Θεσσαλονίκη

Η Αρμενική Κοινότητα Θεσσαλονίκης σήμερα: Πολιτισμός, αθλητισμός, έθιμα και διεκδικήσεις

Το αίσθημα της πατρίδας, ο ακτιβισμός και η δημιουργία δεσμών μέσα από τις αναμνήσεις των παλιών και τις δράσεις των νεότερων

Κωστής Κοτσώνης
η-αρμενική-κοινότητα-θεσσαλονίκης-σή-999466
Κωστής Κοτσώνης

Κυριακή πρωί, ο έντονος ανοιξιάτικος ήλιος έχει ήδη αρχίσει να ζεσταίνει υπερβολικά την ατμόσφαιρα, όμως στο στενάκι της οδού Διαλέττη υπάρχει ακόμα πλούσια σκιά.

Βρισκόμαστε μπροστά στο ναό της Παναγίας Θεοτόκου των Αρμενίων, την εκκλησία της Αρμενικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης που βρίσκεται εδώ από το 1903, σε σχέδια του σημαντικού αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι. Είναι η ώρα του κυριακάτικου εκκλησιασμού, που αποτελεί ένα από τα σταθερά τελετουργικά της κοινότητας, άλλοτε από τις πολυπληθέστερες της Θεσσαλονίκης.

Σπρώχνουμε την ξύλινη πόρτα και μπαίνουμε μέσα. Μπροστά μας στέκονται περίπου 30 πιστοί όλων των ηλικιών, ενώ στο βάθος τρεις ιερείς ψάλλουν και κηρύττουν. Στον εξώστη της εκκλησίας, πάνω από την κεντρική είσοδο, μία μικρή χορωδία σιγοντάρει τους ιερείς, υπό τη συνοδεία οργάνου. Κάποιες γυναίκες φορούν μαντίλα. Οι νεότερες απ’ αυτές βγάζουν διακριτικά το κινητό από την τσέπη και «καθρεφτίζονται» στην οθόνη, για να τη στρώσουν λίγο καλύτερα στο κεφάλι.

Οι διαφορές με το ορθόδοξο τυπικό υπαρκτές. Στους τοίχους δεν υπάρχουν αγιογραφίες αλλά μόνο κάποιες θρησκευτικές εικόνες που φέρνουν λίγο σε βυζαντινή τεχνοτροπία. Οι ιερείς, χωρίς μακριά μαλλιά και τριχοφυΐα στο πρόσωπο, φορούν πορφυρά άμφια και ψάλλουν στα αρμενικά. Η μόνη λέξη που ξεχωρίζουμε στα ελληνικά είναι η λέξη «Χριστός». Ένας πιστός γύρω στα 40 περιφέρεται στην εκκλησία, μας πλησιάζει και μας εύχεται κάτι στα αρμενικά, πάλι με τη λέξη «Χριστός» να ξεχωρίζει στα αυτιά μας. Χαμογελάμε ευγενικά, και ας μην καταλαβαίνουμε.

Η Αρμενική Νεολαία Θεσσαλονίκης και οι δράσεις της

Στο τέλος της λειτουργίας, συναντάμε την 21χρονη Άνι Μωσινιάν, ενεργό μέλος της Αρμενικής Νεολαίας Θεσσαλονίκης, θέλοντας να μάθουμε περισσότερα για τη σχέση της με την κοινότητα και την ταυτότητά της ως νέας Αρμένισσας γεννημένης στη Θεσσαλονίκη.

«Στη Νεολαία έχω ενταχθεί από τα 17 μου γιατί ήθελα κάπως να έρθω κοντά με τη χώρα μου. Πέρα από το αρμενικό σχολείο της κοινότητας, που το έχω τελειώσει εδώ και αρκετά χρόνια, δεν είχα κάποιο άλλο μέσο ώστε να είμαι κοντά στην πατρίδα μου και να τη βοηθήσω, έστω και από μακριά».

Η Άνι και τα υπόλοιπα μέλη της Νεολαίας διοργανώνουν, από κοινού και με άλλα συλλογικά όργανα των απανταχού Αρμενίων σε Ελλάδα και εξωτερικό, δράσεις ακτιβισμού, ενημέρωσης και πολιτισμού. Πολλές από αυτές έχουν σαν στόχο την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση γύρω από τις δοκιμασίες και τους βίαιους ξεριζωμούς που υπέστη ο λαός της Αρμενίας, με αποκορύφωμα φυσικά τα γεγονότα της Γενοκτονίας από το 1915 και εξής, αλλά και πιο πρόσφατα, με τη σύγκρουση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ/Αρτσάχ.

«Κάθε Απρίλη, ενόψει της Ημέρας Γενοκτονίας των Αρμενίων, στήνουμε ένα περίπτερο για μία εβδομάδα κάπου κεντρικά στη Θεσσαλονίκη, όπου ενημερώνουμε τον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια δίνουμε πληροφορίες και για τον πόλεμο του Αρτσάχ», εξηγεί η Άνι.

«Στις 24 Απριλίου έχουμε την πορεία μας, όπου με αφετηρία το περίπτερο πηγαίνουμε μέχρι το τουρκικό προξενείο και εκει υλοποιούμε κάποια συμβολική δράση. Την ίδια περίοδο γίνεται και πολιτική εκδήλωση από την Αρμενική Εθνική Επιτροπή Ελλάδος. Εκεί κάθε χρόνο παίρνει μέρος η Νεολαία και κάποιος εκπρόσωπος δίνει έναν χαιρετισμό».

Σχεδόν ένας αιώνας αθλητικής υπερηφάνειας

Απέναντι από την οδό Διαλέττη, δεσπόζει το κτίριο της ΧΑΝΘ, που έχει συνδεθεί στενά με την αθλητική ιστορία της Θεσσαλονίκης. Αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της ιστορίας είναι και το αθλητικό σωματείο Ένωση Αρμενίων Αθλητών Θεσσαλονίκης, γνωστό και ως Αρμενική. Η πρόεδρός του σωματείου, Πέπη Ανσουριάν, μας μιλά για την ιστορία του.

«Το Αθλητικό Σωματείο Ένωση Αρμενίων Αθλητών Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε από πρόσφυγες το 1928, λίγα χρόνια μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Εντάσσεται στην Ένωση Αρμενίων Αθλητών Ελλάδας, που έχει 111 παραρτήματα σε όλο τον κόσμο και πάνω από 50.000 μέλη. Στόχος μας είναι η προσέγγιση παιδιών και νέων, κυρίως αρμενικής καταγωγής αλλά όχι αποκλειστικά, με σκοπό να αναπτύσσεται ιδιαίτερος πατριωτικός και αδελφικός δεσμός μεταξύ τους και να μεταλαμπαδεύονται οι παραδόσεις, οι αξίες, η κουλτούρα και τα έθιμα της Αρμενίας».

Η Αρμενική έχει ιδιαίτερα μεγάλη παράδοση στο μπάσκετ, τόση που το 1976 αποτέλεσε ένα από τα ιδρυτικά αθλητικά σωματεία της Ένωσης Καλαθοσφαιρικών Σωματείων Θεσσαλονίκης (ΕΚΑΣΘ) και της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης (ΕΟΚ). Επίσης, πολύ σημαντική παράδοση έχει και στο kickboxing, όπου δραστηριοποιούνται κυρίως Αρμένιοι τρίτης γενιάς, που βρέθηκαν από το 1998 και μετά στη Θεσσαλονίκη. «Βλέπουμε με τι περηφάνια και χαρά σηκώνουν την αρμενική σημαία και την αθλητική σημαία της Αρμενικής», δηλώνει η κ. Ανσουριάν.

Εκτός από αθλητική, η Ένωση Αρμενίων Αθλητών Ελλάδας έχει και προσκοπική παρουσία στη Θεσσαλονίκη, με αδελφικούς μάλιστα δεσμούς και με το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων. Η κ. Ανσουριάν πιστεύει ότι μέσα από τις δράσεις του προσκοπισμού τα παιδιά μπορούν να σχηματίσουν δεσμούς και αξίες, να πλάσουν όμορφες παιδικές αναμνήσεις, που θα τα συνοδεύουν και αργότερα στη ζωή τους.

Μία άλλη δράση που διοργανώθηκε για δεύτερη χρονιά φέτος ήταν ο ποδηλατικός μαραθώνιος «110 Ορθοπεταλιές Μνήμης “Δεν Ξεχνώ”». 124 ποδηλάτες από όλη την Ελλάδα ξεκίνησαν από το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και, αφού απέτισαν φόρο τιμής στο αρμενικό μνημείο Χατσκάρ επί της Τσιμισκή, ποδηλάτησαν για συνολικά 200 χλμ. σε Θεσσαλονίκη, Πέλλα και Ημαθία.

Βιώματα και παραδόσεις από γενιά σε γενιά

Ο Χοβίκ Κασαπιάν είναι αργυροτεχνίτης. Σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών του Γιερεβάν και συνέχισε με μεταπτυχιακό στις Διασπορικές Σπουδές. Σήμερα διατηρεί εργαστήρι στην ανατολική Θεσσαλονίκη. Τον επισκεπτόμαστε εκεί και τον ακούμε, πίσω από τον πάγκο εργασίας του, να θυμάται την οικογενειακή του ιστορία:

«Οι πρόγονοί μου από τη μεριά του πατέρα μου ήρθαν στην Ελλάδα με τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Τη γιαγιά μου τη διέσωσαν από τη Σεβάστεια μέσω του Ερυθρού Σταυρού Εγγύς Ανατολής. Ήρθε στο ορφανοτροφείο στη Σύρο και μετά βρήκε μέσω του Ερυθρού Σταυρού έναν αδερφό στον Αμυγδαλεώνα Καβάλας και πήγε και τον βρήκε. Δούλεψε στη Δράμα σαν παρακόρη, παντρεύτηκε τον παππού μου και ήρθαν τελικά στη Θεσσαλονίκη, όπου ο παππούς μου εργάστηκε σαν τσαγκάρης. Τη μητέρα της την ξαναείδε μετά από 30 χρόνια στην Κωνσταντινούπολη».

Από παιδί ο Χοβίκ μεγάλωσε ακούγοντας βιώματα ξεριζωμού, κάτι που τον επηρέασε βαθιά. Μεγάλωσε, όμως, και με τις παραδόσεις της Αρμενίας, έτσι όπως τις μεταλαμπάδευσε η οικογένειά του και η κοινότητα: «Από παιδί θυμάμαι τις λειτουργίες, τα γλέντια που κάναν οι δικοί μας, τις χορωδίες, τα χορευτικά, το αρμενικό σχολείο του Σαββάτου, την αρμενική κατασκήνωση στη Χαλκιδική…».

Τα χρόνια του στο Γιερεβάν τα θυμάται προφανώς με συγκίνηση και αγάπη: «Όταν πήγα να σπουδάσω στην Αρμενία, προφανώς προσαρμόστηκα αλλά υπήρξαν και κάποια πράγματα με τα οποία δυσκολεύτηκα. Είναι λογικό ότι όταν φεύγεις από το γνώριμο και πας κάπου αλλού, ακόμα και αν αυτό είναι η ιδιαιτέρα σου πατρίδα, υπάρχουν και πράγματα που σε ξενίζουν, νιώθεις ίσως μια διαφορά στη νοοτροπία και μια μοναξιά».

Σήμερα παραμένει ενεργό μέλος της Εθνικής Αρμενικής Επιτροπής και της Αρμενικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, δηλώνοντας: «Θεωρώ τον εαυτό μου περισσότερο ακτιβιστή. Θυμάμαι όλες τις ιστορίες για αυτά που περάσαν οι δικοί μας και το στίγμα του αγώνα, της διεκδίκησης. Μην ξεχνάμε ότι πριν λίγα χρόνια έγινε ακόμα μία γενοκτονία, στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όπου εκδιώχθηκαν 120.000 κόσμος μέσω της βίας. Η Τουρκία δεν κλήθηκε ποτέ να δώσει λόγο για ό,τι έχει κάνει και αφέθηκε να δρα ανεξέλεγκτα, ασκώντας επιθετικές πολιτικές στη Συρία, στο Κουρδιστάν, στο Ιράκ, και φυσικά και σε Ελλάδα και Κύπρο».

Η πληθυσμιακή αυξομείωση της κοινότητας

Όπως αναφέρει ο Λεωνίδας Ντιλσιζιάν στο πρόσφατο βιβλίο του «Αρμένιοι και Ελληνικό Κράτος στον Ψυχρό Πόλεμο» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2024), η παρουσία Αρμενίων στο γεωγραφικό χώρο που αποτελεί το σημερινό ελληνικό κράτος ανάγεται ήδη στη βυζαντινή περίοδο καθώς και στους οθωμανικούς χρόνους, με τη συμβίωση των δύο διακριτών θρησκευτικών millet, του ελληνορθόδοξου και του αρμενικο. Ωστόσο, αρχίζει να εδραιώνεται ιδίως την τελευταία εικοσιπενταετία του 19ου αιώνα, με τη σταδιακή άφιξη Αρμενίων από τα βαλκανικά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και από τη Μικρά Ασία, με σκοπό την εργασία στον τομέα των υπηρεσιών ή σε μεγάλα δημόσια έργα, όπως η διώρυγα της Κορίνθου και σιδηροδρομικές υποδομές σε Θεσσαλονίκη και Αλεξανδρούπολη. Συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη δημιουργήθηκε μία πολυπληθής κοινότητα, συσπειρωμένη γύρω από την αρμενική εκκλησία της Θεσσαλονίκης.

Ο Χοβίκ θεωρεί τα χρόνια του Εμφυλίου ορόσημο για την εξέλιξη της αρμενικής κοινότητας στη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα. «Μέχρι το 1946 υπήρχε μια μεγάλη αρμενική κοινότητα, κυρίως από πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης, της Κωνσταντινούπολης, των παραλίων της Τουρκίας και της Αρμενίας. Από εκεί και πέρα έγινε ο επαναπατρισμός στη Σοβιετική Ένωση. Εμάς η οικογένειά μας δεν πήγε, γιατί υπήρχαν ήδη κάποιες υποψίες ότι μπορεί ο επαναπατρισμός να μην είναι και τόσο εύκολος… Μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για την περίοδο Στάλιν.

» Υπήρχαν κάποια “κόλπα” για να ειδοποιηθούν όσοι μείναν πίσω στην Ελλάδα αν πρέπει να πάνε ή όχι. Μπορεί να πήγαιναν κάποιοι συγγενείς πιο πριν και να λέγαν: “Θα σας στείλουμε με γράμμα φωτογραφία. Αν είμαστε ξαπλωμένοι στη φωτογραφία, μην έρθετε. Αν είμαστε όρθιοι, ελάτε”. Ή μπορεί σε ένα γράμμα να γράφαν: “Να δώσεις χαιρετίσματα στον Αγκόπ”, που ο Αγκόπ μπορεί να είχε πεθάνει πριν 20 χρόνια. Οπότε, ο άλλος καταλάβαινε ότι κάτι δεν πάει καλά».

Μέχρι το 1990, στη Θεσσαλονίκη είχαν απομείνει περίπου 600 με 700 Αρμένιοι, ωστόσο ο αριθμος τους άρχισε να αυξάνεται και πάλι μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Σήμερα, μας ενημερώνει ο Χοβίκ, η κοινότητα αριθμεί περίπου 3.000 άτομα,

Οι δεσμοί με την ιδιαιτέρα πατρίδα και η πολιτισμική αφομοίωση

Σήμερα τα μέλη της κοινότητας φαίνεται πως συμμετέχουν στα δρώμενά της, αν και αρκετά πιο «χαλαρά» συγκριτικά με το παρελθόν.

Ο Χοβίκ σχολιάζει: «Η αρμενική διασπορά, όπως σε έναν βαθμό και η ελληνική διασπορά, δεν δημιουργήθηκε από αυτόβουλη διαδικασία αλλά από κάποια βίαια γεγονότα: γενοκτονίες, εκτοπίσεις, απώλεια περιουσιών και ανθρώπινων ζωών. Αυτό δημιούργησε στη δεύτερη γενιά το αίσθημα της διεκδίκησης. Στα νέα παιδιά σήμερα, της τρίτης γενιάς πλέον, υπάρχει ένα κομμάτι που θέλει να διατηρήσει τη σχέση του με την κοινότητα και ένα ένα άλλο κομμάτι που απέχει και κάπως αδιαφορεί για την παράδοση, την ιστορία και το παρελθόν της χώρας καταγωγής του. Αυτό πιστεύω ισχύει σε όλες τις μειονότητες που αφομοιώνται πολιτισμικά, ιδίως στη Δύση, όπου οι πολιτιστικές και θρησκευτικές διαφορές είναι ούτως ή άλλως πολύ λιγότερο διακριτές».

Η Άνι, αν και έχει μεγαλώσει στην Ελλάδα και παρά το νεαρό της ηλικίας της, αισθάνεται ιδιαίτερη εγγύτητα με την αρμενική της ταυτότητα:

«Έχω πάρα πολλούς συγγενείς στην Αρμενία. Έχουμε παππούδες, πολλούς συγγενείς. Δεν έχουμε χάσει την επαφή μας. Για αυτό νιώθουμε έντονα και την Αρμενία σαν πατρίδα μας. Την πονάμε και την αγαπάμε σε ό,τι συμβαίνει.

» Εγώ, παρόλο που έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα, έχω πολύ έντονο το στοιχείο του αρμενισμού στην οικογένειά μου. Αρμένικα μιλάμε, αρμένικες παραδόσεις έχουμε. Έχω μεγαλώσει πάρα πολύ με αυτό το πράγμα, και σχεδόν καθόλου με το ελληνικό στοιχείο. Σαφώς έχω και στοιχεία από την Ελλάδα, αφού εδώ μεγάλωσα, όμως θεωρώ την Αρμενία την πρώτη μου πατρίδα. Όταν με ρωτάνε “Από πού είσαι;”, αναφέρω τον εαυτό μου ως Αρμένισσα που απλώς έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα και έχει πολλά στοιχεία της».

Βλέποντας την ελληνική και την αρμενική σημαία να κυματίζουν η μία δίπλα στην άλλη ενώ μιλάμε έξω από την εκκλησία, αναρωτιόμαστε ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές βλέπει ανάμεσα στις δύο χώρες. «Η θρησκεία μας είναι πολύ παρόμοια, με πολύ κοινές παραδόσεις. Είμαστε και οι δύο χώρες με πολύ πλούσια ιστορία και παραδόσεις, και κοινά βιώματα, ιδίως σε ό,τι αφορά το βίωμα της γενοκτονίας. Αυτό το νιώθω πολύ κοντά. Αλλά υπάρχουν και πράγματα πολύ διαφορετικά. Η Ελλάδα, σαν ευρωπαϊκή χώρα, είναι λίγο πιο εξελιγμένη σε κάποια ζητήματα, πιο μοντέρνα. Η Αρμενία τώρα αρχίζει και μπαίνει σε αυτήν την πιο “δυτικότροπη” κουλτούρα σε ό,τι αφορά τη νοοτροπία, τη νεολαία κτλ.», απαντά η Άνι.

«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει ένα παιδί αν θέλει να κρατήσει επαφή όχι απλώς με την κοινότητα αλλά με το “είναι” του είναι να μάθει έστω και ελάχιστα αρμενικά, έστω τα απαραίτητα», ισχυρίζεται και ο Χοβίκ. «Εμένα η κόρη μου, που είναι 2,5 χρονών, της μιλάω αρμένικα και μου απαντά στα ελληνικά, γιατί αυτήν τη γλώσσα μαθαίνει στο νηπιαγωγείο —και καλά κάνει. Μακάρι να μάθει και άλλες 10 γλώσσες! Αλλά είναι πολύ σημαντικό να μάθει και τη γλώσσα καταγωγής της. Η γλώσσα είναι το πρώτο στοιχείο που χάνεται μέσα από τη διαδικασία της αφομοίωσης. Πρώτα έρχεται η αδιαφορία για τη γλώσσα, μετά η αποχή από τις διαδικασίες της κοινότητας και τελικά η πλήρης απομάκρυνση και αδιαφορία προς τα πάντα».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα