Ρέα Γαλανάκη: «Από μικρή έμαθα ότι η Θεσσαλονίκη με την Κρήτη είναι αδερφές»
Η πολυβραβευμένη και πολυμεταφρασμένη συγγραφέας επιστρέφει στην πόλη μας και μοιράζεται αναμνήσεις, στιγμές και μυστικά από τη συγγραφική της πορεία
Η Ρέα Γαλανάκη είναι, πιστεύω, μία λογοτέχνης που γνωρίζει πώς να μιλά για το σήμερα με όχημα το περισσότερο ή λιγότερο μακρινό παρελθόν. Μεγάλη υπόθεση αυτό, να επιλέγεις τον κατάλληλο μύθο, το κατάλληλο ιστορικό πρόσωπο, και μέσα από αυτό να μιλάς για διαχρονικούς, πανανθρώπινους προβληματισμούς με τρόπο που πάντα θα μοιάζει επίκαιρος στο νου και τα συναισθήματα των αναγνωστών.
Όμως, και όταν καταπιάστηκε με σύγχρονα θέματα, κατάφερε να αναδείξει τις παθογένειες αλλά και τις ομορφιές των τόπων που την καθόρισαν, από την ορεινή, περίκλειστη (από κάθε άποψη) Κρήτη μέχρι την «άγρια» αστική ζούγκλα της Αθήνας.
Με καταγωγή, από την Κρήτη, μεγαλωμένη σε μια έντονα πολιτικοποιημένη οικογένεια, στην Αθήνα έζησε την έντονη καταπίεση της Δικτατορίας, την ελεύθερη πολιτικοποίηση της Μεταπολίτευσης.
Το έργο της έχει μεταφραστει σε 17 συνολικά γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά, ολλανδικά, τσεχικά, βουλγαρικά, σουηδικά, λιθουανικά, τουρκικά, αραβικά, κινεζικά, εβραϊκά, αλβανικά, καταλανικά και ουκρανικά.
Πέρσι, βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων πέρσι. Στο παρελθόν, είχε τιμηθεί δύο φορές με Κρατικό Βραβείο (Μυθιστορήματος 1999 και Διηγήματος 2005). Eπίσης, έχει τιμηθεί με το Βραβείο Πεζογραφίας Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2003), με το Βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης» του Δήμου Hρακλείου Kρήτης (1987) και με το Βραβείο Αναγνωστών του Eθνικού Kέντρου Bιβλίου (2006). To μυθιστόρημά της «Η Άκρα Ταπείνωση» απέσπασε το βραβείο Balkanika Literary Award, τη διεθνή διάκριση των Βαλκανικών Χωρών (2019). Το ίδιο βιβλίο, στη γαλλική του έκδοση, ήταν υποψήφιο για το Prix Méditerranée Étranger (2017).
Το μυθιστόρημά της «Ο Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά» είναι το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα που εντάχθηκε από την Ουνέσκο στην «UNESCO Collection of Representative Works» (1994), ενώ το «Ελένη ή ο Κανένας» διεκδίκησε το Ευρωπαϊκό Βραβείο «Αριστείον», μπαίνοντας στην τελική τριάδα των υποψήφιων έργων (1999).
Την Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου, η κ. Γαλανάκη έρχεται στη Θεσσαλονίκη, στο Μέγαρο Μουσικής, στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Συγγραφείς του κόσμου ταξιδεύουν στο μεγάρο». Μαζί της θα συνομιλήσουν η Αναστασία Μαρκομιχελάκη (Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ΑΠΘ) και ο Θωμάς Κοροβίνης (συγγραφέας)
Με αφορμή την παρουσία της στην πόλη, μας χάρισε μία συζήτηση για το έργο, της απόψεις και την κοσμοθεωρία της:
Καλησπέρα, κ. Γαλανάκη. Σας ευχαριστούμε πολύ για αυτήν τη συνέντευξη. Ας ξεκινήσουμε με το γεγονός ότι χρησιμοποιείτε συχνά ιστορικά γεγονότα και μύθους ως βάση για τα πεζογραφήματά σας. Ποιος είναι ο τρόπος ή τα κριτήρια με τα οποία επιλέγετε τους μύθους και τα ιστορικά περιστατικά που θα χρησιμοποιήσετε;
Εγώ σας ευχαριστώ. Έχετε δίκιο σε όσα λέτε για τα ιστορικά γεγονότα (ιστορικά πρόσωπα μάλλον) και για τους μύθους, μόνο που εγώ δεν τα χρησιμοποιώ. Καθρεφτίζομαι μέσα τους, τα ρωτώ και με ρωτούν, κι όχι πάντα με ήρεμο τρόπο. Όπως περίπου οι ζωγράφοι που, ανεξάρτητα από την τεχνοτροπία, καθρεφτίζονται στα μοντέλα τους, στα τοπία τους, στην επικαιρότητα ή την ιστορικότητα του θέματός τους. Γιατί, όμως, εγώ διαλέγω κάποια συγκεκριμένα; Μα επειδή αυτά με συγκινούν, δηλαδή ταυτίζομαι μαζί τους σε κάποια σημεία, σχεδόν συμπάσχω. Η περίφημη «μέθεξις», που ισχύει και θα ισχύει στην τέχνη.
Η γενέτειρά σας Κρήτη χαρίζει σε πολλά από τα έργα σας όχι απλώς ένα σκηνικό ή ένα ιστορικό πλαίσιο, αλλά και ήθη και αντιλήψεις που διαμορφώνουν τους ήρωες, από το πρόσφατο «Εμμανουήλ και Αικατερίνη» μέχρι το «Φωτιές του Ιούδα, Στάχτες του Οιδίποδα». Από το μικρόκοσμο της Κρήτης εσείς τι κρατάτε και τι θα θέλατε να αφήσετε πίσω σας;
Θα πρόσθετα τον «Αιώνα των Λαβυρίνθων» και το «Αμίλητα Bαθιά Nερά». Δεν επέστρεψα μετά τις σπουδές μου στην Αθήνα για να ζήσω στην Κρήτη, όμως η Κρήτη επιμένει μέσα μου, γι’ αυτό ο νόστος μου είναι συγγραφικός – ίσως και καλύτερα. Τέτοιος νόστος δεν συνιστά νοσταλγία αλλά διερεύνηση του τι σημαίνει γενέθλιος τόπος, που για μια γυναίκα συγγραφέα σημαίνει απείρως περισσότερα από τα συνήθη στερεότυπα. Διερευνώ κατά κάποιο τρόπο ένα αίνιγμα, όχι κάτι το ήδη γνώριμο και κατανοητό. Η δε Κρήτη, μην το ξεχνάμε, εκτός από πατρίδα της Αριάδνης, είναι και η πατρίδα του ανθρωποφάγου αδερφού της, του Μινώταυρου. Ναι μεν στον προελληνικό μύθο, αλλά προσωπικά δεν ξέρω καμιά κοινωνία από τότε μέχρι σήμερα που να μην έχει τις αντιφάσεις της. Αν δεν τις είχε, δεν θα ενδιέφερε την τέχνη. Το «να αφήσω κάτι πίσω μου» θα ήταν μια λανθασμένη συγγραφική κίνηση.
Φαίνεται πως η πολιτική υπήρξε πολύ έντονα στη ζωή σας. Μεγαλώσατε με το φανατικά Βενιζελικό πατέρα σας, ωστόσο εσείς κινηθήκατε από μικρή ηλικία στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς. Θυμάστε πώς βιώσατε αυτά τα πρώτα πολιτικά «λοξοκοιτάγματα» μακριά από τις παγιωμένες αντιλήψεις του σπιτιού; Τι ρόλο έπαιξε ο απογαλακτισμός από την οικογένεια, όταν πήγατε να σπουδάσετε Ιστορία και Αρχαιολογία στην Αθήνα; Επίσης, έχετε φανταστεί πώς θα ήταν η ζωή σας αν δεν είχε συμβεί ποτέ αυτή η μετάβαση στην πρωτεύουσα;
Ένα «όχι»: δεν μπορώ να φανταστώ άλλη ζωή για μένα, μόνο αυτήν που είχα. Κι ένα «ναι»: πάντα η υπόκρουση στην όποια πολιτική μου πορεία ήταν η δικαιοσύνη, η ισότητα, η εντός κι εκτός δημοκρατία. Σε πολλά κατά καιρούς πίστεψα, και στη συνέχεια πολλά έτυχε να απορρίψω. Πάνω απ’ όλα η περίοδος των σπουδών μου κατά τη Δικτατορία λάμπει ακέραιη, σημάδεψε ανεξίτηλα όλους όσοι αντισταθήκαμε με τον άλφα ή βήτα τρόπο ο καθένας, αν και πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις. Μόνο που το μέγα φως της απέχει πέντε αιώνες, όχι πενήντα χρόνια μόνο. Σε γενικές γραμμές τάχθηκα με την ανανεωτική αριστερά, όπως λέτε, μα ειδικά τα τελευταία χρόνια οι λέξεις απενδύονται το νόημά τους και αναζητώ τη σιωπή, την περίσκεψη. Ζούμε στη πιο ανατρεπτική εποχή των τελευταίων δυο αιώνων.
Η φυλάκιση του πρώτου σας συζύγου, Νίκου Γιανναδάκη, ως ηγετικού στελέχους του Ρήγα κατά τη Δικτατορία, η πολιτική αρθρογραφία σας την ίδια περίοδο, διακινδυνεύοντας τη σύλληψη, και μετά το Πολυτεχνείο και η ελευθερία της Μεταπολίτευσης, καταλύτης για νέες εξελίξεις και ιδέες. Αυτή η ταραχώδης αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος τι σας προσέφερε σε προσωπικό και καλλιτεχνικό επίπεδο;
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας δεν θα μπορούσε να υπάρξει πολιτική αρθρογραφία, μόνο έμμεσα υπήρξε ο σχολιασμός της κατάστασης, και σχεδόν πάντα μέσα από την τέχνη. Όσοι βρέθηκαν απέναντι στη Χούντα κινδύνεψαν, πολλοί βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν, όμως εγώ ανήκω στις ταπεινές περιφερειακές ψηφίδες του μεγάλου κεντρικού μωσαϊκού. Κυρίως δημοσίευσα άρθρα και ποιήματα, προς το τέλος συμμετείχα και σε άλλα. Από τη λογοτεχνική πάντως γραφή παραμερίστηκε λίγο-πολύ ο σοσιαλιστικός, ακόμη και ο κριτικός ρεαλισμός, ως δογματική αντίληψη, ενώ ενισχύθηκαν άλλοι λογοτεχνικοί τρόποι. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, οι τότε νέοι, έστω κάποιοι νέοι, επηρεαστήκαμε από τον Γαλλικό Μάη, από τα κινήματα εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, από την έκρηξη της ψυχανάλυσης, από τις καινούριες φιλοσοφικές/επιστημονικές απόψεις που άνθιζαν τότε, κυρίως στη Γαλλία. Στη μεσαία περίοδο της Δικτατορίας, από την άρση δηλαδή της προληπτικής λογοκρισίας μέχρι την αιματηρή καταστολή του Πολυτεχνείου, μαθαίναμε πολλά για αυτά.
Θα σταθώ λίγο στο πολυβραβευμένο και πολυμεταφρασμένο μυθιστόρημά σας «Ο Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά», ξεκινώντας από το ότι θεωρήθηκε ένα βιβλίο-αναβιωτής του ιστορικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα μετά τη Γενιά του ‘30. Τι προκάλεσε την ανάγκη σας να επιστρέψετε τόσο πίσω, στο 19ο αιώνα και στην εποχή της επανάστασης στην Κρήτη; Επίσης, πόσο δύσκολο είναι για έναν συγγραφέα να αντεπεξέλθει στη μεγάλη έρευνα και τη στιβαρή ιστορική γνώση κάθε περιόδου για την οποία γράφει; Εσείς πώς το κατορθώνετε;
Άκουσα την ιστορία στα 15 μου από τον πατέρα μου, και η συγκίνησή μου κράτησε δεκαετίες μέχρις ότου τόσο η θεωρητική όσο και η συγγραφική μου αρματωσιά μού επέτρεψαν να αναμετρηθώ με ένα τέτοιο θέμα. Γιατί με συγκίνησε; Για πάρα πολλά, αναφέρω π.χ. το θέμα του «νόστου» όπως το είχε επεξεργαστεί τότε στα δοκίμιά του ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, ή την ψυχική βάσανο ενός ανθρώπου παγιδευμένου σε ακραία ιστορικά γεγονότα. Ωστόσο, για μένα μεγαλύτερη σημασία έχει ο τρόπος που θα γράψεις για ένα θέμα παρά καθαυτό το θέμα. Η λογοτεχνική μορφή (γλώσσα και σκέψη) είναι που κατατάσσει το κάθε βιβλίο, παρόλο που δεν αντέχω τις απόλυτες κατατάξεις. Η έρευνα υπήρξε προφανώς όσο γινόταν πιο ευρεία, γιατί νωρίς ευτυχώς κατάλαβα ότι όσο πιο πολύ ερευνάς, τόσο περισσότερο ανοίγει το μυαλό και ξετυλίγεται λογοτεχνικά το αρχικό σου θέμα.
Στο βιβλίο ο εξισλαμισθέντας Ισμαήλ καλείται να συγκρουστεί με τη γενέτειρά του, καταπνίγοντας την επανάστασή της. Καλείται, κατ’ επέκταση, να συγκρουστεί και με τον αδερφό του, Αντώνιο Παπαδάκη, που βοηθά τον αγώνα από την Αθήνα. Στο η «Ελένη ή ο Κανένας» η ζωγράφος Ελένη Αλταμούρα-Μπούκουρα, επίσης ιστορικό πρόσωπο, αναγκάζεται να απαρνηθεί τη θηλυκότητά της και να ντυθεί άντρας για να μπορέσει να σπουδάσει ζωγράφος. Στο «Φωτιές του Ιούδα, Στάχτες του Οιδίποδα» η πρωταγωνίστρια αναγκάζεται να κρύψει ότι είναι Ελληνοεβραία λόγω του αντισημιτισμού της μικρής κοινωνίας σε ένα χωριό της Κρήτης. Ως συγγραφέα, τι σας γοητεύει στο να πλάθετε ήρωες διχασμένους και κρυπτικούς ως προς τις ταυτότητές τους;
Με γοητεύει η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης σε προσωπικό, κοινωνικό και ιστορικό επίπεδο. Ξεκίνησα από τον 19ο αιώνα, γιατί είναι εμβληματικός όχι μόνο για την ιστορία με τη δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους, αλλά και για τη συγκρότηση της νεοελληνικής ταυτότητας. Φθάνω μέχρι τις μέρες μας ανάλογα με το τι κατά καιρούς με συγκινεί και με απασχολεί, καθώς η εποχή και η κοινωνία αλλάζει κι έχει άλλους προβληματισμούς. Υπάρχει η διάρκεια, όπως υπάρχουν και οι τομές στη ζωή που ζούμε. Οι δε μύθοι μού μιλούν επίσης για την ανθρώπινη πολυπλοκότητα, και με τον δικό τους άχρονο τρόπο είναι μια πηγή, ένα παράδειγμα, ένα σχόλιο.
Ερχόμαστε στην «Άκρα Ταπείνωση», ένα βιβλίο που τοποθετείται στην Αθήνα της οικονομικής κρίσης, μιλώντας για την ανέχεια, την πόλωση, το μεταναστευτικό και κυρίως την άνοδο της ακροδεξιάς. Εσείς πώς βιώσατε εκείνα τα χρόνια, που μοιάζουν πια μακρινά (αλλά δεν είναι και τόσο);
Είχα επιστρέψει να ζήσω στην Αθήνα μετά από μια εικοσιπενταετία στην Πάτρα. Φυσικά έζησα, όπως όλοι μας στην πρωτεύουσα, την εθνική και προσωπική ταπείνωση, τη βία της αστυνομίας αλλά και την αγανάκτηση των πολιτών, την ξαφνική πτώχευση με τις περικοπές των συντάξεων και τόσα άλλα. Είδα με τα μάτια μου την άνοδο των νεοναζί, επειδή ως δημοτική σύμβουλος το 2011 είχα σε κάθε συνεδρίαση απέναντί μου τον φυλακισμένο σήμερα αρχηγό τους, μαζί με πλήθος γνωστών σήμερα οπαδών του – αργότερα η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Είδα το κέντρο της Αθήνας κυριολεκτικά πλημμυρισμένο από πλήθη αστέγων που έψαχναν στα σκουπίδια για να φάνε, είδα όμως και τις μνημειώδεις λαϊκές διαδηλώσεις αλλά και τις πυρπολήσεις. Μέσα από τη λοξή ματιά των δυο γυναικών που πρωταγωνιστούσαν και του περιβάλλοντός τους, συνέκρινα τις δυο δικές μου Αθήνες, της δικτατορίας και της πτώχευσης, τολμώντας να συγκρίνω και δυο διαφορετικές γενιές και εξεγέρσεις, δηλαδή του Πολυτεχνείου και της κρίσης, αλλά και τον «διαφορετικό φασισμό» κάθε φορά.
Το 2012 συνεισφέρατε μ΄ ένα διήγημα σε ένα συλλογικό έργο έξι γυναικών συγγραφέων από διάφορες χώρες, με την πρωτοβουλία της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων και του EUNIC. Ο τίτλος του είναι «Η Άλλη Αριάδνη» και σε αυτό γνωρίζουμε το μύθο του Θησέα μέσα από τη ματιά τη δική της, που είναι πιο χειραφετημένη ως γυναίκα, ερωτευμένη και πριγκίπισσα με θεϊκή καταγωγή. 12 χρόνια μετά, μετά από τις καταιγιστικές εξελίξεις που έφερε το #Metoo και η δημοσιοποίηση τόσων περιστατικών βίας με θύματα γυναίκες, και βλέποντας ότι υπάρχουν πολλές «γυάλινες οροφές» που δεν λέν’ να σπάσουν, έχετε σκεφτεί μια άλλη μυθική ή ιστορική ηρωίδα που θα μπορούσε να αντανακλά το γυναικείο βίωμα σήμερα;
Όχι για την ώρα, αλλά να πω ότι επεξεργάστηκα το παλιό εκείνο κείμενο για την Αριάδνη, ώσπου τελικά μορφοποιήθηκε σε μια νουβέλα με τίτλο «Εγώ, η Αριάδνη» στο βιβλίο μου με τίτλο «Δυο Γυναίκες, Δυο Θεές». Μάλιστα, πρόσφατα μεταφράστηκε κι αυτό στα γαλλικά. Η άλλη θεά του βιβλίου είναι η Αθηνά, βάσει όμως ενός πήλινου γλυπτού του μεγάλου Γ. Χαλεπά με τίτλο «Η Αθηνά Βοσκοπούλα».
Έχετε καταπιαστεί και με την ποίηση εκτός από την πεζογραφία. Υπάρχει κάτι από τον ποιητικό λόγο (κάποια τεχνική, για παράδειγμα), που να κρατήσατε και στο έργο σας ως πεζογράφος, μολονότι μιλάμε για δύο πολύ διαφορετικά είδη; Αντίστοιχα, κρατάτε κάτι από τη μεγάλη φόρμα του μυθιστορήματος στην πολύ πιο μικρή φόρμα του διηγήματος, με το οποίο επίσης έχετε καταπιαστεί;
Κάποιες μεταγγίσεις από την ποίηση προς την πεζογραφία έδωσαν αίμα στην ανανέωση του ιστορικού μυθιστορήματος με το «Ο Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά», που θεωρείται ορόσημο κι εκδόθηκε το 1989, όχι όμως μόνον αυτές αλλά ένα σύνολο συγγραφικών μου αποφάσεων. Με είχε κουράσει και ο τόσο συχνά αποστεωμένος μοντερνισμός, με ενδιέφερε η πληρότητα της ελληνικής γλώσσας και μάλιστα διαχρονικά– δεν μπορούσα για παράδειγμα να δεχτώ ότι τα επίθετα δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται.
Προτού κλείσουμε, να αναφέρουμε ότι στις 4 Δεκεμβρίου θα σας υποδεχτούμε στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Συγγραφείς του κόσμου ταξιδεύουν στο Μέγαρο», μαζί με την Αναστασία Μαρκομιχελάκη και το Θωμά Κοροβίνη. Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να μοιραστείτε με το κοινό της πόλης;
Την αγάπη μου – και κυριολεκτώ, γιατί η αγάπη μου για τη Θεσσαλονίκη έχει μεγάλο βάθος χρόνου. Μην ξεχνάτε πως μεγάλωσα μέσα σε μια σχεδόν δογματική βενιζελική οικογένεια, όπου η Κρήτη και η Θεσσαλονίκη ήταν αδερφές. Οι γονείς μου είχαν φίλους εκεί, μα κι εγώ κατά τη Δικτατορία πολλές φορές ήρθα στη Θεσσαλονίκη, συνδέθηκα άλλωστε με μερικούς από του λαμπρούς πανεπιστημιακούς δασκάλους της, γυναίκες και άντρες. Θα ήθελα να είχα σπουδάσει στην ανέκαθεν πιο δημοκρατική Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης, όχι στη μουχλιασμένη της Αθήνας ακόμη και πριν από τη Δικτατορία. Διάβασα και διαβάζω βέβαια τη σπουδαία λογοτεχνία της, μίλησα και συνομιλώ με τους ποιητές και τους πεζογράφους της. Έχω καρδιακούς φίλους και φίλες Θεσσαλονικιούς και Θεσσαλονικιές που ζουν στην Αθήνα. Σαν να έχουν άλλη αύρα, και μου ταιριάζει η αύρα τους. Μου αρέσουν, άλλωστε, οι πόλεις που έχουν θάλασσα. Την αγάπη μου λοιπόν, ακόμη και αν εξιδανικεύω λίγο.
Η Ρέα Γαλανάκη θα συμμετάσχει στην εκδήλωση «Συγγραφείς του κόσμου ταξιδεύουν στο Μέγαρο», την εκδήλωση που κατά καιρούς φιλοξενεί αγαπημένους συγγραφείς από την Ελλάδα και το εξωτερικό σε ένα πάνελ ανοιχτό στο κοινό. Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου στις 19:00 στο φουαγιέ του Κτιρίου 1. Η εκδήλωση είναι ήδη sold out.
*Φωτογραφία εξωφύλλου: Νίκος Κοκκαλιάς