Αδέρφια Καλογεράκη: Μακάρι το σημερινό περιθωριακό να γίνει το αυριανό mainstream
Ο Μιχάλης, ο Παντελής και τα Ρεμπώτικα ανεβαίνουν σε λίγες ώρες στο Θέατρο Αυλαία. Εδώ μια όμορφη κουβέντα τους με το Χρήστο Ωραιόπουλο
Σήμερα η Θεσσαλονίκη θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει το απόγευμα (20:00) στο Θέατρο Αυλαία δυο υπέροχα παιδιά που κάνουν πραγματικά κάτι πολύ σπουδαίο κρατώντας μια συγκλονιστική ταπεινότητα, προσγειωμένα στην ποίηση ως αξία και άξονα ζωής.Δυο παιδιά που συνταίριαξαν το σύμπαν του Αρθούρου Ρεμπώ και του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Ο Μιχάλης και ο Παντελής Καλογεράκης, τα δίδυμα ”Καλογεράκια” από το Ηράκλειο της Κρήτης μελοποιούν διάφορους ποιητές χωρίς φραγμούς και κόσκινα, αλλά όπως τους αρέσει να δουλεύουν, με μείξεις και πειραματισμούς. Το μόνο που θέλουν είναι να επικοινωνούν ποιήματα που τους αρέσουν και να τα περνάνε στον κόσμο με τρόπο μουσικό.
Τους συνάντησα την Παρασκευή το βραδάκι και ήδη από το τηλέφωνο κατάλαβα ότι είναι παιδιά με διάθεση και πάθος για τη ζωή. Φτάνω στο σπίτι που μένουν αυτές τις μέρες που βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη και ο Μιχάλης ανοίγει την πόρτα μες την τρελή χαρά, ενώ ο Παντελής που προσγειώθηκε λίγη ώρα πριν, αποτελειώνει ένα bao. Αυτό που ξεχωρίζει σε αυτά τα παιδιά είναι ότι δεν έχουν κανένα πρόβλημα να τσαλακώσουν την εικόνα τους. Είναι πάντα θεατρικοί στις εκφράσεις τους, κάνουν μιμήσεις, σπάνε τη φωνή τους με χιούμορ.Ήταν από τις κουβέντες που χαίρεσαι να κάνεις και να καταλαβαίνεις, όπως συμφωνήσαμε, πως το βασικό είναι να βρισκόμαστε και να βλέπουμε πως επικοινωνούμε και καταλαβαινόμαστε οι άνθρωποι. Κάπως έτσι τα είπαμε:
Εμείς ξεκινήσαμε για την Αθήνα άρον-άρον. Θέλαμε πάρα πολύ να φύγουμε από την Κρήτη γιατί νιώθαμε πως ο τόπος δεν μας χωρούσε άλλο, τα είχαμε δει όλα στο Ηράκλειο. Μας είχε πιάσει αυτό που πιάνει αρκετούς στην ορμή της νεότητας να πάμε στη μεγάλη πόλη και καλά.
Είχε ξεκινήσει κάπως το πράγμα να συμβαίνει ήδη από την Κρήτη. Σαν συνέχεια της ενασχόλησης, του διαβάσματος, της τριβής με την ποίηση είχε ξεκινήσει ως προέκταση και η φάση με τη μελοποίηση. Είχαμε γνωρίσει το Μιχάλη Γκανά, είχαμε μελοποιήσει Δημάκη, Γκάτσο και το βλέπαμε να συνεχίζει αυτό. Οπότε αυτό λειτούργησε ως αφετηρία για να πάμε στην Αθήνα γιατί εκεί θα μπορούσε να συνεχιστεί. Οι σχολές μας ήταν απλά το όχημα για να πάμε.
Η γνωριμία με τον Γκανά οφείλεται σε έναν πολύ σημαντικό άνθρωπο. Όταν ήμασταν μαθητές στο σχολείο είχαμε καθηγήτρια τη Ντιάνα Μανουρά, που δυστυχώς έχει φύγει από τη ζωή, η οποία από δασκάλα έγινε φίλη, συγγενής μας. Για τη ακρίβεια ήταν αυτό που λένε δάσκαλος με Δ κεφαλαίο. Μας έκανε μάθημα και μας έβαζε μελοποιημένο Ελύτη. Μας όρισε το λεξιλόγιο. Η εξέλιξή μας, αν δεν ήταν εκείνη, δεν θα ήταν η ίδια. Είναι τρομερό που όλο αυτό ξεκίνησε από έναν δάσκαλο. Σε μια εποχή που ακούγονται τόσο πολλά για το μάθημα της λογοτεχνίας και δεν διδάσκεται καθόλου σωστά. Λέει ο Μιχάλης: η Ντιάνα χωρίς να ξέρει ότι εγώ μελοποιώ, ούτε καν εγώ ήξερα μου έδωσε στην αρχή να μελοποιήσω Δημάκη, μετά Δικταίο. Μια μέρα, μου λέει θα κατέβει στην Κρήτη ο Μιχάλης Γκανάς να του κάνουμε μια παρουσίαση και μου έδωσε κάτι να μελοποιήσω και τα άκουσε εκείνος ως έκπληξη και τότε μας είπε πολύ ωραία δουλειά αν ανεβείτε ποτέ Αθήνα, ελάτε να με βρείτε. Και όντως έτσι έγινε γιατί όταν ανεβήκαμε εμείς στην Αθήνα 2010 περίπου εκείνος είχε βγάλει το βιβλίο Γυναικών και παίξαμε αρκετά με το Γκανά στη Ρόδο, στη Θεσσαλονίκη, είχαμε έρθει και τότε.
Παίξαμε και με άλλους ποιητές, άνοιγε ο κύκλος, μέσα σε εκείνο το ξέφρενο στοιχείο, τη dolce vita του φοιτητή στην Αθήνα, που είχε έρθει από την Κρήτη υπήρχε και η παράλληλη φάση της παρουσίασης ποιητικών συλλογών. Μέσω του Μιχάλη Γκανά είχαμε γνωρίσει μετά του Νίκου Μοσχοβάκο, τον Ντίνο Σιώτη. Είχαμε παίξει σε μια παρουσίαση μαζί με την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ που είναι μια πολύ ξεχωριστή κι αγαπημένη μας στιγμή. Έτσι γνωρίσαμε και μελοποιήσαμε πολλούς ποιητές, με αποτέλεσμα να έχουμε μια ευρεία γκάμα στίχων και ποιητών που έχουμε ασχοληθεί.
Δεν είδαμε ποτέ την ποίηση με οίηση, σε φάση ‘’μμμ, ουάου’’ τι κάνουμε τώρα. Δεν το αντιμετωπίσαμε σαν κάτι βαρύγδουπο και δύσκολο, ούτε αντικρίσαμε την μελοποιημένη ποίησης σαν κάτι λόγιο, ούτε ότι πηγαίναμε να κάνουμε κάτι σημαντικό. Εμείς το βλέπαμε από μέσα γιατί το ζούσαμε μέσα, τα παίζαμε τα τραγούδια στο σαλόνι του Γκανά και μετά τρώγαμε, με την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ καθόμασταν και είχαμε φτάσει σε ένα σημείο να κάνουμε σεξουαλικά αστεία και πειράγματα.
Από το Εscape στο γκάζι το βράδυ την άλλη μέρα πηγαίναμε σε σπίτια ποιητών, τρώγαμε, μιλούσαμε, τους παίζαμε κομμάτια, τα τραγουδούσαμε. Δεν υπήρχε αυτό το ότι α εμείς τώρα είμαστε σε άλλο λέβελ, συναναστρεφόμαστε ποιητές. Καμία σχέση. Δεν αντιμετωπίζουμε αυτό που κάνουμε ως κάτι το οποίο θέλαμε να είναι κλειστό ή εμείς απλησίαστοι.
Ανεβήκαμε στην Αθήνα με μια παρμένη απόφαση, πάμε να κάνουμε μουσική. Μας άρεσε αυτό το πράγμα πάρα πολύ και μας γοήτευε. Δεν είχε το αντίστοιχο πεδίο στο Ηράκλειο. Η Αθήνα έχει περισσότερο υλικό όπως και να έχει. Δεν είχαμε όμως και ακόμα δεν έχουμε σκοπό να ‘’σοβαρευτούμε’’ με την κακή την έννοια. Άλλο η καριέρα, άλλο η τέχνη, σαν την επιτυχία και την ευτυχία. Εμείς θέλαμε τέχνη να στήσουμε και να κάνουμε. Δεν θέλαμε να κάνουμε καριέρα στο τραγούδι. Από τη στιγμή που σε ενδιαφέρει όντως η ποίηση ως αρχή και όχι το αμιγές τραγούδι, που μπορεί να είναι και λίγο όπως πάει, λίγο με τα νερά του. Εμείς μια μέρα είχαμε όρεξη να ασχοληθούμε με τον Γκανά και μιαν άλλη με την Οδύσσεια, δεν περιμέναμε και χίλια δυο. Κι εμείς με μικρό καλάθι πήγαμε και πηγαίνουμε. Δεν θέλαμε να γίνουμε διάσημοι, αλλά να εξελιχθούμε εμείς οι ίδιοι.
Το Ηράκλειο για εμάς ήταν μικρό. Εμείς ήμασταν δυο παιδιά που δεν είχαμε τη σεξουαλικότητά μας φυλακισμένη. Ήμασταν τελείως απενοχοποιημένοι ως προς αυτό. Παίζαμε τένις και διαβάζαμε ποίηση. Οπότε για το Ηράκλειο του 2000 δεν ήταν εύκολο να μας αντιμετωπίσει, να μας δει. Ήμασταν ξεχωριστοί. Παρά ταύτα είχαμε αναπτύξει έναν κύκλο μια δυναμική. Δεν μας περιόρισε ο συντηρητισμός, γιατί είχαμε μια ισχυρή παρέα, υπήρχαν άτομα που κάναμε παρέα. Με το Μάνο Πετράκη, ας πούμε, που τώρα είναι ηθοποιός. Διαβάζαμε, παίζαμε θέατρο, τραγουδούσαμε κι ήμασταν κάπως προστατευμένοι μέσα σε αυτό.Έξω από αυτό το τίποτα. Αλλά σε όλο τον κόσμο είναι έτσι. Όλοι και παντού έξω από το δικό μας, το μικρό που φτιάχνουμε για να επιβιώνουμε, βιώνουμε και αντιμετωπίζουμε το χάος.
Ακόμα και τώρα που είμαστε 30 όταν λέμε ότι κάνουμε ποίηση, είναι ακόμα λίγο ”τζιζ” αυτό. Ο άλλος αρχίζει να σε βλέπει αλλιώς, σκαλώνει. Και έχουν όλοι ευθύνη γι αυτό και οι αναγνώστες και οι ποιητές και η κοινωνία.
Έχουμε χωρίσει τρομερά την έννοια του στίχου και της ποίησης, το έχουμε κάνει τρομερά μεγάλο ζήτημα. Ο Τσέχοφ και ο Ντοστογιέφσκι δεν έμειναν στην ιστορία ως ποιητές, δεν γράψανε ποίηση (κυρίως), κι όμως θα πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε ως ποιητές, δεν γίνεται να βάζουμε σε τέτοια αυστηρή φόρμα κάτι τόσο ευρύ κι ανώτερο, όπως η ποίηση. Είναι κάτι πολύ πιο υψηλό, το οποίο κυκλώνει όλη την τέχνη στην ουσία. Ποίηση εννοούμε κάποιον που γράφει ωραία, είτε στίχο, είτε μουσική, είτε ένα γράμμα. Δεν σημαίνει ότι επειδή κάτι αποκαλείται από πολλούς στίχος δεν είναι και υψηλό. Ας πούμε έλεγε ο Μάνος Ελευθερίου για τη Μαρκίζα, αυτό είναι στίχος μου και είμαστε σε φάση ”ρε μπρο αλήθεια τώρα;’’. Δηλαδή προφανώς είναι κάτι πολύ υψηλότερο για να τρώγεται με την ονομασία του, με το χαρακτηρισμό του, που πηγάζει και ορίζεται είτε άμεσα είτε έμμεσα από την κοινωνία.
Είχαμε μιαν ανάγκη να παραμυθιαστούμε, να φτιάξουμε έναν κόσμο. Η ποίηση προέκυψε ακριβώς από αυτή την επιθυμία, να φτιάξεις έναν κόσμο μέσα στον οποίο θα ζήσεις, μέσα σε αυτόν θέλαμε την ποίηση και από μόνοι μας από το σχολείο είχαμε φτιάξει γύρω στα 17 τη δική μας συνοικία του ονείρου. Το θέμα με εμάς είναι ότι ήμασταν συνεπής, το κρατήσαμε αυτό, ήμασταν μαζί και το δουλέψαμε. Είναι πολύ σημαντικό το ότι ήμασταν μαζί από την αρχή εγώ και Παντελής, χωρίς τον Παντελή δεν θα μπορούσα να προχωρήσω με τίποτα, εξομολογείται ο Μιχάλης.
Πολλά παιδιά εκεί γύρω στα 17 τους ξεκινάνε και ψάχνουν καταφύγιο σε ένα βιβλιοπωλείο ψάχνοντας ένα βιβλίο. Τώρα εδώ που περπατούσαμε στη Θεσσαλονίκη είδαμε μικρά βιβλιοπωλεία κουκλάκια και μπαινόβγαιναν φοιτητές. Κατεβαίνουν από τις σχολές τους και μπαίνουν για να φύγουν από το πλαίσιο του μαθήματος, του άλλου κόσμου. Αυτό είναι μαγικό που συμβαίνει στην πόλη και μάλλον δεν θα μπορούσε να γίνεται στην Αθήνα.
Η μουσική ήταν η αρχική μας τριβή και επαφή. Οι γονείς μάς είχαν πάει σε ωδεία και ο Μιχάλης έγραφε ήδη τραγούδια και πριν την ποίηση, την δούλευε την τραγουδοποιία. Η ποίηση ήρθε κι αυτή σε τρυφερή ηλικία, στη Δευτέρα λυκείου ήρθε και κούμπωσε γάντι. Με μάγευαν αυτά που διάβαζα, δεν υπήρχε περίπτωση να στραφώ εγώ προς το να γράψω, λέει ο Μιχάλης. Πέσαμε με τα μούτρα. Ξεκινήσαμε να διαβάζουμε πάρα πολύ μετά το πρώτο σοκ που φάγαμε όσο ασχολούμασταν όλο και περισσότερο από το απέραντο σύμπαν, τον κόσμο που ξεδιπλώνει η λογοτεχνία. Μπορεί όλο αυτό να ξεκίνησε ως ανάγκη να τραγουδήσουμε, αλλά αυτό που πλέον μας ενδιαφέρει και μας απασχολεί και χαρακτηρίζει περισσότερο τη δουλειά μας είναι ότι κάνουμε ποίηση.
