Της Κυριακής το ανάγνωσμα Vol.2
της Γιώτας Κωνσταντινίδου Εικόνα: ”Για το τέλος: Ένα τραπέζι, ένα μολύβι, ένα σημειωματάριο, ένα βιβλίο, ένα πικάπ, ένα ηχείο.” Από το μπαλκόνι της Ρίτας Λυμπεράκη «Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της και συ να λείπεις» Γιάννης Ρίτσος «Το δίχτυ της Ζωής ήταν σοφά πλεγμένο. Είχε κι άλλες κλωστές πολύ γερές. Άνοιγε τις χούφτες […]
της Γιώτας Κωνσταντινίδου
Εικόνα: ”Για το τέλος: Ένα τραπέζι, ένα μολύβι, ένα σημειωματάριο, ένα βιβλίο, ένα πικάπ, ένα ηχείο.” Από το μπαλκόνι της Ρίτας Λυμπεράκη
«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της και συ να λείπεις» Γιάννης Ρίτσος
«Το δίχτυ της Ζωής ήταν σοφά πλεγμένο. Είχε κι άλλες κλωστές πολύ γερές. Άνοιγε τις χούφτες της και σκόρπιζε το παιδικό της βιος. Χάριζε τα βιβλία της, τα μολύβια της, τις πέννες της, τις ζωγραφιές της, τα παιχνίδια της. Κρυφά από τους δικούς της χάρισε το χρυσό σταυρό της, το δαχτυλιδάκια της, μια παλιά καρφίτσα της γιαγιάς. Έψαχνε στα συρτάρια, κάτι να βρει ακόμα, να το χαρίσει κι αυτό, να γίνει ένας παραπανίσιος κρίκος στην αλυσίδα που θα την έδενε με τους ανθρώπους. Αγωνιζόταν. Η λαχτάρα της γινόταν ορμητικό ποτάμι και παράσερνε τα εμπόδια. Όχι, όχι δεν ήτανε παιχνίδι. Ήταν αγωνία. Παιδιάστικη αγωνία. Η μητέρα το ‘χε καταλάβει και της παραστεκότανε χωρίς πολλά λόγια. Ένιωθε τη μοναξιά που τρόμαζε το παιδί της, ίσως γιατί την ήξερε, τη φοβόταν. Έλεγε στη Ζωή: «Να εμπιστεύεσαι τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είσαι ‘συ».
«Όταν ο ήλιος…», Ζωρζ Σαρή, εκδ: ΠΑΤΑΚΗ
«Θα σας τηλεφωνήσω μόλις γυρίσουμε στην Αθήνα να σας πω την άποψη του άντρα μου» του είπα. «Ωραία» είπε κι ύστερα πρόσθεσε: «Α! Και κάτι άλλο. Μην αναφέρετε τίποτα απ’ αυτά που σας είπα στη μικρή». Παραξενεύτηκα αλλά συμφώνησα: «Εντάξει». Αποχαιρετιστήκαμε κατεβαίνοντας τις σκάλες του αεροπλάνου. Περιμένοντας τις αποσκευές μας, ο γιος μου άρχισε την ανάκριση. «Τι λέγατε με τις ώρες με τον κύριο Κακογιάννη;» Ξαφνιάστηκα. «Και πού το ξέρεις εσύ πως είναι ο κύριος Κακογιάννης;» «Καλά, για χαζό με περνάς; Δεν τον είδαμε πριν από λίγο καιρό στον Αττίλα στην τηλεόραση;» Κατάπια το σάλιο μου. Εμ βέβαια, δεν είναι όλοι σαν και μένα που πρέπει να δω πέντε φορές έναν άνθρωπο για να τον θυμάμαι… «Τι λέγαμε;» έκανα την ανήξερη. «Κουβεντιάζαμε περί ανέμων και υδάτων». «Κάτι λέγατε για μας». Το μάτι του Δημήτρη δεν έπεφτε έξω. «Μου είπε πως είστε όμορφα και ευγενικά παιδιά». «Μμμ…» Ο γιος μου δε φάνηκε και τόσο ικανοποιημένος. Η Τατιάνα δεν είχε αντιληφθεί τίποτα. Βρισκόταν στον κόσμο της. Κι εγώ; Εγώ ενώ είχαμε προσγειωθεί και πατούσαμε στέρεα στη γη, εξακολουθούσα να πετάω στα σύννεφα.»
«Στα βήματα της Ιφιγένειας», Ηρώ Παπαμόσχου, εκδ: ΠΑΤΑΚΗ
ΕΡΩΤΑΣ Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια – ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή. Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα. Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν, φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες, συσκότιση παραπόνου, παρηγοριὰ σπασμῶν. Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας, ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.
«ΠΟΙΗΜΑΤΑ», Ντίνος Χριστιανόπουλος, ΙΑΝΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012
«Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε. «Γιατί δε χαίρεσαι;» την ερώτησε. Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος. Έτρεμε όλος, αχνός, λιγνός, φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια του τα ‘χε θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι εδάκρυζε. Είχε ακούσει τα τελευταία τα λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ’ αγάπη τη θυγατέρα του. Κι εκεί δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. Ένα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγγρισε για να μην ξεφωνίσει το κλάμα. Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν. Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του: «Σ’ εδυστύχεψε!» Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: «Έφταιξα· μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού· είπε να μου τα δώκεις τα χίλια». «Και ξαναγοράζεις» του ‘πε η Ρήνη πικρά «και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!» Κι εβάλθηκε να κλαίει. «Την αγάπη;» ερώτησε αχνίζοντας· «και δεν την έχω;» «Όχι!» του αποκρίθηκε «όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ’ έπαιρνες· πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!» «Θα ξανάρθει» της απολογήθηκε λυπημένος, «στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα ‘ναι παράδεισος!» «Όχι!» του ‘πε, «έπειτα απ’ ό,τι έκαμες όχι! κι α σ’ αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Και σε μία στιγμή ξακολούθησε: «Γιατί ν’ αδικηθούν τα αδέρφια μου;» «Σ’ εδυστύχεψε!» είπε πάλι πικρά ο πατέρας που τώρα ήταν ξενέρωτος. «Γιατί να μην τα δώσει από την αρχή όπως τση το ‘πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» «Πάμε!» είπε ο Αντρέας. «Όχι!» του ‘πε μ’ απόφαση· «εδώ είναι ο χωρισμός μας. Θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ’ άλλους τόπους· θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να ‘βρω αλλού εργασία· θα τα πάρει από τες κυράδες της. Όχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν’ απαντούσε σε κάποια της σκέψη εξαναφώναξε: «Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!» Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα ‘ταν χαμένα. «Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» εφώναξε πάλι απελπισμένος. «Πάει η ευτυχία μου!» Κι εβγήκε στο δρόμο.
«Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ», Κωνσταντίνος Θεοτόκης, εκδ: ΓΡΑΜΜΑΤΑ
«Συντρόφισσα παραμυθού, Μαργαρίτα μου, Μια φίλη φεύγει για τις Βρυξέλλες και θα σου στείλει το γράμμα. Είμαι καλά, σωματικά και ψυχικά. Περικυκλωμένη κατά καιρούς από οδοφράγματα. Σε παρακαλώ, χρυσό μου, ανέλαβε πλήρως την ευθύνη του εαυτού σου(σύστησε στη Βάσω να κάνει μια μικρή απεργία, θα κάνει καλό και στις δυο σας). Γιατί διηγήθηκες στον Γιάννη την ιστορία του σπασμένου κεφαλιού; Σε φιλώ, γλυκιά μου Ρίτα
Υ.Σ. Τηλεφώνησέ μου, αν θέλεις, από’ δω είναι αδύνατο.» «Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς, Τα παράξενα της μητρικής αγάπης.
Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου εκδ: ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