Tης Κυριακής το ανάγνωσμα

Στήλη Κυριακάτικη, θεραπευτική, νοσταλγική, λυτρωτική και άκρως συνειρμικά ταξιδιωτική.

Γιώτα Κωνσταντινίδου
tης-κυριακής-το-ανάγνωσμα-245587
Γιώτα Κωνσταντινίδου

Στήλη Κυριακάτικη, θεραπευτική, νοσταλγική, λυτρωτική και άκρως συνειρμικά ταξιδιωτική.

Σάββατο, 7 Νοεμβρίου 1942

Αγαπητή Κίτυ, Η μητέρα είναι τρομερά εκνευρισμένη, πράγμα που με εκθέτει σε κίνδυνο. Είναι τάχα τυχαίο που πάντα εγώ τα πληρώνω και ποτέ η Μαργκότ; Χθες βράδυ, για παράδειγμα, η Μαργκότ διάβαζε ένα βιβλίο εικονογραφημένο με υπέροχα σκίτσα· κάποια στιγμή σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντας το βιβλίο της ανοιχτό, για να συνεχίσει το διάβασμα μόλις θα ξαναγύριζε. Δεν είχα τίποτα το ιδιαίτερο να κάνω εκείνη την ώρα και το πήρα για να χαζέψω τις εικόνες. Μόλις γύρισε η Μαργκότ, με είδε με το βιβλίο στα χέρια, ζάρωσε τα φρύδια της και με παρακάλεσε να της το δώσω. Θέλησα να το κρατήσω ακόμα μια στιγμή. Η Μαργκότ θύμωσε για τα καλά και τότε μπήκε στη μέση η μητέρα λέγοντας: – Η Μαργκότ είχε και διάβαζε αυτό το βιβλίο· πρέπει λοιπόν να της το δώσεις. Μπαίνοντας στο δωμάτιο και αγνοώντας όμως για τι πράγμα επρόκειτο, ο πατέρας είδε το μισοκακόμοιρο ύφος της Μαργκότ και ξέσπασε: – Θα ήθελα πολύ να δω τι θα έκανες αν η Μαργκότ άρχιζε να ξεφυλλίζει ένα από τα βιβλία σου! Υποχώρησα στη στιγμή και, αφού άφησα το βιβλίο, βγήκα από το δωμάτιο – πειραγμένη, κατά τα λεγόμενα του πατέρα. Δεν ήμουν ούτε πειραγμένη ούτε στενοχωρημένη. Απλώς, ήμουν λυπημένη. Η δικαιοσύνη επέβαλλε να μη με μαλώσει ο πατέρας δίχως να ρωτήσει την αιτία της φιλονικίας μας. Θα έδινα μόνη μου το βιβλίο στη Μαργκότ, και μάλιστα πολύ πιο γρήγορα, αν ο πατέρας και η μητέρα δεν είχαν ανακατευτεί· αντί γι’ αυτό, πήραν άπρεπα το μέρος της αδερφής μου, σαν να την είχα αδικήσει. Η μητέρα προστατεύει τη Μαργκότ, αυτό είναι ολοφάνερο· προστατεύουν πάντα η μια την άλλη. Έχω τόσο πολύ συνηθίσει αυτή την κατάσταση, ώστε έχω γίνει εντελώς αδιάφορη στις μομφές της μητέρας και στην γκρινιάρικη διάθεση της Μαργκότ. Δεν τις αγαπώ, παρά μόνο γιατί είναι μητέρα μου και αδερφή μου. Για τον πατέρα, το πράγμα είναι διαφορετικό. Πληγώνομαι κάθε φορά που δείχνει την προτίμησή του για τη Μαργκότ, που επιδοκιμάζει τις πράξεις της, που τη γεμίζει μ’ επαίνους και χάδια, γιατί αγαπώ τρελά τον Πιμ. Είναι το μεγάλο μου ιδεώδες. Δεν αγαπώ κανέναν στον κόσμο όσο τον πατέρα. Δεν καταλαβαίνει ότι στη Μαργκότ δε φέρεται με τον ίδιο τρόπο που φέρεται σε μένα. Η Μαργκότ είναι αναμφισβήτητα η πιο έξυπνη, η πιο ευγενική, η πιο όμορφη και η πιο καλή! Παρ’ όλ’ αυτά έχω κι εγώ λίγο δικαίωμα να με παίρνουν στα σοβαρά. Υπήρξα πάντα ο κλόουν της οικογένειας, πάντα με χαρακτηρίζουν ανυπόφορη και πάντα είμαι ο αποδιοπομπαίος τράγος· εγώ πάντα πληρώνω τα σπασμένα, πότε εισπράττοντας επιπλήξεις και πότε πνίγοντας μέσα μου την απελπισία μου. Τα φαινομενικά κανακέματα δε μ’ ευχαριστούν πια, ούτε και οι λεγόμενες σοβαρές συζητήσεις. Περιμένω από τον πατέρα κάτι που δεν είναι ικανός να μου δώσει. Δε ζηλεύω τη Μαργκότ, δεν τη ζήλεψα ποτέ, δε φθόνησα ουδέποτε, ούτε την ομορφιά της ούτε την εξυπνάδα της· το μόνο που ζητώ είναι την αγάπη του πατέρα, την αληθινή στοργή του, όχι μόνο για το παιδί του, αλλά για την Άννα, αυτή που είναι. Γαντζώνομαι στον πατέρα, γιατί είναι ο μόνος που διατηρεί σε μένα τα