Όλη τέχνη είναι μια, υπακούει σε ένα πράγμα. Υπάρχουν απλώς διαφορετικοί τεχνίτες. Ο ένας λέει θα ασχοληθώ με το ένα πράγμα κι ο άλλος με το άλλο. Κάποιοι πιάνουν το στυλό, άλλοι το πινέλο, άλλοι τη λύρα. Όλα υπακούνε στην ποίηση, όχι αυτό που λέμε γραπτή, αλλά σε αυτό το συμπυκνωμένο και καθολικό πράγμα, που το συναντάς σε όλες τις μορφές. Γι’ αυτό και λέμε για κάτι που βλέπουμε για κάτι που μας αρέσει ”αυτό είναι ποίημα” μια παράσταση, ένας πίνακας, ένας χορός. Μας απασχολούσε εμάς αυτό πολύ. Την καλύτερη απάντηση στην επικοινωνία, τη σύνδεση των τεχνών τη βρήκαμε σε αυτό που έγραψε η Ζυράννα Ζατέλη στην Περσινή Αρραβωνιαστικιά που μιλάει για το γάτο της το Μάρκο και έγραψε και η Λένα Πλάτωνος με το σκύλο της το Μάρκο. Μου είχε δανείσει η Λένα Κιτσοπούλου ένα παλιό βιβλίο με κείμενα από τα φοιτητικά τους χρόνια των Μπουνιουέλ, Νταλί κι ενός ακόμη συγγραφέα που δεν θυμάται τώρα (γαμώτο) ο Παντελής. Ο ένας ήταν σκηνοθέτης, ο άλλος ζωγράφος κι ο άλλος συγγραφέας, κι όμως έβρισκες τόσα κοινά στη θέαση, στην όψη του κόσμου.
Πια η εποχή μας δεν έχει τόσο πάθος. Με όλη αυτήν την πληροφορία και τη γνώση, όλοι έχουν άποψη και κρίση. Λέγανε στον πατέρα μου όταν ήταν μικρός στο χωριό να μην κυκλοφορούν το μεσημέρι γιατί έχει φαντάσματα. Και το πίστευαν τότε, ποιος να το πιστέψει τώρα. Δεν ήταν κακά αυτά, δημιούργησαν καταστάσεις, ποίηση, θρύλους. Κάπως σαν να είναι πιο έντονο το χάσιμο που μπορεί να πάθει ένας άνθρωπος σήμερα. Χάνεις εύκολα τη συγκέντρωσή σου. Ο Παντελής βέβαια διαφωνεί λιγάκι και σημειώνει πως βλέπει γύρω του ανθρώπους με τρομερό πάθος, που βιώνουν απλά αυτή τη χασούρα. Για να συναντήσεις πια κάπως το πάθος θέλει μια νέα, μιαν άλλη διαδικασία. Η χασούρα έχει να κάνει με την υπερκατανάλωση, την υλική ανάγκη για πράγματα, την έννοια της καριέρας, να πετύχεις χωρίς να κάνεις λάθη κάτι που σε βομβαρδίζει από παντού σήμερα. Έχει αυξηθεί η ταχύτητα των πραγμάτων και δεν υπάρχει ο εσωτερικός ρυθμός με ένα χαλινάρι να τη συγκρατεί κάπως.
Σε αυτή τη σχέση μουσικής και λογοτεχνίας, η μουσική βρίσκεται σε ένα πιο πηγαίο στάδιο. Η μουσική είναι ο δίαυλος επικοινωνίας, μια ορμή η οποία βγάζει μπροστά αυτό που θέλουμε να πούμε, το οποίο είναι η ποίηση. Περισσότερο αφιερωνόμαστε στο διάβασμα παρά στη μελέτη της μουσικής. Η μελοποιημένη ποίηση δεν είναι ύφος, αλλά εργαλείο για να πούμε ποιήματα. Λέει ο Παντελής πως η μουσική του Μιχάλη, άλλωστε, είναι κάπως απλή, στεγνή και ταιριάζει με αυτό που θέλουμε. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι από τα αρχαία χρόνια μουσική και λογοτεχνία ήταν ένα. Από τους Ραψωδούς ως τη Σαπφώ.
Στόχος μας είναι αυτό που κάνουμε να είναι απευθυντέο. Είναι τρομερή κάθαρση όταν τελειώνουμε μια παράσταση, γιατί μπορέσαμε έστω και για δυο-τρία λεπτά να πούμε σε κάποιους ανθρώπους που προσεγγίστηκαν, ”αγάπη μου προτιμώ τα τριαντάφυλλα από την πατρίδα μου”. Γράφει ο Κουτσουρέλης σε ένα δοκίμιο πως η ποίηση είναι η τέχνη που αυτοκτονεί . Υπάρχει μεγάλη χασούρα με τους ποιητές, αυτούς που διαβάζουνε, όσα γράφονται. Πιστεύουμε ότι η μουσική, αυτό το συνταίριασμα θα τη σώσει την ποίηση.
Ο Ρεμπώ ήρθε πρώτα στον Παντελή. Μια μια, μια δυο, μια τρεις, τον πήρα, εξομολογείται γελώντας ο Μιχάλης. Κολλάει κάτι σε έναν και μετά το κολλάει κι ο άλλος. Έτσι έγινε με το Βύρωνα Λεοντάρη που ανακάλυψε ο Μιχάλης κι εγώ άργησα και κάποια στιγμή μετά από καιρό γυρνάω και του λέω ”ρε συ φοβερό” ανταπαντά ο Παντελής. Αν κάτι αρέσει σε έναν από τους δυο, ο άλλος θα το δει. Υπάρχει εμπιστοσύνη και χημεία στη ματιά μας. Είμαστε συντονισμένοι. Είχαμε κοινή βιβλιοθήκη, μοιραζόμασταν όλα τα βιώματα.
Το βασικό είναι η δουλειά. Ο Ρεμπώ, τα ρεμπώτικα ξεκίνησαν με το που διαβάσαμε τις επιστολές του με το Βερλαίν. Το ότι καταλήξαμε να έχουμε ένα δίσκο με το Ρεμπώ και το ρεμπέτικο έγινε μετά από πολύ, πολύ διάβασμα. Βιογραφίες, ποιήματα, γράμματα. Και επειδή εμείς έτσι αισθανόμασταν πιο ωραία, πιο γεμάτοι ως προς αυτό το κομμάτι, είχαμε τη γκάμα, το σύμπαν του Ρεμπώ, αλλά κι επειδή μιλάμε για ένας από τους κορυφαίους και ανατρεπτικούς ποιητές δεν θέλαμε να υπάρχει κάποιο κενό, κάποια ελλιπής γνώση και να θεωρηθεί η δουλειά μας πρόχειρη.
Ευχόμαστε να κάνουμε κάτι περιθωριακό. Ελπίζουμε να είναι. Όταν κάνεις κάτι πάρα πολύ mainstream είναι καθαρή σου επιθυμία να το κάνεις κι εμείς δεν την έχουμε. Σε παρασέρνει στους όρους του. Πάντως οι περισσότεροι που έρχονται να μας ακούσουν ή βάζουν τα τραγούδια μας είναι άνθρωποι που απλά τους αρέσουν τα τραγούδια, το ότι υπάρχει ποίηση εντός έρχεται δεύτερο. Τους αρέσουν πέρα από αυτό. Υπάρχουν βέβαια και οι καμένοι με την καλή έννοια φοιτητές και φοιτήτριες φιλολογίας που έχουν ψάξει, έχουν ξεψαχνίσει τον ποιητή και τα γραπτά του. Εμάς μας ενδιαφέρει κάποιος που έρχεται να ακούει το ποίημα, άσχετα αν ήρθε ή γι’ αυτό, καταλαβαίνει ή κάτι θα κρατήσει. Γι’ αυτό θέλουμε εμείς να είναι απευθυντέο αυτό που κάνουμε.
