Μένιος Σακελλαρόπουλος: Οι ήρωες και οι λέξεις είναι η καλύτερη ψυχοθεραπεία
Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος δεν ασχολήθηκε με αποτρόπαια εγκλήματα, μετά τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θράκης, παρά μόνο πολύ αργότερα, στα μυθιστορήματά του. Τον είχε κερδίσει ήδη η δημοσιογραφία, την οποία ταλαιπωρεί επί τριάντα έξι συναπτά έτη. Ξεκίνησε μαθητής λυκείου ακόμα από το Φως, μύρισε το μελάνι στις εφημερίδες Βραδυνή, Έθνος, Ελεύθερος Τύπος, […]
Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος δεν ασχολήθηκε με αποτρόπαια εγκλήματα, μετά τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θράκης, παρά μόνο πολύ αργότερα, στα μυθιστορήματά του. Τον είχε κερδίσει ήδη η δημοσιογραφία, την οποία ταλαιπωρεί επί τριάντα έξι συναπτά έτη. Ξεκίνησε μαθητής λυκείου ακόμα από το Φως, μύρισε το μελάνι στις εφημερίδες Βραδυνή, Έθνος, Ελεύθερος Τύπος, Αθλητική, Sportime, Derby, στα περιοδικά Εικόνες, Nitro, Active, Επίκαιρα, βούτηξε στα ερτζιανά (ΕΡΑ, Sport FM, Sentra FM) κι από το 1992 είναι στο Mega Channel. Έκανε τρεις φορές τον γύρο της Ευρώπης, φτάνοντας ως τη Νότια Αφρική, με εκατοντάδες ρεπορτάζ και χιλιάδες βίντεο, όλα με ένα δικό του χρώμα. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ και του ΠΣΑΤ, από τον οποίο έχει βραβευτεί τέσσερις φορές για τηλεοπτικά θέματα. Παραμένει έφηβος και εκρηκτικός, συνεχίζει να ονειρεύεται, να χαμογελάει, να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται, και πιστεύει στην… άσπρη μέρα.
Τα «Δεκατρία κεριά στο σκοτάδι» πραγματεύονται ένα πολύ ιδιαίτερο θέμα, αυτό της τύφλωσης. Ποια ήταν η διαδρομή σας από την σύλληψη της ιδέας στην εξέλιξη της;
Ήτανε μια φορά μάτια μου, κι έναν καιρό, που είπε τόσο ουράνια ο Νίκος Ξυλούρης, στους εμπνευσμένους στίχους του Κώστα Φέρρη. Μόνο που η δική μου ιστορία δεν είχε μια μικροπαντρεμένη, κόρη ξανθή, αλλά έναν κακουργηματικών πράξεων ιό, έναν αδενοϊό λοιπόν (τι μαθαίνει κανείς!) που μπήκε πρώτα στο ένα μάτι, μετά στο άλλο και διέλυσε αχόρταγος τους κερατοειδείς. Μετά από τρεις μέρες έντονων ενοχλήσεων διαπίστωσα πια ότι δεν βλέπω καθόλου, με το σκότος να κυριαρχεί στη ζωή μου. Κι εκεί, τελείως ανήμπορος και εξαιρετικά θορυβημένος, καθηλωμένος εντελώς, σκέφτηκα ότι υπάρχουν χιλιάδες συνάνθρωποί μας που όχι μόνο δεν βλέπουν αλλά και που δεν θα δουν ποτέ. Το σοκ ήταν ακόμα μεγαλύτερο στην κατάσταση που βρισκόμουν, γιατί πρώτη φορά ερχόμουν αντιμέτωπος με το σκοτάδι και τους εφιάλτες που παράγει. Αυτή η «διακοπή ρεύματος» κράτησε δεκαεπτά ολόκληρες μέρες, και ήταν ίσως ό,τι χειρότερο έχει συμβεί στη ζωή μου. Τις ατέλειωτες ώρες των εφιαλτικών σκέψεων συνέλαβα μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος –έτσι μου συμβαίνει συνήθως- και με αυτό τον τρόπο γεννήθηκαν τα Δεκατρία Κεριά στο Σκοτάδι, που πρώτον απ’ όλους συγκλόνισαν εμένα τον ίδιο με τη σύλληψη κιόλας της ιδέας που μου έφερνε σύγκρυο. Στο μυαλό που γεννήθηκε με πολύ απλό τρόπο ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Αλέξανδρος Παυλής, ο οποίος στα 42 του χρόνια χάνει την όρασή του εξαιτίας ενός σφοδρού αυτοκινητιστικού ατυχήματος στον περιφερειακό δρόμο του Καρέα. Από τη στιγμή που η ιδέα «κλείδωσε» στο μυαλό μου, σειρά είχε μια ενδελεχής και επίπονη έρευνα, όπως συμβαίνει σε όλα τα βιβλία μου. Αυτός είναι ο δρόμος μου στη συγγραφή: η έρευνα, η καταγραφή όλων των κινήσεων των ηρώων, η απολύτως ρεαλιστική αντιμετώπιση των καταστάσεων. Δεν υπάρχει ούτε μία ιστορία που να μην έχει ξεψαχνιστεί και να μην είναι απολύτως ακριβής, ακόμα και στα επιστημονικά της πεδία. Η προσωπική μου οπτική γωνία λέει ότι το προϊόν μιας μεγάλης έρευνας πάντα κάνει την ιστορία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Έτσι, άρχισαν να ανάβουν τα κεριά ένα-ένα. Νοσοκομεία, ακριβής καταγραφή των καταστάσεων, και μετά, μοίρα καλή με οδήγησε στο Κέντρο Εκπαίδευσης και Αποκατάστασης Τυφλών (ΚΕΑΤ) στην Καλλιθέα, εκεί που ο ηρωισμός των ανθρώπων του περνάει σε άλλη διάσταση. Δίνοντας ζωή και ψυχή, κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους –κι ακόμα περισσότερα- για να στηρίξουν ανθρώπους που στερούνται το βασικότερο συστατικό της ζωής: την όραση. Γιατί χωρίς φως, όλα είναι συγκλονιστικά αργά κι αδιανόητα δύσκολα. Το ΚΕΑΤ λοιπόν, με περίσσευμα ψυχής, δείχνει ότι αυτοί οι άνθρωποι, οι τυφλοί, δεν είναι για να ζητιανεύουν στην Ομόνοια και αλλού, δεν ζουν για να ζητάνε τον οίκτο μας, δεν φταίνε για ό,τι τους έχει συμβεί, δεν είναι υποψήφιοι έγκλειστοι σε κάποια σύγχρονη Σπιναλόγκα. Ίσως η Πολιτεία –αυτή η απρόσωπη και ανάλγητη- να θεωρεί ακόμα ότι οι τυφλοί είναι μόνο για να παίζουν ακορντεόν στους δρόμους. Ευτυχώς το ΚΕΑΤ και ανάλογοι φορείς πιστεύουν ότι προέχει η εκπαίδευσή τους και η επαγγελματική τους αποκατάσταση. Με την έρευνά μου να προχωρά –κι αφού ακολούθησα την εκπαίδευση των τυφλών- δεύτερη μοίρα καλή με οδήγησε σε μία συγκλονιστική γυναίκα, τη Μάρθα, ένα συγκλονιστικό παράδειγμα ανθρώπινης θέλησης. Στα 28 της χρόνια και στην πιο δημιουργική ηλικία της, έχοντας ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό της, έχασε το φως της. Μπήκε βλέπουσα στο χειρουργείο και ξύπνησε τυφλή. Είναι το μεγαλύτερο σοκ στη ζωή ενός ανθρώπου που βυθίζεται για πάντα στο σκοτάδι. Δεν σκέφτηκε ότι για να γλιτώσει το συγκλονιστικό μαρτύριο είναι καλύτερα να πέσει στις ρόδες ενός φορτηγού. Κι ούτε μπορούσε να διανοηθεί ότι θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή της με τον οίκτο των συνανθρώπων της. Πήγε στη Σχολή Τυφλών Θεσσαλονίκης, έσβησε το παρελθόν της κι έχτισε ένα καινούργιο μέλλον, αποφασίζοντας να εκπαιδευτεί για να γίνει ανεξάρτητη! Σήμερα, όχι μόνο ζει μόνη της στη Θεσσαλονίκη αλλά εκπαιδεύει η ίδια τυφλούς, μεταλαμπαδεύοντας το μεγαλείο της ψυχής της. Διαβάζει, γράφει –όλα με τη γραφή Μπράιγ- αθλείται, εργάζεται σκληρά, ονειρεύεται, δείχνει ότι δεν προχωράει μόνο αυτός που δεν θέλει. Σ’ αυτήν οφείλεται το βιβλίο, σ’ αυτήν βέβαια αφιερώνεται, αυτή χαρτογράφησε όλους τους ήρωες, υπαρκτά πρόσωπα, όπως και η ίδια…
Θα μπορούσε να σας χαρακτηρίσει κανείς έναν θεματολογικά αεικίνητο συγγραφέα αφού έχετε καταπιαστεί με διάφορα θέματα στα βιβλία σας. Αυτός ο «πειραματισμός» και η έμπνευση για θέματα αντιδιαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους πως προκύπτει;
Αεικίνητος υπήρξα από μικρό παιδί, συνεχίζω έτσι, είναι το dna μου. Κι έτσι είμαι σε όλους τους χώρους, επαγγελματικούς και μη. Άρα, και στο συγγραφικό κομμάτι δεν θα μπορούσα λόγω χαρακτήρα να είμαι «στατικός». Με μαγεύει η ιδέα να ψάχνω διαφορετικούς χώρους και καταστάσεις, να βουτάω στα άδυτά τους, να ανακαλύπτω πράγματα που συναρπάζουν εμένα τον ίδιο πρώτα απ’ όλα. Όταν αποφάσισα ότι θέλω να πω τις ιστορίες μου στον κόσμο μέσω των βιβλίων, πήρα μια ξεκάθαρη απόφαση μέσα μου. Ότι δεν θα αυθαιρετώ και δεν θα εφησυχάζω! Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι για να δουλέψω ένα σενάριο, πρέπει να προηγηθεί μεγάλη και ενδελεχής έρευνα, όσοι μήνες κι αν χρειαστεί να περάσουν, όσος κόπος ή και πόνος ψυχής απαιτηθεί να καταθέσω. Είναι το δικό μου στίγμα. Έτσι βρέθηκα σε δύσκολους χώρους: φυλακές (Φεγγάρι από Πέτρα, Το Σημάδι), ψυχιατρεία (Η παγίδα των χρωμάτων), χειρουργεία (Μαύρο Φιλί), δικαστήρια (Ένοχες ζωές), αστυνομικές διευθύνσεις –ως και τη Δίωξη Αρχαιοκαπηλίας για να γίνει ο Πορφυρός Κώδικας- νοσοκομεία, μοναστήρια, μιτάτα στον Ψηλορείτη (Δυο μαύρα πουκάμισα) ακόμα και τη Βουλή των Ελλήνων (Η νύχτα της Λώρας). Το περσινό βιβλίο, ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ, με οδήγησε σε τρεις φυλακές της χώρας. Μόνο έτσι θα έμπαινα στα παπούτσια του κεντρικού ήρωα. Ακολουθώντας απολύτως τα χνάρια του. Το κάνω σε όλα τα βιβλία, με πίστη, πάθος, προσήλωση, ευλαβική καταγραφή των γεγονότων. Κι αυτά τα στοιχεία δεν με πρόδωσαν ποτέ. Είναι το δικό μου σημάδι, my way, ο τρόπος μου. Για μένα ο δρόμος είναι δρόμος, στον εαυτό σου έτσι λες, τι πάει να πει βρομιά και τρόμος, κατήφορος και προσβολές! Είναι μαγεία να ψάχνεις τόσα διαφορετικά πράγματα, εντελώς ανόμοια μεταξύ τους. Έχοντας λοιπόν ζήσει πολύ δύσκολες καταστάσεις, πίστευα, μετά τις φυλακές και τα ψυχιατρεία, ότι τα έχω δει όλα. Πόσο λάθος! Πάντα υπάρχει κάτι παραπέρα. Κι αυτό το βρήκα στον κόσμο των τυφλών. Εκεί το συναίσθημα γιγαντώνει. Εκεί η ζωή παίρνει μια άλλη διάσταση. Αυτήν που μου άλλαξε εντελώς τον τρόπο σκέψης μου. Κι είμαι ευγνώμων γι’ αυτό το ταξίδι. Γιατί, τελικά, ευτυχία δεν είναι αυτό που απεγνωσμένα αναζητούν οι άνθρωποι σε λάθος δρόμους και με λάθος τρόπους. Είναι απλά καθημερινά πράγματα που οι περισσότεροι δεν βλέπουν καν κι ας έχουν την όρασή τους.
Ένας ρεπόρτερ είναι πολύ πιθανό να κουβαλήσει πολλά «εργαλεία» από τον χώρο της δημοσιογραφίας σε αυτόν της συγγραφής. Ποιο είναι το πιο σημαντικό από αυτά και τι πρέπει να αφήσει πίσω αν θέλει από αυτόν τον χώρο;
Από μόνη της η έρευνα είναι ένα πολύ δυνατό όπλο και απογειώνει ένα βιβλίο, κάνει τις σελίδες να σπαρταράνε! Η εξάσκηση που αποκτά ένας ρεπόρτερ τον κάνει να βλέπει τα πράγματα με διαφορετική οπτική γωνία και να εντοπίζει όσα χρειάζονται για να αποδοθεί σωστά μια κατάσταση και σε όλη της τη διάσταση. Αλλά προσοχή, όχι κυνική καταγραφή, μπορεί να καταστρέψει ένα βιβλίο! Χρειάζεται συναίσθημα, εικόνες, αυτά που θα ντύσουν όμορφα τον ρεαλισμό και θα συγκινήσουν τον αναγνώστη. Διαφορετικά, θα ήταν ένα απλό ρεπορτάζ. Είναι μια πολύ δύσκολη διαδικασία με λεπτές ισορροπίες και απαιτείται τέχνη και ψυχή και καρδιά. Τα δυο τελευταία είναι που κάνουν τη διαφορά. Έχω συλλάβει τον εαυτό μου να κλαίει περιγράφοντας καταστάσεις των ηρώων μου. Τότε ξέρω καλά ότι η συγκίνηση αυτή θα φτάσει και στον αναγνώστη. Αν κάτι δεν με αγγίξει εσωτερικά, δεν προχωράω! Στη διάρκεια της συγγραφής ενός βιβλίου, μου έρχονται συχνά εικόνες από τα παιδικά μου χρόνια, ανασύρονται μνήμες του παρελθόντος, βιώματα, συναισθήματα, καταστάσεις που με έχουν συγκινήσει ή πικράνει. Κι όταν τέτοια συναισθήματα ξεχειλίζουν, ανάλογα με τη θεματολογία, επιτρέπω στον εαυτό μου να τα εντάξει στο βιβλίο. Καμιά φορά είναι επώδυνο όταν ξυπνάει πόνος ψυχής από κάποια περιστατικά, αλλά όταν παντρεύονται σωστά με την υπόθεση, βγαίνει θετικό αποτέλεσμα γιατί είναι δικές μου αλήθειες. Μου έχει συμβεί να κλάψω γράφοντας κάποιο κεφάλαιο, στο οποίο μεταφέρω προσωπικά μου στοιχεία. Κι όταν συγκινούμαι, ξέρω ότι το αποτέλεσμα θα είναι καλό. Γράφοντας “Το Σημάδι” για παράδειγμα, με την δραματική ιστορία του φόνου να εκτυλίσσεται στην Πάτρα, το μυαλό μου πήγαινε συνέχεια στο γιο μου, που σπουδάζει στην αχαϊκή πρωτεύουσα. Κι όταν μπαινόβγαινα στις φυλακές για τις ανάγκες της έρευνας, εκείνος στριφογύριζε συνεχώς στο νου μου. Αυτό μου έδινε τεράστια ένταση αλλά και ευαισθησία κατά τη διάρκεια της γραφής.
Εν τέλει ένας συγγραφέας γραφεί για το κοινό του, για τον εαυτό του ή και για τους δύο;
Κρίνομαι για τη γραφή μου και τις ιστορίες μου, μόνο γι’ αυτά. Τα υπόλοιπα δεν παίζουν τον παραμικρό ρόλο. Γράφω από ανάγκη ψυχής και μόνο και γι’ αυτό, δίνοντας όλο μου το είναι, τίποτα λιγότερο. Δεν έγινα συγγραφέας για να αλλάξω την ποιότητα της ζωής μου αλλά για να υπηρετήσω τις εσωτερικές ανάγκες μου. Και, δεν το κρύβω, αυτό το ταξίδι ανάμεσα σε λέξεις και ήρωες είναι η καλύτερη ψυχοθεραπεία! Κι είναι ξεκάθαρο ότι δεν το βλέπω σαν… επάγγελμα. Η συγγραφή είναι μια υπέροχη ερωμένη η οποία σε μαγεύει, σε ενθουσιάζει διαρκώς, δεν σε αφήνει να κοιμηθείς και το χαίρεσαι! Με δυσκολεύει βέβαια με τις αϋπνίες που μου επιβάλει, αλλά δεν σκέφτηκα ποτέ να την αφήσω. Όλο το παιχνίδι μαζί της είναι μαγεία! Η σύλληψη της ιδέας, η έρευνα που ακολουθεί, η δύσκολη εκτέλεση, οι δεκάδες χιλιάδες λέξεις σε συνθήκες απομόνωσης, η συμπόρευση με τους ήρωες, η περιήγηση στον κόσμο τους, ο πόνος κι η χαρά τους, προσφέρουν μοναδικές στιγμές. Κι ύστερα, η γέννα, η λύτρωση, η χαρά, το πρώτο μπουσούλημα στα βιβλιοπωλεία, εκεί που κι ένας σκληρός θα δάκρυζε. Και ναι, μου συμβαίνει καθαρά, σιγά μη ντραπώ γι’ αυτό. Από την άλλη, δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι απευθύνομαι σε ανθρώπους, τους οποίους καλώ να με ακολουθήσουν στα ταξίδια μου. Και δεν θέλω να τους απογοητεύσω ποτέ.
Ποιες θα ήταν οι «κατευθυντήριες» γραμμές που θα δίνατε σε έναν νεαρό συγγραφέα; Τι θα τον συμβουλεύατε;
Αποφεύγω να δίνω συμβουλές, είναι κάτι που αντιπαθώ. Κι άλλωστε δεν είμαι ο κατάλληλος να το κάνω. Θα έλεγα όμως ότι σε ένα τέτοιο δύσκολο και μοναχικό ταξίδι, χρειάζεται κατάθεση ψυχής! Να δίνει κανείς όλο του το είναι, χωρίς εκπτώσεις, βγάζοντας τα εσώψυχά του. Και να ξέρει ότι αυτό το ταξίδι είναι μαγικό, άρα πρέπει να πλημμυρίσει από εικόνες και συναισθήματα κι αυτά να τα κοινωνήσει στους άλλους, να τα μεταφέρει απλόχερα. Τότε, θα νιώσει κι ο ίδιος υπέροχα!
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Στα σαράντα δύο του χρόνια ο Αλέξανδρος Παυλής, πολιτικός μηχανικός, βρίσκεται βυθισμένος στην απελπισία της αναδουλειάς και της ανασφάλειας. Αλλά τα μεγάλα του προβλήματα και η σοβαρή κρίση στη μακρόχρονη σχέση του με την Άννα είναι ένα τίποτα μπροστά στο παιχνίδι της μοίρας, αφού από ένα σφοδρό αυτοκινητικό ατύχημα χάνει το φως του. Το σοκ είναι τεράστιο και το σκοτάδι του τον τραβάει στην αυτοκαταστροφή. Κι εκεί που πιστεύει ότι όλα έχουν τελειώσει γι’ αυτόν, ανακαλύπτει έναν καινούργιο κόσμο, άγνωστο, δύσκολο αλλά και μαγικό. Η δασκάλα του στη γραφή Μπράιγ, η Μαργαρίτα, τυφλή εκ γενετής, τον βοηθάει να σταθεί στα πόδια του. Νιώθει να ξαναγεννιέται. Αλλά και στη νέα του ζωή τα εμπόδια είναι τεράστια. Πάλι η μοίρα σκηνοθετεί κάτι αδιανόητο. Κι εκεί πια θα μιλήσει η δύναμη της ψυχής.
Ένα συγκλονιστικό ταξίδι στον κόσμο του σκοταδιού, εκεί όπου το φως παίρνει μια νέα διάσταση. Μια ιστορία για τον θρίαμβο της ανθρώπινης θέλησης.
*Το Public Τσιμισκή και οι Εκδόσεις Ψυχογιός διοργανώνουν την Πέμπτη 26 Ιανουαρίου στις 19.00 την παρουσίαση του νέου βιβλίου του Μένιου Σακελλαρόπουλου στον χώρο του βιβλιοπωλείου (Τσιμισκή 24). Για το βιβλίο θα μιλήσουν η ειδική παιδαγωγός, Μάρθα Γούναρη και η φιλόλογος Εύα Μαράκη. Ο συγγραφέας θα συνομιλήσει με το κοινό και θα υπογράψει αντίτυπα του βιβλίου.