Μια έκθεση ζωγραφικής που αξίζει την προσοχή σου

Ο Βαγγέλης Πλοιαρίδης μας μίλησε για τα «νησιά του Παραδείσου».

Εύα Τσουκαλά
μια-έκθεση-ζωγραφικής-που-αξίζει-την-π-311577
Εύα Τσουκαλά

Εικόνες: Beetroot Design Group

«Πώς θα σας αναγνωρίσω;» ρώτησα τον Βαγγέλη Πλοιαρίδη, ζωγράφο και αναπληρωτή καθηγητή ζωγραφικής στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, στην τηλεφωνική συνομιλία που είχαμε ώστε να κανονίσουμε τη συνέντευξη.

«Θα κρατάω έναν κάκτο», μου απάντησε με σοβαρότητα.

Την επόμενη μέρα επισκέφτηκα τον επάνω όροφο του Ύψιλον, όπου, μέχρι τις 20 Απριλίου θα φιλοξενείται η έκθεσή του καλλιτέχνη, με τίτλο «Τα Νησιά του Παραδείσου».

Παρατήρησα τα έργα όσο περίμενα τον άνθρωπο με τον κάκτο. Παράδοξα σκηνικά με φόντο τροπικά δάση εκτυλίσσονταν μπροστά στα μάτια μου. Σ’ έναν πίνακα παρακολούθησα την πτώση ενός αιμόφυρτου άνδρα από μια καλαμένια μαρίνα, στο κατά τα άλλα ειδυλλιακό εξωτικό σκηνικό. Σ’ έναν άλλο πίνακα είδα μια ελκυστική γυναίκα να κοιτάζει έναν κρεμασμένο άνθρωπο να ξεψυχά στην άγρια φύση, την ώρα που δύο ντόπιοι με ξεσκισμένα κουστούμια μετέφεραν μια πολύχρωμη πινακίδα της «Lehman Brothers».

Σ’ έναν τρίτο πίνακα έγινα μάρτυρας της τελετουργικής αυτοκτονίας του “Lehman’s Cousin”, που πέθανε πετώντας χαρτονομίσματα σκαρφαλωμένος σε μια λεκάνη τουαλέτας. Όσο κοίταζα τους πίνακες, τα τραγικά αυτά συμβάντα άρχισαν να γίνονται αστεία και να αποκαλύπτουν με καυστικότητα και ειρωνεία κάτι που με μια πρώτη ματιά δεν μπορούσα να διακρίνω: το ότι τελικά, τα «Νησιά του Παραδείσου» μόνο παραδεισένια δεν είναι.

Κατάλαβα, τότε, ότι ο Βαγγέλης Πλοιαρίδης έκανε χιούμορ -κάτι που αργότερα έμαθα ότι τον χαρακτηρίζει σαν καλλιτέχνη και άνθρωπο- και θα εμφανιζόταν χωρίς κάκτο· και είχα δίκιο.

Ο καλλιτέχνης ήρθε στον καλαίσθητο χώρο του Ύψιλον με άδεια χέρια, και ξεκινήσαμε τη συνέντευξη, η οποία, αν και κράτησε αρκετή ώρα, πέρασε πολύ γρήγορα για μένα, μιας και οι ταξιδιωτικές του αφηγήσεις ήταν ιδιαίτερα απολαυστικές. Ευγενικός και πρόθυμος, μου μίλησε με πάθος για εξωτικές φυλές, για την τέχνη της ζωγραφικής, καθώς και για το πόσο τον γοητεύει η Ανθρωπολογία.

-Εμπνέεστε από τα συστηματικά σας ταξίδια σε απομακρυσμένα μέρη του κόσμου. Πόσο συστηματικά είναι αυτά τα ταξίδια, και πόσο απομακρυσμένα τα μέρη που επισκέπτεστε;

Ξεκίνησα να ταξιδεύω από τα 16· τώρα είμαι 54, οπότε έχει περάσει κάποιος χρόνος. Φυσικά, όταν ήμουν πολύ πιο μικρός, τα ταξίδια μου ήταν με Interrail και γυρνούσα συνεχώς· ήμουν εθισμένος στην ιδέα του να ταξιδεύω. Μαζί με την τέχνη, θεωρούσα ότι είναι το πιο ενδιαφέρον πράγμα στη ζωή. Κάποια στιγμή τελείωσα με τον πολιτισμένο κόσμο -εννοώ τον ταξίδεψα- οπότε άρχισα να μετακινούμαι σε πιο απόμακρα μέρη, και τελικά έφτασα να ταξιδεύω σε μέρη όπως είναι η Αφρική, η Λατινική Αμερική και η Αμαζονία.

Πήγα επίσης πολλές φορές στην Νοτιοανατολική Ασία, διότι το μπάτζετ εκεί είναι πολύ πιο μικρό και μου επιτρέπει να μένω για μεγαλύτερα διαστήματα. Σταδιακά, άρχισα να δουλεύω ταξιδεύοντας, διότι δεν ταξίδευα για δέκα μέρες, αλλά έφευγα για δυο-τρεις μήνες, οπότε αυτό το πράγμα ήταν φυσιολογικό για μένα. Τελικά, διαπίστωσα ότι τα ταξίδια άρχισαν να εγκαθίστανται μέσα στην τέχνη μου σε μεγάλη κλίμακα, και θα έλεγε κανείς ότι εδώ και είκοσι χρόνια περίπου ένα μεγάλο μέρος της ζωγραφικής μου συναρμολογείται από αυτά. Το να ταξιδεύω μου επιτρέπει να νιώσω πολύ πιο ελεύθερος. Όταν ταξιδεύω, ζωγραφίζω χωρίς κανένα στρες, το κάνω με μια φυσικότητα την οποία δεν έχω στο στούντιο, αυτό το ομολογώ.

-Δηλαδή, ο τρόπος που ζωγραφίζετε όταν ταξιδεύετε διαφέρει από τον τρόπο που ζωγραφίζετε όταν είστε στη βάση σας;

Το έχω σκεφτεί αυτό. Αρχικά, ταξιδεύω μόνος μου. Το να μένεις μόνος σου για ένα μεγάλο διάστημα σε βοηθάει να έχεις καλύτερη αντίληψη του εαυτού σου και οξύνει την παρατηρητικότητά σου για το τι συμβαίνει γύρω. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με ένα αίσθημα ευφορίας που έχω όταν μένω στους Τροπικούς -γιατί μου αρέσει η ζέστη, δεν μ’ αρέσει το κρύο, αν κι έχω ζήσει χρόνια στη Σκανδιναβία- με βοηθάει να ζωγραφίσω με έναν τρόπο πολύ πιο άνετο, πολύ πιο ευθύ και ειλικρινή.

-Πόσο χρόνο σας πήρε να υλοποιήσετε το πρότζεκτ της συγκεκριμένης έκθεσης;

Τα έργα της συγκεκριμένης έκθεσης είναι αποτέλεσμα δύο ετών. Προέρχονται από ταξίδια που έχω κάνει στην Ασία, και συγκεκριμένα στη Βιρμανία, στη Σρι Λάνκα και στις Φιλιππίνες. Τα έργα τα οποία βλέπετε έχουν συναρμολογηθεί εκεί. Στην ουσία έτσι δουλεύω· σχεδιάζω τα έργα και κάνω μετά ακουαρέλες, πριν καταλήξω στο τελικό αποτέλεσμα. Τις ακουαρέλες δεν τις δείξαμε εδώ, αν και αυτή ήταν η αρχική ιδέα. Κάποια έργα πήραν πολύ περισσότερο χρόνο για να γίνουν, κάποια λιγότερο, αλλά το συνολικό εγχείρημα κράτησε λίγο πολύ δύο έτη.

-Οι εικόνες που βλέπουμε στους πίνακες είναι αληθινά συμβάντα, ή είναι γεγονότα που συνθέσατε εσείς με αφορμή το μέρος που επισκεφτήκατε;

-Αυτή είναι μια καλή ερώτηση. Είναι όσα είπες μαζί. Κάποια έργα είναι πραγματικά συμβάντα. Δηλαδή, παρατηρώ κάποια συμβάντα τα οποία είναι εκπληκτικά· δε χρειάζεται να παρέμβω, από μόνα τους είναι εκπληκτικά. Τώρα, αν με ρωτούσε κάποιος «γιατί έχεις την ανάγκη να το ζωγραφίσεις, το ότι έγινε μπροστά σου δεν είναι αρκετό; Χρειάζεται επεξήγηση;», θα απαντούσα ότι είναι μια εύλογη ερώτηση. Κι εμένα με προβλημάτισε το γιατί να θέλω να μεταφέρω το γεγονός, ενώ πρόκειται για κάτι που συνέβη μπροστά μου και νιώθω πολύ τυχερός που το παρατήρησα και το έζησα.

Ίσως να έχει μια μορφή ματαιοδοξίας αυτό, ίσως ζωγραφίζοντάς το θέλω να το δουν και οι άλλοι· ίσως πάλι, ζωγραφίζοντάς το καταλαβαίνω κι εγώ καλύτερα αυτό που έγινε, και βλέπω πτυχές που σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης δεν τις παρατηρούσα. Πάντως, κάποια συμβάντα είναι αυτούσια. Κάποιες άλλες φορές, παίρνω ένα απλό γεγονός που συμβαίνει μπροστά μου, και με αφορμή αυτό ζωγραφίζω κάτι που θεωρώ ότι επίσης θα μπορούσε κάλλιστα να συμβεί, κάτι που θεωρώ πολύ αναμενόμενο. Και νομίζω ότι η ζωγραφική μπορεί να το κάνει αυτό το πράγμα, να απεικονίσει δηλαδή πράγματα που είτε μέλλεται να συμβούν, είτε θα μπορούσαν να συμβούν, ή ακόμα και θα έπρεπε να συμβούν. Είναι τέτοιο το μέσο, που σου δίνει μια τρομερή ελευθερία να τα κάνεις όλα αυτά.

-Ο τίτλος της έκθεσης είναι «Τα Νησιά του Παραδείσου», όμως βλέπουμε κάποιες εικόνες που δεν είναι καθόλου παραδεισένιες. Μήπως θυμίζουν κάτι από Κόλαση;

Ναι, ο τίτλος έχει κατά κάποιο τρόπο έναν υπαινιγμό, γιατί στην ουσία ακουμπάει όλα τα στερεότυπα που έχουμε για το εξωτικό και το όμορφο. Και αυτό που έχω ζήσει, και το λέω και σε πάρα πολλά παιδιά –ειδικά σε φοιτητές- είναι ότι τα πράγματα δεν είναι μόνο αυτό που νομίζεις ότι είναι. Αν επιμείνεις λίγο παραπάνω, θα δεις μια άλλη όψη· αυτή η όψη πολλές φορές είναι τρομερά επικίνδυνη, και μπορεί να έχει και μια τραγικότητα. Κι αυτό εκδηλώνεται μέσα σ’ ένα πανέμορφο περιβάλλον, που δημιουργεί για μένα μια αντίθεση η οποία με ξεπερνάει, είναι τρομερό.

Μπορούν να συμβούν τραγικά πράγματα σ’ ένα περιβάλλον που δεν εμπνέει κάτι τέτοιο και δε σε προδιαθέτει γι αυτό. Τελικά, αυτά πάνε χέρι- χέρι. Είναι καθαρά θέμα χρόνου· αν επιτρέψεις στον εαυτό σου να καθίσει και να δει πως είναι η πραγματική ζωή, αρχίζουν και σου αποκαλύπτονται άλλα επίπεδα, τα οποία ένας τουρίστας συνήθως δεν έχει το χρόνο και τη διάθεση να παρατηρήσει. Πρόκειται για μια διάσταση που με απασχολεί και νομίζω ότι μεταφέρει μια ιδιαίτερη ενέργεια, γι’ αυτό και τη βάζω συνέχεια στη ζωγραφική μου. Θα έλεγα ότι και οι ζωές μας εδώ δεν διαφέρουν πολύ. Ας υποθέσουμε ότι έρχονται δύο τουρίστες από το Ιράκ και το Μαρόκο· βλέπουν αυτήν την φαινομενική υλική ευμάρεια που δίνει ο Δυτικός κόσμος, και λένε «α, πόσο ευτυχισμένοι αυτοί οι άνθρωποι». Θα μείνουν εκεί, δεν θα δουν την τραγικότητα που μπορεί να υπάρχει πίσω από ένα καλοφτιαγμένο διαμέρισμα στη Λεωφόρο Νίκης· Δεν θα δουν ότι κάποιος ενώ βλέπει τη θέα από το διαμέρισμα των δύο εκατομμυρίων ευρώ, ετοιμάζεται να πηδήξει στο κενό γιατί έχει φρικάρει από τη ζωή του και δεν πάει πουθενά. Κάπως έτσι.

-Αυτό είναι κάτι που θίγετε πολύ εύστοχα με το έργο σας που απεικονίζει έναν άνδρα να καίει χαρτονομίσματα πάνω σε μια λεκάνη τουαλέτας που γράφει «Lehman Brothers». Μου έκανε πολλή εντύπωση.

