Featured

Α(ει)κίνητη αγάπη

Κατέβαινα τη μεγάλη λεωφόρο και άρχιζα  να σε βλέπω από μακριά να στέκεσαι και να με περιμένεις. Πάντα εσύ έφτανες πρώτη.

Χρήστος Ωραιόπουλος
αεικίνητη-αγάπη-573539
Χρήστος Ωραιόπουλος

Θυμάμαι ακόμη το μέρος που συναντηθήκαμε για πρώτη φορά και συμφωνήσαμε να είναι πάντα αυτό το μέρους που θα συναντιόμασταν. Κατέβαινα τη μεγάλη λεωφόρο και άρχιζα  να σε βλέπω από μακριά να στέκεσαι και να με περιμένεις. Πάντα εσύ έφτανες πρώτη. Θυμάμαι να σουφρώνω τα μάτια μου, σαν κινέζος, λόγω της μυωπίας μου, παρ’ όλο που φορούσα πάντα τα εφηβικά μου γυαλιά. Για να ομολογήσω την αμαρτία μου τότε που σε πρωτοκοίταξα από μακριά σε πέρασα για αγόρι, ένα λεβεντόπαιδο με τα όλα του. Όμως πλησιάζοντάς σε αντίκρισα όλη την σεμνή ομορφιά και τη φωτεινή καθαρότητα που μπορεί να συγκεντρώσει γυναίκα στο πρόσωπο και το σώμα της. Κατάλαβα από νωρίς ότι θα γνωρίσω  -ενδεχομένως και θα βασανιστώ- εξίσου νωρίς από τον έρωτα και την αγάπη.

Ήθελες πάντα να μένουμε εκεί, ακριβώς εκεί που συναντιόμασταν. Ασφυκτιούσες, μου έλεγες, στα καφέ και εγώ ήμουν πολύ μικρός για να πάμε σε κάποιο μπαρ. Δεν τα βγάζαμε και εύκολα πέρα. Ο πατέρας μου, ένας υδραυλικός του κλώτσου και του μπάτσου και η μαμά μου δασκάλα σε δημοτικό. Βέβαια, είχα μια ενσυναίσθηση παρά την νεαρή μου ηλικία και την εφηβική μου ορμή να μη ζητάω συνέχεια χρήματα από τους γονείς μου. Εξάλλου ήθελα να ξεκλέβω καθημερινά λίγο χρόνο, για να συναντιόμαστε.

Οι μέρες κυλούσαν τόσο όμορφα μαζί σου. Έρρεαν σαν καθαρό νερό του βουνού ανάμεσα σε γρασίδια και παπαρούνες. Μόνο που ζούσαμε σε πόλη. Διάβαζα όλα μου τα μαθήματα με επιμέλεια και εκεί λίγο πριν νυχτώσει ερχόμουν, δεύτερος πάντα, τελευταίος, όπως έλεγες περιπαιχτικά, διορθώνοντάς με. Όποτε έβρισκα μερικά ψιλά στο γυάλινο τασάκι τα έχωνα στην τσέπη μου, για να σου αγοράζω λουλούδια από έναν κύριο που δεν μιλούσε τόσο καλά ελληνικά, αλλά έπειτα από μερικές αγορές άρχισε να μου τα δίνει φθηνότερα. Άρπαζα το λουλούδι και έτρεχα με λαχτάρα πάνω στις κινούμενες πλάκες του πεζοδρομίου με τις αμέτρητες τσίχλες και γόπες. Θυμάμαι να νευριάζω πολύ όταν έβλεπα τσίχλες και γόπες γύρω από τα πόδια σου. Καθώς έτρεχα να σε βρω, ο αέρα σήκωνε το παιδικό μου τσουλούφι, το οποίο χρησίμευε ως ανεμοδείκτης ή ενίοτε ως σήμανση για τους οδηγούς. Μια φορά είχα προκαλέσει μάλιστα και ατύχημα. Ρίξαμε τρελό γέλιο μετά.

Οι αγάπες κρατάνε για πάντα; Με είχες ρωτήσει και εγώ δεν ήξερα, ακόμη δεν ξέρω δηλαδή, πάντως η δική μας θα δοκιμαζότανε με τον πιο επώδυνο τρόπο. Είχε έρθει ένα χαρτί διορισμού της μαμάς σε ένα νησί και ο μπαμπάς επέμενε πως η οικογένεια δεν πρέπει να σπάει και να χωρίζεται. Αλλά ρε μπαμπά γιατί πρέπει οι έρωτες να σπάνε και χωρίζονται;

Εκείνη τη μέρα τη θυμάμαι ακόμη και θα τη θυμάμαι μέχρι να πάψω να θυμάμαι. Ήταν η πρώτη φορά που δεν ήρθα τρέχοντας να σε βρω. Ήταν η πρώτη φορά που καταλάβαινα πώς είναι να πληγώνεις τον άλλον από δικό σου σφάλμα. Που εντάξει δεν ήταν ακριβώς δικό μου, αλλά στη δική μου σφαίρα ευθύνης. Τουλάχιστον το εφηβικό μου μυαλό έτσι το ένιωθε. Εγώ θα ρίσκαρα την αγάπη μας και  -όπως αποδείχθηκε- θα την κατέστρεφα. Ήρθα μουσκεμένος από το κλάμα. Νομίζω ότι είχα χάσει πολλά γραμμάρια από τα δάκρυα που έτρεχαν για ώρες. Άφησα ανοιχτή τη βρύση της ψυχής μου και αυτή αντί να με πλημμυρίσει, με άδειασε.

Όταν κλήθηκα να σε αποχαιρετήσω παρατήρησα με έναν τρόπο αλλιώτικο, τα σμιλεμένα αυτιά σου που τόσα άκουγαν και τόσο με άκουγαν να λέω τις φανταστικές μου ιστορίες, τα λαχταριστά σου πόδια από τους μηρούς ως τους αστραγάλους, τα σκαλιστά και άρτια γεωμετρικά οπίσθιά σου και τα γεμάτα ευωδία στήθη σου. Ακούμπησα το μάγουλό μου ευλαβικά πάνω στα λεπτά και μακριά σου δάχτυλα και το μάγουλό μου φώλιασε μέσα στη χούφτα του αριστερού σου χεριού. Δεν μου πήγαινε η καρδιά να σε φιλήσω τώρα, άλλωστε δεν το είχα κάνει ποτέ. Όχι από την ντροπή και το δισταγμό της ηλικίας. Αλλά, επειδή εμείς  ήμασταν αγνοί, όπως και η αγάπη μας. Σε χαιρέτησα και ανηφορίζοντας τη μεγάλη λεωφόρο δεν κοίταξα πίσω, εσύ πρέπει να κοντοστάθηκες εκεί. Δεν ξέρω για πόσο. Το επόμενο πρωί φύγαμε. Η μαμά, ο μπαμπάς κι εγώ.

Τα χρόνια πέρασαν, όχι τόσο ομαλά, όσο τότε, που τα συνόδευε και τα χρωμάτιζε η αγάπη σου. Χύνονταν σαν νερά χειμάρρου πάνω σε βράχια καλά ακονισμένα από το χρόνο. Ένιωθα να ζορίζομαι αρκετές φορές, να μην έχω που να πω αυτά που σκεφτόμουν. Ήμουν εντελώς μόνες ώρες-ώρες. Όμως, με εκείνα και με εκείνα τα χρόνια πέρασαν και κάποιες εξετάσεις κατάφεραν να με γυρίσουν στην πόλη. Μεσολάβησαν και άλλοι τόποι λόγω διορισμού της μαμάς, αλλά κανένας διορισμός δεν μας έφερε πίσω. Εγώ θα διόρθωνα το λάθος μου.

Σήμερα ήρθαμε ξανά στην πόλη με τον μπαμπά, για να ψάξουμε το φοιτητικό μου σπίτι. Με αυτοκίνητο, από ένα χωριό κοντά στις δυο ώρες από την πόλη. Πού μυαλό, όμως, για σπουδές, μεσίτες και ευήλια και ευάερα και μικρές αποστάσεις από το πανεπιστήμιο και ασφαλείς περιοχές. Η καρδιά μου έκανε τραμπολίνο και τσουλήθρα από το προηγούμενο βράδυ, επειδή αγάπη μου, θα βλεπόμασταν ξανά. Μετά από τόσα χρόνια. Δεν σκεφτόμουν καν αν θα με θυμάσαι ή αν θα με δεχτείς, αν θα μου είσαι θυμωμένη ή αν θα με περιμένεις χαρούμενη ξανά με τα δάχτυλα του αριστερού σου χεριού έτοιμα να δεχθούν το μάγουλό μου να φωλιάσει εκεί ευλαβικά.

Με το που προσανατολίστηκα και αισθάνθηκα πως ήμασταν κοντά, ζήτησα από τον πατέρα μου να κατέβω από το αυτοκίνητο. Έχω μια δουλειά, θα βρεθούμε το μεσημέρι. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και άρχισα τρέχοντας να κατεβαίνω τη μεγάλη λεωφόρο. Έτρεχα  με λαχτάρα πάνω στις κινούμενες πλάκες του πεζοδρομίου με τις αμέτρητες τσίχλες και γόπες. Καθώς έτρεχα να σε βρω, ο αέρας σήκωνε το φοιτητικό μου πια τσουλούφι, το οποίο χρησίμευε ως ανεμοδείκτης ή ως σήμανση για τους οδηγούς. Προκάλεσα ξανά ατύχημα και απομακρύνθηκα ζητώντας βιαστικά συγγνώμη. Πλησίαζα όλο και περισσότερο στο μέρος της πρώτης και κάθε συνάντησής μας. Η ανάσα μου είχε, σχεδόν, κοπεί. Ανέπνεα τόσο όσο, ώστε να κατορθώσω να φτάσω σε σένα. Ήμουν στο σημείο που αν σούφρωνα τα μάτια μου σαν κινέζος λόγω της μυωπίας, θα σε έβλεπα. Ίσως να μεγάλωσε η μυωπία μου από τότε. Έφτασα. Κοντοστάθηκα λίγο εκεί. Στερέωσα το βλέμμα μου εκεί που κάποτε σε είχα πρωτοδεί, αλλά εσύ δεν ήσουν πια εκεί. Μόνο τσίχλες και γόπες, γύρω από εκεί που κάποτε ήταν τα πόδια σου.

Σταματούσα περαστικούς και έντρομος ρωτούσα αν και τι σου συνέβη. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν. Λίγοι με προσπερνούσαν απορημένοι και άλλοι ψάχνονταν για κουβεντούλα. Ένας μόνο μου είπε την αλήθεια. Από τότε που έφυγα κανείς δεν σε φρόντισε, όπως εγώ. Είχες μείνει εντελώς μόνη και απροστάτευτη. Ίσως δεν άντεξες το φευγιό μου. Εγώ έφταιγα για όλα και εσύ είχες χαλκοπρασινίσει από τη στενοχώρια σου και για λόγους δημόσιας αισθητικής σε πήραν και σε σήκωσαν.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα