Μη φοβάσαι το μελάνι του τόπου σου
Με το πρώτο του μικρό αφήγημα, μόλις 87 σελίδων και 78 κεφαλαίων, ο Χρήστος Χρηστίδης καταφέρνει να μετατρέψει σε λόγο την άναρχη δομή του φαντασιακού.
«Μη φοβάσαι το μελάνι του τόπου»*
Χρήστου Χρηστίδη, Αναποδογεννημένος: Αφήγημα. Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2016, 87 σελ.
Τι είναι λογοτεχνία σε έναν κόσμο στον οποίο όλα έχουν ειπωθεί από την καλή κι από την ανάποδη; Μα τι άλλο από την επιστροφή στη γενέθλια μήτρα με τις πιο απλές λέξεις, λέξεις που στάζουν υπολείμματα μνήμης, σαν μετά από μια μετατραυματική περίοδο οπότε όλα τακτοποιούνται μέσα μας με έναν τρόπο όπου το σημαντικό μπλέκεται με το ασήμαντο, ώστε, με τον πιο περίτεχνα μονταρισμένο χρονικό προσδιορισμό, η αρχή να είναι το τέλος, το ίσιο να είναι το ανάποδο του χρόνου που κύλησε και η πραγματική αναζήτηση να είναι το ατρόμητο σάλτο από την επιφάνεια του ρεαλισμού στο απύθμενο βάθος του ονείρου.
Με το πρώτο του μικρό αφήγημα, μόλις 87 σελίδων και 78 κεφαλαίων, ο Χρήστος Χρηστίδης καταφέρνει να μετατρέψει σε λόγο την άναρχη δομή του φαντασιακού, ξύνοντας με επιμέλεια κι αξιοθαύμαστη αυτοτέλεια τα τοιχώματα του ασυνειδήτου του αφηγηματικού υποκειμένου, χωρίς φόβο ή ενοχή, σαν ένα παιχνίδι του χρόνου με τα γεγονότα, με πρωταγωνιστή τον ίδιο και θέμα την ίδια του την ύπαρξη.
Διαβάζοντας το αφήγημά του, με τον έντεχνα παραπλανητικό τίτλο Αναποδογεννημένος, διαπίστωσα πως με μια σχεδόν χειρουργική οικονομία, που μοιάζει να γίνεται αυτόματα αλλά που βεβαίως υποκρύπτει βασανιστική φροντίδα και πολύ κόπο από τη μεριά του συγγραφέα, καταφέρνει να οδηγήσει τον αναγνώστη στα πλέον μύχια ένστικτά του, σαν κάτι το αυτονόητο, δημιουργώντας ένα «εικονο-φαντασιακό» περιβάλλον, με την έννοια όπως εξελίχθηκε στα μεταγενέστερα χρόνια της ψυχανάλυσης, μέχρι να φτάσει στην τελική φάση του θανάτου, που είναι ακριβώς κι η στιγμή της γέννησης . Γιατί τι άλλο είναι το φαντασιακό παρά οι εικόνες, οι αυταπάτες που έχουμε, οι ψευδαισθήσεις, η σαγήνη που μας προκαλείται από αυτές ή από την έλλειψη τους… Όλα αυτά τελικά που αποτελούν τι άλλο; Το ασυνείδητο.
Ο χρόνος για τον Χρηστίδη είναι οι λέξεις. Οι λέξεις του διαθέτουν τη βαρύτητα του χρονικού προσδιορισμού, δημιουργούν την ατμόσφαιρα μιας υποκειμενικής αυταπάτης που ο ίδιος λίγο αργότερα αποδομεί, μη σταματώντας να καταγράφει μια οδυνηρή ζωή, σαν ένα παιχνίδι της παιδικής ηλικίας. Να ωριμάζει και πάλι να χρησιμοποιεί τις λέξεις για να επανέλθει σε μια άλλη ηλικία, σε μια άλλη οπτική, όχι για να διδάξει αλλά για να κάνει κάτι πολύ πιο δύσκολο: να δείξει.
Και γιατί αυτή η τόσο επίπονη για τον συγγραφέα και απολαυστικά επώδυνη για τον αναγνώστη διαδικασία είναι λογοτεχνία;
Γιατί απλούστατα σε έναν κόσμο στον οποίο όλα έχουν ειπωθεί από την καλή κι από την ανάποδη απαιτείται η θανάτωση, μέχρι εξαφανίσεως, οποιουδήποτε χαρτογραφημένου συναισθήματος και το κοίταγμα στον καθρέφτη χωρίς παραμορφωτικά καλολογικά στοιχεία, παρά μόνο με τα υλικά της «αναζήτησης του χαμένου χρόνου».
Ο Χρηστίδης καταφέρνει όλες μας οι αισθήσεις να λειτουργούν σαν σελιδοδείκτες σε ένα περιβάλλον τόσο εξωφρενικά ιδιωτικό ,που καθιστά τον Αναποδογεννημένο ένα ανάγνωσμα που αφορά τους πάντες, μια ρωμαλέα κατάθεση που περιμένει με σιγουριά τον σωστό χρόνο για να την ανακαλύψουμε όλοι. Να βυθιστούμε στο σύμπαν του, για να δούμε ίσως οι πιο τυχεροί το δικό μας σύμπαν να ενυπάρχει σε κάποιο από τα κεφάλαιά του, σαν μνήμη που προσπεράσαμε, σαν ζωή που δεν αφεθήκαμε να ζήσουμε. Σαν προφητεία αυτου που είμαστε κι αυτού που μας περιμένει όλους στο τέλος.
* Φράση από το βιβλίο (σελ 48).