία και με την απορία σε ένα πολύ απλό ερώτημα: «Τελικά, τι γίνεται με τους Αρμένιους στην Ελλάδα;». Νομίζω πως όποιος διαβάσει το βιβλίο πολύ γρήγορα μπορεί να καταλάβει την προσπάθεια αφενός μεν να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα, αφετέρου να αναζητηθούν απαντήσεις μέσα από αδιερεύνητες μέχρι σήμερα αρχειακές πηγές, κυρίως αρμενικά χειρόγραφα και διπλωματικά έγγραφα του Ιστορικού Αρχείου του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών. Αυτό το ταξίδι της έρευνας οδήγησε αρχικά στην εκπόνηση της πρώτης διδακτορικής διατριβής, που αφορά συνολικά στους Αρμένιους της Ελλάδας, μέσα από ένα συνδυασμό αρμενικών και ελληνικών αρχειακών πηγών, και στη συνέχεια, μετά από περαιτέρω έρευνα, επεξεργασία και την εξαιρετική επιμέλεια των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, στο βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας.
Όσο για την επιλογή της χρονικής περιόδου, χωρίς αμφιβολία ένα άγνωστο συνταρακτικό γεγονός, δηλαδή ότι μέσα στον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο σχεδόν 18.500 Αρμένιοι εγκατέλειψαν οριστικά την Ελλάδα, παρείχε την ευκαιρία μιας μοναδικής ερευνητικής πρόκλησης, ενώ η ευρύτερη χρονική περίοδος του Ψυχρού Πολέμου εγγυόταν ένα ασφαλές δίχτυ ερμηνείας των γεγονότων. Η οπτική της στάσης του ελληνικού κράτους – και όχι γενικά των Ελλήνων – απέναντι στους Αρμένιους αποτελεί με τη σειρά του προαπαιτούμενο για να εξετάσει και να κατανοήσει κανείς σε ένα πρώτο βαθμό τις πολύπλοκες και ανεξιχνίαστες διαδρομές των Αρμενίων εντός της ελληνικής επικράτειας. Μετά από αυτή την έρευνα μπορώ να σας διαβεβαιώσω με ασφάλεια πλέον ότι η ιστορία των Αρμενίων της Ελλάδας είναι και ένας καθρέφτης της ιστορίας του ελληνικού κράτους.
Το ερευνητικό κενό σε ό,τι αφορά ειδικά την ιστορία των σχέσεων της Αρμενικής Κοινότητας με το ελληνικό κράτος κατά τον 20ό αιώνα είναι έντονο. Γιατί, κατά τη γνώμη σας;
Πέρα από τις ίδιες τις δυσκολίες της αρμενικής γλώσσας και τα εκκωφαντικά κενά που παρουσιάζει η έρευνα και σε άλλες συγγενικές θεματικές, στην περίπτωση των Αρμενίων της Ελλάδας η ερευνητική –αλλά και η ευρύτερη– «σιωπή» εδράζεται και σε δύο ακόμη παράγοντες: Πρώτον, στην επιδίωξη να μην αναδειχθούν τραυματικές στιγμές του παρελθόντος που και οι δύο πλευρές –ελληνική και αρμενική– διατήρησαν επί χρόνια κάτω από το χαλί. Πλέον τρανταχτό παράδειγμα, μια σειρά από βίαια και αιματηρά επεισόδια που διαδραματίζονται το 1945 με έναν έντονα αντι-αρμενικό χαρακτήρα και τα οποία καμία έρευνα μέχρι σήμερα δεν είχε βάλει στο τραπέζι. Είναι φανερό ότι κυρίαρχα στερεότυπα και έτοιμα «σχήματα» επισκίασαν επί δεκαετίες την ανάγκη διερεύνησης μιας τέτοιας θεματικής.
Δεύτερον, συντρέχει και ένας ενδο-αρμενικός λόγος: η άγνωστη στο ευρύ κοινό πολυετής αρμενική εκκλησιαστική και πολιτική έριδα τραυμάτισε την κοινότητα και κατ’ επέκταση δεν ενθάρρυνε την έρευνα. Οφείλω όμως να πω ότι το τελευταίο διάστημα υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι το ερευνητικό τοπίο αλλάζει και πως αρχίζουν να γίνονται σοβαρές προσπάθειες στο πεδίο των αρμενικών σπουδών στην Ελλάδα. Το μέλλον φυσικά ή θα το επιβεβαιώσει ή θα το διαψεύσει.
Πώς έβλεπε, λοιπόν, το ελληνικό κράτος τους Αρμένιους, ειδικά στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, του Εμφυλίου και έπειτα στον Ψυχρό Πόλεμο, έχοντας πλέον ενταχθεί οριστικά στο δυτικό στρατόπεδο;
Υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανά περιόδους, αλλά ειδικά για τις ελληνικές εθνικόφρονες και αντικομουνιστικές αρχές αυτής της περιόδου πρέπει να ειπωθεί ότι με το τέλος του πολέμου οχυρώθηκαν πίσω από μια «διπλή» κατηγορία απέναντι στο αρμενικό στοιχείο στην Ελλάδα: Πρώτον, την κατηγορία της συμμετοχής στο εαμικό-κομουνιστικό μπλοκ δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης και της ΟΠΛΑ – το λεγόμενο «μακρύ χέρι του λαού». Δεύτερον, την κατηγορία της ευρείας συνεργασίας με τις γερμανικές και βουλγαρικές αρχές κατοχής. Κατηγορίες που αποτελούν για τις αρχές τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και που αμφότερες συμπυκνώνονται πλέον χαρακτηριστικά σε έγγραφο του Υπουργού Εσωτερικών Κωνσταντίνου Τσάτσου, ο οποίος επίσημα σε επιστολή του το 1945 προς τον Αρμένιο Μητροπολίτη Μαζλουμιάν κατέταξε «ουχί μικρό αριθμό» Αρμενίων στο στρατόπεδο των «αντεθνικώς δρώντων». Για την ιστορία, πολλά χρόνια αργότερα, το 1976, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, αυτή τη φορά ως Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, θα ευχαριστεί σε επιστολή του «θερμότατα» τον Αρμένιο Μητροπολίτη στο πλαίσιο καθιερωμένων ευχών υπογράφοντας «μετά σεβασμού και αγάπης» και αντανακλώντας τη ριζική πλέον μεταστροφή και το εξόχως φιλο-αρμενικό κλίμα —γνωστό έως και σήμερα.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το ελληνικό κράτος «περνά» μέσα από διαδοχικά στάδια: από ένα αρχικά έντονα αντι-μειονοτικό και φοβικό στάδιο απέναντι στους Αρμένιους το οποίο μεταβάλλεται σε ένα πιο εξισορροπητικό και πιο διαλλακτικό στάδιο μέχρι την πλήρη ενσωμάτωση των Αρμενίων τις επόμενες δεκαετίες. Πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμιστεί πως είναι άλλο τι θεωρούν και τι πράττουν οι εθνικόφρονες και αντικομουνιστικές αρχές, και άλλο τι επικρατεί στην ελληνική κοινή γνώμη ή τι ισχύει στην πράξη, χωρίς να αποκλείεται φυσικά και η ταύτιση των παραπάνω.
Μιας και τον αναφέρατε ήδη, ποιος ο ρόλος του Μητροπολίτη Μαζλουμιάν ως συνδετικού κρίκου μεταξύ της αρμενικής κοινότητας και του ελληνικού κράτους από το 1923 μέχρι το 1951; Γιατί το ελληνικό κράτος δεν τον αναγνώρισε ποτέ de jure αλλά μόνο de facto;
O Αρμένιος Μητροπολίτης Καραμπέτ Μαζλουμιάν αποτελεί πρόσωπο-κλειδί για να κατανοήσει κανείς τα θέματα των Αρμενίων της Ελλάδας από το 1923 που εγκαθίσταται στην Ελλάδα μέχρι και το θάνατό του το 1951. Είναι το πρόσωπο που εκ μέρους της κυρίαρχης Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας παρεμβαίνει στις ελληνικές αρχές επί σχεδόν τρεις δεκαετίες για όλα τα κρίσιμα θέματα που αφορούν τους Αρμένιους της Ελλάδας. Πραγματοποιεί συστηματικά συναντήσεις με μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου και αδιάκοπα καταθέτει υπομνήματα προς την Κυβέρνηση για την επίλυση κομβικών ζητημάτων ή ακόμη και για να καταγγείλει έκνομες ενέργειες σε βάρος των Αρμενίων.

Από την πλευρά τους, οι ελληνικές αρχές αναγνωρίζουν στην πράξη τον ρόλο του ως πνευματικού αρχηγού των Αρμενίων, αλλά παρασκηνιακά τον κατατάσσουν ως έναν από τους «ανθρώπους» των σοβιετικών στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό είναι ότι στη διάρκεια του Μεσοπολέμου και μετά τη δημοσίευση βιβλίου ενός αμφιλεγόμενου πρώην σοβιετικού πράκτορα, ο οποίος κατονόμαζε τον Μαζλουμιάν ανάμεσα στους σοβιετικούς πράκτορες στην Ελλάδα, αποφασίστηκε μέχρι και η εκτόπισή του. Αν και δεν μπορεί από τις διαθέσιμες πηγές να υποστηριχθούν με ασφάλεια οι πραγματικές σχέσεις με τους σοβιετικούς, είναι γεγονός ότι αυτές οι καταγγελίες βάρυναν καταλυτικά σε βάρος του συμπαρασύροντας και κρίσιμες αποφάσεις για τα αρμενικά ζητήματα. Παρόλα αυτά, οι ελληνικές αρχές θα συνεργαστούν μαζί του σε επίμαχα ζητήματα, όπως π.χ. στο τιτάνιο εγχείρημα του «επαναπατρισμού» με τον κοινό στόχο της μαζικής εξόδου των Αρμενίων από το ελληνικό κράτος, ενώ δεν θα πάψουν να συνεργάζονται μαζί του για τα αρμενικά ζητήματα εντός Ελλάδας μέχρι και το τέλος της ζωής του.
Από το 1946 και μετά ξεκίνησε ο «επαναπατρισμός» 18.500 περίπου Αρμενίων από την Ελλάδα προς τη Σοβιετική Αρμενία, ένα γεγονός παραγνωρισμένο στην ελληνική βιβλιογραφία. Γιατί, πιστεύετε, το γεγονός δεν έχει συζητηθεί περισσότερο στο δημόσιο διάλογο;
Το 1945 ο Στάλιν απευθύνει σε όλους τους Αρμένιους της Διασποράς ένα ευρύ κάλεσμα για «επαναπατρισμό» στα εδάφη της έρημης πλέον μετά τον πόλεμο Σοβιετικής Αρμενίας. Η λέξη «επαναπατρισμός» θα πρέπει να τίθεται σε εισαγωγικά, αφού ένα μεγάλο μέρος των Αρμενίων δεν είχε προηγούμενα ζήσει σε αυτά τα εδάφη. Επίσης, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι την ώρα που είναι σε πλήρη εξέλιξη ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος ,συντελείται επί ελληνικού εδάφους μια πρωτοφανής συνεργασία μεταξύ ελληνικών και σοβιετικών αρχών για την επίτευξη αυτού του εγχειρήματος. Σκεφθείτε ότι οι ελληνικές αρχές υποδέχθηκαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις σοβιετικούς διπλωμάτες με σκοπό τη συνεργασία για τη μαζική συμμετοχή Αρμενίων.

Μέσα σε δύο χρόνια, το 1946 και το 1947, σχεδόν 18.500 Αρμένιοι επιβιβάστηκαν στα σοβιετικά ατμόπλοια από τα λιμάνια του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης και οδηγήθηκαν στη Σοβιετική Αρμενία. Πρόκειται για μια από τις πιο άγνωστες σελίδες της παγκόσμιας αλλά και της ελληνικής ιστορίας. Για την «ελληνική» διάσταση του «επαναπατρισμού», αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι από τους περίπου 100.000 Αρμένιους που από όλη την Διασπορά τελικά «παλιννόστησαν» στη Σοβιετική Αρμενία, η Ελλάδα ανέρχεται 3η παγκοσμίως σε αριθμό Αρμενίων. Δεν χωρά αμφιβολία ότι ο λόγος που υποβαθμίστηκε επί χρόνια το γεγονός σχετίζεται με τον ίδιο τον Ελληνικό Εμφύλιο –στη σκιά του οποίου διαδραματίστηκε ένα τέτοιο γεγονός– και τις τραυματικές του μνήμες. Ούτε η επίσημη ελληνική ούτε η επίσημη αρμενική πλευρά είχαν λόγους να ανακαλούν ότι οι Αρμένιοι στην πραγματικότητα εξωθήθηκαν σε μια αθρόα έξοδο από τη χώρα.
