1ο Φεστιβάλ Ανήσυχων Ήχων: Μια πρώτη αποτίμηση
Η αποτίμηση μιας διοργάνωσης που ευχόμαστε να καθιερωθεί, αποτελώντας έναυσμα και βήμα για ανήσυχους δημιουργούς.
από τον Γιάννη Βρύζα
Ο πάντα ανήσυχος και δημιουργικός Θύμιος Ατζακάς έγινε και πάλι …νονός! Μετά το «Μουσικό χωριό», το «Αβγό» κλπ., έριξε και υλοποίησε μια ακόμα ιδέα! Έγινε λοιπόν, 22-26.2.2017, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (σε συνεργασία με την Antart Productions) το «1ο φεστιβάλ ανήσυχων ήχων». Στο φεστιβάλ εμφανίστηκαν 4 καταξιωμένοι σολίστες-δημιουργοί με τα συγκροτήματά τους: Udopia, του Θύμιου Ατζακά, Eight Winds (Οκτώ Άνεμοι) από το Kουαρτέτο του Σωκράτη Σινόπουλου, το ντουέτο των Xylouris White και Χαμένες Πόλεις του James Wylie με τον Ziad Rajab.
Το φεστιβάλ άνοιξε ο ίδιος ο Θ. Ατζακάς ο οποίος, παρουσιάζοντας τον πρόσφατο δίσκο του (Udopia, από την Carpe Diem, 2016), μας ταξίδεψε «εκεί όπου κάποτε ένα ευλύγιστο κομμάτι αρχαίου ξύλου έτριξε και στάλαξε αρμονία… O τόπος της Udopia, σαν τον κέδρο της ερήμου, είναι αυστηρός και άνυδρος, καθώς χυμοί και αρώματα δονούνται κάτω από τον φλοιό του…. Οι μουσικές της φράσεις, σαν ανάγλυφες σε παλλόμενη άμμο, διαγράφονται και σβήνουν για να αναγεννηθούν σε νέες μορφές». Εκτός από το υλικό του δίσκου ακούσαμε γνωστή gymnopedie του Erik Satie, σε μια εξαιρετική διασκευή για σόλο ούτι. Kαι με την συναυλία του αυτή ο Θ. Ατζακάς, χωρίς επάρσεις και φανφαρονισμούς, έδειξε την μεγάλη δημιουργική και σολιστική του κλάση. Το, δυστυχώς, σχετικά μικρό κοινό της 1η μέρας, θερμό και συνειδητό, έκανε το πυκνό και ουσιαστικό χειροκρότημα να ηχεί ωσάν η αίθουσα να ήταν υπερπλήρης.
Την 2η μέρα του φεστιβάλ παρακολουθήσαμε το Κουαρτέτο του (και καθηγητή) Σωκράτη Σινόπουλου. Ένα τυπικό jazz trio (πιάνο, κοντραμπάσο και τύμπανα) συνομίλησε με την πολίτικη (ή ρωμέϊκη) λύρα, προσπαθώντας να μεταδώσει (στο σαφώς μεγαλύτερο κοινό) συναισθήματα και μνήμες από δύο παράλληλους κόσμους. Κύριο υλικό της συναυλίας ο ομότιτλος δίσκος Eight Winds (‘ECM records 2407’). «Ασπρόμαυρα μουσικά σκίτσα» χαρακτηρίζει ο δημιουργός τους 8 ανέμους, οι οποίοι σύμφωνα με τον ίδιο «συμβολίζουν τα διάφορα διεθνή ή τοπικά μουσικά στυλ και τάσεις». Το ζητούμενο όμως εδώ «δεν είναι να αφεθείς να σε παρασύρουν μακριά, όσο γοητευτικό ή περιπετειώδες κι αν είναι αυτό, αλλά να αισθανθείς τους ανέμους ακίνητος, στον δικό σου τόπο, σε νηνεμία». Νομίζω, όμως, ότι το κουαρτέτο μάλλον δεν βρέθηκε στις καλύτερες στιγμές του, καθώς έπαιξε αρκετά «σφιγμένα» –με εξαίρεση φυσικά τον επικεφαλής του και τον ανέτως κυρίαρχο στο μπάσο Δ. Τσεκούρα. Ιδιαίτερα στιγμιότυπα της συναυλίας αποτέλεσαν δύο : Στο πρώτο, ο Σ. Σινόπουλος μας εξομολογήθηκε ότι συγκεκριμένο κομμάτι βασίστηκε σε μια («με αλλόκοτο ρυθμό») μελωδία της Κατ. Παπαδοπούλου, μελωδία που στάθηκε μάλιστα αφορμή να της κάνει … πρόταση γάμου! Ευοδωθείσα. Το δεύτερο αφορά την χειρονομία του Σ.Σ. να ανεβάσει στη σκηνή πρωτοετείς φοιτητές του. Η σύμπραξη των παιδιών σε δύο κομμάτια προκάλεσε αίσθηση και συγκίνησε το αφοσιωμένο κοινό του Σινόπουλου.
Την 3η μέρα του φεστιβάλ το κοινό γέμισε την αίθουσα Αιμ.Ριάδης για να ακούσει ένα ασυνήθιστο ντουέτο: O Γιωργής Xylouris (λαούτο, φωνή) με τον Jim White (drums)! Βασικό στοιχείο του σχήματος το groov-άτο παίξιμο. Η μεταφορά των 4σημων κρητικών ρυθμών σε rock διάθεση και αισθητική είναι ασφαλώς ένα διεθνώς εμπορεύσιμο ηχητικό αποτέλεσμα. Έτσι το κούρδισμα του λαούτου ταλαιπώρησε κάπως τον Γ. Ξ., καθώς όπως μας είπε «τα όργανα πάθανε jet–lag από την Αυστραλία στην Αμερική και από το Ηράκλειο στην Θεσσαλονίκη»! Τα μετρημένα soli του Ξυλούρη, οι ουδέτερες (και ωστόσο συμπαντικές) αρμονικές συνοδείες του, ο συγχρονισμός και η ευχάριστη ένταση στο groov-άρισμα του λαούτου με τα ντράμς, απογείωσαν και συμπαρέσυραν το ενθουσιώδες κοινό σε ιλίγγους χαράς και ανάτασης. Τέτοια ήταν η ένταση του παιξίματός τους, που σε κάποια στιγμή ένα μεγάλο πιατίνι από τα ντράμς του Jim εκσφενδονίστηκε ! Ζωντανά και πραγματικά, όχι σαν σκηνοθετημένo εφέ εμπόρων του εντυπωσιασμού. «Μουσική με δυνατό και ελεύθερο πνεύμα, “goatish” (“κατσικίσια”)» όπως την χαρακτηρίζουν οι ίδιοι.
Ωστόσο, την ένταση διαδεχόταν η ηρεμία ενός αποσπάσματος από την κλασική φαρέτρα του κρητικού ρεπερτορίου. Τόσο μάλλον που ο Γ. Ξ. επέλεξε να μας τραγουδήσει σημεία του Ερωτόκριτο, τα οποία μιλούνε για τον τραγουδιστή-λαουτιέρη-πολεμιστή ή ένα Ριζίτικο, το οποίο καλεί το χελιδόνι να πετάξει ως τον κάτω κόσμου για να δώσει τα χαιρετίσματα σε έναν φίλο… Συν-κλονιστικές λαϊκές δημιουργίες. Ανεπανάληπτες. Δικαίως, λοιπόν, το κοινό κάλεσε και ξανακάλεσε τον σεμνό και ευγενικό Γιωργή στη σκηνή.
Το φεστιβάλ έκλεισε με την συμμετοχή δύο «ξένων» (Ελλήνων): του Νεοζηλανδού James Wylie (Ιρανικό κεμαντσέ, σαξόφωνο, σύνθεση/κείμενα) και του Σύριου Ziad Rajab (φωνή, ούτι). Με το σύνολό τους παρουσίασαν, σε πρώτη εκτέλεση στην Ελλάδα, το έργο του πρώτου «Χαμένες πόλεις». Μια σύνθεση «που βασίζεται σε μία πρωτότυπη ιστορία με εικόνες και περιγράφει την κυκλικότητα της ζωής, τη σύγχυση και την τύφλωση που βιώνουν οι άνθρωποι απέναντί της». Δυο σαξόφωνα, δυο ερμηνευτές κρουστών, βιόλα ντα γκάμπα, πολίτικο λαούτο, ούτι, φωνή και νέι, απέδωσαν με συνέπεια και αίσθηση την σύνθεση του James Wylie. Ένας πρωτότυπος συνδυασμός οργάνων, τα οποία δημιούργησαν ενδιαφέροντα ηχοχρώματα και επιλεκτικά soli (όπως εκείνο το μεστό σόλο του Θ. Ατζακά στο πολίτικο λαούτο, παιγμένο με τα δάχτυλα σε τεχνική κλασικής κιθάρας ή το άλλο με το ιδιαίτερα απρόσμενο pizzicato της βιόλας ντ’ αμόρε). Τα σαξόφωνα με ισοκρατήματα και μικρά μελωδικά περάσματα, τα ρυθμικά μέρη, η ενορχηστρωμένη συνήχηση κεμαντσέ, με το νέι και το σαξόφωνο, μετέφεραν σε ιδιαίτερους τόπους τον καθένα μας, από το Ιράν και τον Πόντο ως τη Βόρεια Μακεδονία… και όποια άλλη, χαμένη, πόλη φαντάστηκε ο καθένας μας…
Εκτός από τους επικεφαλής των 4 σχημάτων, το φεστιβάλ δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς την ενεργή συμμετοχή των εξής (εξ ίσου) «ανήσυχων» μουσικών: Νίκος Παραουλάκης (νέι), Κώστας Αναστασιάδης (τύμπανα), Ηλέκτρα Μηλιάδου (βιόλα ντα γκάμπα), Δημήτρης Ζαχαράκης (μαρίμπα, κρουστά), Αυγερινή Γάτση (τραγούδι), Γιάννης Κυριμκυρίδης (πιάνο), Δημήτρης Τσεκούρας (μπάσο), Δημήτρης Εμμανουήλ (κρουστά), Νίκος Βαρελάς (κρουστά), Αλέξανδρος Ριζόπουλος (κρουστά), Fausto Sierakowski (σαξόφωνο). Τέλος βοήθησαν, με τον τρόπο τους, οι : Δέσποινα Χαμαμτζή (προβολές), Μαρία Βενετάκη (επιμέλεια φωτισμού), Τίτος Καργιωτάκης και Γιάννης Σκανδάμης (ηχοληψία).
Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι στο Φεστιβάλ αυτό δοκιμάστηκε ένας διάλογος μεσογειακών modal ιδιωμάτων με αισθητικές του σύγχρονου δυτικού κόσμου. Όσοι είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν αυτό το «ανήσυχο» φεστιβάλ αποζημιώθηκαν (νομίζω) ποικιλοτρόπως, μεταφερόμενοι από την αρχέγονη ρυθμική έξαρση στην απολλώνια γαλήνη, από την ευθυμία στον αναστοχασμό και αντιστρόφως.
Μια άψογη διοργάνωση, που ευχόμαστε να καθιερωθεί αποτελώντας έναυσμα και βήμα και για άλλους ανήσυχους δημιουργούς πέρα από την στεγανότητα παρεών και ομάδων, που τόσο συχνά ευδοκιμεί σε αυτή τη χώρα …
*O Γιάννης Βρύζας είναι (δικηγόρος, δρ Νομικής & ΔΜΣ ποινικού δικαίου, αλλά και) αυτοδίδαχτος μουσικός και τραγουδοποιός. Έγραψε τραγούδια και μουσικές πάνω σε ποίηση διαφόρων, αλλά και σε δικούς του στίχους. Δημοσίευσε άρθρα και μελέτες του (σε εφημερίδες και νομικά περιοδικά), καθώς και ποιήματά του. Ο πρόσφατος δίσκος του «Όταν γελάσει το νερό…» σε ποίηση της Αγγέλας Μάντζιου πραγματώθηκε με την καθοριστική συμμετοχή των Θανάση Μπιλιλή, Κώστα Πρατσινάκη και 13 ακόμα μουσικών από την Ελλάδα, την Ιταλία και το Περού.