«Δείπνο Ηλιθίων»: 9+1 ερωτήσεις στο σκηνοθέτη Πασχάλη Αραμπατζή
Αναφέρει μεταξύ άλλων ότι είναι «μια κωμωδία για ανθρώπους που προσπαθούν, άκομψα και αδέξια, να βρουν τη θέση τους στον κόσμο»
Λίγες ώρες μετά την πρεμιέρα του έργου «Δείπνο Ηλιθίων» στο Metropolitan Urban Theater, o Πασχάλης Αραμπατζής μας μιλά για την επιστροφή της κλασικής κωμωδίας.
Όσο κι αν θα ήθελε ο ίδιος να πάψουν κάποια κείμενα να παραμένουν διαχρονικά – αποδέχεται, μοιραία πως εξακολουθούν να αποτελούν αντανακλάσεις ακρίβειας τόσο των ανθρωπίνων αδυναμιών όσο και των κοινωνικών αντιφάσεων που βιώνουμε σήμερα.
Μιλά για τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη φάρσα και στη βαθιά ανθρώπινη αλήθεια, καθώς και τις προκλήσεις πίσω από το θεατρικό είδος της κωμωδίας που συχνά παρεξηγείται ως «ελαφριά».
Δεν παραλείπει να σχολιάσει τους μηχανισμούς εξουσίας που κρύβονται πίσω από τους «πνευματικούς διδύμους» του Veber, αλλά και για τον ρυθμό που κρατά ζωντανή τη σκηνή, για τη διαδικασία της διανομής και για τη στιγμή όπου η ομάδα ηθοποιών κατάφερε να αναπνεύσει ως ένα σώμα.
Με αφορμή αυτή τη νέα παρουσίαση, του ζητήσαμε να μας μιλήσει για όσα ανακάλυψε ξανά μέσα στο έργο — και για όσα, δυστυχώς, παραμένουν πιο επίκαιρα απ’ όσο θα θέλαμε. Ακολουθούν οι απαντήσεις του.
Σε μια συνέντευξή σας έχετε πει πως θα θέλατε κάποια έργα να πάψουν να είναι «διαχρονικά» και πως το ιδανικό θα ήταν να τα θαυμάζουμε απλώς για την ποιότητα της σύνθεσής τους. Τι ήταν, λοιπόν, αυτό που σας έκανε να επιστρέψετε στο «Δείπνο Ηλιθίων» ακριβώς αυτή τη χρονική στιγμή;
Και συνεχίζω να το θέλω. Θα ήθελα να ζούμε σε μια εποχή όπου η αλαζονεία, ο κοινωνικός κυνισμός και η ευκολία με την οποία γελάμε εις βάρος του άλλου δεν θα μας είναι πια οικεία. Θα ήθελα το «Δείπνο Ηλιθίων» να λειτουργεί απλώς ως μια καλοφτιαγμένη κωμωδία χαρακτήρων και όχι ως καθρέφτης συμπεριφορών που εξακολουθούμε να συναντάμε γύρω μας.
Αλλά επειδή αυτό δεν συμβαίνει και το έργο συνεχίζει να είναι διαχρονικό, αυτό ήταν που με έκανε να επιστρέψω σε αυτό σήμερα. Επιστρέφω λοιπόν στο «Δείπνο Ηλιθίων», όχι όμως επειδή «αντέχει στον χρόνο», αλλά επειδή τώρα ίσως μπορούμε να το δούμε βαθύτερα. Να δούμε μια ιστορία για τη συμπόνια, για το πόσο εύκολα υποτιμούμε τον άλλον χωρίς να σκεφτόμαστε την ιστορία που μπορεί να κουβαλά. Ζούμε σε μια στιγμή όπου οι άνθρωποι εκτίθενται, κρίνονται και διασύρονται με τρομακτική ευκολία, συχνά χωρίς καν να το αντιλαμβανόμαστε.
Το έργο, μέσα από το χιούμορ του, προσφέρει έναν τρόπο να συζητήσουμε όλα αυτά χωρίς διδακτισμό, με ευχάριστη διάθεση αλλά και με διαύγεια. Είναι μια ευκαιρία να πάμε σε αυτό το «Δείπνο» και να δούμε ξανά αυτό το έργο, καθαρά μέσα από την ποιότητα της σύνθεσής του, αλλά και μέσα από το πώς έχουμε εξελιχθεί ή όχι, ως κοινωνία.

Ο Francis Veber αποτελεί αδιαμφισβήτητα έναν από τους πιο χαρισματικούς δημιουργούς που χρησιμοποιούν στα έργα τους «πνευματικούς δίδυμους». Βλέπουμε τόσο τον François Pignon να εμφανίζεται με διαφορετικές εκδοχές σε πολλά έργα του όσο και τον François Perrin. Από τη μια έχουμε τον «αφελή» ή αδέξιο ήρωα και από την άλλη τον αυτάρεσκο, κυνικό, ακόμη και ισχυρό αντίπαλο. Αυτό το δίδυμο των αντιθέσεων υποθέτω πως αντικατοπτρίζει κοινωνικές ανισορροπίες εξουσίας, ταξικές διαφορές και μηχανισμούς αποκλεισμού.
Στη δική σας σκηνοθετική προσέγγιση στο «Δείπνο Ηλιθίων», πόσο σας ενδιέφερε να αναδείξετε αυτή τη κοινωνικοπολιτική διάσταση πίσω από την κωμωδία και πόσο «σύγχρονη» θεωρείτε τη σύγκρουση αυτών των δύο κόσμων σήμερα;
Οι «πνευματικοί δίδυμοι» του Veber, ο Pignon και ο Perrin σε όλες τους τις εκδοχές, έρχονται αντιμέτωποι με καταστάσεις που τους ξεπερνούν. Αυτό όμως δεν είναι απλώς ένας δραματουργικός μηχανισμός. Είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας μας και των ρόλων που υπάρχουν μέσα σε αυτήν. Από τη μία, ο «αδύναμος», ο αδέξιος, αυτός που η κοινωνία θεωρεί δεδομένο ότι θα χάσει, όπως ο Pignon και ο Perrin, και από την άλλη ως αντίπαλος στέκεται, ο αυτάρεσκος, ο βολεμένος μέσα στα προνόμιά του, που συχνά δεν χρειάζεται καν να ασκήσει βία για να επιβληθεί, γιατί η δομή γύρω του τον ενισχύει.
Στη δική μου προσέγγιση στο «Δείπνο Ηλιθίων», αυτή η κοινωνικοπολιτική διάσταση δεν ήταν κάτι που έπρεπε να προστεθεί. Ήταν ήδη εκεί, απλώς έπρεπε να της δώσουμε χώρο. Η κωμωδία λειτουργεί σαν μία κουρτίνα. Πίσω από το γέλιο κρύβονται η αλαζονεία των ισχυρών, η ευκολία με την οποία στιγματίζουμε τους άλλους και οι μηχανισμοί αποκλεισμού που συχνά θεωρούμε φυσιολογικούς.
Για μένα, λοιπόν, το ζητούμενο ήταν να μην προδώσω ούτε το χιούμορ ούτε τη μεγαλύτερη αλήθεια του έργου. Να αφήσω το κοινό να γελάσει, αλλά ταυτόχρονα να νιώσει μια μικρή μετατόπιση, μια αμφιβολία για το ποιος είναι τελικά ο «ηλίθιος» και ποιος ο «έξυπνος», ποιος ο δυνατός και ποιος ο πραγματικά ευάλωτος.
Όσο για το πόσο σύγχρονη είναι αυτή η σύγκρουση; Δυστυχώς, περισσότερο απ’ όσο θα ήθελα. Ζούμε σε μια εποχή όπου η δημόσια έκθεση, η ειρωνεία, η αίσθηση ανωτερότητας και η ανάγκη για κοινωνικό προβάδισμα έχουν γίνει σχεδόν καθημερινή συνθήκη. Αυτό δεν το βλέπουμε μόνο στη σκηνή. Υπάρχει στα social media, στην πολιτική, στο εργασιακό περιβάλλον, ακόμη και στις προσωπικές μας σχέσεις.
Γι’ αυτό και η κωμωδία του Veber παραμένει επίκαιρη. Όχι επειδή ο κόσμος δεν αλλάζει, αλλά επειδή συνεχίζει η ιστορία αυτής της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Κι αυτό ακριβώς είναι το σημείο όπου η σκηνοθεσία μπορεί να γίνει εργαλείο και να δείξει ότι αυτό για το οποίο γελάμε σήμερα ίσως είναι αυτό που θα θέλαμε να έχουμε ξεπεράσει αύριο.
Το «Δείπνο Ηλιθίων» είναι ένα έργο που έχει ανέβει πολλές φορές και κουβαλά μια ισχυρή θεατρική «μνήμη». Ποιο ήταν το πρώτο στοιχείο που σας τράβηξε σκηνοθετικά και σας έκανε να δείτε σε αυτό μια νέα πρόκληση; Τι ήταν αυτό που θελήσατε να διαφοροποιήσετε στη δική σας ανάγνωση;
Το «Δείπνο Ηλιθίων» έχει, πράγματι, μια πολύ ισχυρή θεατρική «μνήμη». Κουβαλά ερμηνείες, ρυθμούς, μια ολόκληρη παράδοση που δύσκολα αγνοείς όταν το προσεγγίζεις. Κι όμως, αυτό που με τράβηξε εξαρχής ήταν ακριβώς η δυνατότητα να κοιτάξω πίσω από αυτό το «έτοιμο» πλαίσιο και να ανακαλύψω ξανά το έργο, σαν να το άκουγα για πρώτη φορά.
Το πρώτο στοιχείο που με προκάλεσε σκηνοθετικά ήταν η λεπτή γραμμή ανάμεσα στη φάρσα και στο ανθρώπινο δράμα. Πίσω από τον ρυθμό, το μπέρδεμα και το χιούμορ, υπάρχει μια ιστορία βαθιά υπαρξιακή. Ένας άνθρωπος που θεωρείται δεδομένα “κατώτερος” και ένας άλλος που θεωρείται δεδομένα “ανώτερος”, μέχρι που οι ρόλοι αντιστρέφονται. Αυτή η ανατροπή, αυτό το παιχνίδι ισορροπιών, ήταν το σημείο εκκίνησης της δικής μου ματιάς.
Σε επίπεδο ανάγνωσης, ήθελα να διαφοροποιηθώ από την παγιωμένη εικόνα του έργου. Δηλαδή, ενός έργου με χιουμοριστικό περιεχόμενο που απλά στόχος του είναι να διασκεδάσει. Δεν με ενδιέφερε απλώς να ανεβάσω μία κωμωδία. Με ενδιέφερε να ασχοληθώ βαθύτερα με τους χαρακτήρες. Να φωτίσω τον Pignon όχι ως γραφική φιγούρα, αλλά ως έναν άνθρωπο με αξιοπρέπεια, ευφυΐα και μια σχεδόν αθώα επιμονή στο καλό. Αντίστοιχα, να δείξω τον κυνισμό του ισχυρού όχι μόνο ως πηγή γέλιου, αλλά και ως μηχανισμό άμυνας, φόβου και ανωριμότητας.
Έτσι, η σκηνοθετική μου πρόκληση δεν ήταν να “ξεπεράσω” τις προηγούμενες παραστάσεις, αλλά να επανασυνδέσω το κείμενο με αυτό που θεωρώ πως είναι η βάση του. Μια κωμωδία για ανθρώπους που προσπαθούν, άκομψα και αδέξια, να βρουν τη θέση τους στον κόσμο.
Στη δουλειά σας υπήρξαν αναφορές ή έμπνευση από προηγούμενες σκηνοθετικές εκτελέσεις του έργου ή ξεκινήσατε από «λευκή σελίδα»;
Προσπάθησα να ξεκινήσω από όσο πιο “λευκή σελίδα” γινόταν. Γνωρίζω την ιστορία των προηγούμενων ανεβασμάτων, αλλά δεν ήθελα να μεταφέρω έτοιμες λύσεις ή κώδικες. Προτίμησα να αφήσω το ίδιο το κείμενο να με οδηγήσει, να ακούσω τον ρυθμό του, τις σιωπές του, τις λεπτές του ισορροπίες.
Αν κάτι κράτησα από παλιότερες εκτελέσεις, ήταν μόνο η επίγνωση ότι το έργο αντέχει πολλές διαφορετικές αναγνώσεις. Η δική μου πρόθεση ήταν να το δω με καθαρό βλέμμα, χωρίς να προσπαθήσω ούτε να αναπαράγω αλλά ούτε να αποφύγω όσα έχουν προηγηθεί.

Η κωμωδία συχνά αντιμετωπίζεται ως «ελαφρύ» είδος, όμως στην πράξη αποδεικνύεται εξαιρετικά απαιτητική. Τι ρόλο παίζει για εσάς ο ρυθμός στο και πόσο καθοριστικός είναι για να λειτουργήσει το χιούμορ χωρίς να χαθεί η ακρίβεια;
Ο ρυθμός στην κωμωδία δεν είναι απλώς εργαλείο. Είναι η δομή της. Αν χάσεις τον ρυθμό, χάνεις και το χιούμορ. Για μένα, λοιπόν, η πρόκληση δεν είναι να “τρέξει” η σκηνή, αλλά να βρει τον ακριβή παλμό της, εκεί όπου η παύση, το βλέμμα ή η μικρή καθυστέρηση αποκτούν νόημα.
Η ακρίβεια έρχεται όταν οι ηθοποιοί δεν κυνηγούν το αστείο, αλλά υπηρετούν τη στιγμή. Τότε ο ρυθμός προκύπτει φυσικά, και το χιούμορ εμφανίζεται χωρίς προσπάθεια. Αυτός ο απόλυτος έλεγχος της λεπτομέρειας, όσο λιτός κι αν φαίνεται, είναι και το πιο απαιτητικό κομμάτι της κωμωδίας.
Στην κωμωδία, η διανομή των ρόλων είναι πολλές φορές καθοριστική για τον ρυθμό και τη χημεία της παράστασης. Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στη διανομή των ρόλων και σε ποιο σημείο νιώσατε πως αυτή η ομάδα ηθοποιών «κούμπωσε» ιδανικά με τον κόσμο του έργου;
Η μεγαλύτερη πρόκληση στη διανομή ήταν να βρω ηθοποιούς που δεν θα “φορούσαν” τον ρόλο, αλλά θα τον άφηναν να προκύψει μέσα από τη μεταξύ τους σχέση. Στο «Δείπνο Ηλιθίων» οι χαρακτήρες λειτουργούν σαν σύστημα. Αν ένας αλλάξει χρωματισμό, αλλάζει ολόκληρη η δυναμική. Η κωμωδία θέλει ανοιχτά αντανακλαστικά, εμπιστοσύνη και μια σχεδόν ενστικτώδη γενναιοδωρία. Χωρίς αυτά, ο ρυθμός δεν αναπνέει.
Ήξερα ότι η παράσταση θα σταθεί μόνο όταν η ομάδα καταφέρει να αναπνέει με τον ίδιο ρυθμό. Κι αυτό συνέβη τη στιγμή που οι ηθοποιοί σταμάτησαν να κυνηγούν το αστείο και άρχισαν να ακούν πραγματικά ο ένας τον άλλον. Εκεί “κούμπωσε” το σύνολο, όταν η χημεία σταμάτησε να φαίνεται ως τεχνική, αλλά ως φυσική συνθήκη του κόσμου του έργου.
Και η ομάδα αυτή, ταίριαξε πραγματικά στον κόσμο του έργου. Ο Βασίλης, η Κατερίνα, ο Βαγγέλης, ο Γιώργος και ο Τάσος. Αυτοί οι πέντε νέοι, αξιόλογοι και ταλαντούχοι ηθοποιοί κάνανε αυτό τον κόσμο δικό τους και τους είμαι ευγνώμων.
Τι είναι για εσάς πιο δύσκολο: να κάνετε τον θεατή να γελάσει ή να σκεφτεί;
Δεν θα έλεγα ότι είναι πιο δύσκολο να κάνεις τον θεατή να γελάσει ή να σκεφτεί. Για μένα, η πρόκληση βρίσκεται στο να δημιουργήσεις μια εμπειρία όπου τίποτα δεν επιβάλλεται. Μια εμπειρία που επιτρέπει στον θεατή να επιλέξει πώς θα την ζήσει. Η κωμωδία είναι ζωντανός οργανισμός και ο κάθε θεατής την αντιλαμβάνεται με τον δικό του τρόπο, ανάλογα με τον χρόνο, τη διάθεση και την προσωπική του ευαισθησία. Αυτό είναι που κάνει μία παράσταση ζωντανή και ολοκληρωμένη.
Κάποιοι θα γελάσουν, κάποιοι θα σκεφτούν, κάποιοι ίσως και τα δύο, και όλοι θα φύγουν έχοντας νιώσει κάτι αληθινό. Αυτό που με ενδιαφέρει δεν είναι να επιβάλλω μια αντίδραση, αλλά να αφήνω χώρο ώστε η στιγμή να μιλήσει για τον καθένα ξεχωριστά. Η δύναμη της κωμωδίας, λοιπόν, βρίσκεται ακριβώς σε αυτή την ελευθερία, στο να προσφέρει επιλογές αντί για οδηγίες.
Ποιον ήρωα του έργου θεωρείτε σήμερα πιο «επικίνδυνο»;
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένας μόνο “επικίνδυνος” ήρωας. Κάθε χαρακτήρας στο έργο είναι απαραίτητος γιατί φέρνει μαζί του μια διαφορετική όψη της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Την αθωότητα, την αυτάρκεια, την αλαζονεία, τον φόβο ή την επιμονή.
Η επικινδυνότητά τους δεν είναι εγγενής αλλά εξαρτάται από τις συνθήκες. Ο αφελής μπορεί να γίνει καταλυτικός, ο ισχυρός να εκτροχιαστεί, και όλοι μαζί να δημιουργήσουν καταστάσεις που κανείς δεν είχε προβλέψει. Είναι άνθρωποι που υπάρχουν σε μία κοινωνία και τους οποίους, οι συνθήκες ή οι επιλογές τους, μπορεί να τους ωθήσουν στα άκρα.
Ποιο είναι το πιο παρεξηγημένο στοιχείο του έργου;
Το πιο παρεξηγημένο στοιχείο του έργου είναι ότι πολλοί το βλέπουν μόνο ως φάρσα ή ευθυμογράφημα για γέλιο. Στην πραγματικότητα, πίσω από κάθε αστείο υπάρχουν κομμάτια της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η αδυναμία, η αλαζονεία, οι κοινωνικές ανισότητες, η ευθραυστότητα των σχέσεων.
Το γέλιο ανοίγει την πόρτα για να δούμε αυτά τα πράγματα χωρίς φόβο ή διδακτισμό. Και γι’ αυτό, αν σταματήσουμε στο επιφανειακό χιούμορ, χάνουμε την καρδιά του έργου, την ευκαιρία να νιώσουμε, να αναγνωρίσουμε και, ίσως, να καταλάβουμε λίγο καλύτερα τον κόσμο γύρω μας.
Τι θα θέλατε να πάρει μαζί του ο θεατής φεύγοντας;
Θα ήθελα ο θεατής να φύγει έχοντας νιώσει κάτι αληθινό. Να γελάσει, να ταυτιστεί, να δει λίγο τον εαυτό του ή τους άλλους με άλλη ματιά. Όχι απαραίτητα να έχει μάθει κάτι ή να βγάλει συμπέρασμα. Απλώς να έχει ζήσει μια εμπειρία που να τον συγκινήσει ή να τον ξαφνιάσει.
Αν μπορέσει να φύγει με μια μικρή αίσθηση ότι οι άνθρωποι γύρω του, με όλες τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες τους, είναι πιο ζωντανοί και πιο κοντά σε αυτό που βλέπει στη σκηνή, τότε η παράσταση έχει πετύχει τον στόχο της.
Δείπνο Ηλιθίων του Francis Veber
Στο Παρίσι. Ένα τραπέζι στρώνεται. Τα ποτήρια γυαλίζουν. Τα μαχαιροπίρουνα λάμπουν. Οι οικοδεσπότες περιμένουν με ανυπομονησία να αρχίσει το παράξενο παιχνίδι τους. Ο κανόνας είναι απλός: κάθε Τρίτη ο καθένας τους προσκαλεί σε «δείπνο» έναν ανυποψίαστο «ηλίθιο» – έναν άνθρωπο με κάποια ιδιορρυθμία – για να διασκεδάσουν εις βάρος του. Μια βραδιά φαινομενικά αθώα, μια συνήθεια που μοιάζει αστεία, μια παρέα που θεωρεί τον εαυτό της ανώτερο. Και στο τέλος όποιος βρει τον πιο αστείο καλεσμένο κερδίζει. Αυτή τη φορά, όμως, τα πράγματα δεν θα πάνε όπως τα περίμεναν…
Σκηνοθεσία: Πασχάλης Αραμπατζής
Συντελεστές: Μετάφραση: Νικολέτα Κοτσαηλίδου | Μουσική – Στίχοι: Σταυρίνα Κωνσταντίνου | Σκηνογραφική και Ενδυματολογική επιμέλεια: Ιφιγένεια Μανώλα – Πασχάλης Αραμπατζής | Γραφιστικός σχεδιασμός: Playwalk | Φωτογραφίες & Βίντεο: Εύη Μαυρομάτη | Επικοινωνία: Λία Κεσοπούλου
Παίζουν: Βασίλης Βακάλης | Κατερίνα Γανδά | Βαγγέλης Ραφαήλ Καλλίτσογλου | Γιώργος Μιχαλάκος | Τάσος Ταλιανίδης
*Metropolitan: The Urban Theatre | Οι παραστάσεις συνεχίζουν απο τις 13 Δεκεμβρίου έως 4 Ιανουαρίου | Παραστάσεις & ώρες: Σάββατο 13 Δεκεμβρίου στις 21:00 & Κυριακή 14 Δεκεμβρίου στις 19:00 | Διάρκεια 90′ | Ηλεκτρονικά εισιτήρια: MORE