Αυτό είναι ένα έργο που περιγράφει στην ουσία ένα υποθετικό σενάριο. Ο τίτλος του έργου είναι Lehman’s Cousin. Είναι δηλαδή ένας ξάδερφος των Lehman Brothers, που όμως βαρύνεται από όλη αυτή την ιστορία που προκάλεσε το όνομά του, και αποφασίζει να κάνει ένα εξορκιστικό περφόρμανς αυτοκτονώντας. Θέλησα όμως, να βάλω σ’ αυτό στοιχεία που θα ήταν αναγνωρίσιμα και σ’ εμάς. Όπως πηγαίνει ο Έλληνας και πετάει χαρτοπετσέτες στα μπουζούκια, θέλησα έτσι να τον βάλω κι αυτόν να πετάει πενηντάευρα. Είναι κάτι που κάνω συχνά στα έργα μου, προσπαθώ να ανακατεύω στερεότυπα από διαφορετικές κουλτούρες. Και μάλιστα ήρθε ένας επισκέπτης, φίλος και συλλέκτης, που -χωρίς να του το εξηγήσω- μου είπε «ταυτίζομαι με αυτό το πέταγμα των πενηντάευρων, γιατί το έχω κάνει κι εγώ πολλές φορές. Και τώρα μου δίνεις ιδέα να ανέβω όντως στο καπάκι της τουαλέτας και να τα πετάξω».

-Το στυλ ζωγραφικής σας είναι πολύ αναγνωρίσιμο. Μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια που ζωγραφίζετε, υπήρξε κάποιος καλλιτέχνης που να σας επηρέασε ιδιαίτερα σε θεματολογία και σε στυλ;

Σίγουρα. Θα έλεγα ότι είμαστε αποτέλεσμα των επιρροών μας. Αυτό είναι απόλυτα βέβαιο, ειδικά για τη ζωγραφική, και το λέω γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση. Έχουμε μεγαλώσει μέσα σ’ έναν κόσμο εικόνων, και για έναν ζωγράφο είναι αναμενόμενο το να επηρεάζεται από άλλους. Υπάρχουν πολλοί ζωγράφοι τους οποίους εκτιμώ, και από τους οποίους έχω πάρει πράγματα. Αυτό το οποίο ελπίζεις, τουλάχιστον, είναι αυτή η επιρροή να αφομοιώνεται μέσα σου, και να γίνεται ένα συστατικό που σε βοηθάει να πεις κάτι δικό σου.

Καλλιτέχνης με τον οποίο έχω άμεση σχέση π.χ. είναι ο Γκωγκέν, ο οποίος είχε ζήσει στην Ταϊτή και είχε ζωγραφίσει εκεί. Επειδή από μικρός ταξίδευα και ζωγράφιζα, ήταν πολύ αναμενόμενο και φυσιολογικό να πάω στον Γκωγκέν. Από ‘κει και πέρα, πάρα πολλοί καλλιτέχνες μ’ έχουν επηρεάσει κατά καιρούς· είναι ωραίο αυτό. Βέβαια, στο πίσω μέρος του μυαλού κάθε ζωγράφου υπάρχει o φόβος μήπως αυτή η κατάσταση καταλήξει να τον καταδυναστεύει, δηλαδή μήπως οι καλλιτέχνες με τους οποίους έχει υπάρξει δεμένος για πολύ καιρό αρχίσουν να κυριαρχούν πάνω στο έργο του. Αυτό είναι για μένα μεγάλο θέμα, κι ελπίζω, στη δική μου δουλειά τουλάχιστον, να μη γίνεται.

-Αν δεν ήσασταν ταξιδιώτης, ζωγράφος και καθηγητής, τι θα ήσασταν;

Α, πολύ εύκολη ερώτηση. Το μεγάλο μου πάθος είναι η Ανθρωπολογία. Θα μπορούσα κάλλιστα να αφιερώσω τη ζωή μου σε αυτήν. Μοιραία, πολλά από τα ταξίδια μου έχουν έναν τέτοιο χαρακτήρα. Μ’ ενδιαφέρει να επισκέπτομαι φυλές ιθαγενών σε διάφορα μέρη του κόσμου, και με συγκινεί πολύ το γεγονός ότι ακόμη, στον αιώνα που ζούμε, υπάρχει η δυνατότητα να ζήσει κανείς μια τέτοια εμπειρία. Φαντάζομαι ότι μετά από κάποια χρόνια αυτό θα είναι αδύνατο. Ακόμα όμως μπορείς να το κάνεις και είναι συγκλονιστικό, σαν να ταξιδεύεις μέσα στο χρόνο. Είναι ένα συναίσθημα τρομερό, κι ελπίζω οι περισσότεροι άνθρωποι να έχουν κάποτε την ευκαιρία να το ζήσουν.

Είμαι ερασιτέχνης ανθρωπολόγος, με την έννοια ότι δεν είναι το επάγγελμά μου, αλλά μου αρέσει να επισκέπτομαι φυλές, να βλέπω τον τρόπο που ζουν, τα συστήματα αξιών και τους κώδικές τους. Εξηγούσα σε κάποιους ανθρώπους προχθές, επειδή βλέπω πολύ κόσμο με τατουάζ, ότι σε αυτόχθονες φυλές που έχω επισκεφτεί κι έχω ρωτήσει, το τατουάζ είναι ο μόνος τρόπος να δείξουν τα περιουσιακά τους στοιχεία, τις εμπειρίες στη ζωή τους, ή τις σχέσεις εξουσίας τους απέναντι σε άλλους ανθρώπους. Τα τατουάζ περιγράφουν αυτά που οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουν ζήσει, αν έχουν σκοτώσει, αν έχουν παντρευτεί, αν έχουν χωρίσει, και όλα τα πράγματα που τους χαρακτηρίζουν.

Σταμάτησα την ηχογράφηση, αλλά η συζήτησή μου με τον Βαγγέλη Πλοιαρίδη συνέχισε off the record, καθώς ήθελα να μάθω κι άλλα πράγματα για τη ζωή και τα ταξίδια του. Ο καλλιτέχνης μου αφηγήθηκε περιστατικά που θα μπορούσαν να είναι βγαλμένα από χολιγουντιανές ταινίες περιπέτειας.

Μου μίλησε για τότε που του επιτέθηκαν δηλητηριώδη μυρμήγκια καθώς διέσχιζε το τροπικό δάσος φορώντας αθλητικά παπούτσια, και πόση εντύπωση του έκανε ότι οι ιθαγενείς φυλές δεν παθαίνουν τίποτα, κι ας μην φοράνε καν παπούτσια. «Τα πόδια τους είναι σαν να έχουν αερόσολες, είναι εντυπωσιακό το πόσο προσαρμοσμένοι είναι στη φύση, και πόσο την αισθάνονται σπίτι τους», μου είπε.

Κι όταν τον ρώτησα αν ένιωσε απειλή ή ρίσκο ανάμεσα στους αυτόχθονες, μου απάντησε με φυσικότητα ότι μια επίσκεψη σε κάποια εξωτική φυλή δεν διαφέρει και πολύ από μια επίσκεψη στο σαλόνι κάποιου γνωστού μας στη Θεσσαλονίκη.

«Πρέπει να διατηρεί κανείς την ευγένεια και τους καλούς του τρόπους σε οποιοδήποτε περιβάλλον επισκέπτεται» μου είπε. «Οι άνθρωποι αυτοί έχουν μια ηρεμία στη ζωή τους, σε αντίθεση με το πώς θεωρούμε εμείς ότι ζουν».

Ο Βαγγέλης Πλοιαρίδης μου είπε ακόμη ότι η πραγματική τέχνη είναι η ζωή, αυτό που συμβαίνει την ώρα που συμβαίνει, κι όχι τόσο η αποτύπωσή του. Ότι ένας πίνακας είναι σαν το απόκομμα του εισιτηρίου στο λεωφορείο, είναι η απόδειξη ότι έκανες το ταξίδι. Το ενδιάμεσο όμως είναι η ίδια η τέχνη· είναι το ταξίδι, κι αυτό που έζησες μέσα στο λεωφορείο.

Και όταν του ζήτησα να μου εκφράσει τη γνώμη του για το πώς πιστεύει ότι μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια καλή έκθεση, αποκρίθηκε ότι «καλή έκθεση είναι η έκθεση στην οποία πηγαίνεις χωρίς προκατάληψη, χωρίς προετοιμασία, και την επόμενη μέρα ξυπνάς και αισθάνεσαι ότι σου έχει αφήσει κάτι».

Ε, λοιπόν, εμένα, «Τα Νησιά του Παραδείσου» σίγουρα μου άφησαν αυτό το «κάτι».

*«Τα νησιά του Παραδείσου», έκθεση του Βαγγέλη Πλοιαρίδη μέχρι την Παρασκευή 20 Απριλίου στον πρώτο όροφο του Ύψιλον (Εδέσσης 5). Η έκθεση είναι ανοιχτή στο κοινό από τις 12.00 έως τις 20.00. Περισσότερα στο facebook event.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα