Ο Αλέκος Φασιανός και ο κόσμος του
Η ζωή του σπουδαίου ζωγράφου, όπως τη γράφει ο ιστορικός Τέχνης Γιάννης Μπόλης
Ο Γιάννης Μπόλης, ιστορικός της Τέχνης, γράφει για τη ζωή του σπουδαίου ζωγράφου που έφυγε από τη ζωή στις 16/1/2022…
Ήδη από τα πρώτα έργα του -ακόμη και εκείνα που προηγούνται των σπουδών του (1956-60) στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στον Γιάννη Μόραλη- διαφαίνεται η προσπάθεια της διαφορετικής προσέγγισης και ερμηνείας, η προσήλωση στις ειδικές ποιότητες της ζωγραφικής, η επιθυμία να μεταγράψει την οπτική πραγματικότητα δίνοντας έμφαση στις χρωματικές και όχι στις αναπαραστατικές αξίες.
Το 1960 φτάνει στο Παρίσι. Ακολουθεί τον προορισμό που επιλέγουν πολλοί νέοι Έλληνες καλλιτέχνες, οι περισσότεροι των οποίων ενστερνίζονται τις νεωτεριστικές προτάσεις της τότε ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, αναλαμβάνουν το αίτημα του εκσυγχρονισμού της ελληνικής τέχνης και της συμπόρευσής της με τη διεθνή σκηνή, συμβάλουν καθοριστικά στην αποδοχή και την καθιέρωση της αφαίρεσης. Ο Φασιανός όμως επιλέγει το δικό του, διαφορετικό και παράλληλο προς αυτούς, δρόμο, ωριμάζοντας σύμφωνα με τις βαθύτερες προσωπικές του ανάγκες. Με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης σπουδάζει λιθογραφία στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού۬ η αναπαραγωγή της εικόνας σε πολλαπλά αντίτυπα είναι το στοιχείο που τον έλκει στη λιθογραφία και με τις σπουδές κατοχυρώνει τη στέρεη τεχνική και τον έλεγχο της διαδικασίας, από την ποιότητα του χαρτιού και των χρωμάτων μέχρι το τελικό αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα ζωγραφίζει, ζει με πάθος την εμπειρία του παρισινού εικαστικού κλίματος, έρχεται σε επαφή με τη σύγχρονη τέχνη που κυριαρχεί στα μουσεία, στις γκαλερί, στις συζητήσεις των καλλιτεχνών. Η ζωγραφική του Φασιανού την περίοδο αυτήν επιβάλλεται με την ελευθερία της γραφής, τη λιτότητα των μέσων, την εκφραστική αμεσότητα, το ανεπιτήδευτο- αυθόρμητο ύφος των εικόνων της. Τις συνθέσεις με τις σχηματοποιημένες φιγούρες που θυμίζουν παιδικά σχέδια και τους στρατιωτικούς- μουσικούς με τα στρογγυλά πρόσωπα και τις πολύχρωμες στολές στα τέλη της δεκαετίας του 1950, τις διαδέχονται άλλες, περισσότερο αφαιρετικές με έντονα εξπρεσιονιστικά στοιχεία: μορφές σχεδόν φασματικές, μονοχρωματικές και κάποιες στα όρια της καρικατούρας, αδρή επεξεργασία του υλικού, πληθωρική χειρονομία, πλαστικότητα, μεγάλες, άγριες επιφάνειες, παλλόμενες φόρμες, πριμιτιβιστική αντίληψη. Ποιητικός και ονειρικός, λυρικός και δραματικός, καυστικός και σαρκαστικός, ο Φασιανός αφηγείται τις προσωπικές του ιστορίες, κατορθώνει σε κάθε περίπτωση να υποβάλλει μια ιδιότυπη και υπαινικτική ατμόσφαιρα, που ορισμένες φορές ενισχύεται από τους ιδιαίτερα περιγραφικούς αλλά και αναπάντεχους τίτλους ή τις σύντομες επεξηγηματικές φράσεις που ενσωματώνει στα έργα του.
Το 1963 επιστρέφει στην Αθήνα. Μαζί με τον Νίκο Στεφάνου και τον Βασίλη Σπεράντζα εγκαθίστανται έναντι συμβολικού ενοικίου στο περίφημο ατελιέ της Καλλιθέας, που αποτελούσε μέρος της δωρεάς του Ο.Φωκά προς την Εθνική Πινακοθήκη. Εκεί, οι τρεις νέοι ζωγράφοι που έχουν γνωριστεί στο Παρίσι και συνδέονται με φιλία, κοινούς προβληματισμούς και ανησυχίες, θα συνθέσουν ένα από τα πιο γοητευτικά κεφάλαια της μεταπολεμικής τέχνης, σε μια εποχή σκληρή και ταραγμένη, ζωντανή όμως, γόνιμη, αισιόδοξη , με βαθιά πίστη στο μέλλον, μια εποχή που παρουσιάζει μοναδική άνθηση σ’ όλους τους τομείς -τη λογοτεχνία, το θέατρο, τη μουσική, τις εικαστικές τέχνες.
Η μονοκατοικία της Καλλιθέας με τα φοινικόδεντρα και τους κάκτους στον κήπο της γίνεται καταφύγιο, ζωτικός χώρος δημιουργίας. Σε ατμόσφαιρα αστείρευτης ευφορίας, υπέρβασης και ανατροπής, τους πυρετώδεις ρυθμούς δουλειάς διαδέχονται αυτοσχέδιες θεατρικές παραστάσεις, μεταμφιέσεις, πάρτι, καταστάσεις γεμάτες χιούμορ και έντονες συγκινήσεις ή ακόμη και γυρίσματα κινηματογραφικών ταινιών μικρής διάρκειας με δράκουλες και μπουζούκια. Οι επισκέψεις φίλων, καλλιτεχνών, ποιητών, φιλότεχνων και περίεργων καθημερινές -ανάμεσά τους ο Ταχτσής, ο Τσαρούχης, ο Εμπειρίκος, ο Σινόπουλος, η Βακαλό, ο Καρούζος. Στη δημιουργία του Φασιανού αναδύονται οι φιγούρες εκείνες που θα γίνουν σύμβολα και σημεία αναφοράς της: οι καπνιστές και οι ποδηλάτες. «Εκεί σ’ αυτό το σπίτι της Καλλιθέας γεννήθηκε ο πρώτος ποδηλατιστής καπνίζων. Ξαφνικά μια μέρα…μου ήλθε η έμπνευση…να κάνω έναν ποδηλατιστή με τσιγάρο και καπνό και με τα μαλλιά του ν’ ανεμίζουν…Κατόπιν έκανα έναν άλλον, μπλε, και ύστερα έναν κόκκινο».
Στα έργα του ανιχνεύονται επιρροές και συναντήσεις που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα και οπωσδήποτε έπαιξαν ρόλο -μεγαλύτερο ή μικρότερο- στη διαμόρφωση της εικαστικής του έκφρασης: επιρροές από την αρχαία αγγειογραφία, τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό ή ακόμη και από τις ριζοσπαστικές προτάσεις των σύγχρονών του καλλιτεχνικών ρευμάτων, από τις βυζαντινές εικόνες και τη λαϊκή τέχνη, τον Θεόφιλο και τον Τσαρούχη, τον Καραγκιόζη και το θέατρο σκιών. Μέσα από τη διαρκή αναζήτηση αρχίζει, με σιγουριά και επάρκεια, να αναπτύσσει την ποιητική και το όραμά του, που κατά κύριο λόγο έχει να κάνει με την καταγωγή, την παιδεία και το οικείο περιβάλλον του, τα βιώματα, τις καταβολές και τις συγκινήσεις του, στην πορεία κατάκτησης ενός ιδιαίτερου τρόπου -χαρακτηριστικό που επισημαίνουν και οι περισσότερες κριτικές με αφορμή τις πρώτες ατομικές του εκθέσεις στην Αθήνα («Ζυγός», 1961, 1963۬ «Μέρλιν», 1966). Το 1967 φεύγει και πάλι για το Παρίσι. Για τα επόμενα τριάντα πέντε χρόνια θα ζήσει μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας. Η ατομική του έκθεση στην «Galerie 2+3» (Παρίσι, 1967) γίνεται απαρχή μιας σημαντικής συνέχειας τα αμέσως επόμενα χρόνια: συνεργασίες με τις γκαλερί του Paul Facchetti και του Αλέξανδρου Ιόλα, την γκαλερί «Ζουμπουλάκη» στην Αθήνα, εκθέσεις στο Μιλάνο, τη Γενεύη, το Παρίσι, τη Ζυρίχη, τη Νέα Υόρκη και το Τόκιο, συμμετοχές στις Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1971) και της Βενετίας (1972), εξαιρετικές κριτικές, καλλιτεχνική καταξίωση, μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Οι συνθέσεις αναπνέουν με άνεση, η σκηνοθεσία των έργων, το σχέδιο και το χρώμα προσδίδουν ζωντάνια και ρυθμό. Οι μορφές μοιάζουν να υπερβαίνουν κατά πολύ τις φυσικές τους διαστάσεις, λειτουργούν επεκτατικά, εγκαθίστανται κυριαρχικά στη ζωγραφική επιφάνεια, επιβάλλονται με τον όγκο τους, την επαφή ή τη συμπλοκή τους, τις στάσεις και τις κινήσεις τους, τις θεατρικές και, κάποιες φορές, μεγαλόσχημες χειρονομίες τους. Ένας ολόκληρος κόσμος αποκαλύπτεται, ένας κόσμος όπου η αθηναϊκή λαϊκή γειτονιά και η μικροαστική συνοικία συναντά το σύγχρονο αστικό περιβάλλον και τη φύση, το παρελθόν το παρόν, οι καθημερινοί άνθρωποι τους θεούς και τους ήρωες του μύθου.
Οι ποδηλάτες με τα κοστούμια και τα καπέλα, τις γραβάτες και τα φουλάρια, οι καπνιστές, οι καβαλάρηδες και οι κολυμβητές, οι αισθαντικοί έφηβοι και οι φιλήδονες ερωμένες, τα ζευγάρια, οι εραστές και οι ξαπλωμένοι νωχελικά νέοι, οι παραδομένοι στον απογευματινό ύπνο συμβιώνουν με τον τροχοφόρο Ερμή, τον ποδηλάτη Απόλλωνα και τους φτερωτούς Έρωτες, τον Αδάμ και την Εύα στην κουζίνα τους, τον Δία και την Ευρώπη, τον Αλέξανδρο και το Βουκεφάλα, τα άλογα του Αχιλλέα, τους Διόσκουρους και το Νάρκισσο, την Αφροδίτη και τις τρεις Χάριτες, τη Σαπφώ, τη Φρύνη και τη Δανάη… Τα δωμάτια με τις λάμπες, τα σιδερένια κρεβάτια και τα παράθυρα που ανοίγουν σε νυχτερινούς ουρανούς με φεγγάρια, οι νεκρές φύσεις με τα ψάρια και τα φρούτα, οι φέτες καρπουζιού, τα βάζα με τα λουλούδια και οι καθρέφτες, τα πουλιά, οι μέλισσες και τα δοξαστικά φύλλα φοινικιάς διεκδικούν τη θέση τους δίπλα στις πολυκατοικίες και τα χαμηλά σπίτια, τις νεοκλασικές προσόψεις, τα αυθαίρετα και τα τοιχάκια με τους τσιμεντόλιθους, τα τοπία με τους ήρεμους λόφους, τους κάμπους και τη θάλασσα.
Οι εικόνες του συνιστούν άμεσα προσωπικά βιώματα, συμπυκνώνουν στιγμές και αισθήσεις, αναμνήσεις και συναισθήματα, διαφαίνεται έκδηλη η εμμονή για μια μυθολογία του καθημερινού σε συνάρτηση με μια ολοκληρωμένη καλλιτεχνική και ανθρώπινη εμπειρία του νεοελληνικού χώρου. «Για μένα ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι τοπικός, δηλαδή τα δημιουργήματά του να αντικατοπτρίζουν αυτήν την τοπική πραγματικότητα που όλοι γνωρίζουν… Γι’ αυτό θεωρώ και εντάσσομαι σε μια έννοια τοπικής τέχνης, που εκφράζει την προσωπική αίσθηση του καθημερινού βίου και του περιβάλλοντος χώρου, ας πούμε του ελληνικού, που έζησα και γνώρισα βαθιά. Και γι’ αυτό πιστεύω ότι η ζωγραφική αυτής της πηγής θα έχει απήχηση σε όλον τον κόσμο. Όχι γιατί είναι ελληνική, αλλά γιατί η τοπική πραγματικότητα είναι μοναδική και ανεπανάληπτη».
