«Ο Ιωσήφ μετά»: Μια εξωφρενικά βίαιη ιστορία στο νέο μυθιστόρημα της Φωτεινής Τσαλίκογλου
Ένα βιβλίο που αντί να σηκώσει επιδεικτικά το δάχτυλο μας ζητάει σταθούμε κοντά του, όπως ξέρει και μπορεί να το κάνει κάθε φορά η καλή λογοτεχνία
Μιαν εξωφρενικά βίαιη ιστορία ξεδιπλώνει η Φωτεινή Τσαλίκογλου στο καινούργιο μυθιστόρημά της, που κυκλοφόρησε πρόσφατα υπό τον τίτλο «Ο Ιωσήφ μετά» από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Πρωταγωνίστρια και κεντρική, πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια, η Θάλεια Βεργωτή, που εξηγεί πώς η μητέρα της Ανθή θέλησε πάση θυσία να φέρει στον κόσμο έναν αδελφό για την κόρη της μετά την τελευταία αποβολή της. Βρισκόμαστε στο 1965 και ο Ιωσήφ δεν αργεί να γεννηθεί με τη διαφορά πως θα αποδειχθεί σωστή καταστροφή.
Στα παιδικά του χρόνια το μόνο το οποίο έχει να επιφυλάξει για τους γύρω του είναι αγκάθια και κοφτερό μίσος. Μεγαλώνοντας, θα χτυπήσει την Ανθή κι όταν εκείνη θα επιστρέψει από την ψυχιατρική της νοσηλεία, θα αυτοκτονήσει με έναν πήδο στο κενό ενώ ο γιος της καίει το αποχαιρετιστήριο γράμμα της τραγουδώντας.
Μερικά χρόνια αργότερα, ο Ιωσήφ θα σκοτώσει τον σύζυγο της ερωμένης του, για να καταλήξει έγκλειστος σε ίδρυμα. Όσο για τον πατέρα, καθηγητής φυσικής σε σχολεία όπου πολέμησε κατά τον Εμφύλιο, θα τον καταδώσει ο αδελφός του στις αρχές για να συμμορφωθεί δεόντως. Η Θάλεια θα πληρώσει τα αδιέξοδα και τις ενοχές του με τα ξεσπάσματά του – θα ακολουθήσει η αυτοκτονία και του ίδιου, στοιχειωμένη από τις παλαιότερες αυτοκτονίες της μητέρας και της αδελφής του.
Τι ακριβώς συμβαίνει εδώ; Γιατί τόσες συσσωρευμένες αυτοκτονίες και για ποιον λόγο τόσο θανατικό; Ο θάνατος, η βία και τα ψυχοπαθολογικά πορτρέτα δεν έχουν λείψει από την πεζογραφία της Τσαλίκογλου, η τωρινή, όμως, διόγκωση σε τι οφείλεται; Μπορεί να πείσει και να αποκτήσει με τον υπερπληθωρισμό της κάποια υπόσταση μπροστά στα μάτια μας; Καταρχάς η λογοτεχνία μπορεί να αυξήσει την πραγματικότητα όσο της χρειάζεται. Το ζήτημα πάντοτε είναι να δείξει γιατί χρειάζεται την επαύξηση. Όπως σημειώνει η συγγραφέας, το μυθιστόρημά της μεταγράφει πραγματικά γεγονότα, άρα τα λεγόμενα της Θάλειας υπέχουν τη θέση, και αναλαμβάνουν τη λειτουργία, μιας έμμεσης μαρτυρίας. Ύστερα η αφήγηση αποτελεί υπόδειγμα αποδραματοποίησης: χωρίς πολλά λόγια και συναισθηματικές εξάρσεις, λιτή και με ολιγοσέλιδα κεφάλαια, έρχεται από την πρώτη στιγμή να μας συστηθεί με τη γύμνια, με την ακρίβεια και με την αμεσότητά της.
Μέσα σε ένα τόσο προσεκτικά ρυθμισμένο πλαίσιο, το ζητούμενο δεν είναι τόσο το υπεράριθμο των αυτοκτονιών όσο το τι εξυπηρετεί η πύκνωση του βαθμού τους. Έχοντας υπόψη αλλοτινά βιβλία της Τσαλίκογλου, λογαριάζοντας την ψυχοθεραπευτική της ιδιότητα και παρακολουθώντας τη σταδιακή αποψίλωση του Ιωσήφ από τα δαιμόνιά του, διαισθανόμαστε πως το κακό το οποίο προκάλεσε είναι δυνατόν να κατανοηθεί μόνο με την έμπρακτη συμμετοχή και με την αγάπη.
Το πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο μας το δείχνουν η Τσαλίκογλου και η Θάλεια – με ένα μόνο βήμα κάθε φορά, με συντριβή και με πόνο, αλλά και με την αμέριστη θέληση να δοκιμάσουν και να αγωνιστούν γι’ αυτό. Ένα βιβλίο που αντί να σηκώσει επιδεικτικά το δάχτυλο μας ζητάει σταθούμε κοντά του, όπως ξέρει και μπορεί να το κάνει κάθε φορά η καλή λογοτεχνία. Κι όπως δεν μπόρεσαν να το κάνουν η ελληνική κοινωνία μετά το τέλος του Εμφυλίου με τη μεταπολεμική περίοδο και ο πατέρας της Θάλειας με την κόρη του πριν και μετά τον θάνατό του.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