Το κακό δεν είναι να είσαι mainstream. Είναι άλλο το να συζητάμε πώς θα φαίνεται κάτι ωραίο και άλλο το πώς ξεκινάει κάτι ωραίο και σαν λουλούδι μεγαλώνει και σιγά-σιγά απλώνεται και γίνεται κάτι πολύ μεγάλο. Αν αυτό κυριαρχήσει, μακάρι να είναι αυτό το mainstream. Δηλαδή αν το σημερινό περιθωριακό γίνει το αριανό mainstream αυτό σε καμία περίπτωση δεν είναι κακό. Αν το χτίζεις εξωτερικά και πάνω σε κάτι κούφιο, δεν υπάρχει λόγος να το κάνεις αυτό σήμερα. Παλιότερα που υπήρχε πολύ χρήμα, άντε να πεις υπήρχε κάτι να καταλάβεις, τώρα που τα πράγματα προσγειώθηκαν γιατί να το κάνεις αυτό; Κάνεις με ειλικρίνεια την τέχνη σου και αυτό μοναχά μετράει.
Θέλουμε να δουλεύουμε με βιβλίο. Να πιάσω το ποίημα, να το διαβάσω και μετά να γυρίσω σελίδα. Να σημειώσω, να το τσακίσω, να κάνω μπρος-πίσω, λέει εμφατικά ο Μιχάλης. Το βιβλίο θα είναι πάντα το όχημα για κάποιον που θέλει να εμβαθύνει. Είναι λειτουργία και τελετουργία. Το τάμπλετ είναι πολλά μαζί, ίντερνετ, παιχνίδια, βίντεο. Το βιβλίο είναι ένα και το αυτό. Το αντικείμενο και η λειτουργία του ταυτίζονται. Το να μπαίνεις σε αυτό το σύμπαν είναι συνυφασμένο με το πάθος για τα πράγματα, συμπληρώνει ο Παντελής.
Θα μπορούσαμε να πούμε τη δουλειά μας πολιτική πράξη, γιατί όλες είναι. Το να μπορούμε εμείς να ανεβαίνουμε στη σκηνή και να τραγουδάμε ποιος κερδίζει και ποιος χάνει. Το πολιτικό σε εμάς είναι το να μπει ο άλλος σε μια σκέψη, να μπει σε μια διαδικασία να στοχαστεί γύρω από ένα θέμα. Η τέχνη είναι ο δημόσιος λόγος σε όλο του μεγαλείο, αλλά ταυτόχρονα και ένα ραντεβού. Και τα δύο αυτά είναι πράξεις με φορτίο, με μια ένταση ειδικά στην εποχή που ζούμε.
Ανακαλύψαμε τη σύνδεση Ρεμπώ και ρεμπετών. Βέβαια η ιδέα ήρθε πολύ στο ντούκου και τυχαία, αλλά στη δουλειά επί τούτου μετά το πρώτο ρεμπώτικα το 2015, επειδή αυτό μας άρεσε, μας πήγαινε να τραγουδάμε ρεμπέτικα και μας άρεσε ο ρεμπώ, είδαμε ότι υπάρχουν πολλές γέφυρες μεταξύ αυτών των δυο. Οι καταραμένοι ποιητές οι καταχρήσεις στο αλκοόλ τα ναρκωτικά έρχεται και κουμπώνει με αυτές των ρεμπετών. Επίσης, οι ρεμπέτες γράφανε τραγούδια για τον πόνο, το πάθος, την κάψα της ζωής, όπως και οι καταραμένοι ποιητές με αυτά απασχολούσαν το κεφάλι τους. Θα λέγαμε πως είχανε ίδια πυρηνική αξία. Και κοινωνικά ήταν και τα δυο πράγματα περιθωριοποιημένα. Ήταν και οι δυο ελεύθεροι, δεν θέλανε κανένα καλούπι, ούτε να αφομοιωθούν από το σύστημα, Κάνανε αυτό που θέλανε να κάνουνε με όποιο κόστος. Τα ρεμπώτικα δεν είναι συνάντηση ρεμπέτικου με την ποίηση του Ρεμπώ, αλλά με τις επιστολές με το Βερλαίν, δηλαδή το ρεμπέτικο συναντά το σύμπαν του Ρεμπώ, όπως αυτό ξεδιπλώνεται στην αλληλογραφία του. Θα μπορούσαν και οι ρεμπέτες να είχαν ζήσει έναν τέτοιον έρωτα. Αυτό που μας γοητεύει εμάς είναι ότι ο Ρεμπώ έγραψε πολύ νέος, σταμάτησε να γράφει εκεί γύρω στα 20. Και σκεφτόμαστε μήπως αυτά που έχει να πει ένας 17χρονος σήμερα είναι αυτά που πρέπει να ακούσουμε, μήπως κι εμείς έχουμε μεγαλώσει.
Σίγουρα η σεξουαλικότητα του Ρεμπώ ήταν ένας προβολέας που μας οδήγησε εκεί. Ο Παντελής λέει πως όντας ένα gay αγόρι στο Ηράκλειο να μαθαίνει ότι υπάρχει ένας ποιητής που είναι gay και γράφει έτσι, έλεγα θέλω να γίνω σαν το Ρεμπώ, να γράψω σαν το Ρεμπώ. Μίλησε τόσο φωτεινά, τόσο ανοιχτά για τη σεξουαλικότητα, αλλά κατέστησε κατανοητή την καταπίεση των κοινωνικών δομών και σχέσεων βιώνοντάς την. Η σεξουαλικότητα είναι θέμα που πρέπει να μιλάμε και δεν έπρεπε να υπάρχει κανένα θέμα. Πλέον, δηλώνει ο Παντελής αισθάνομαι queer άτομο και δεν πρέπει να το κρύβουμε, είμαι μια ταυτότητα η σεξουαλική απολύτως συνυφασμένη με την ύπαρξη το ανθρώπινο.
Νιώθουμε ευλογία για τη σχέση που έχουμε με τη Μικρή Άρκτο. Μπορούμε και κάνουμε ακριβώς αυτό που θέλουμε και με τους όρους που θέλουμε. Για να μην μπεις στη λούπα της ‘’παραγωγικότητας’’ και να φύγεις από την τέχνη πρέπει να πέσεις στους κατάλληλους ανθρώπους. Δεν θα μπορούσαμε να στεριώσουμε εμείς αλλού, δεν ανταποκρίνονται όλοι, σχεδόν κανείς σε δυο παιδιά που κάνουν μελοποιημένη πίεση. Το ότι αυτό το πράγμα βγήκε από το σαλόνι μας το οφείλουμε σε μεγάλο βαθμό στους ανθρώπους της Μικρής Άρκτου. Χάρη σε αυτή την εταιρεία που βγάζει τους δίσκους μας τραγουδάμε σήμερα στη Θεσσαλονίκη και τα λέμε εδώ.
Υπάρχει πάρα πολύ υλικό σωρευμένο που δουλεύουμε αυτά τα χρόνια, ένας όγκος δουλειάς μεγάλος στην ουσία αυτό που κάνουμε αυτή τη στιγμή είναι να χαιρόμαστε τα ρεμπώτικα που κυκλοφορούν από το 2015 και γυρνάμε και τα παίζουμε, λαμβάνουμε σχόλια και αγάπη για αυτά. Στις πρόβες και στα live βάζουμε εμβόλιμα κάθε φορά καινούρια κομμάτια. Κάποια καραντινιάρικα, ας πούμε. Πάντα θέλουμε να παρουσιάζουμε και κάτι καινούριο. Όπως έγιναν ρεμπώτικα, μπορεί να γίνουν πεσσώτικα, ελύτικα, αλλιώτικα. Το υλικό είναι απέραντο.
Σήμερα θα παίξουμε Ρεμπώτικα, ποιήματα του Πεσσόα, του Νερούδα, του Τζελαλαντίν Ρουμί, του Μιχάλη Γκανά, του Μπρεχτ, του Σικελιανού, Λόρκα θα πούμε και ένα ποίημα του Μάνου Χατζιδάκη.