Βιβλίο

Οι διαφορετικές όψεις του καλοκαιριού μέσα από τις σελίδες κλασικών βιβλίων

Το θερμό φως είναι συνυφασμένο με το καλοκαίρι. Όμως, τι ρόλο παίζει στα κλασικά μυθιστορήματα που αγαπάμε χρόνια;

Δήμητρα Φούνταλη
οι-διαφορετικές-όψεις-του-καλοκαιριο-1365461
Δήμητρα Φούνταλη

Πολλές φορές, ανακατεύοντας τις σελίδες αγαπημένων βιβλίων, ανακαλύπτω ξανά όλα εκείνα τα (κυριολεκτικά) ξεσπάσματα φωτός που ακολουθούν τους ήρωες των μυθιστορημάτων.

Όλες εκείνες τις επίμονες αχτίδες που σκαρφαλώνοντας στα παράθυρα και τσουλώντας στη θάλασσα, συνθέτουν σκηνές, κορυφώνουν τη δράση, κυκλώνουν άλλοτε το συναίσθημα της ευτυχίας κι άλλοτε της ασφυξίας.

Καταλήγουν να σκιαγραφούν τις διαφορετικές όψεις αυτής της τόσο θερμής εποχής που μπορεί να αποτυπωθεί όσο φιλική τόσο και εχθρική. Το καλοκαίρι επιλέγεται ως χρόνος αφήγησης σε αρκετά ξένα και ελληνικά μυθιστορήματα. Κι ίσως όχι τυχαία.

Ο «Ξένος» του Αλμπέρ Καμύ δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1942 και αποτελεί το πρώτο ολοκληρωμένο έργο του συγγραφέα. Στο πέρασμα των χρόνων, εξακολουθεί να διαβάζεται, να μελετάται και να ερμηνεύεται από διαφορετικές φιλοσοφικές και ψυχολογικές σκοπιές. Κύριο συστατικό του: ο πληθωρικός ήλιος. Το στοιχείο της φύσης που όσο κανένα άλλο καταδιώκει και σχεδόν μεθοδεύει κάθε κίνηση του κεντρικού ήρωα που ακούει στο όνομα Μερσώ.

Ο Μερσώ ζει και κινείται μέσα σε ένα πλέγμα απάθειας. Απορρίπτει κάθε κοινωνική σύμβαση, δέχεται τον θάνατο ως πράξη καθημερινότητας, αγαπά λίγο και τολμά να το παραδέχεται. Στην εκκίνηση της αφήγησης, μας πληροφορεί για τον θάνατο της μητέρας του με τη διάσημη πλέον φράση «Σήμερα πέθανε η μαμά. Μπορεί και χθες. Δεν ξέρω». Έτσι ψυχρά και μηχανικά, το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο κι η ζωή του εξακολουθεί να ρέει όπως και πριν.

Στο αποκορύφωμα του καλοκαιρινού σκηνικού, εκεί όπου η παραλία κατακλύζεται από μια «εκτυφλωτική βροχή ακτίνων» επιφέροντας «βαριά μέθη», το σώμα του ήρωα οδηγείται στον φόνο. Ο Μερσώ χωρίς κάποια τρανταχτή δικαιολογία, σκοτώνει έναν Άραβα. Την στιγμή του πυροβολισμού, αισθάνεται τον ήλιο να πυρώνει και στερεώνει τρομερό ιδρώτα πάνω στο μέτωπο του.

Οδηγείται στο κελί, κι ο ήλιος τον ακολουθεί κι εκεί όπως τον ακολουθούσε και στην αρχή, πίσω από τη νεκροφόρα της μητέρας του. Όχι με τρόπο υπόγειο αλλά απόλυτα φανερό. Στην περίπτωση αυτή, το έντονο φως δεν ανανεώνει αλλά αντίθετα, μοιάζει να επιδρά καταστροφικά. Στην απολογία του δικαστηρίου, αυτό το ίδιο κατονομάζεται ως απόλυτος υπεύθυνος.

Οι μεταμορφώσεις του φωτός και οι επιπτώσεις που αυτές μπορούν να έχουν στο συναισθηματικό σύμπαν των ηρώων, διατρέχουν το σύνολο του έργου του Καμύ. Ήταν γύρω στο 1950 όταν ο ίδιος είχε γράψει πως «Ο ήλιος έχει εξαφανιστεί από τα σημερινά βιβλία.

Γι’ αυτό μας κάνουν κακό αντί να μας βοηθούν. Το μυστικό όμως διατηρείται σε ορισμένους τόπους, μεταδίδεται από τον ένα μυημένο στον άλλο». Κοντά σε αυτή την άποψη, είχε φυτρώσει λίγα χρόνια πριν, άλλο ένα βιβλίο εστιασμένο στον ήλιο του καλοκαιριού. Στα «Ψάθινα Καπέλα» της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, το θερινό τοπίο εξελίσσεται παράλληλα με τις ζωές τριών αδελφών.

Η Μαρία, η Ιφαντιά και η Κατερίνα, τρία κορίτσια με διαφορετικές επιθυμίες και επιδιώξεις, περνούν από την ανεμελιά της εφηβείας, στην κρισιμότητα της ενήλικης ζωής. Αυτή η μετάβαση, πραγματοποιείται στο πλαίσιο ενός θερμού αστικού τοπίου. Οι κορμοί των δέντρων που «ζητάνε νερό» και τα φύλλα που «θέλουν ήλιο» δομούν ένα σύμπαν όπου το φως συμπορεύεται με τις αναζητήσεις για έρωτα και ανεξαρτησία. Εδώ, ο ήλιος παρουσιάζεται τις περισσότερες φορές, ως στοιχείο ισορροπίας, ως διέξοδος προς την ελευθερία. 

Σε αυτή την αισιόδοξη αποτύπωση του καλοκαιρινού περιβάλλοντος που κινεί και παρασύρει, έρχεται να αντιπαρατεθεί ένα από τα κλασικότερα μυθιστορήματα της ελληνικής λογοτεχνίας. Η «Μεγάλη Χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση έχει λατρευτεί και έχει αμφισβητηθεί όσο λίγα έργα. Φορτωμένο νέες κρίσεις και ερμηνείες, εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο ακόμα και 80 χρόνια μετά την κυκλοφορία του.

Το φως της Μεγάλης Χίμαιρας είναι ένα φως πυκνό και βαρύ. Ένα φως που δεν ζεσταίνει αλλά τυφλώνει όπως παρατηρείται από την μελετήτρια του έργου του συγγραφέα, Νένα Κοκκινάκη. Ολόκληρη η ιστορία στηρίζεται στην ψυχοσύνθεση ενός πολυδιάστατου γυναικείου χαρακτήρα, της Γαλλίδας Μαρίνας Μπαρέ.

Η νεαρή γυναίκα ερωτεύεται τον καπετάνιο Γιάννη Ρεϊζη και εγκαθίσταται μαζί του στην Σύρο. Αλλά το νησί αυτό αντί να μετατραπεί σε τόπο ευτυχίας, γίνεται σταδιακά ένα ρεύμα που την σπρώχνει προς την δυστυχία και την απομόνωση.

Ανάμεσα στους «κόκκινους βράχους» και στα «βάναυσα μελτέμια», κάτω από την «χρυσή άμμο» και την «χλιάδα του ζωοδότη ήλιου» η Μαρίνα βλέπει την ψυχή της να τυραννιέται, την ζωή της να περνά από την ακμή στην πτώση. Γνωρίζει την οικονομική κατάρρευση και το ανεξέλεγκτο πάθος, μεταφέρεται από την επιφανειακή γαλήνη, στην ουσιαστική ταραχή. Μέσα σε όλα αυτά, ο ήλιος της Σύρου δεν στέκεται βοηθητικά αλλά μάλλον στέφεται εκδικητικά προς αυτήν. Η εσωτερική της ισορροπία είναι ήδη κατεστραμμένη. Κι αυτό το ξηρό, αποπνικτικό κλίμα του νησιού που βράζει, στενεύει ακόμα περισσότερο τα όρια και τις αντοχές της.

Η μεγάλη χίμαιρα

Ο Καζαντζάκης είχε πει πως «Τα ταξίδια και η εξομολόγηση ήταν οι δύο μεγαλύτερες χαρές της ζωής μου». Στην σειρά των βιβλίων του «Ταξιδεύοντας» μπόρεσε να αφοσιωθεί σε βάθος και στα δύο. Μέσα από τις περιπλανήσεις του σε διάφορες χώρες του κόσμου, πατάει σε ξένα εδάφη, βουτάει σε άγνωστες θάλασσες, συναντιέται με ιδέες και ανθρώπους. Συνδέει το φως, τον ήλιο, τον ουρανό, τις πέτρες και τα βράχια με την ουσία κάθε λαού που κάθε φορά μεταβάλλεται.

Στο «Ταξιδεύοντας: Ισπανία» περνά από την Μαδρίτη στο Τολέδο κι από τη Σεβίλλη στη Γρανάδα αναζητώντας να κατανοήσει τη φλόγα της ισπανικής ψυχής. Σε αυτό το μέρος «οι άσπρες πέτρες λάμπουν μέσα στο κοκκινόχωμα σαν ανθισμένα ασπράγκαθα. Πουθενά ίσκιος. Ολούθε ωμό κάθετο φως». Μέσα σε αυτό τον καύσωνα, όλα τα πάθη, κι όλες τις αγωνίες, κι όλες τις παρορμήσεις των Ισπανών αφήνονται εκτεθειμένες. Το φως αποκαλύπτει όλα τα στοιχεία του λαού. Ακόμα κι εκείνα που φαντάζουν τραγικά. Οδηγεί ταυτόχρονα στην υπέρβαση και στη καταστροφή σαν να κουβαλά δύο δυνάμεις που συγκρούονται.

Ταξιδεύοντας Ισπανία

                                          

Οι αποτυπώσεις του καλοκαιρινού φωτός βρίσκονται παρούσες σε αμέτρητα λογοτεχνικά βιβλία. Κι ο καθένας από εμάς, έχει να θυμάται διαβάζοντας, τις δικές του αγαπημένες. Αφού το καλοκαιρινό σκηνικό, πραγματικό ή αισθητικό, λεπτομερές ή αφηρημένο δεν χτίζει απλώς εικόνες αλλά αποκαλύπτει μια ουσιαστικότερη συγγραφική ανάγκη.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα