Featured

Ο ποιητής που λάτρεψε τη θάλασσα όσο τίποτα

Πέντε υπέροχα ποιήματα του Νίκου Καββαδία που αξίζει να διαβάσετε.

Βιβή Κοτσαπουϊκίδου
ο-ποιητής-που-λάτρεψε-τη-θάλασσα-όσο-τί-721767
Βιβή Κοτσαπουϊκίδου

Ο Νίκος Καββαδίας ύμνησε μέσα από τα ποιήματά του τη θάλασσα όσο κανένας άλλος. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί τον χαρακτήριζαν ως ποιητή των ναυτικών.

Γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στη Ρωσία και έφυγε σαν σήμερα το 1975 στην Αθήνα. Ο πολυταξιδεμένος ποιητής, αγαπήθηκε από το ευρύ κοινό περισσότερο μέσα από τα μελοποιημένα ποιήματά του στον δίσκο «Σταυρός του Νότου» του αείμνηστου Θάνου Μικρούτσικου.

Ακολουθούν πέντε υπέροχα ποιήματα του, που αξίζει να διαβαστούν απ’ όλους, όσα χρόνια κι αν περάσουν, γιατί πάντα θα μας ταξιδεύουν:

Παραλληλισμοί

Τρία πράματα στὸν κόσμο αὐτό, πολὺ νὰ μοιάζουν εἶδα. Τὰ ὁλόλευκα μὰ πένθιμα σχολεῖα τῶν Δυτικῶν, τῶν φορτηγῶν οἱ βρώμικες σκοτεινιασμένες πλῶρες καὶ οἱ κατοικίες τῶν κοινῶν, χαμένων γυναικών.

Ἔχουνε μία παράξενη συγγένεια καὶ τὰ τρία παρ᾿ ὅλη τὴ μεγάλη τους στὸ βάθος διαφορά, μὰ μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατὶ τοὺς λείπει ἡ κίνηση, ἡ ἄνεση τοῦ χώρου καὶ ἡ χαρά.

Θεσσαλονίκη

Ήτανε κείνη η νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης, το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά. Σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις, μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά.

Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι -‘Αγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή.- Τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει, παιδί του Modigliani, που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί.

Νερό καλάρει το fore peak, νερό και τα πανόλια μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί. Με στάμπα που δε φαίνεται σε κέντησε η Σπανιόλα ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί:

Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού. Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού.

Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά. Θυμήσου κείνο το στενό κινέζικο παζάρι και το κορίτσι που ‘κλαιγε πνιχτά μες στο ρικσά.

Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη. Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου ‘πες “σ’ αγαπώ”. Αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι, μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Depot.

(από τη συλλογή “Πούσι”)

Οι εφτά νάνοι στο S/S CYRENIA

Στην Έλγκα

Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις. Μάτσο χωράνε σε μιαν κούφιαν απαλάμη. Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις. Ο πιο μικρός αχολογάει μ’ ένα καλάμι.

Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια. Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι. Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίττες ζυμώνει.

Απ’ το ποδόσταμο πηδάν ως τη γαλέτα. – Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατίρι; Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα ποιος ρήγα γιος θε να την πιει σ’ ένα ποτήρι.

Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια, κατάφερε το σταυρωτό του Νότου αστέρι σωρός να πέσει, να σκορπίσει στα σπιράγια, και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.

Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει, τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει. Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη; Ρουθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;

Κουφός ο Σάλαχ, το κατάστρωμα σαρώνει. – Μ΄ ένα ξυστρί καθάρισέ με από απ’ τη μοράβια. Μα είν’ ένα κάτι πιο βαθύ που με λερώνει. – Γιε μου, πού πας; – Μάνα, θα πάω με τα καράβια.

Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε. Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει. Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι – Ο πιο στερνός μ’ έναν αυλό με νανουρίζει.

Colombo 1951

(από τη συλλογή “Πούσι”)

Μαραμπού

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο, πως τις γυναίκες μ’ ένα τρόπον ύπουλο μισώ κι ότι μ’ αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό, πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο, κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές, σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ, που είν’ όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα, κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές κανείς δεν το ‘μαθε, γιατί δεν το ‘πα σε κανένα.

Μ’ απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά, και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη, κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί, εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ’ ένα λαμπρό ποστάλ και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία. Τότε τη γνώρισα – σαν άνθος έμοιαζε αλπικό – και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική, κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπου ‘χε αυτοκτονήσει, ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές, μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ, και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε, συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς, κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά, κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ’ τα πελάη, μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρό απ’ το λαιμό κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης, όταν εφθάσαμε σ’ αυτήν που θα ‘φευγε, την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά, ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου, και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να ‘πρεπε να σταματήσω εδώ. Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αέρας με φλογίζει. Κάτι άνθη εξαίσια του ποταμού βρωμούν, κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!…Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα, και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά, το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς, κάποια μ’ άρπαξ’ απότομα, γελώντας, το καπέλο (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών) κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή, οι ασβέστες απ’ τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια, κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά, με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί. Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της. Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές, “μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της”.

Όταν την είδα και στο φως τ’ αχνό το πρωινό, μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο, που μ’ ένα δέος αλλόκοτο, σα να ‘χα φοβηθεί, το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά…Μα έβγαλε μια φωνή, κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο, και μια το πορτοφόλι μου…Μ’ απόμεινα κι εγώ ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό, σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει, φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή, που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει, πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό. Μ’ αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ’ είχαν συγχωρέσει…

Το χέρι τρέμει…Ο πυρετός…Ξεχάστηκα πολύ, ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω. Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά, νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω…

(από τη συλλογή “Μαραμπού”)

Kuro Siwo

Στὸ Γιῶργο Παπᾶ

Πρῶτο ταξίδι ἔτυχε ναῦλος γιὰ τὸ Νότο, δύσκολες βάρδιες, κακὸς ὕπνος καὶ μαλάρια. Εἶναι παράξενα τῆς Ἴντιας τὰ φανάρια καὶ δὲν τὰ βλέπεις καθὼς λένε μὲ τὸ πρῶτο.

Πέρ᾿ ἀπ᾿ τὴ γέφυρα τοῦ Ἀδάμ, στὴ Νότιο Κίνα, χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια. Μὰ οὔτε στιγμὴ δὲν ἐλησμόνησες τὰ λόγια ποὺ σοῦ ῾πανε μία κούφιαν ὥρα στὴν Ἀθήνα.

Στὰ νύχια μπαίνει τὸ κατράμι καὶ τ᾿ ἀνάβει, χρόνια στὰ ροῦχα τὸ ψαρόλαδο μυρίζει, κι ὁ λόγος της μὲς στὸ μυαλό σου νὰ σφυρίζει, «ὁ μπούσουλας εἶναι ποὺ στρέφει ἢ τὸ καράβι;»

Νωρὶς μπατάρισε ὁ καιρὸς κι ἔχει χαλάσει. Σκαντζάρισες μὰ σὲ κρατᾶ λύπη μεγάλη. Ἀπόψε ψόφησαν οἱ δυό μου παπαγάλοι κι ὁ πίθηκος πού ῾χα μὲ κούραση γυμνάσει.

Ἡ λαμαρίνα!… Ἡ λαμαρίνα ὅλα τὰ σβήνει. Μᾶς ἕσφιξε τὸ Kuro Siwo σὰ μία ζώνη κι ἐσὺ κοιτᾶς ἀκόμη πάνω ἀπ᾿ τὸ τιμόνι, πῶς παίζει ὁ μπούσουλας καρντίνι μὲ καρντίνι.

Πικρία

Ξέχασα κεῖνο τὸ μικρὸ κορίτσι ἀπὸ τὸ Ἀμόι καὶ τὴ μουλάτρα ποὺ ἔζεχνε κρασὶ στὴν Τενερίφα, τὸν ἔρωτα, ποὺ ἀποτιμάει σὲ ξύλινο χαμόι, καὶ τὴ γριὰ ποὺ ἐμέτραγε μὲ πόντους τὴν ταρίφα.

Τὸ βυσσινὶ τοῦ Τισιανοῦ καὶ τοῦ περμαγγανάτου καὶ τὰ κρεβάτια ξέχασα τὰ σαραβαλιασμένα μὲ τὰ λερὰ σεντόνια τους τὰ πολυκαιρισμένα, γιὰ τὸ κορμί σου, ποὺ ἔδιωχνε τὸ φόβο τοῦ θανάτου.

Ὅ,τι ἀγαποῦσα ἀρνήθηκα γιὰ τὸ πικρό σου ἀχείλι: τὸν τρόμο ποὺ δοκίμαζα πηδώντας στὸ κατάρτι, τὸ μπούσουλα, τὴ βάρδιά μου καὶ τὴν πορεία στὸν χάρτη, γιὰ ἕνα δυσεύρετο, μικρὸ θαλασσινὸ κοχύλι.

Τὸν πυρετὸ στοὺς Τροπικούς, τοῦ Rio τὴ μαλαφράντζα, τὴν πυρκαγιὰ ποὺ ἀνάψαμε μία νύχτα στὸ Μανάο. Τὴ μαχαιριὰ ποὺ μοῦ ῾δωσε ὁ Μαγιάρος στὴν Κωστάντζα καὶ «Σὲ πονάει μὲ τὴ νοτιά; – Ὄχι ἀπ᾿ ἀλλοῦ πονάω.»

Τοῦ τρατολόγου τὸν καημό, τοῦ ναύτη τὴν ὀρφάνια τοῦ καραβιοῦ ποὺ κάθισε τὴν πλώρη τὴν σπασμένη. Τὶς ξεβαμμένες στάμπες μου, πού ῾χα γιὰ περηφάνια γιὰ σένα, ποὺ σαλπάρισες, γολέτα ἀρματωμένη.

Τί νὰ σοῦ τάξω, ἀτίθασο παιδί, νὰ σὲ κρατήσω; Παρηγοριά μου ὁ σάκος μου, σ᾿ Ἀμερικὴ κι Ἀσία. Σύρμα ποὺ ἐκόπηκε στὰ δυὸ καὶ πῶς νὰ τὸ ματίσω; Κατακαημένε, ἡ θάλασσα μισάει τὴν προδοσία.

Κατέβηκε ὁ Πολύγυρος καὶ γίνηκε λιμάνι. Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρὶς φανάρια, ἀπόψε ποὺ ἀγκαλιάστηκαν Ἑβραῖοι καὶ Μουσουλμάνοι καὶ ταψιδέψαν τὰ νησιὰ στὸν πόντο, τὰ Κανάρια.

Γέρο, σοῦ πρέπει μοναχὰ τὸ σίδερο στὰ πόδια, δύο μέτρα καραβόπανο, καὶ ἀριστερὰ τιμόνι. Μία μέδουσα σὲ ἀντίκρισε γαλάζια καὶ σιμώνει κι ἕνας βυθὸς ποὺ βόσκουνε σαλάχια καὶ χταπόδια.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα