Τα «Μαύρα Παπούτσια της Παρέλασης» και το ζωτικό μυστικό
Ομιλία του Παύλου Παπαδόπουλου στην παρουσίαση του βιβλίου του Βαγγέλη Προβιά «Τα Μαύρα Παπούτσια της Παρέλασης» στον ΙΑΝΟ της Θεσσαλονίκης την Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014 minnesota money Φίλες και Φίλοι, Θέλω να σας ευχαριστήσω με τη σειρά μου που είστε εδώ και να αρχίσω την ομιλία μου με ένα περιστατικό. Περίπου πριν από ενάμισι χρόνο, […]
Ομιλία του Παύλου Παπαδόπουλου στην παρουσίαση του βιβλίου του Βαγγέλη Προβιά «Τα Μαύρα Παπούτσια της Παρέλασης» στον ΙΑΝΟ της Θεσσαλονίκης την Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014
Φίλες και Φίλοι,
Θέλω να σας ευχαριστήσω με τη σειρά μου που είστε εδώ και να αρχίσω την ομιλία μου με ένα περιστατικό. Περίπου πριν από ενάμισι χρόνο, το Σάββατο 23 Μαρτίου 2013, ο Βαγγέλης κι εγώ ερχόμασταν στη Θεσσαλονίκη για τριήμερο. Η Θεσσαλονίκη είναι αγαπημένη πόλη για μένα, και για τον Βαγγέλη. Είχαμε έρθει αρκετές φορές. Οδηγούσα εγώ το αυτοκίνητο του Βαγγέλη στην εθνική οδό από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη και ακούγαμε μια ηχογραφημένη εκπομπή, που είχε κάνει ο Βαγγέλης την προηγούμενη μέρα στο ιντερνετικό ραδιόφωνο με το οποίο συνεργαζόταν για μία περίοδο, το sinradio. “Ήταν μια δίωρη εκπομπή με ξένα τραγούδια, αλλά και κάποια ελληνικά, που ο Βαγγέλης είχε αφιερώσει στον Τσέχοφ. Αναφερόταν σε περιστατικά της ζωής του Τσέχοφ και στις απόψεις του. “Έλεγε γιατί ήταν τόσο σπουδαίος συγγραφέας.
Ο Τσέχωφ και οι άλλοι Ρώσοι κλασικοί είναι οι αγαπημένοι συγγραφείς του Βαγγέλη. Μάλιστα όταν ήταν μικρός και τους πρωτοδιάβασε στα ελληνικά, του άρεσαν τόσο πολύ ώστε έμαθε ρώσικα ειδικά για να τους διαβάζει στα ρώσικα. Πέρασα πολύ ωραία σ’ εκείνο το ταξίδι — μάλιστα ακούσαμε την εκπομπή τρεις φορές. “Έξι ώρες. Αφού στο τέλος ο Βαγγέλης μου απαγόρευσε να την ακούσω και τέταρτη γιατί είχε βαρεθεί να ακούει διαρκώς τον εαυτό του.
Προχθές, καθώς προετοιμαζόμουν για τη σημερινή παρουσίαση, ζήτησα την εκπομπή από το Βαγγέλη και την άκουσα για τέταρτη φορά. Σε ένα σημείο της εκπομπής έκανε ένα σχόλιο με το οποίο συνόψισε όσα έλεγε ο ίδιος για τον Τσέχοφ, αλλά και όσα άλλα τον απασχολούσαν εκείνη την ημέρα της εκπομπής. Το σχόλιο αυτό ήταν το εξής: «Δεν είναι εύκολο, δεν είναι απλό, δεν είναι δωρεάν, δεν είναι καθόλου δωρεάν να είσαι ο εαυτός σου, αλλά είναι ο μόνος δρόμος». Κι αυτή η φράση χαρακτηρίζει απόλυτα τον Βαγγέλη και την άποψή του για τη ζωή. Το να είσαι ο εαυτός σου είναι ο μόνος δρόμος. Και είναι αυτός ο δρόμος που τον ακολούθησε από μικρός, σεμνά, μοναχικά, σιωπηλά και που σήμερα τον οδήγησε στα «Μαύρα Παπούτσια της Παρέλασης».