Οι οποιεσδήποτε ενστάσεις για επανάληψη και τυποποίηση, αυτάρεσκη επιβεβαίωση και αναπαραγωγή ενός απόλυτα αναγνωρίσιμου και καταξιωμένου ύφους, ενός ζωγραφικού τρόπου με μεγάλη απήχηση στην αγορά της τέχνης, αναιρούνται ως ένα βαθμό από την άψογη τεχνική και ποιότητα των έργων του, την ποικιλία των συνδυασμών, την εμμονή και τη σταθερότητα με την οποία υπερασπίζεται και προβάλλει τις αρχές, τις αξίες και την «ιδεολογία» της τέχνης του.
Χρώματα διαυγή, λαμπερά μπλε, δυνατά κόκκινα, έντονα κίτρινα, ρόδινα, ώχρες, πράσινα, μαύρα και λευκά, αλλά και εκτυφλωτικά φύλλα χρυσού (κυρίως τη δεκαετία του 1970), που από τις βυζαντινές εικόνες μετατοπίζονται στους ποδηλάτες του, τους φουμαδόρους, τους νέους με τα άλογα. Ο Φασιανός ζωγραφίζει ανθρώπους σε μονοχρωμία. Άλλες φορές απλώνει το χρώμα ενιαίο, επίπεδο και με καθαρές γραμμές που μοιάζουν εγχάρακτες ορίζει τα περιγράμματα των σωμάτων και τις βασικές τους λεπτομέρειες.
Και άλλες πάλι διαλέγει ένα χρώμα στις τονικές του διαβαθμίσεις, δημιουργεί τα φώτα και τις σκιές, τονίζοντας τις καμπύλες και τους όγκους. Το σχέδιο ταυτόχρονα αναδεικνύεται σε κυρίαρχο στοιχείο της δουλειάς του۬ σχέδιο σίγουρο και λιτό, ακριβές και ευέλικτο, ρευστό και δυνατό, που υλοποιεί το χώρο, εντείνει την πλαστικότητα και την μνημειακότητα των μορφών, την αίσθηση του ρυθμού και της κίνησης, Σχεδιάζει γρήγορα, άμεσα, με χαρακτηριστική ελευθερία.
Επανειλημμένα θα αναφερθεί στην πρωταρχική σημασία του σχεδίου για την αποτύπωση της φύσης και της πραγματικότητας, αλλά και στη μεγάλη επιρροή που είχε στην εξέλιξη της ζωγραφικής του η μελέτη των αρχαίων ελληνικών αγγείων, «η τελειότητα και η αρμονία» των χαράξεών τους. Τα μεμονωμένα του σχέδια -έγχρωμα ή ασπρόμαυρα, με μολύβια, μελάνια, παστέλ και κιμωλία, πάνω σε χειροποίητα ή ευτελούς ποιότητας χαρτιά- αποτελούν αυτόνομες, ολοκληρωμένες συνθέσεις, οριοθετούν μια μεγάλη σε όγκο ενότητα δουλειάς που την χαρακτηρίζει η πολυμορφία, η καλαισθησία και η κομψότητα.
Γιάννης Μπόλης |Ιστορικός της Τέχνης
*Ο Γιάννης Μπόλης γεννήθηκε στην Ελασσόνα. Σπούδασε Ιστορία, Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, όπου έκανε μεταπτυχιακές σπουδές και εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα “Οι καλλιτεχνικές εκθέσεις. Οι καλλιτέχνες και το κοινό τους στην Αθήνα του 19ου αιώνα” (Θεσσαλονίκη, 2000). Συντάκτης και ειδικός επιστημονικός συνεργάτης από το 1993 στο “Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών: Ζωγράφοι – Γλύπτες – Χαράκτες, 16ος-20ός αιώνας” (εκδόσεις “Μέλισσα”, Αθήνα 1997-2000). Μελέτες και κείμενά του για τη νεοελληνική τέχνη έχουν δημοσιευθεί σε βιβλία και καταλόγους εκθέσεων, ενώ άρθρα του σε περιοδικά τέχνης και τον ημερήσιο Τύπο. Από το 2000 εργάζεται ως επιμελητής στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης και στο MOmus από το 2018.