25 σημεία για τη ζωή και το έργο του Οδυσσέα Ελύτη
O μεγάλος Έλληνας ποιητής. Ας τον θυμηθούμε όπως του αξίζει
Η Parallaxi παρουσιάζει 25 σημεία που σημάδεψαν τη ζωή και το έργο του.
O Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης και πέθανε στις 18 Μαρτίου 1996 στην Αθήνα.
Οι γονείς του Παναγιώτης Αλεπουδέλης και Μαρία Βρανά είχαν καταγωγή από τη Λέσβο, αλλά διατηρούσαν επιχείρηση με σαπούνια στην Κρήτη, από όπου έφυγαν για την Αθήνα, όμως, λόγω του γεγονότος ότι στην Κρήτη γίνονταν αρκετά αισθητές οι πολιτικές εξελίξεις, ώστε να μπορέσει και ο μικρός ακόμη Οδυσσέας να μάθει τα απαραίτητα γράμματα.
Ήταν το μικρότερο παιδί της οικογένειας και είχε πέντε αδέρφια.
Στην Αθήνα είχε δασκάλους τον Ι.Μ Παναγιωτόπουλο και τον Ιωάννη Θ. Κακριδή και η αλήθεια είναι πως πρόκοψε καθότι ιδιαίτερα φιλομαθής.
Μετά την πτώση του Βενιζέλου, η οικογένειά του υπέστη διώξεις, λόγω των βενιζελικών της ιδεών και της προσωπικής, μάλιστα, σχέσης με τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος είχε επισκεφτεί αρκετές φορές το σπίτι τους.
Το 1918 χάνει τη μεγάλη του αδερφή Μυρσίνη, η οποία σε ηλικία 20 ετών πεθαίνει από την επιδημία της ισπανικής γρίπης. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1925 χάνει και τον πατέρα του.
Το 1927 θα έρθει και ο ίδιος αντιμέτωπος με μια σπάνιας μορφής αδενοπάθεια, η οποία θα βάλει οριστικό φρένο στην αθλητική του φύση και ειδικά στην ορειβασία, που τότε δεν ήταν καθόλου γνωστό σπορ. Έτσι θα στραφεί ολοκληρωτικά στην ποίηση.
Κατόπιν πιέσεων της οικογενείας θα παρακολουθήσει ειδικό φροντιστήριο για τις εισαγωγικές εξετάσεις και θα περάσει στο Χημικό, το οποίο, όμως δεν τον συγκινεί ιδιαίτερα και το εγκαταλείπει και στρέφεται στην πλέον αποκλειστική του ενασχόληση που τον τέρπει την ποίηση, αφού ο δρόμος προς τον αθλητισμό είχε κλείσει.
Την πρώτη του επαφή, που τον καθόρισε μάλιστα τόσο στην ποίηση, όσο και στη ζωή την έκανε με την ποίηση του Καβάφη και του Κάλβου. Μάλιστα για το δεύτερο δημοσίευσε κείμενα και δοκίμια για την όλη αντίληψη της τέχνης κατά την επανάσταση των Ελλήνων.
Καθοριστική χρονιά για την εξέλιξη του υπήρξε το 1935, έτος κατά το οποίο γνώρισε και ανέπτυξε σχέσεις με τον Κατσίμπαλη και το Σεφέρη, αλλά κυρίως με τον Ανδρέα Εμπειρίκο με τον οποίο θα τον ένωνε μια ισχυρή φιλία.
Νεαρός εισήλθε στο σπίτι του Κατσίμπαλη, ο οποίος είχε ξεχωρίσει τη γραφή του και τον πίεζε να αρχίσει να δημοσιεύει. Τότε μερικά μέλη της γενιάς του ’30 στο σπίτι του Κατσίμπαλη προσπαθούσαν να βρουν τον κατάλληλο τρόπο να αποκτήσουν βήμα στον ποιητικό κόσμο, σκεπτόμενα αν πρέπει να ταράξουν τα ποιητικά νερά ξαφνικά ή να αρχίσουν να τα ανατρέπουν σταδιακά με τακτικές δημοσιεύσεις που θα κέρδιζαν σταδιακά τους παραδοσιακούς και συντηρητικούς αναγνώστες που δύσκολα τους κέρδιζε κάτι νέο.
Ο Οδυσσέας Ελύτης φεύγοντας από το σπίτι του Κατσίμπαλη, πέτυχε στην πόρτα το Σεφέρη και τον Θεοτοκά, που μέχρι τότε είχαν προλάβει να ξεχωρίσουν και τα κείμενα τους είχαν πέσει στα έργα του και τα βιβλία τους στέκονταν στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων.
Ο Οδυσσέας Ελύτης είναι από αυτούς που έχουν δει τον σοβαρό και αυστηρό σε ύφος Σεφέρη να σπρώχνεται σαν γυμνασιόπαιδα για πλάκα με το Θεοτοκά και τον Κατσίμπαλη.
Ο Σεφέρης θα διακρίνει κι αυτός κάτι στην ποίηση του Ελύτη και θα ξεκινήσει μια προσπάθεια με τον Κατσίμπαλη, που διηύθυναν τότε το περιοδικό Νέα Γράμματα, να πείσουν τον Ελύτη να δημοσιεύσει τα ποιήματά του.
Τότε όπως έχει πει και ο ίδιος έπρεπε να αποφασίσει αν το θέλει ή όχι και να σκεφτεί και ένα ψευδώνυμο, με το οποίο θα έκανε την εμφάνισή του. Είχε πέσει στο τραπέζι τότε και το Οδυσσέας Βρανάς.
Το Ελύτης προήλθε από την αγάπη του, από την έλξη που του ασκούσαν οι λέξεις που ξεκινούσαν με Ελ- , όπως Ελευθερία, Έλξη, ίσως Ελλάδα, η αρχαιοπρεπής κατάληξη -ίτης που ήθελε και το γράμμα Υ, το οποίο ο ίδιος θεωρούσε το πιο ελληνικό γράμμα. Και έτσι δημοσίευε και καθιερώθηκε.
Με τον Ανδρέα Εμπειρίκο βρισκόντουσαν συχνά στο σπίτι του υπερρεαλιστή, στο οποίο ο Ελύτης ήρθε σε επαφή με πίνακες και έργα του Μαξ Ερνστ και άλλων ξένων υπερρεαλιστών που τον επηρέασαν, όπως και οι συζητήσεις με τον φίλο του και οι γνώσεις του στην ψυχανάλυση.
Μεγάλη επίσης επιρροή του άσκησαν ο Ελυάρ, του οποίου αρκετά έργα μετέφραζε μανιωδώς, αλλά και η ζωγραφική του Θεοφίλου.
Ο Ελύτης σύχναζε στη Νομική Σχολή Αθηνών, ιδίως τις Παρασκευές σε ένα πνευματικό ‘’συμπόσιο’’ κατά το οποίο συνευρίσκονταν οι φοιτητές με ποιητές, διανοούμενους, καθηγητές και επιστήμονες.
Πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο το ’40, στο οποίο νόσησε βαριά και υπέφερε σωματικά. Στο μέτωπο επίσης πολέμησε και ο Τσαρούχης.
Μετά το μέτωπο βρέθηκε στο Παρίσι, όπου και ήρθε σε στενότερη επαφή με υπερρεαλιστές και ειδικά τον Αντρέ Μπρετόν . Εκεί ξεκίνησε να συνθέτει το προσχέδιο του Άξιον Εστί, που κατέστρεψε μαζί με άλλα ποιήματά του, όταν έφυγε για να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Ο Ελύτης σύχναζε στο πατάρι του Λουμίδη μαζί με άλλες γνωστές προσωπικότητες, όπως ο Νίκος Γκάτσος, η Μάτση Ανδρέου (Χατζηλαζάρου), ο Τσαρούχης, ο Νάνος Βαλαωρίτης προτού φύγει με τα καραβάνια για την Αίγυπτο. Ήταν αυτός που όταν νεαρός εισήλθε στο πατάρι ο Μάνος Χατζιδάκις με σιγουριά και αυτοπεποίηθηση, λέγοντας στην παρέα του Ελύτη, πως έχει μια έτοιμη σύνθεση για την Αμοργό του Γκάτσου, ο ίδιος επιτόπου τον έπιασε και πήγαν στο σπίτι του Βαλαωρίτη για να παίξει στο πιάνο. Ο Χατζιδάκις τότε αυτοσχεδίασε, αφού δεν είχε στ’ αλήθεια κάτι έτοιμο, αλλά εντυπωσίασε και ξεχώρισε, δείχνοντας ότι θα γίνει μέγιστος.
Το ποίημα του η Μαρίνα των Βράχων δεν γράφτηκε για την Μαρίνα Καραγάτση, αφού η ερωτική τους σχέση ήταν μεταγενέστερη. Σίγουρα πάντως συνδέεται με κάποιο πρόσωπο που τον κυρίευσε ερωτικά.
Το 1979 τιμάται με το βραβείο Νόμπελ. Γίνεται ο δεύτερος Έλληνας μετά το Σεφέρη που το κερδίζει. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη τη χρονιά η Σουηδική Ακαδημία βρισκόταν ανάμεσα στον Ελύτη και το Ρίτσο για την απονομή του βραβείου και είχε καταλήξει μάλιστα να το απονείμει από κοινού και στους δύο, για να τιμήσει συνολικά την ελληνική ποίηση, κάτι που αρνήθηκε τόσο ο Γιάννης Ρίτσος, όσο και ο Οδυσσέας Ελύτης. Τελικά επιλέχθηκε ο τελευταίος. Γιατί η ποίηση του είχε κάτι πιο ξεχωριστό. Ίσως να έπαιξε ρόλο ότι στο Ρίτσο υπήρχε μια ποίηση πολιτική.
Μεγάλο μέρους του έργου του μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.