Γιατί έφυγαν αυτοί οι άνθρωποι; Και πώς έβλεπαν την Ελλάδα όσο βρίσκονταν στη Σοβιετική Αρμενία; Μπορεί να βρίσκονταν στα «πατρογονικά εδάφη», αλλά κουβαλούσαν μνήμες και δεσμούς από την Ελλάδα.
Μια σειρά από πολιτικές που προηγήθηκαν, όπως στέρηση της ιθαγένειας, αποκλεισμός από την εργασία, επιτάξεις οικιών, ειδικά δικαστήρια δωσιλόγων, δίκες στα Κακουργιοδικεία για συμμετοχή στην ΟΠΛΑ, αλλά και μια σειρά από βιαιότητες που διεπράχθησαν εν μέσω της λευκής τρομοκρατίας δεν άφηναν πολλά περιθώρια. Παράλληλα, για να καταστήσει ελκυστικό το εγχείρημα, τόσο η σοβιετική πλευρά όσο και ένα ισχυρό τμήμα της αρμενικής πλευράς, παρουσίαζε την Σοβιετική Αρμενία ως «Γη της Επαγγελίας». Με τη σειρά της η Ελληνική Κυβέρνηση έλαβε όλα τα απαραίτητα νομοθετικά μέτρα παρέχοντας διευκολύνσεις ακόμη και σε έγκλειστους στις ελληνικές φυλακές, υπό τον όρο ότι θα «επαναπατρίζονταν» και θα υπέγραφαν τη λεγόμενη «ρήτρα της μη επανόδου» στην Ελλάδα.

Όσοι Αρμένιοι «επαναπατρίστηκαν» αντελήφθησαν πολύ γρήγορα ότι οι συνθήκες ζωής και εργασίας δεν έμοιαζαν καθόλου με τον υπεσχημένο «παράδεισο». Αρκετοί μάλιστα επιχείρησαν να δραπετεύσουν και να επιστρέψουν στην Ελλάδα – κάτι που όμως συνάντησε την σθεναρή άρνηση του ελληνικού κράτους, οχυρωμένου πλέον πίσω από την παραπάνω ρήτρα και την οριστική διαγραφή από τα μητρώα όσων είχαν μεταναστεύσει. Αρκετοί Αρμένιοι έσπευσαν από τη Σοβιετική Αρμενία να στείλουν επιστολές με κωδικοποιημένες φωτογραφίες στους συγγενείς τους στην Ελλάδα για να τους αποτρέψουν να επιβιβαστούν στα επόμενα «καραβάνια». Είχαν συνεννοηθεί πως εάν ήταν ευνοϊκές οι συνθήκες, θα στέκονταν στη φωτογραφία όρθιοι –σε διαφορετική περίπτωση καθιστοί. Για να υποδηλώσουν μάλιστα τις τραγικές συνθήκες διαβίωσης σε κάποιες περιπτώσεις Αρμένιοι φωτογραφίζονταν ξαπλωμένοι επί γης. Ελάχιστοι από όσους έφυγαν μπόρεσαν να επιστρέψουν ξανά στην Ελλάδα.
Πείτε μας περισσότερα για τα προσκόμματα που συνάντησαν όσοι Αρμένιοι παρέμειναν στην Ελλάδα, κυρίως σε ό,τι αφορά την εκπαίδευσή τους, την απόδοση ελληνικής ιθαγένειας και την αξιοποίηση της περιουσίας τους. Μπορείτε να μας πείτε περισσότερα;
Τα πρώτα χρόνια μετά τον «επαναπατρισμό», οι ελληνικές αρχές συνέχισαν να εφαρμόζουν το βασικό περίγραμμα της παραπάνω πολιτικής. Μέσα από την απόρρητη εσωτερική αλληλογραφία των αρχών είναι φανερή η σταθερή απόφαση για περιορισμό της λειτουργίας των αρμενικών σχολείων σε Αθήνα και Πειραιά, και για οριστική παύση τους σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Μετά τον «επαναπατρισμό» δεν λειτούργησε ποτέ ξανά κανένα αρμενικό σχολείο σε Μακεδονία και Θράκη. Οι Αρμένιοι εξακολούθησαν να λογίζονται ως «αλλογενείς» και συγκεκριμένα είτε ως «ακαθορίστου υπηκοότητας» είτε —ιδίως από τα μέσα του 1950 και μετά— ως «Τούρκοι υπήκοοι».

Δεν έλειψαν σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και επιτάξεις αρμενικών οικημάτων, όπως π.χ. στην περιοχή της Νέας Σμύρνης, υπό το πρόσχημα της οριστικής εγκατάλειψης της χώρας. Να πούμε όμως και ποιος είναι ο βαθύτερος λόγος μιας τέτοιας πολιτικής ακόμη και μετεμφυλιακά: Είναι ο ανείπωτος φόβος των αρχών στο ενδεχόμενο να διαμορφωθούν συνθήκες νομικής κατοχύρωσης μιας ακόμη μειονότητας στη χώρα. Ένα φόβος που εντείνεται στα βόρεια σύνορα με την κομμουνιστική Βουλγαρία και που επηρεάζεται από τον εθνικό στόχο να μην αμφισβητηθεί η εθνική καθαρότητα της Θράκης. Και πρέπει βεβαίως να έχουμε υπόψη ότι η πολιτική αυτή δεν αφορούσε αποκλειστικά τους Αρμένιους, αλλά κι άλλες μειονοτικές ομάδες. Οι Αρμένιοι είναι ένα «δέντρο» στο ευρύτερο αντι-μειονοτικό «δάσος» της σκληρά εθνικόφρονας πολιτικής που ασκείται εκείνη την περίοδο.
Το 1965, με αφορμή τα 50 χρόνια από τη Γενοκτονία των Αρμενίων, ξεκίνησε αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως κίνημα υπέρ μιας πολιτικής αναγνώρισης της Αρμενικής Γενοκτονίας, με πολυπληθείς διαδηλώσεις. Η Ελλάδα, εν μέσω μίας πολιτικά έκρυθμης κατάστασης (λίγο πριν τα Ιουλιανά), πώς εξέλαβε το γεγονός; Ήταν η αρχή μίας θετικότερης μεταστροφής προς το δράμα των Αρμενίων, λόγω και του κοινού βιώματος που είχαν οι Έλληνες λόγω της Γενοκτονίας των Ποντίων;
Πράγματι, το 1965 αποτελεί έτος ορόσημο για την «αφύπνιση» των Αρμενίων της Διασποράς απέναντι στο ζήτημα της γενοκτονίας. Οι μαζικές εκδηλώσεις μνήμης εκείνης της χρονιάς οδηγούν στην διεθνοποίηση του Αρμενικού. Ταυτόχρονα το 1965 αποτελεί έτος κατά το οποίο συντελείται και η «αφύπνιση» της ελληνικής διπλωματίας απέναντι στις δυνατότητες που θα μπορούσε να παίξει δυνητικά ο αρμενικός παράγοντας απέναντι στην Τουρκία. Η ελληνική πλευρά μέσω της αφανούς και μυστικής διπλωματίας ή ακόμη και μέσω τρίτων προσώπων —σε κάθε περίπτωση χωρίς να φαίνεται επίσημα η ίδια— επιδιώκει να αναδεικνύονται διεθνώς οι τουρκικές θηριωδίες και να επιτυγχάνεται ένας έμμεσος παραλληλισμός με τα θέματα που αφορούν την Ελλάδα, και κυρίως το ζήτημα των διωγμών των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Χαρακτηριστικό είναι ότι η Κεντρική Υπηρεσία του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών φροντίζει να διαβιβάζει σε πρεσβείες του εξωτερικού δεκάδες αντίτυπα αρμενικών επετειακών εκδόσεων που αναδεικνύουν τα γεγονότα του 1915, ενώ αποφεύγει επισήμως η ίδια να συμμετέχει στις εκδηλώσεις. Με άλλα λόγια, πίσω από το 1965 είναι η διπλωματία της αφανούς ανάμειξης, η οποία αρχίζει να ρίχνει σπόρους σε μια συναντίληψη με σκοπό την εξυπηρέτηση των ελληνικών δικαίων.
Κάτι που προκαλεί εντύπωση στο βιβλίο σας είναι η πληροφορία ότι σημαντική εξέλιξη στο ζήτημα της απόδοσης ιθαγένειας υπήρξε επί Δικτατορίας, με πρωτοβουλία του ίδιου του Στυλιανού Παττακού. Πού αποδίδετε αυτήν τη στάση του καθεστώτος;
Παρόλο που εντός της αρμενικής κοινότητας λίγο-πολύ οι περισσότεροι το γνωρίζουν, δεν είναι ευρύτερα γνωστό ότι το 1968, με Αναγκαστικό Νόμο του Στυλιανού Παττακού, διευκολύνεται για πρώτη φορά με μαζικό τρόπο η απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας. Πρέπει να τονιστεί όμως ότι αυτό δεν αφορά αποκλειστικά τους Αρμένιους, αλλά και μια σειρά από άλλες μειονοτικές ομάδες, όπως π.χ. τους Ρομά. Είναι μια πραγματικότητα που ενδεχομένως διαρρηγνύει οριζόντια ορισμένα στερεότυπα που κυριαρχούν για τον τρόπο άσκησης της πολιτικής από πλευράς των πρωταιτίων. Αυτή η στάση έχει να κάνει με την επιδίωξη του καθεστώτος να αναζητηθούν διεθνή ερείσματα και να αμβλυνθούν κατά μέρος οι δυσμενείς διεθνείς εντυπώσεις. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η Ύπατη Αρμοστεία Προσφύγων του ΟΗΕ χαιρέτησε άμεσα την απόφαση και ενθάρρυνε τους Αρμένιους να αξιοποιήσουν το ευνοϊκό αυτό μέτρο. Βεβαίως, η απόφαση αυτή έχει και μια ρεαλιστική διάσταση, αφού είναι προφανές ότι το καθεστώς απέβλεπε στην αναζήτηση συμμάχων εντός της ελληνικής επικράτειας που ούτως ή άλλως είχαν ήδη αρχίσει να ενσωματώνονται στην ελληνική κοινωνία. Και βέβαια, ήδη από το 1965, η παρασκηνιακή «αφύπνιση» των ελληνικών αρχών απέναντι στον αρμενικό παράγοντα έπαιζε κι εκείνη το ρόλο της.
Τα γεγονότα του 1974 στην Κύπρο επιτάχυναν τα φιλικά συναισθήματα της Ελλάδας προς τον αρμενικό λαό και τα δικαιώματά του; Μήπως το ελληνικό κράτος βρήκε στους Αρμένιους έναν πολύτιμο σύμμαχο απέναντι στον κοινό τουρκικό κίνδυνο;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ουσιαστική αλλαγή απέναντι στους Αρμένιους συντελείται από το 1975, όταν πλέον το Αρμενικό αρχίζει να συνδέεται ευθέως με το Κυπριακό Ζήτημα και να εδραιώνεται ένα ισχυρό κλίμα ελληνο-αρμενικής φιλίας. Θα πρέπει και πάλι όμως να γίνει διαχωρισμός ανάμεσα στην ελληνική κοινή γνώμη ή τον ελληνικό Τύπο, και το ίδιο το ελληνικό κράτος. Μια ματιά στον ελληνικό τύπο της εποχής πιστοποιεί τα εξόχως φιλικά αισθήματα της ελληνικής κοινής γνώμης που ταυτίζει ευθέως τα ελληνικά και αρμενικά δίκαια απέναντι στον κοινό εξ Ανατολών κίνδυνο, δηλαδή την Τουρκία.
Από την άλλη, επίσημοι παράγοντες δίνουν μεν το παρών στις αρμενικές επετειακές εκδηλώσεις, αλλά οι διπλωματικοί και κυβερνητικοί παράγοντες αποφεύγουν επίσημα να προχωρήσουν σε μια πιο τολμηρή στάση και στην επίσημη υιοθέτηση των αρμενικών διεκδικήσεων. Άλλωστε, η αναγνώριση της γενοκτονίας από την ελληνική πολιτεία θα πραγματοποιηθεί αρκετά αργότερα, το 1996, δηλαδή μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά τη δημιουργία ανεξάρτητου αρμενικού κράτους, το οποίο η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες που αναγνωρίζει το 1991. Από όλα τα παραπάνω, νομίζω πως είναι σαφές ότι οι σχέσεις ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και τους Αρμένιους της Ελλάδας αποτελούν ένα δαιδαλώδες, πολύπλοκο, σύνθετο και γεμάτο αντιθέσεις χρονικό. Ένα χρονικό στο οποίο δεσπόζουν φαινόμενα που η ιστορικός Έλλη Σκοπετέα θα ονόμαζε ως «τα εκκωφαντικά παράσιτα της ιστορίας» —δηλαδή φαινόμενα που διαρρηγνύουν μια ενιαία, ευθεία και εύηχη αφήγηση. Ίσως είναι καιρός αυτές τις ρωγμές να τις βάλουμε στο τραπέζι μιας εποικοδομητικής συζήτησης.