Συναντήσεις: Νίκος Δαββέτας
Ένας Έλληνας συγγραφέας, που έχει στην κατοχή του τα προσχέδια του Πικάσο από το γνωστό πορτρέτο του Νίκου Μπελογιάννη, βρίσκεται δολοφονημένος. Τι μπορεί να κάνει με τα σχέδια αυτά στα χέρια της η νεαρή κληρονόμος του; Τι μπορεί κανείς να κάνει με την Ιστορία που του κληρονομείται, όταν συνδέεται με οδυνηρές μνήμες; Επιλέγοντας τη φόρμα […]
Ένας Έλληνας συγγραφέας, που έχει στην κατοχή του τα προσχέδια του Πικάσο από το γνωστό πορτρέτο του Νίκου Μπελογιάννη, βρίσκεται δολοφονημένος. Τι μπορεί να κάνει με τα σχέδια αυτά στα χέρια της η νεαρή κληρονόμος του; Τι μπορεί κανείς να κάνει με την Ιστορία που του κληρονομείται, όταν συνδέεται με οδυνηρές μνήμες; Επιλέγοντας τη φόρμα του νουάρ, ο Νίκος Δαββέτας, με το νέο του μυθιστόρημα, επιχειρεί μια απάντηση.
-«Οι ιστορίες δεν επινοούνται. Κληρονομούνται». Είναι δύσκολη υπόθεση η διαχείριση της κληρονομιάς;
Συνήθως οι ήρωες μου έχουν να διαχειριστούν μια δυσβάσταχτη κληρονομιά, την οποία φυσικά δεν επέλεξαν και η οποία τους έχει σημαδέψει ψυχολογικά, έχει αφήσει ένα βαθύ τραύμα σε αυτούς ή και στις οικογένειές τους. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με εμένα, ελπίζω όμως πάντοτε πως γράφοντας δημιουργώ ένα καλύτερο παρελθόν, δηλαδή δημιουργώ έναν παράλληλο κόσμο με τον πραγματικό, όπου η τραυματική κληρονομιά είναι περισσότερο κατανοητή και υποφερτή. Με άλλα λόγια, η γραφή λειτουργεί και θεραπευτικά, ιδιαίτερα αν το λογοτεχνικό αποτέλεσμα είναι πειστικό.
– Στο βιβλίο αντιμετωπίζετε πρόσωπα και γεγονότα πέρα από το μύθο τους. Είναι δύσκολη ίσως και οδυνηρή η κατάρριψη των μύθων και πώς συμβάλει σε αυτό η λογοτεχνία;
Στο μυθιστόρημά μου δεν θέλω σώνει και καλά να απομυθοποιήσω κάποια πρόσωπα, τουλάχιστον αυτό δεν είναι μέσα στις προθέσεις μου, όμως υπάρχει στα πορτραίτα τους μια αλλαγή φωτισμού, θα έλεγα. Με ενδιαφέρει να δω ένα ιστορικό πρόσωπο από μια διαφορετική οπτική γωνία, πιο ανθρώπινη, πιο ανάγλυφη, με λιγότερες σκιές. Θυμάμαι πάντα ένα στίχο του Γιάννη Ρίτσου που λέει «Και οι ήρωες μας Θέ μου, έχουν παχύνει και ασχημύνει». Το ερώτημα συνεπώς είναι αν έχεις τα κότσια να πείς ότι, ναι, με τα χρόνια, κάποιοι «πάχυναν κι ασχήμυναν», άλλαξαν ρόλους και συμπεριφορές. Αν αυτό το βλέπεις και δεν το γράφεις δεν είσαι συγγραφέας. Η λογοτεχνία πρέπει να είναι πάντα ένα βήμα μπροστά από την επίσημη Ιστορία. Να υποδείξει το τραύμα στον κοινωνικό ιστό, στους απλούς ανθρώπους, να καταγράψει τις όποιες απώλειες, το πάθος και το πένθος. Τα υπόλοιπα –αίτια, αφορμές, επεξηγήσεις, ντοκουμέντα- είναι υπόθεση των ιστορικών. Να ξεκαθαρίσουμε όμως κάτι βασικό: ένα μυθιστόρημα κρίνεται πρωτίστως από την λογοτεχνικότητα του και όχι από την ιστορική του ακρίβεια.
-Τα σχέδια του Πικάσο με τον Μπελογιάννη ενώνουν τρεις διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Σας ενδιέφερε να εξερευνήσετε και την στάση των ηρώων, μέσα στο χρόνο, απέναντι σε συγκεκριμένες ιδέες;
Είναι δύσκολο να αναπαραστήσεις την ιδεολογική φόρτιση μιας εποχής, ιδιαίτερα μιας εποχής όπου αρκούσε να πεις μια λέξη παραπάνω και να βρεθείς μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Συνεπώς δεν καταγράφω το βάρος ή την παρουσία μιας ιδεολογίας σε ένα συγκεκριμένο περιστατικό, αλλά το παράξενο γεγονός πως εξήντα χρόνια αργότερα αυτό το ιστορικό περιστατικό μπορεί να καθορίζει τις ζωές ανθρώπων που ήταν τότε αγέννητοι. Κι αυτό συμβαίνει γιατί στην χώρα μας παράγουμε περισσότερη ιστορία απ΄ όση μπορούμε να καταναλώσουμε! Μια κουβέντα είπαν πρόσφατα για τον Ζάλογγο και αμέσως ξέσπασε ένας μίνι εμφύλιος χωρίς να ακούγεται κανένα πειστικό επιχείρημα, δίχως κανένα διάλογο επί της ουσίας. Το παρελθόν στον τόπο μας είναι πάντοτε ένα πεδίο ιδεολογικής σύγκρουσης, όχι έρευνας, αυτοκριτικής και στοχασμού. Μακάρι η λογοτεχνία να μας βοηθήσει σε μια πιο ουσιαστική προσέγγισή του.
– Αποτελεί κι αυτό το μυθιστόρημά σας προϊόν έρευνας;
Πίσω από κάθε μου μυθιστόρημα, υπάρχει πολύ διάβασμα και επίπονη έρευνα. Δεν γίνεται κι αλλιώς. Ο αγαπητός Μένης Κουμανταρέας, μου έλεγε τις προάλλες, ότι η έρευνα είναι το δυσκολότερο στάδιο για ένα μυθιστοριογράφο και το πιο κοπιαστικό. Μα συγχρόνως και το πιο αναγκαίο. Περιέργως πάντως, παρότι ταξίδεψα σε Παρίσι και Πράγα για το βιβλίο αυτό, το προηγούμενο μου, «Η εβραία νύφη», με ταλαιπώρησε περισσότερο, γιατί ο αντισημιτισμός στις μέρες μας έχει λάβει επικίνδυνες διαστάσεις. Όταν έλεγα ότι κάνω μια έρευνα για τους Έλληνες εβραίους όλοι με κοίταζαν περίεργα και δεν ήταν καθόλου εξυπηρετικοί.
– Γιατί διαλέξατε τη φόρμα του νουάρ και μάλιστα σε μια ιστορία που την αφηγούνται τρεις διαφορετικές φωνές;
Στον «Ζωγράφο του Μπελογιάννη», επέλεξα την φόρμα του νουάρ, με δυο πρωτοπρόσωπες φωνές και μια τρίτη φωνή, εκείνη του παντογνώστη αφηγητή, γιατί κάποια στιγμή αισθάνθηκα πως το υλικό που είχα συλλέξει ήταν αρκετά φορτισμένο ιδεολογικά και ιστορικά και ήθελα κάπως να το «αλαφρύνω», να του δώσω την πλαστικότητα και το σασπένς μιας καθαρά αστυνομικής ιστορίας, όπου το μακάβριο το προσπερνάς σχετικά εύκολα, ως αναγκαία συνθήκη. Δυστυχώς ελάχιστοι αναγνώστες κατανοούν ότι η λογοτεχνική αφήγηση είναι και αυτή μια κατασκευή με δικούς της νόμους και κανόνες.