Αυτός που χορεύει πάνω στο φτερό του καρχαρία
Είναι ο Θάνος μιας ολόκληρης εποχής, ο Μικρούτσικος που τραγουδήσαμε όλοι.
Είναι κάτι στιγμές που αρκεί μια φωνή, μια μελωδία για να σου ξυπνήσουν θύμησες. Και τότε, ένα περίεργο πράγμα. Μια χαρά ανέλπιστη, γεννημένη από το τίποτα σε τυλίγει! Επαναπροσδιορίζει το παρόν.
Διαβάστε σχετικά: Σε κλίμα συγκίνησης οι συναυλίες του Θάνου Μικρούτσικου
Καλοκαίρι του 1985. Στην Κρήτη! Ο Σταυρός του Νότου στο κασετόφωνο. Έλιωσε εκείνη η κασέτα 6 ώρες ταξίδι για το λιμάνι του Πειραιά. Ένα ολόκληρο νησί από την οροφή ενός αυτοκινήτου. Μέσα σε μια αυτοσχέδια σκηνή που ανοιγόκλεινε με ένα φερμουάρ και μια σιδερένια σκάλα. «Καφενείο η Ελλάς». Αλλιώτικη Ελλάδα, αυτοσχέδια κι εκείνη. Περάστε κόσμε! Αράζαμε όπου βρίσκαμε. Στα πλαϊνά των δρόμων, μέσα σε λιόδεντρα και φραγκοσυκιές! Εικόνες ανελέητα ηλιοκαμένες, ατρόμητες, ανυποψίαστες κι αβάσταχτα συναισθηματικά φορτισμένες. Οι δικές μου ιστορίες, με τον αστερισμό του Νότιου Σταυρού να με παρακολουθεί από ψηλά, ως άλλο ναυτικό, και την εκστατική μουσική του Θάνου Μικρούτσικου να μαγεύει τα παιδικά μου αυτιά.
Τόσες λέξεις, πόσες λέξεις από έναν ποιητή μακρινό και ταξιδιάρη που βρήκε απάγκιο μέσα από τις μελωδίες του Θάνου Μικρούτσικου και μπήκε σαν ανεμοστρόβιλος στη ζωή μου. Τροφή για συζήτηση και τον πατέρα μου να επιχειρεί να μου εξηγήσει ποιο είναι το κούλικο τατού, τι είναι η μαλάρια κι η λαμαρίνα που όλα τα καταπίνει, το Kuro Siwo και γιατί ο δον Μπαζίλιο σκότωσε με ένα μαχαίρι την Δόνα Τζούλια, την όμορφη γυναίκα του που τον απατούσε.
Και από τότε ποιητής και συνθέτης έγιναν ένα. Ποτέ μου δεν κατάφερα να τους ξεχωρίσω. Κι ίσως αυτό να είναι ένα από τα μοναδικά χαρίσματα του αγαπημένου μου Θάνου Μικρούτσικου. Έμαθε από νωρίς να χορεύει πάνω στο φτερό του καρχαρία και να ανταμώνει με τους ποιητές και τον βαθύτερο ψυχισμό τους. Να εντυπώνονται μέσα του τα δυσκολότερα νοήματά τους και να τα μεταφράζει με νότες, να τα βάζει στο στόμα του καθενός.
Κι ας μου πει κάποιος εκεί έξω, ποιος άλλος εκτός από τον Θάνο Μικρούτσικο θα έκανε ένα κακόηθες μελάνωμα να μοιάζει με πηγή που δροσίζει; Θα έστηνε χορό με τον Άλκη Αλκαίο ναι, τον τυραννισμένο Άλκη Αλκαίο, τον ποιητή που παρίστανε τον στιχουργό, όπως πάλι πολύ εύστοχα έχει πει ο Μικρούτσικος και θα τραγουδούσαμε όλοι εμείς, μεγάφωνοι, μικρόφωνοι, παράφωνοι, για μια μύγα που παίζει ως κορασίδα άπορη.
Ο Θάνος Μικρούτσικος μιλά κι όταν σωπαίνει. Η Καντάτα για τη Μακρόνησο θα μας στοιχειώνει για τη φρίκη ενός συστήματος παντοτινά άδικου, για το ηρωικό και ηθικό μεγαλείο των βασανισμένων, για όλα εκείνα τα τραγούδια της λευτεριάς, για την Άννα του Μπέρτολτ Μπρέχτ και για τις νίκες που ελπίζουμε να φέρει το μέλλον. Κι όμως, αυτός ο μαχητής, μπορεί με την ίδια ευκολία να περπατήσει στην πλατεία Χόρχε ντ΄ Αλβαράδο ανάμεσα σε δεινόσαυρους και γύπες κι έπειτα να ζαλίσει από έρωτα τη Χαρούλα Αλεξίου.
Είναι αυτή η ακάματη δεινότητα του Μικρούτσικου να συνθέτει και να μεταμορφώνεται και μαζί να μεταμορφώνει κι εμάς. Είναι το ταλέντο ενός ανθρώπου που δεν επαναλαμβάνεται, που δεν κουβαλά μανιέρες. Γίνεται έφηβο γεράκι, χορεύει ζεϊμπέκικο στους δρόμους και τις γειτονιές, από κείνα τα παλικαρίσια, τα αντρειωμένα, με μπροστάρη τον Δημήτρη Μητροπάνο.
«Ζούμε σε ένα βάρβαρο κόσμο. Η βαρβαρότητα μας κατακλύζει. Όπως είπε ο γερο-Κάρολος, πρέπει να αφήσουμε ανοιχτό το παράθυρο στο όνειρο. Αφήνοντας ένα παράθυρο στο όνειρο, τότε μόνο θα φτιάξουμε μια κοινωνία που θα μπορεί να αυτοπραγματωθεί ο άνθρωπος. Μια κοινωνία που ο ποιητής θα ψαρεύει κι ο ψαράς θα μπορεί να γράφει ποιήματα».
Λόγια δικά του, για μια ζωή που την ρούφηξε μέχρι το μεδούλι της και ποτέ του δεν την φοβήθηκε. Λόγια καρδιάς στις δύο συναυλίες που έδωσε στο Θέατρο Βράχων στις 7 και 8 Ιουνίου. Κι ήταν όλοι τους εκεί. Όσοι περπάτησαν μαζί του. Δεν έλειπε κανείς. Μαζί του και χιλιάδες κόσμου. Τον χειροκρότησαν, δάκρυσαν μαζί του, τραγούδησαν, σηκώθηκαν όρθιοι κατά πώς του πρέπει για να τρομάξουν την αρρώστια. «Καρκίνε τα έβαλες με λάθος άνθρωπο, θα σε ταλαιπωρήσω φρικτά».
Είναι ο Θάνος μιας ολόκληρης εποχής, ο Μικρούτσικος που τραγουδήσαμε όλοι. Που ένωσε γενιές τραγουδιστών και μαζί με αυτούς κι εμάς που ποτέ δεν τον εγκαταλείψαμε, αλλά μεγαλώνοντας τον συμπονούμε και τον κατανοούμε περισσότερο. Όλη αυτή την αντάρα που κουβαλά στην καρδιά του και την μετουσιώνει σε τραγούδια που σπαράζουν από εικόνες και αξίες.
Αν ήταν ήχος θα ακουγόταν σαν τα σινιάλα των πολυταξιδεμένων καραβιών, αν ήταν λουλούδι θα είχε το κόκκινο χρώμα από τα γαρύφαλλα του Ναζίμ Χικμέτ, αν ήταν ηλικία, θα ήταν μια ανάσα εφηβική, από κείνες τις ανένταχτες που γυρνούν τον κόσμο ανάποδα. Μια Ιωνική Κολώνα με περήφανες ραβδώσεις στο μέτωπο, ένα ιπτάμενο δελφίνι στον Πόρο και στη Σαντορίνη, που ποτέ δεν θα χάσουμε και ποτέ δεν θα ξεχάσουμε.