Ολόκληρη τη δεκαετία του ’90, αλλά και αρκετά χρόνια μετά το 2000 ο Βαγγέλης περπάτησε σε αυτόν τον δρόμο, τον μόνο δρόμο. Δηλαδή να είσαι ο εαυτός σου και έτσι να χτίζεις τον εαυτό σου, να τον αλλάζεις, να τον ανανεώνεις και να τον δυναμώνεις. Και το ίδιο συνεχίζει και σήμερα. Κατά κάποιο τρόπο ήταν πάντοτε ίδιος. Ευφυής, με πολύ χιούμορ, καλοσύνη και πρωτοβουλία. Και ταυτόχρονα αθώος, σεμνός και ευάλωτος. Ωστόσο ο Βαγγέλης πάντα διέθετε ένα χαρακτηριστικό που πλέον έχει τελειοποιηθεί και είναι ίσως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του: Μπορεί να είναι ευαίσθητος και να παραμένει ατάραχος. Μπορεί να δέχεται το χτύπημα χωρίς να αλλάζει ο χαρακτήρας του. Δεν σκληραίνει για να αντέξει, δεν χαμηλώνει την ποιότητα των αισθημάτων του προκειμένου να ανταποκριθεί. Αντέχει τις δυσκολίες όσο κανείς ενώ ταυτόχρονα παραμένει ευαίσθητος και ανοιχτός. Είναι αυτό χαρακτηριστικό των καλών συγγραφέων, των καλών καλλιτεχνών. Και των ξεχωριστών ανθρώπων. Χάρη στην Ειρήνη Λούβρου και τη Βούλα Λούβρου, τις έμπειρες και ταλαντούχες εκδότριες των εκδόσεων Ολκός, τα διηγήματα του Βαγγέλη έγιναν βιβλίο, έγιναν «Τα Μαύρα Παπούτσια της Παρέλασης». Βρίσκονται στα βιβλιοπωλεία από τις 10 Ιουνίου και ήδη έχουν κάνει δεύτερη έκδοση. Και σήμερα είμαστε εδώ.
Τα διηγήματα του Βαγγέλη αφορούν συνηθισμένους ανθρώπους με συνηθισμένες ζωές. Εκείνο που τα καθιστά μοναδικά είναι αυτό που κρύβεται στο κέντρο αυτών των συνηθισμένων ζωών. Οι ήρωες των «Μαύρων Παπουτσιών της Παρέλασης» είναι μοναχικοί άνθρωποι και ζουν σε ένα περιβάλλον με περιορισμένα υλικά μέσα. Στο πρώτο διήγημα, στο ομώνυμο διήγημα, υπάρχει μια φράση: «Η φτώχεια που δεν είναι ακραία είναι κάτι ουδέτερο. Μοιάζει σ’ αυτό με τον πλούτο. Μπορείς μαζί της να κάνεις κάμποσα καλά η κάμποσα κακά. Αυτό που της προσδίδει ιδιότητες που την κάνει κάτι είναι το πώς τη διαχειρίζεσαι». Αυτή η φράση ταιριάζει σε όλες τις ιστορίες. Η φτώχεια. «Το πώς τη διαχειρίζεσαι». Οι ήρωες των «Μαύρων Παπουτσιών» είναι άνθρωποι μοναχικοί. Γράφει ο Βαγγέλης στο διήγημα με τίτλο «Μπισκότα» για την υπάλληλο που προσπαθεί να πουλήσει μπισκότα μέσα στο σουπερμάρκετ: «Η αντιμετώπιση των ανθρώπων την είχε πικράνει. Οι περισσότεροι δεν την έβλεπαν. Δεν απαντούσαν καν όταν τους χαιρετούσε». Τέτοιοι είναι οι ήρωες. Ευαίσθητοι μα ανθεκτικοί. Συνηθισμένοι, μα και τόσο ιδιαίτεροι.
Μια άλλη φράση που υπάρχει στο διήγημα με τίτλο «Νεοφερμένος»: «Αρέσει στον τρυφερό, αισιόδοξο άνι9ρωπο να φαντάζεται ότι … όλα τα ζευγάρια των ανεκπλήρωτων ερώτων, εδώ μόνο είναι χωριστά. Εκεί σε όλο το εκεί πριν το εδώ, μετά το εδώ πάνω κάτω και πέρα από το εδώ, εκεί, ζουν το μαζί τους, όπως ακριβώς το ονειρεύτηκαν. Όπως είναι δίκαιοι….
Ερώτημα: Πρόκειται για κλειστοφοβικές στενόχωρες διηγήσεις ανθρώπων που βρίσκονται για πάντα σε ένα αδιέξοδο; Η απάντηση είναι «όχι». Τα «Μαύρα Παπούτσια» δεν είναι ένα σύνολο από καλογραμμένες ιστορίες ηρώων ηττημένων και προσώπων σε παρακμή. Δεν είναι μια ελεγεία σε ζωές που τρέχουν προς το τέλος τους επάνω στις ράγες της ματαίωσης. Σε κάθε ιστορία υπάρχει ένα μυστικό. Υπάρχει ένα μυστικό που αλλάζει τις διαστάσεις του χαρακτήρα και το νόημα της Ιστορίας. Το κάθε διήγημα είναι στην ουσία αυτό το περίεργο, όμορφο, ανομολόγητο μυστικό, ένα μυστικό που μόνο ο ήρωας γνωρίζει και κανένας δεν μπορεί να το βρει και να το μαντέψει.
Το μυστικό είναι πάντοτε μια σχέση. Μια προσδιοριστική σχέση. “Όχι μια οποιαδήποτε σχέση. Μια σχέση που οδηγεί και καθοδηγεί τη ζωή του ήρωα χωρίς κανείς άλλος να τη ξέρει – μερικές φορές ούτε καν ο ίδιος ο «άλλος» που συμμετέχει σε αυτή τη σχέση. Η σχέση μπορεί να συ πυκνώνεται μέσα σε μια χειρονομία η σε ένα υλικό αγαθό όπως είναι το ζευγάρι μαύρα παπούτσια για την παρέλαση.
Η μυστική προσδιοριστική σχέση συμπυκνώνεται σε μια πράξη, σε μια χειρονομία, σε ένα δώρο, που έκανε κάποιος άγνωστος σ’ εμάς, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να το κάνει. Όπως η νοσοκόμα που φρόντισε την άρρωστη μητέρα ενός νέου άντρα κατά τις τελευταίες ώρες της ζωής της. Όπως ο ηλικιωμένος που στάθηκε «βράχος» δίπλα στη σύζυγό του και τη φρόντισε μέχρι το τέλος όταν αυτή άρχισε να βυθίζεται στην άνοια.
Η μυστική προσδιοριστική σχέση μπορεί να είναι το δώρο της αφοσίωσης και της ταύτισης μιας μάνας στο παιδί που μεγαλώνει στην κοιλιά της. Μπορεί να είναι η αφοσίωση μιας άλλης μάνας στο παιδί της, που είναι ένα παιδί με ειδικές ανάγκες. Και κανείς δεν μπορεί να υποψιαστεί το βάθος και το νόημα αυτών των σχέσεων, όπως τις δείχνει ο Βαγγέλης σε δύο άλλα διηγήματα. Μπορεί ακόμα η προσδιοριστική σχέση να είναι η αφοσίωση σε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Που δεν τον ξέρει κανείς άλλος. Που τον διατηρείς μέσα σου σε ένα «άβατο» για μια ολόκληρη ζωή. Βρίσκεται εκεί. Βρίσκεται πίσω από τις σχέσεις και τους γάμους σου, ως προσδιοριστική σχέση, ως προσδιοριστική σκέψη, ως ζωτικό μυστικό. Όπως συνέβη για παράδειγμα στο διήγημα «Ανταγωνιστής».
«Τα Μαύρα Παπούτσια» είναι τα παπούτσια που φοράμε όταν περπατάμε στον εσωτερικό δρόμο. Και σε αυτό τον δρόμο είμαστε μόνοι μας. Μόνοι μας με ανθρώπους που δεν ξέρουν ότι περπατούν δίπλα μας, ότι τους έχουμε μαζί μας, ότι βρίσκονται στο κέντρο της ζωής μας. Και δεν Θα το μάθουν ποτέ γιατί δεν μπορούμε να τους το πούμε. Και γιατί δεν μπορούμε; Γιατί δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία. Γιατί χάσαμε την ευκαιρία όταν την είχαμε. “Η γιατί απλά δεν έχει πια σημασία να πούμε οτιδήποτε.
Η μυστική προσδιοριστική σχέση, το ζωτικό μυστικό είναι ενέργεια αγάπης. Είναι δώρο αφοσίωσης. Είναι η λύτρωση και η εξύψωση του εαυτού μέσα από την ίδια τη εκμηδένισή του, τη θυσία του, ακόμα και τη συντριβή του.
Πώς περνάει μια ολόκληρη ζωή με ένα κρυμμένο μυστικό; Με το ζωτικό μυστικό. Με το μυστικό που γίνεται η πυξίδα μας και ο προσανατολισμός μας; Αυτό είναι «Τα Μαύρα Παπούτσια της Παρέλασης». Κάθε άνθρωπος διατηρεί και προσέχει ως κόρη οφθαλμού ένα μυστικό, που τον κυριεύει, τον ερμηνεύει, τον διαμορφώνει και τον λυτρώνει. Το ζωτικό μυστικό που είναι το κρυμμένο φυλαχτό. Που το προσεγγίζεις με την κατάνυξη και με τον τρόπο που ανάβεις κερί σε μια άδεια εκκλησία. Και είναι αυτό το μυστικό εκείνο που σε οδηγεί να κάνεις πράξεις καλοσύνης. Πράξεις συμβολικές απέναντι σε αγνώστους. Πράξεις ακατανόητες. Σαν να προσπαθείς να διορθώσεις κάτι. Σαν να προσπαθείς να ξεπληρώσεις κάτι. Σαν να δρας συνειδητά εις μνήμην κάποιου αισθήματος. Προς τιμήν κάποιου που σε αγάπησε χωρίς ποτέ να σου το πει. Προς τιμήν κάποιου που τον αγάπησες χωρίς ποτέ να το καταλάβει. Και έτσι το «καλό», η αγάπη και η ανθρωπιά, αθόρυβα και ανεξήγητα, επεκτείνεται στην κοινωνία, την ώρα που όλα εκ πρώτης όψεως, στην επιφάνειά τους, φαίνονται παρακμιακά, απαισιόδοξα και ανάξια.
Σκεφτείτε: Τι είναι αυτό από το οποίο θα κρατηθείς, τι είναι αυτό που θα θυμάσαι εκείνο το φευγαλέο τελευταίο δευτερόλεπτο, εκείνη την τελευταία στιγμή προτού πεθάνεις; Τι Θα κλείσεις μέσα σε αυτό το δευτερόλεπτο; Κατά τη γνώμη μου, ο Βαγγέλης στα «Μαύρα Παπούτσια» δίνει 16 παραδείγματα. 16 παραδείγματα ανθρώπων και πως αυτοί προσδιορίζονται από 16 αντίστοιχα ζωτικά μυστικά, από προσδιοριστικές σχέσεις, από αθέατες ενέργειες αγάπης και ταύτισης. Μυστικά που γίνονται ταυτότητα και προορισμός. Μυστικά που γίνονται προσανατολισμός. Μυστικά που γίνονται νόημα ζωής. Μυστικά που γίνονται η ίδια η ζωή. Μυστικά που γίνονται ο εαυτός.
Στο κέντρο του ζωτικού μυστικού βρίσκεται η αγάπη. Η αγάπη σε κρατάει όρθιο. Η αγάπη σε συνδέει με τον κόσμο. Μορφές αγάπης, παράξενες, ελάχιστα κινηματογραφικές, αντίθετες στη λογική των άλλων. Η αγάπη είναι σαν τη ζωή, έχει πολλές αναπάντεχες, παράξενες και απροσδόκητες μορφές και εκδηλώσεις. Οι άλλοι μάλλον δεν μπορούν να σε καταλάβουν πλήρως, αν τους περιγράψεις τη δική σου αγάπη. Αλλά αν σκεφτούν λίγο, έχουν κι αυτοί μια αγάπη, μια ταύτιση, μια εξάρτηση που ξέρουν πως αν την ομολογήσουν οι άλλοι δεν Θα μπορέσουν να την καταλάβουν πλήρως. Κι όμως αυτή η αγάπη είναι αυτό που τους κρατάει όρθιους.
Όλοι έχουμε μια μυστική κρύπτη που μέσα κρύβεται μια ιδιαίτερη αγάπη, μια αγάπη που μας συνοδεύει για ολόκληρη τη ζωή μας. Αυτές οι 16 ασκήσεις πάνω σε ένα φαινόμενο που είναι τόσο βαθύ και κοινό για όλους μας, αυτές οι 16 εκδοχές μιας κοινής ψυχικής και συναισθηματικής αγωγής και καταγωγής, αυτό είναι «Τα Μαύρα Παπούτσια της Παρέλασης». Και υπάρχει και το 17° γραπτό, ένα ποίημα, που ονομάζεται «Οπτιμισμός» και μας λέει πως η αισιοδοξία νικάει στο τέλος. Ότι το καλό, όσο κι αν ηττηθεί, όσο κι αν μειωθεί, Θα έρθει σύντομα η ώρα που Θα ανανεωθεί. Όπως είπε η κυρία Βούλα Λούβρου στην παρουσίαση των Αθηνών, στις 10 Ιουνίου 2014, «’Τα Μαύρα Παπούτσια της Παρέλασης’ εκφράζουν την αισιοδοξία σε μαύρο». Όλα αυτά εξηγούν γιατί τα «Μαύρα Παπούτσια» διαβάζονται, γιατί έχουν εξαντλήσει την πρώτη έκδοση μέσα στο καλοκαίρι, γιατί αγγίζουν τον αναγνώστη, γιατί «περπατάνε» στην αγορά του βιβλίου και μπαίνουν σε όλο και περισσότερα σπίτια.
Κι εδώ μου έρχεται ξανά η φράση, η ίδια φράση που είπε ο Βαγγέλης σε εκείνη τη ραδιοφωνική εκπομπή της 22ας Μαρτίου 2013, όταν δεν φανταζόταν ακόμα ότι τα διηγήματά του Θα γίνονταν βιβλίο μέσα στο 2014: «Δεν είναι εύκολο, δεν είναι απλό, δεν είναι δωρεάν, δεν είναι καθόλου δωρεάν να είσαι ο εαυτός σου, αλλά είναι ο μόνος δρόμος».
«Τα Μαύρα Παπούτσια» είναι τελικά παπούτσια συμβολικά. Είναι μια αλληγορία για τα παπούτσια που φοράμε όταν περπατάμε στον μόνο δρόμο, τον εσωτερικό δρόμο, στον δρόμο του εαυτού μας.
Σας ευχαριστώ.
*Ο Παύλος Παπαδόπουλος είναι δημοσιογράφος, διευθυντής του περιοδικού ΒΗmagazino αλλά και ένα από τα δυο πρόσωπα στα οποία αφιερώνεται το βιβλίο.