τελευταία υπολείμματα του οικογενειακού αισθήματος. Ο πατέρας δε θέλει να καταλάβει ότι μερικές φορές έχω μια ακατανίκητη ανάγκη να ανακουφιστώ, να του μιλήσω για τη μητέρα· αρνείται να με ακούσει και αποφεύγει καθετί που έχει σχέση με τα ελαττώματά της. Περισσότερο απ’ όλους τους άλλους, η μητέρα, με το χαρακτήρα της και τα ελαττώματά της, μου πλακώνει την καρδιά. Δεν ξέρω πια τι στάση να κρατήσω· δε θέλω να της πω βάναυσα πως είναι παράλογη, σαρκαστική και σκληρή· από την άλλη, όμως, δεν μπορώ να είμαι πάντα κατηγορούμενη. Όπως και να το κάνεις, είμαστε τα δυο άκρα αντίθετα και, μοιραία, συγκρουόμαστε. Δεν κρίνω το χαρακτήρα της μητέρας, γιατί δεν είμαι αρμόδια να τον κρίνω· τη συγκρίνω μόνο με την εικόνα της μητέρας που είχα πλάσει με τη σκέψη μου. Για μένα, η μητέρα μου δεν είναι πάντα «η μητέρα»· κι έτσι αναγκάζομαι να εκπληρώσω αυτόν το ρόλο μόνη μου. Είμαι ξεκομμένη από τους γονείς μου, έχω χάσει λίγο τα νερά μου και δεν ξέρω σε ποιο λιμάνι ν’ αράξω. Όλ’ αυτά γιατί έχω στο νου μου ένα ιδεώδες παράδειγμα: το ιδεώδες της γυναίκας που είναι μητέρα, και το οποίο δε βρίσκω καθόλου σ’εκείνη που είμαι υποχρεωμένη να ονομάζω μητέρα μου. Έχω πάντα την πρόθεση να παραβλέπω τα ελαττώματα της μαμάς, να μη δω παρά μόνο τις αρετές της, και να προσπαθήσω να βρω στον εαυτό μου αυτό που μάταια αναζητώ σ’εκείνη. Αλλά δεν τα καταφέρνω, και το απελπιστικό είναι πως ούτε ο πατέρας ούτε η μητέρα υποπτεύονται ότι μου λείπουν στη ζωή κι ότι τους αποδοκιμάζω γι’ αυτόν το λόγο. Υπάρχουν τάχα γονείς ικανοί να δώσουν πλήρη ικανοποίηση στα παιδιά τους; Μερικές φορές μού περνά η σκέψη ότι ο Θεός θέλει να με δοκιμάσει, όχι μόνο τώρα αλλά και αργότερα· το κυριότερο είναι να γίνω συνετή, χωρίς παραδείγματα και ανώφελα λόγια, για να είμαι αργότερα πιο δυνατή. Ποιος άλλος θα διαβάσει ποτέ αυτές τις επιστολές, εκτός από μένα; Ποιος άλλος θα με παρηγορήσει, γιατί συχνά έχω ανάγκη παρηγοριάς· πολύ συχνά μου λείπει η δύναμη, ό,τι κάνω δεν είναι αρκετό και δεν αποτελειώνω τίποτε. Δεν το αγνοώ· προσπαθώ να διορθωθώ, και κάθε μέρα χρειάζεται να ξαναρχίσω από την αρχή. Με μεταχειρίζονται με τον πιο αναπάντεχο τρόπο. Τη μια μέρα, η Άννα είναι πανέξυπνη και μπορεί κανείς να μιλά μπροστά της για οποιοδήποτε θέμα· την επομένη, η Άννα είναι μια χαζούλα που δεν καταλαβαίνει τίποτ’ απολύτως και φαντάζεται πως έχει αντλήσει από τα βιβλία σπουδαία πράγματα. Ωστόσο, δεν είμαι πια μωρό και η χαϊδεμένη μικρούλα που γελάνε καλοσυνάτα μαζί της σε κάθε περίπτωση. Έχω το ιδανικό μου, έχω μάλιστα πολλά ιδανικά· έχω τις ιδέες μου και τα σχέδιά μου, μόλο που δεν μπορώ ακόμη να τα εκφράσω. Α, πόσα πράγματα δεν παρουσιάζονται στο μυαλό μου το βράδυ, όταν είμαι μόνη, ακόμη και την ημέρα, όταν είμαι αναγκασμένη να υπομένω εκείνους που μ’ ενοχλούν κι εκείνους που παρεξηγούν ό,τι θέλω να πω! Τελικά ξαναγυρίζω πάντα αυτόματα στο Ημερολόγιό μου, που είναι για μένα η αρχή και το τέλος, γιατί από την Κίτυ δε λείπει ποτέ η υπομονή· της υπόσχομαι πως σε πείσμα όλων θ’ αντέξω το χτύπημα, θα τραβήξω το δρόμο μου και θα καταπιώ τα δάκρυά μου. Μόνο που θα ‘θελα πολύ να δω ένα αποτέλεσμα, θα ‘θελα πολύ να έχω μια ενθάρρυνση, έστω για μία φορά, από κάποιον που μ’ αγαπά. Μη με κρίνεις αυστηρά, μα φρόντισε να με βλέπεις απλώς και μόνο σαν ένα πλάσμα που μερικές φορές αισθάνεται ότι το ποτήρι ξεχειλίζει.

Δική σου, Άννα

(Frank Anne, Το Ημερολόγιο της Άννας Φράνκ, εκδ: ΜΙΝΩΑΣ)

Ο Τζόνυ Παυλίδης έφυγε ανήσυχος από το “Ιντερνάσιοναλ”. Αυτός ο άνθρωπος για δεύτερη φορά βρισκόταν πίσω του. Ποιος ήταν; Τι ήθελε; Τον παρακολουθούσε; Στο καμπαρέ, την προηγούμενη νύχτα, είχε ρωτήσει γι’ αυτόν. Και να τώρα που βρισκόταν πάλι στο δρόμο του. Μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες, δύο συναντήσεις ήταν πολλές για να τις θεωρήσει σύμπτωση.

Στη γωνία του “Ελευθερουδάκη”, σταμάτησε και περίμενε. Είδε τον ψηλό, μελαχρινό νέο που ξαναέβγαινε. Μόλις πρόλαβε να τραβηχτεί πριν εκείνος τον δει. Προσπάθησε να θυμηθεί αν τον είχε συναντήσει ποτέ άλλοτε. Όχι. Αλλά τότε, γιατί ο άγνωστος ρωτούσε γι’ αυτόν, χτες βράδυ, τον μπάρμαν του “Καλαμαζού;”. Κι άξαφνα, θυμήθηκε. Ναι. Αυτό το πρόσωπο δεν του ήταν τελείως άγνωστο. Το είχε δει κάποτε σε φωτογραφία. Δεν έκανε λάθος. Θυμόταν τώρα καλά. Η φωτογραφία, μέσα σε ασημένιο πλαίσιο, ήταν στημένη εκεί, δίπλα σ’ ένα βάζο με λουλούδια κι ένα μικρό κουτί από πορσελάνη. Στο χολ του σπιτιού της Ζανέτ Φλωρά. Αμφιβολία δεν χωρούσε. Εκείνος ήταν. Θυμήθηκε τη σκηνή. Την είχε ρωτήσει:

-Ποιος ήταν αυτός ο γόης;

Η Ζανέτ είχε σηκώσει τους ώμους. Ήταν μια από τις μέρες που ο Φλωράς έλειπε σε ταξίδι και η ωραία κυρία Φλωρά τον δεχόταν στο σπίτι.

-Ποιος θες να είναι; Δεν το μαντεύεις;

-Όχι. Ποιος είναι;

-Ο γιος του.

Είχε δει το μίσος στα μάτια της.

Δεν φαίνεται να τον αγαπάς πολύ.

Είχε έρθει κοντά του κι έτριβε χαδιάρικα τη μύτη της πάνω στο καλοξυρισμένο πρόσωπό του.

-Δεν αγαπώ άλλον από σένα. ‘Οσο γι’ αυτόν, τον σιχαίνομαι.

Από πότε, όμως, ο γιος Φλωράς βρισκόταν στην Αθήνα; αναρωτήθηκε ο Τζόνυ. Έλειπε από χρόνια στην Ευρώπη, του είχε πει η Ζανέτ, στο Παρίσι. Και δεν είχε σκοπό να γυρίσει. Γιατί, λοιπόν, ήρθε; Γιατί τον παρακολουθούσε;Τι ήξερε;

(Γιάννης Μαρής, Έγκλημα στο Κολωνάκι, εκδ:ΑΤΛΑΝΤΙΣ)

«Ονομάζομαι Μάρθα, τον Απρίλιο του 1882 γνώρισα έναν νεαρό γιατρό. Τον ερωτεύθηκα. Ήμουν 24 χρονών. Παντρευτήκαμε. Ζήσαμε στη Βιέννη και όταν άρχισε ο πόλεμος πήγαμε στο Λονδίνο. Εκεί πέθανε το 1939. Εζησα ακόμη δώδεκα χρόνια. Πέθανα στο Λονδίνο το 1951.

Ο σύζυγός μου ήταν ερμηνευτής ονείρων. Έγινε διάσημος. Τάραξε με το έργο του τον βαθύ ύπνο των ανθρώπων. Ήταν Εβραίος. Εβραία ήμουν κι εγώ. Ο πατέρας του Ιακώβ, η μητέρα του Αμαλία. Τον αγάπησα παράφορα. Έγραψα ένα βιβλίο. Για να γεμίσουν όμως και να έλθουν στο φως οι λευκές του σελίδες έπρεπε να περάσουν τα χρόνια. Να έχουν όλοι πεθάνει και να μην υπάρχει ούτε ένας μάρτυρας των φοβερών εκείνων χρόνων. Ο χρόνος κύλησε και κανείς δεν έχει απομείνει. Ήλθε η ώρα και η ώρα είναι τώρα.

Το βιβλίο, ένα μεγάλο πρόσχημα. Για να είμαι εδώ. Λένε Μάρθα Φρόυντ και καμία ανάμνηση. Τίποτα. Λένε Μάρθα Φρόυντ κι είναι ένα κενό. Μια γυναίκα άγνωστη σαν μια Μαύρη Ήπειρο ανεξερεύνητη. Έγραψα εν τέλει το βιβλίο. Εγώ είμαι. Πιάσε στα χέρια το χαρτί, τα στοιχεία, το μελάνι. Αν αφουγκρασθείς λίγο πιο προσεχτικά θα νιώσεις μια ανάσα. Είμαι εγώ. Εγώ είμαι. Η Μάρθα Φρόυντ. Ιδού το ίχνος. Η απόδειξη. Το βιβλίο.

Όσοι παράφορα αγάπησαν τυχαίνει σπανίως, πολύ σπανίως, ίσως μια φορά στα εκατό χρόνια ή και μια φορά στα χίλια των χιλίων χρόνια, τυχαίνει ένας από αυτούς που παράφορα αγάπησε να αντισταθεί στον θάνατο. Ζει ακόμη! Γεμίζει τις λευκές σελίδες του βιβλίου. Ονομάζει το βιβλίο “Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ” και το παραδίδει στο κοινό».

(Φωτεινή Τσαλίκογλου, Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ, εκδ:ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ)

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα